... Εδώ τα πράγματα φαλτσάρουν. Τη σκηνή αυτή δεν την έχεις ξαναδεί. Δεν έχεις ξαναζήσει τέτοια αποχώρηση βραδινή. Μόνο στο μυαλό, με τρόμο, την έφερνες περιστασιακά, σαν μαύρο ενδεχόμενο, σαν απευκταίο κακό, σαν τη θύμηση του θανάτου που έρχεται και δηλητηριάζει καλές στιγμές. Όπως έφυγε και κείνος θα φύγω κάποτε κι εγώ, σκεφτόσουν τότε που αναγνώριζες τα ίχνη του προηγούμενου - τότε στην αρχή - κι ένιωθες ένα αδιόρατο τσίμπημα στο στήθος. Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος για πολλούς, για αλλεπάλληλους χωρισμούς. Οι πολλές πρόβες θανάτου νεκρώνουν την καρδιά. Ο έρωτας έρχεται όποτε του καπνίσει, αλλά από μόνος του δεν φτάνει για να στεριώσει σχέση. Όποτε της καπνίσει έρχεται η δουλειά, η ευτυχία, ακόμα και η έμπνευση. Η ξαφνική έκλαμψη που φωτίζει την ύπαρξή μας. Ο βασιλιάς βίος παίρνει πίσω ό,τι έχει χαρίσει, πάλι όποτε του καπνίσει. Μια συλλογή διηγημάτων πάνω στην ευθραυστότητα των ανθρώπινων σχέσεων, την αδυναμία μιας γενιάς να σχετιστεί, να διαχειριστεί τη φθορά, αλλά και να πενθήσει την απώλεια, να ξεμυτίσει απ' τη μοναξιά της. Άγρα, 2015 165σ. 21x12εκ. ISBN 9789605051754
Ο Σπύρος Γιανναράς γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και θεωρία λογοτεχνίας στο Παρίσι. Εργάστηκε για δέκα χρόνια στην εφημερίδα Καθημερινή γράφοντας κείμενα (κυρίως για το βιβλίο και τα εικαστικά) και παίρνοντας συνεντεύξεις από Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Έχει συνεργαστεί με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Ζην (The Press Project), το Εντευκτήριο, η Ευθύνη, το Φρέαρ, L’atelier du roman κ.ά., δημοσιεύοντας κυρίως βιβλιοκριτικές και διηγήματα. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων Ο λοξίας (Ίνδικτος, 2008) και Ζωή χαρισάμενη (Πόλις, 2011), Ο βασιλιάς έρχεται όποτε του καπνίσει (Άγρα, 2015) και Τη μέρα που θα σηκωνόμουν να χορέψω (Άγρα, 2017). Ασχολείται με τη συγγραφή, την κριτική βιβλίου και τη μετάφραση. Έχει μεταφράσει Jean Genet, John Maynard Keynes, Etel Adnan, Laurent Mauvignier, Michel Houellebecq, Paul Auster, Pierre Assouline, Camille de Toledo κ.ά.
Καθένα από τα διηγήματα που περιέχονται στο βιβλίο αυτό του Σπύρου Γιανναρά λάμπει σαν διαμαντάκι με καλογυαλισμένες πλευρές που η καθεμιά αντικατοπτρίζει το καθάριο, βαθύ, ονειροπόλο, στοχαστικό, ανατέμνον βλέμμα του συγγραφέα στους ανθρώπους και την εποχή μας αλλά και τις βαθύτερες σκέψεις, τις φοβίες, τις κακίες μας. Την ανημποριά μας να αγαπήσουμε αλλά και να αποδεχτούμε οτι θα μείνουμε τελικά μόνοι σ'αυτή τη ζωή.
στην υπηρεσία του διηγήματος (αυτής της συλλογής και όχι μόνο) τάσσονται δυο όπλα: Το ένα, οι ιστορίες. Η συναισθηματική τους φόρτιση, το βάθος τους, οι άνθρωποι και οι εικόνες τους. Το άλλο, ο τρόπος. Η γλώσσα, η πρόζα, ο ρυθμός, οι λέξεις και οι ραφές τους.
Υπάρχουν πράγματι διηγήματα εκεί έξω που αγαπούν την φόρμα πιο πολύ από αυτό που διηγούνται, και άλλα που έχουν να πουν μια ιστορία αλλά δεν βρίσκουν τον τρόπο. Στη συλλογή αυτή η θέληση του συγγραφέα να δώσει ισότιμο ρόλο είναι εμφανής- προφανώς αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Η συλλογή έχει μερικές στιγμές που η ομορφιά μιας ιστορίας συναντά την ομορφιά του λόγου (το δισάκι του Οδυσσέα π.χ.) και κάποιες στιγμές που αυτή η προσπάθεια μπορεί να φλερτάρει με την επιτήδευση (το ομώνυμο του τίτλου διήγημα π.χ.) ή έστω να μην βρίσκει την σωστή χημεία. Στο ομώνυμο για παράδειγμα, μια απλή ιστορία που μπορεί να παράγει από μόνη της πολλούς συνειρμούς, συναντά αντιπερισπασμούς λέξεων και συλλογισμών που μοιάζουν να θέλουν να στριμωχτούν- δεν αναβλύζουν, όπως σε άλλα διηγήματα.
Όμως η διηγηματογραφία, ως μια μορφή που στηρίζεται με δυσκολία σε δυο βάρκες που αποκλίνουν, την ποίηση και το μυθιστόρημα (σχηματικά πάντα μιλώντας), σίγουρα δεν μπορεί παρά να έχει αντιφάσεις και αποστάσεις που θέλει να διανύσει. Στη συλλογή αυτή μπορεί κάποιος να δει αυτές τις «ασκήσεις ισορροπίας» να ξεδιπλώνονται.
Βασικός θεματικός άξονας είναι οι πολλές εκδοχές του έρωτα και της απώλειας, ή καλύτερα του βάρους της απώλειας πάνω στον έρωτα-ακόμα και τον νεογέννητο. Υπάρχουν μέσα μερικές πολύ όμορφες ιστορίες και αρκετές αξιόλογες λεκτικές κατασκευές.
Μια συλλογή διηγημάτων με θεματικό άξονα τον έρωτα κ ειδικότερα τον προβληματισμό, τον πόνο, την απόγνωση που συνοδεύουν τους «δύσκολους» έρωτες. Με επιρροές από τον εκκλησιαστικό λόγο κ τις γαλλικές σπουδές του, ο Σπ. Γιανναράς κάνει μια αξιοπρόσεκτη προσπάθεια υπερασπιζόμενος εμπράκτως το κάπως αδικημένο είδος του Διηγήματος. Σε μερικά σημεία το παρακάνει, γλιστρώντας στην επιτήδευση, αλλά στο σύνολο του είναι ένα έργο που στέκεται με επάρκεια.