Ενώ ο Μάρκος Μπαρδάς και ο Σήφης Σουρώδης διαβάζουν Οικονομετρία - το τελευταίο μάθημα του πτυχίου - τα φλας μπακ πέφτουν το ένα πίσω από το άλλο και το παρόν γίνεται ξανά φωτεινό, με γυναίκες, γιαγιάδες και παράξενες γεωγραφίες. Οι δύο φίλοι θα ζήσουν εκατό φορές τη ζωή τους, όπως συμβαίνει το βράδυ της πρωτοχρονιάς, θα συλλάβουν το νόημα των διακοπών, θα κατανοήσουν τη σχέση παιδικής συμμορίας και πολιτικής στράτευσης και θα συζητήσουν με υπομονή το πρόβλημα της ικανότητας των κοριτσιών να θέλουν πάντα κάτι περισσότερο από αυτό που χρειάζονται. Το καλοκαίρι θα αρχίσει σαν οικο-νομετρικό υπόδειγμα και θα τελειώσει σε απόλυτη σύγχυση με τη γραμμή του ορίζοντος.
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και κινηματογράφο στο Παρίσι. Εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα "Αυγή" (1975-1985) και στα περιοδικά "Σύγχρονος Κινηματογράφος" και "Αντί".
Έγραψε σενάρια για τους Νίκο Παναγιωτόπουλο και Σταύρο Τσιώλη κι ένα μυθιστόρημα κατά παραγγελίαν, το "Υπόθεση μπεστ σέλλερ" (1980). Ακολούθησαν "Οι πτυχιούχοι" (1984), οι "Νέες αθηναϊκές ιστορίες" (1989) και "Η γραμμή του ορίζοντος" (1991).
Ταινίες: "Βεράντες" (1984), "Θέατρο" (1986) και οι μεγάλου μήκους ταινίες "Όλγα Ρόμπαρντς" (1989) και "Παρακαλώ, γυναίκες μην κλαίτε" (1992, συν-σκηνοθεσία με τον Σταύρο Τσιώλη). Εργάστηκε, επίσης, ως ηθοποιός, παραγωγός και παρουσιαστής ραδιοφωνικών εκπομπών.
Σε ηλικία 37 ετών πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα και κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Ζωγραφου. Tην ίδια χρονιά, ο φίλος του Κωστής Παπαγιώργης, έγραψε στην μνήμη του το βιβλίο "Γεια σου, Ασημάκη".
Ο Μάρκος και ο Σήφης είναι δύο φοιτητές επί πτυχίω, οι οποίοι περνάνε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού τους στην Αθήνα διαβάζοντας για το τελευταίο μάθημα της σχολής τους, την Οικονομετρία. Από αυτή την απλή ιστορία θα ξεπηδήσουν πολλές γυναίκες και ακόμα περισσότερες εμπειρίες όπως τις βιώνουν οι άνθρωποι σε αυτή την μαγική εποχή των φοιτητικών χρόνων. Μαγική φυσικά όχι τόσο με την έννοια της ομορφιάς απαραίτητα, όσο της έντασης με την οποία βιώνουμε κάθε εμπειρία σε αυτή την ηλικία. Και όλα αυτά σε μία άτακτη χρονικά αφήγηση.
‘Όλες οι ιστορίες είναι πόζες, όλες τις ιστορίες τις σκεφτόμαστε φωτογραφικά, γιατί όχι και αυτές που λέμε εμείς, αυτές που μας ανήκουν;’
O Βακαλόπουλος πετυχαίνει κάτι πολύ ιδιαίτερο με το συγκεκριμένο βιβλίο. Καταφέρνει να μεταφέρει στον αναγνώστη την αγωνία αυτών των παιδιών που το πτυχίο τους συμβολίζει ουσιαστικά το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας νέας, κάτι που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε βιώσει και που κάνουν τους Πτυχιούχους διαχρονικούς ακόμα και μέσα από τις ρετρό εικόνες τους φωτίζοντας κατά διαστήματα μια Αθήνα που η σκιά της υπάρχει μέχρι και σήμερα. «Οι πόλεις» , άλλωστε όπως λέει και ο ίδιος, « ψιθυρίζουν γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν, έτσι όπως τις κάρφωσαν στο έδαφος».
Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν μιλάει για την αγωνία της επαγγελματικής ή προσωπικής αποκατάστασης, αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Αυτά τα παιδιά φοβούνται μην παρα-αποκατασταθούν, μην γίνουν όλα όσα αποφεύγουν. Η εποχή του Βακαλόπουλου είχε μεταξύ άλλων έναν πολύ μεγάλο εχθρό· τον μικροαστό. Από αυτό ακριβώς το μοντέλο παλεύουν να ξεφύγουν οι πρωταγωνιστές μας, οδηγούμενοι πολλές φορές και σε ακρότητες , γιατί αυτό ακριβώς το άκρο υποδηλώνει το πόσο μακριά βρίσκεσαι από το άλλο άκρο, τον μικροαστό, που τόσο ραγδαία αναπτύσσεται και κατατρώει κάθε σου κίνητρο για νέα πράγματα και για καινούριες εμπειρίες, και τι καλά που εσύ δεν έχεις καμία σχέση με όλο αυτό. Φυσικά, μια τέτοια συμπεριφορά πολλές φορές οδηγεί τους ανθρώπους να είναι καρικατούρα άλλων μοντέλων, αλλά στην τελική όλοι μας σε αυτή την ζωή διαλέγουμε έναν ρόλο και πορευόμαστε.
Στα αδιαμφισβήτητα προτερήματα των Πτυχιούχων φυσικά είναι ο ίδιος ο συγγραφέας τους που με τον τρόπο αφήγησής του σε κάνει να νοσταλγείς κάτι που δεν έζησες καν. Με διαλόγους που αν και ξέρεις ότι δεν φαίνονται ιδιαίτερα ρεαλιστικοί, σε κάνουν να ελπίζεις ότι ίσως κάπου, κάποτε να υπήρχαν άνθρωποι που μίλαγαν και σκέφτονταν με αυτό τον τρόπο. Χαρακτήρες που στο χαρτί φαντάζουν γοητευτικοί, αλλά αν τους συναντούσες ποτέ στην πραγματική ζωή σου θα ήταν οι οδοστρωτήρες της. Ο Βακαλόπουλος, φίλοι μου, ξέρει να σε ταξιδεύει με κάθε του κουβέντα και άπαξ και διαβάσεις μία σελίδα από τα γραπτά του είσαι για πάντα δέσμιος της γραφής του. Να, όπως αυτό για τις Κυριακές:
“..συνήθως τις Κυριακές οι άνθρωποι είναι εξομολογητικοί, αισθάνονται ότι αν δεν τα βγάλουν όλα, θα παραιτηθούν μια για πάντα από τις επιθυμίες τους. Την Κυριακή συμβαίνει αυτό, μόνο την Κυριακή. Γύρω στις έξι νιώθεις την ανάγκη να καθαρίσεις, παίρνεις τηλέφωνα με αγωνία και δεν βρίσκεις κανένα. Τότε βγάζεις το τηλέφωνο από την πρίζα, το κλείνεις σ’ ένα χαρτονένιο κουτί δίπλα στα σκουπίδια και πας μια μεγάλη βόλτα στην άκρη της πόλης. Αλίμονό σου αν η πόλη δεν έχει άκρη, αν δεν μπορείς να βρεις την άκρη της.”
Σοφές κουβέντες σε έναν λόγο απείθαρχο που διολισθαίνει συχνά στον λυρισμό. Σκέψεις που, το δίχως άλλο, θα πάρεις μαζί σου κλείνοντας το βιβλίο∙ κι ένα παράπονο: γιατί, γαμώτο, έφυγε τόσο νέος;
Τριανταφυλλιές απ'τα ταβάνια, η Κυψέλη, η Πάτμος, η προσμονή, ο έρωτας, οι αόρατες πόλεις, η ταυτότητα που μπερδεύεται ανάμεσα στους δίσκους και στις ταινίες, στο φοιτητικό κίνημα, και στη ζωή που προχωράει είτε το δεχόμαστε είτε το αρνούμαστε. "Αυτό ήταν το κόλπο μας: περιμέναμε πάντα τις ανατολές και τις δύσεις" "Μήπως να ανοίξουμε το ψυγείο και να μπούμε μέσα να μην τους ακούμε?"
"Το να ξέρεις κάποιον δε σημαίνει ότι μπορείς να τον κρατήσεις για πάντα. Οι ανθρωποι αλλάζουν" λέει ένας ήρωας του Kar-Wai Wong. Οι ήρωες του Βακαλόπουλου αρνιούνται την αλλαγή. Χάνονται στην αντανάκλαση του παρελθόντος μέσα στο παρόν και για αυτούς το μέλλον είναι η αέναη επανάληψη της κάθε ημέρας. Ο κόσμος μετά το πτυχίο φαντάζει άγνωστος. Ταυτίζομαστε? Φυσικά! Πόσες και πόσες φορές δε βυθιστήκαμε σε καταστάσεις αιώνιες θαρρείς γιατί το επόμενο βήμα μοιάζει με βουτιά στο κενό?
Τις Κυριακές οι άνθρωποι είναι εξομολογητικοί, αισθάνονται ότι αν δεν τα βγάλουν όλα, θα παραιτηθούν μια για πάντα από τις επιθυμίες τους, Την Κυριακή συμβαίνει αυτό, μόνο την Κυριακή. Γύρω στις έξι το απόγευμα νιώθεις την ανάγκη να καθαρίσεις, παίρνεις τηλέφωνα με αγωνία και δε βρίσκεις κανέναν. Τότε βγάζεις το τηλέφωνο απ’ την πρίζα, το κλείνεις σ’ ένα χαρτονένιο κουτί, φοράς το μπουφάν σου, βγαίνεις έξω, ακουμπάς το κουτί δίπλα στα σκουπίδια και πας μια μεγάλη βόλτα στην άκρη της πόλης. Αλοίμονο σου αν η πόλη δεν έχει άκρη, αν δε μπορείς να βρεις την άκρη της.
Γοητευμένη κύριε Βακαλόπουλε. Πόσο κρίμα που έφυγες τόσο νωρίς.
Η τοιχογραφία μιας γενιάς, εξιστορημένη με τον απολύτως ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο που ξέρει Χρήστος Βακαλόπουλος να αφηγείται. Πρωταγωνιστές οι επί πτυχίο φοιτητές Μάρκος και Σήφης περιτριγυρισμένοι από πολλές κυρίως θηλυκές παρουσίες, την Αγγελική, την Μίρκα την Τάνια και την Γιάγια του Μάρκου που απλά είναι αυτή που παίρνει το Όσκαρ β γυναικείου και κλέβει την παράσταση. Είναι το αποτύπωμα μιας γενιάς, οι ερωτήσεις απογοητεύσεις, οι αναζητήσεις στην προσπάθεια τους να βρουν την γραμμή του ορίζοντα που για τον καθένα είναι κάπου ξεχωριστά. Πρωταγωνίστρια επίσης είναι και η Αθήνα, και προστίθενται στο ψηφιδωτό θραύσματα εικόνων από Αίγινα, Φισκάρδο, Πάτμο. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι όμοιο στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και για αυτόν και μόνον τον λόγο αξίζει να διαβαστεί. Ίσως κάποιοι το χαρακτηρίσουν λίγο δήθεν ή μεταμοντέρνο αλλά who really cares...
Μετά από πολύμηνο reader's block (ναι, δεν το παθαίνουν μόνο οι συγγραφείς, δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε παράγραφο για μήνες - ξεκινούσα βιβλία και τα παρατούσα στις 30 σελίδες από πλήξη), ήρθε αυτό το βιβλίο να με ξεμπλοκάρει. Για μια ακόμα φορά, ο Βακαλόπουλος είναι εξαιρετικός.
-Οι γυναίκες, είπε, αυτές που γνώρισα τουλάχιστον, προβάλλουν πάντα το παρελθόν μ’ έναν περίεργο τρόπο. Τις απασχολεί μια λεπτομέρεια της περασμένης τους ζωής, κάτι που δεν το ομολογούν πάντα και στον περισσότερο κόσμο φαντάζει ανόητο. Γι’ αυτό δεν μπορείς να τις καταλάβεις, κυνηγάνε μια ανάμνηση που έχει αποστειρωθεί με τα χρόνια, δεν έχει γίνει ούτε ωραιότερη ούτε πιο οδυνηρή, μόνο που έχει καθαριστεί, έχει χάσει κάθε περίγραμμα, κι ενώ είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια μοιάζει εντελώς αφηρημένη. Βλέπουν όλη τους τη ζωή έτσι. Η θεία σου η Φανή έβλεπε τη ζωή σαν βραδινό ταγιέρ κι έψαχνε την κατάλληλη στιγμή να το ξαναφορέσει. Είχα την εντύπωση ότι η Φανή ζούσε μόνο και μόνο για να προλάβει τη στιγμή εκείνη που το ταγιέρ θα της ταίριαζει ακριβώς, κι όλες οι υπόλοιπες στιγμές ήταν μια μεγάλη προετοιμασία. Αυτό είναι το παρελθόν στην ιδανική του μορφή, αλλά όχι το παρελθόν σε εξιδανικευμένη μορφή. Καταλαβαίνεις τη διαφορά; -Όχι. -Δεν είναι δύσκολο. Η εξιδανίκευση είναι μια ανάπλαση, κάτι που μεταφέρει. Το να ζητάς στο μέλλον την ιδανική μορφή του παρελθόντος σημαίνει να έχεις φανταστεί το μέλλον σε ανύποπτο χρόνο, μόνο που αυτό το συνειδητοποιείς τώρα, όχι τότε που το ��ανταζόσουν, συνειδητοποιείς ότι έζησες κάποτε το μέλλον χωρίς να το ξέρεις. Αυτή την εντύπωση έχουν οι γυναίκες. Γι’ αυτό περιορίζουν την ενέργεια τους στην αναζήτηση μιας προνομιούχας στιγμής στο παρελθόν, που θα ξεκλειδώσει το μέλλον, θα ανοίξει τις πόρτες του και θα τους επιτρέψει να ζήσουν ήρεμα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το μόνο που αισθάνονται ότι κάνουν είναι ότι πεθαίνουν. Οι γυναίκες είναι οι μόνες που πεθαίνουν απ’ την αρχή, γι’ αυτό είναι και σοφές. Όλοι οι άλλοι γεννιούνται συνέχεια, απ’ το πρωί ως το βράδυ. Οι γυναίκες αργοπεθαίνουν και τα ξέρουν όλα.
Καλό βιβλίο,αν και θα το περίμενα λιγάκι πιο λυρικό.Αρκετά φιλοσοφημένο με λόγο που δεν πειθαρχεί και δεν μπαίνει σε καλούπια.Θα ψάξω να διαβάσω και το Η γραμμή του ορίζοντος με ακόμα πιο μεγάλες προσδοκίες.
Λυπάμαι που τόσα χρόνια δεν είχα διαβάσει κάνενα βιβλίο του αλλά ταυτόχρονα χαίρομαι που τον ανακάλυψα.Ένας εξαιρετικός Έλληνας συγγραφέας! #readathon18 ~ (7/26) ~ Ένα βιβλίο που διαδραματίζεται τη δεκαετία που γεννηθήκατε.
Τιποτα λιγότερο από αυτό που περιμένεις! Πιο σύγχρονος από το σήμερα, πιο ρομαντικός και πιο ειλικρινής από ότι έχεις σκεφτεί. Είναι το δεύτερο βιβλίο του που διάβασα και δεν με απογοήτευσε! Θέλω να υπήρχαν εκατό βιβλία του και αλλά τόσα διηγήματα και αλλά τόσα σενάρια και αλλά τόσα ημερολόγια για να διαβάζουμε μόνο Βακαλοπουλο! Και να περπατάμε στη Κυψέλη κι να πίνουμε στου Ζοναρς και να μπαίνουμε σε καράβια για τη πατμο και τη Κεφαλονιά!
Έργο με καλές στιγμές, αλλα κατ' εμέ υπερεκτιμημένο, εξεζητημένο, μου δίνει την εντύπωση ότι πολλά από τα γραμμένα δεν υπήρξαν βιωμένα, ώστε να μη συγκροτούν ένα αξεπέραστο αφήγημα. Ωστόσο, δεν περνά αδιάφορο.
... τις Κυριακές οι άνθρωποι είναι εξομολογητικοί, αισθάνονται ότι αν δεν τα βγάλουν όλα, θα παραιτηθούν μια για πάντα από τις επιθυμίες τους. Την Κυριακή συμβαίνει αυτό, μόνο την Κυριακή. Γύρω στις έξι το απόγευμα νιώθεις την ανάγκη να καθαρίσεις, παίρνεις τηλέφωνα με αγωνία και δε βρίσκεις κανέναν. Τότε βγάζεις το τηλέφωνο απ'την πρίζα, το κλείνεις σ' ένα χαρτονένιο κουτί, φοράς το μπουφάν σου, βγαίνεις έξω, ακουμπάς το κουτί δίπλα στα σκουπίδια και πας μια μεγάλη βόλτα στην άκρη της πόλης. Αλίμονό σου αν η πόλη δεν έχει άκρη, αν δεν μπορείς να βρεις την άκρη της.
Δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται και όπως πολλοί άλλοι ήθελα να διαβάσω Βακαλόπουλο μετά τη μεγάλη φασαρία που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομα του. Και με τη γραμμή του ορίζοντος και με τους πτυχιούχους μου κέντρισε το ενδιαφέρον ο τρόπος που γράφει από την πρώτη σελίδα και ο τρόπος που πιάνει το κλίμα της εποχής του με τρομερή οξυδέρκεια και ελευθερία σκέψης καθόλου δεδομένες για την εποχή του.
Είναι επίσης εντυπωσιακό πόσο γρήγορα και σε πόσες επιφάνειες κινήθηκε. Πέθανε 37 ετών και είχε κάνει τόσα πράγματα, τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, που στη σημερινή εποχή φαίνονται σχεδόν μυθικά.
Ήθελα πολύ καιρό να το διαβάσω, αλλά ηταν πολύ διαφορετικό από αυτο που περίμενα. Πολύ πυκνό κείμενο, φαινεται μικρο αλλα τελικά δεν είναι. Απαιτεί συγκέντρωση γιατί πολυ εύκολα μπορείς να χαθείς, εχει κατι που δε μου αρεσει καθόλου στα βιβλία: παραληρηματική αφήγηση χωρίς ανασα, χωρίς σειρά, με πολλές φιλοσοφίες. Με κούρασε. Και κατι που με ξενισε πολύ ηταν η γιαγιά "φιλόσοφος". Απίστευτες ατάκες από γιαγιά που ζει πριν το '80. Εντάξει βεβαια και το δικο μου κριτήριο επιλογης του βιβλίου ηταν ταπεινό, σκέφτηκα: φοιτητική ιστορία, ελατε να πουμε ολοι μαζι τον πόνο μας για την Οικονομετρια. Τελικά αν διαβαζα Οικονομετρια λιγοτερο θα με εξαντλουσε επειδη θα ειχε μια σειρά και θα εβγαζε ενα αποτέλεσμα.
Δύο φοιτητές περνούν το τελευταίο τους καλοκαίρι με αυτήν τους την ιδιότητα, καθώς ετοιμάζονται να δώσουν το μόνο μάθημα που τους μένει για το πτυχίο. Βιώνοντας το μεταβατικό στάδιο από την φοιτητική περίοδο σε κάτι καινούριο, νιώθουν μπερδεμένοι και αρχίζουν να φιλοσοφούν για τη ζωή και τα ευτράπελά της. Από το παιχνίδι δεν μπορεί να λείπει ο έρωτας, η οικογένεια, οι κοινωνικές συναναστροφές, οι πολιτικές προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι το κλισέ "όλοι έχουμε περάσει από κει" έχει πολύ μεγαλύτερη ουσία από αυτό που του καταλογίζουμε. Ξανακοιτώντας κάτι που ζήσαμε, έχουμε τη δυνατότητα να αναθεωρήσουμε, να αισθανθούμε ή απλά να θυμηθούμε. Έτσι και εδώ, ο Βακαλόπουλος δημιουργεί την ατμόσφαιρα που χρειάζεται για τέτοιου είδους flashback. Σε αυτό παίζει ρόλο και η ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία. Αυτοσαρκάζεται, τονίζει τον έρωτα του με την πόλη και ειδικά την Κυψέλη, αλλά ταυτόχρονα ειρωνεύεται τη νοοτροπία του Νεοέλληνα και ατενίζει το μέλλον με απορία, μέσα από τα μάτια δύο νέων παιδιών που γνωρίζουν ότι η ζωή τους σύντομα θα αλλάξει. Έχω την αίσθηση πως τα βιβλία του "Υπόθεση Μπεστ Σέλλερ", "Οι πτυχιούχοι" και "Η γραμμή του ορίζοντος" αποτελούν την άτυπη τριλογία για όλους τους κοινωνικούς του προβληματισμούς. Δεν είναι τυχαίο που υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά και στις τρεις αυτές αφηγήσεις, εξάλλου! Οι αλλαγές είναι μέρος της ζωής και συχνά συντελούνται με έναν τρόπο που μας βγάζει από τη ζωή ασφαλείας μας. Είναι πραγματικά σπουδαίο το πώς ο Βακαλόπουλος μιλάει για όλες αυτές τις αλλαγές και παράλληλα εντοπίζει τις ψευδαισθήσεις των Ελλήνων στην εποχή που υποτίθεται ότι η χώρα μεσουρανούσε!
Δυστυχώς, το διάβασα αφού είχα πρώτα διαβάσει (και δει στο θέατρο) την αριστουργηματική "Γραμμή του Ορίζοντος". Αν και "οι Πτυχιούχοι" έχουν πολλά στοιχεία που θα βρούμε αργότερα στη ΓτΟ (την Πάτμο, την Κυψέλη, τις ραγδαίες αλλαγές, τις ιστορικές αναφορές και το Βυζάντιο) σε πλήρη ανάπτυξη, ακριβώς γι'αυτό το βιβλίο αυτό μοιάζει σαν άσκηση πριν τη ΓτΟ. Ακόμη κι έτσι είναι αξιοδιάβαστο, με τις δικές του αρετές (και αδυναμίες) και τη δική του γοητεία που αποκαλύπτει νέες γωνιές του σύμπαντος του Βακαλόπουλου.
Που αλλού μπορεί κάποιος να συναντήσει τις ιδέες του Κόντογλου να "συνομιλούν" φιλικά με τον Αστερίξ!
Λατρεύω όλα τα βιβλία του οπότε το συγκεκριμένο δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Εδώ παρακολουθούμε τους δύο ήρωες λίγο πριν δώσουν τις πτυχιακές τους εξετάσεις. Γνωρίζουμε τις παρέες τους, τους έρωτές τους και το σάρωμα του χρόνου που τελικά τα παίρνει όλα και όλους μακριά. Με τον ιδιαίτερο συγγραφικό τρόπο του Βακαλόπουλου (μείξη μελαγχολίας, ειρωνείας, χιούμορ, φιλοσοφικής διάθεσης και αναστοχασμού) γράφονται αλήθειες ζωής που άλλοτε πονάνε βαθιά κι άλλοτε σε συμφιλιώνουν με την πραγματικότητα.
Αν το είχα διαβάσει πριν τη Γραμμή του Ορίζοντος, ίσως θα είχα εντυπωσιαστεί περισσότερο απο τον (φανταστικό) τρόπο γραφής. Οπότε τώρα μου φάνηκε κάπως πιο κουρασμένο, πιο πρωτόλειο κι ίσως κάπως άγουρο. Απ'την άλλη ίσως έτσι, με τις πόζες του και την αφέλεια του, το κείμενο να είναι και πιο συμβατό με τους χαρακτήρες του.
Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου πνέει ένας ευνοϊκός άνεμος ασυναρτησίας (παράφραση της έναρξης του 20ου του κεφαλαίου). Η αφήγηση και τα επεισόδια μου θύμιζαν διαρκώς τους Απόντες.
Must για καλοκαίρι, για φοιτητές, για μεσήλικες με κρίσεις νοσταλγίας.
Άργησα να ανακαλύψω τον Χρήστο Βακαλόπουλο. Γιατί όμως; Έλα ντε. Είχα πάρει το βιβλίο πριν από καμιά πενταετία, το είχα αρχίσει, ήταν μάλλον ακατάλληλη η στιγμή, το παράτησα στην πέμπτη σελίδα.
Περίμενε όμως υπομονετικά στο κομοδίνο δίπλα μου και ήρθε η ώρα, κάτι το καλοκαίρι, κάτι η επανακυκλοφορία της Γραμμής του Ορίζοντος, το ξανάπιασα.
Και γοητεύτηκα. Και με συνεπήρε. Αυτή τη φορά. Πειράζει που δεν το διάβασα στα 25, που ενδεχομένως ήταν και πιο σχετικό με τη ζωή μου; Ίσως πειράζει λίγο αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Τώρα άλλωστε εκτιμώ το σουρεάλ πολύ περισσότερο.