What do you think?
Rate this book


278 pages, Paperback
First published January 1, 2005



Στον απόηχο της πρωτοφανούς αναγνώρισης και αποδοχής που κριτικοί και αναγνωστικό κοινό επεφύλαξαν στον συγγραφέα των Στρατιωτών της Σαλαμίνας (“Soldados de Salamina”, 2001), ο Javier Cercas έγραψε και εξέδωσε την Ταχύτητα του Φωτός (“La velocidad de la luz”, 2005), ένα μυθιστόρημα που, υπό τις συνθήκες της ευρείας και μάλλον αναπάντεχης δημοσιότητας που προέκυψαν, θύμιζε περισσότερο μετέωρο βήμα, αχαρτογράφητη πορεία σε ναρκοθετημένη περιοχή. Αλλά για έναν συγγραφέα σαν τον Cercas, την κατάκτηση μιας κορυφής δεν μπορεί παρά να τη διαδεχτεί η κατάκτηση μιας επόμενης, όσο δυσπρόσιτη κι απόκρημνη κι αν δείχνει.
Διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται: η Ταχύτητα του Φωτός είναι ένα ακόμη εξαιρετικό μυθιστόρημα, ισοϋψές θα έλεγε κανείς με τους Στρατιώτες της Σαλαμίνας, το οποίο, σημειωτέον (όπως και τα περισσότερα βιβλία του Cercas), πραγματεύεται τα ίδια περίπου ζητήματα: τη συλλογική μνήμη και ενοχή, την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, την αγριότητα του πολέμου, και τη σημασία του παρελθόντος ως αναπόσπαστου κομματιού του παρόντος και του μέλλοντος («…το παρελθόν δεν είναι τελεσίδικο, αλλά ρευστό και μονίμως μεταβλητό στο μέλλον, οπότε όσα είχαν συμβεί δεν ήταν αμετάκλητα»).
Στο επίκεντρο της Ταχύτητας του Φωτός υπάρχει πάλι ο πόλεμος (δεν είναι ο Ισπανικός Εμφύλιος αυτή τη φορά, αλλά εκείνος του Βιετνάμ), ένας βετεράνος πολεμιστής ονόματι Ρόντνεϋ Φοκ, κι ένας αφηγητής που είναι (και δεν είναι) ο ίδιος ο Cercas.
Η αφήγηση ακολουθεί τη διαδρομή της (πραγματικής) ζωής του συγγραφέα: από τη Χερόνα των παιδικών χρόνων στην Βαρκελώνη της φοιτητικής ζωής και το ανήλιαγο διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον επιστήθιο φίλο του Μάρκος Λούνα, κι έπειτα τα δύο χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες ως βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις. Εκεί, όπου έμελλε τελικά να συναντήσει τον Ρόντνεϋ Φοκ που προαναφέραμε, έναν βαθύτατα βασανισμένο, ακοινώνητο και ιδιόρρυθμο άνθρωπο, τη ζωή του οποίου σημάδεψαν ανεξίτηλα οι φρικαλεότητες που έζησε πολεμώντας (και σκοτώνοντας) στο Βιετνάμ.
Μύθος και πραγματικότητα διαπλέκονται τόσο μοναδικά στην Ταχύτητα του Φωτός (όπως και στα περισσότερα από τα βιβλία του Cercas) που αναρωτιέσαι τι στ’ αλήθεια από όσα διάβασες συνέβη πραγματικά και τι όχι. Υπήρξε όντως ο Ρόντνεϋ Φοκ; Συνέβη πράγματι να συνδεθεί φιλικά ο Cercas, στα χρόνια της Αμερικής, με έναν βετεράνο του Βιετνάμ με τις εμπειρίες και τα χαρακτηριστικά του Φοκ; Αλλά, είτε η απάντηση είναι θετική, είτε όχι, τι έχει περισσότερη αξία; Πόση αλήθεια μπορεί να κρύβεται στο αφηγηματικό σύμπαν του συγγραφέα που, ούτως ή άλλως, δεν αρνείται ότι θα «πει ψέματα παντού, μόνο και μόνο για να πει καλύτερα την αλήθεια», ή το γεγονός ότι το βιβλίο που μόλις διάβασες είναι ένα βαθιά αντιπολεμικό και ουμανιστικό έργο, από εκείνα που συνηθίζουμε να λέμε ότι μας έκαναν (λίγο) καλύτερους ανθρώπους;
we didn't know any painters or writers, we didn't go to art openings or book launches but we probably liked to imagine ourselves as two bohemians in an era when bohemians no longer existed or as two terrible kamikazes ready to explode cheerfully against reality; in fact we were nothing more than two arrogant provincials lost in the capital, lonely and furious... we were brutally ambitious. we aspired to fail. but not simply to fail any old way: we aspired to total, radical, absolute failure. it was our way of aspiring to success.on that evening, the young writer encounters an old professor who offers him an opportunity to serve as a teaching assistant in the spanish department at the university of illinois (urbana-champaign). his decision to accept the offer sets in motion the rest of the story, and ends up radically shaping the course of both his life and literary career.
'the atrocious thing about this war is that it's not a war. here the enemy is nobody, because it could be anybody, and they're nowhere, because they're everywhere: inside and out, up and down, in front and behind. they're nobody, but they exist. in other wars you tried to defeat them; not in this one: in this one you try to kill them, even though we all know that by killing them we won't defeat them. it's not worth kidding yourself: this is a war of exterminations, so the more things we kill- people or animals or plants, it's all the same- the better... of course we all make an effort to pretend we understand something, that we know why we're here and killing and maybe dying, but we do it only so we don't go completely crazy. because here we're all crazy, crazy and lonely and without any possibility of advancing or retreating, without any possibility of loss or gain, as if we were going endlessly round and round an invisible circle at the bottom of an empty well, where the sun never reaches. i'm writing in the dark. i'm not afraid. but sometimes it scares me to think i'm on the verge of discovering who i am, that i'll come around a bend on a path some day and see a soldier, and it will be me.'