Τα κεραμίδια που στάζουν είναι η μόνιμη επωδός στις συζητήσεις των γυναικών του μαχαλά. Είναι όμως και ο συνδετικός κρίκος σε μια σειρά από διάπλοκες αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, που υφαίνουν τη νοσταλγία του τότε και την απόγνωση του σήμερα, κοιτάζοντας πάντα ένα μέλλον που ίσως και να μην είναι τόσο ζοφερό. Γεμάτο τρυφερότητα, αισιοδοξία και χυμούς ζωής, το τρίτο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου είναι ένας μονόλογος για πολλές φωνές -φωνές των ανθρώπων που, σε πείσμα των πάντων, στέκονται όρθιοι.
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ' ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Το πρώτο του βιβλίο ... καλά, ἐσύ σκοτώθηκες νωρίς (εκδόσεις Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε; (εκδόσεις Γράμματα, 1988). "Κοσμοκαλόγερος", σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του.
3.5!Ότι και αν πούμε για τον Μίσσιο είναι λίγο...τα γραπτά του μας αφήσαν διδάγματα για δέκα ζωές...Το πως κατορθώνουν τα βιβλία του να σε ταξιδέψουν σ' άλλους κόσμους είναι κάτι το απίστευτο...
Ο Χρόνης ξέρει να μπαίνει μέσα στην καρδιά σου. Και με αυτά που θέλει να πει και με τις λέξεις που χρησιμοποιεί. Το να γράφεις ιστορικοπολιτικοκοινωνικοερωτικό μυθιστόρημα χωρίς να είσαι χλιαρός,εμπρηστικός και πρόστυχος είναι αξιοθαύμαστο και σπάνιο,ο Χρόνης όμως ακόμη μια φορά το κατάφερε. Σε σχέση με τα δυο προηγούμενα έργα του,τα κεραμίδια είναι πολύ πιο ερωτικά(στάζουν όντως χείμαρρους,όχι σταγόνες..) αλλά χάνει σε συνοχή και από ένα σημείο και μετά γίνεται λίγο κουραστικό όσο αφορά την αφήγηση. Παρόλα αυτά όμως παραμένει ένα πολύ ωραίο βιβλίο!
Όταν σκέφτομαι λογοτεχνία, έχω στο νου μου ένα βιβλίο σαν και αυτό.
Τα γεγονότα εξελίσσονται μέσα από τον διάλογο, μα ο διάλογος χρωματίζει τόσο όμορφα την αφήγηση, που γίνεται η αφήγηση. Ονόματα συνοδευόμενα από ιστορίες, τρομερά βιώματα που μπορεί να συνέβησαν, μπορεί και όχι, χαρακτήρες που μαθαίνονται μέσα από τις ιστορίες άλλων χαρακτήρων…
Δεκάδες άνθρωποι των οποίων οι ζωές μπλέχτηκαν, ο ένας έφερνε επόμενο και επόμενο και επόμενο…
Μα μέσα σε όλα, υπάρχει ο έρωτας, το χάδι και το όνειρο. Γιατί σε κάθε ταξίδι υπερτερούσε η λαγνεία, άνδρες, γυναίκες, όλοι χαμένοι στην συνουσία.
Δεν έλειπαν όμως και τα πολιτικά σχόλια, τόσο ενάντια στους δεξιούς, όσο και τους αριστερούς, που, όπως συμπεραίνει και το βιβλίο, είναι ίδιοι, μόνο οι ράφτες τους αλλάζουν. Γιατί πλέον έχει υπερνικήσει η «λογική» και έχει αλλοιώσει τις αξίες και τις λέξεις.
Πραγματικά όμορφη ανάγνωση, που δεν είναι αυτή καθαυτή η ιστορία, αλλά το τι κρύβεται πίσω της…
"Ποιος θα πληρώσει την πίκρα των κομμουνιστών, που μπροστά στον τάφο, δεν έχουν ένα τοπίο να ακουμπήσουν την τρυφερότητά τους;" (σ. 74).
Για τον Μίσσιο λίγα καινούρια υπάρχουν να ειπωθούν. Ας πούμε απλά, για το συγκεκριμένο, πως αξίζει να ζοριστείς να συνηθίσεις την φαινομενικά "ασυνάρτητη" ροή της αφήγησης. Δε πειράζει να μη καταλαβαίνεις και πολλά πολλά, ασ' τη να σε πάει όπου θέλει. Αν τα καταφέρεις, θα φτάσεις στον καρπό αυτής της τρυφερότητας που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα. Στις αφηγήσεις περί ανέμων και υδάτων, απ' τις οποίες όμως μπορείς να... ψαρέψεις την τότε καθημερινότητα των ανθρώπων. Αναπολήσεις για το επαναστατικό, πίκρα, απογοήτευση, "Τα μέσα ροκάνιζαν τον σκοπό, ώσπου η ιδεολογία έμεινε ένας σκελετός από λέξεις μέσα στην έρημο μιας εκατόχρονης ιστορίας... [...] Με ποιο δικαίωμα 'θυσιάζεσαι' για να φκιαξεις τη ζωή ανθρώπων, που ακόμα δεν είναι ούτε σπόροι, αφού δε μπορείς να φανταστείς και να υπερασπίσεις μια δικιά σου μέρα;" (σ. 87) ("Βαδίζουμε ρωτώντας", λένε οι Ζαπατίστας...). Επιστροφή στο σώμα και τις αισθήσεις, ερωτισμός, επανάσταση του καθενός, της καθεμίας, "Η εξουσία δεν ανατρέπεται. Αχρηστευεται." (σ. 11) (επανάσταση με πεζό "ε" - Holloway, 1996), και άλλα τέτοια πολλά...
Με υπομονή και επιμονή, μια ροή λόγου στην οποία αρχικά αντιστέκεσαι, αν αργά αργά παραδοθείς σε αυτή, σε οδηγεί κάπου συγκινητικά, μελαγχολικά μα ελπιδοφόρα. Κάποια τα πετάς (άντρας γεννηθείς του '30 είναι, αντιεξουσιαστής μεν, άντρας δε), κάποια τα κρατάς. Σαν να σου μιλά ο παππούς σου.
"Αυτό είναι. Ο,τι κι αν μας συνέβη, είμαστε η μαγιά τούτου του κόσμου, όλοι εμείς οι διαγραμμένοι, οι σκοτωμένοι, οι περιθωριακοί. Όλοι εμείς που δεν έχουμε καμία 'ρεαλιστική πρόταση', αλλά μερικά κουκιά τρυφερότητας να μοιραστούμε με τον κόσμο. Να διώξουμε την οδύνη, ν' αγαπήσουμε και ν' αγαπηθούμε. [...] ένα μαγικό πάρε δώσε στην ελεύθερη κοινωνία των αισθημάτων..." (σ. 183).
Καμία σχέση με τα δύο ανεπανάληπτα προηγούμενα έργα του συγγραφέα. Το βρήκα βαρετό και επαναλαμβανόμενο.
'Ξεχάσαμε, βλέπεις, ότι η επανάσταση είναι ατομική παιδεία και παρούσα συμπεριφορά και όχι μελλοντολογία ή η συμμετοχή σε ένα κόμμα που ως κυψέλη εξουσίας είναι πάντα αντιδραστικό. Όμως, η συμμετοχή στο κόμμα αποενοχοποιεί, ενώ η ατομική παιδεία περιθωριοποιεί.'
Το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Χρόνη Μίσσιου διαφοροποιείται από τα αρκετά αυτοβιογραφικά «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και «Χαμόγελα ρε, τι σου ζητάνε;», όντας πιο αφαιρετικό, φιλοσοφικό, ίσως ακόμη και αιρετικό, όχι μόνο ως προς τη θεώρηση της θρησκείας αλλά και ως προς τη σύλληψη της επανάστασης, η οποία είναι "του καθενός, μα διαφορετική για τον καθένα".
Αλλαγή πλεύσης λοιπόν του αγωνιστή και συγγραφέα σχετικά με τον «δρόμο της επανάστασης» που είχε πάρει και υπηρετήσει μέχρι τα μέσα περίπου της ζωής του. ‘Ηδη στην αρχή του βιβλίου, γράφει για τον ήρωά του (κάτω από τον οποίο φανταζόμαστε τον ίδιο): «Από τότε, κυρίως, που ξεπέρασε τις ιδεολογικές του διαφωνίες με το κόμμα και βίωσε επώδυνα την ακυρότητα της πολιτικής και κοινωνικής πράξης, άρχισε να ψάχνει τις απαντήσεις του στα χωράφια τα απαγορευμένα από την κομματική λογική...»
Τις απαντήσεις αυτές ο ήρωας τελικά τις βρίσκει στον έρωτα, την ελευθερία και την τρυφερότητα, στην ολοκληρωμένη έκφραση των συναισθημάτων και αισθήσεων του κάθε ανθρώπου, την επαφή του με τη φύση και την επικοινωνία με τα δημιουργήματά της καθώς και την απελευθέρωση του ανθρώπου από κάθε εξουσία. Τις βρήκε και μας τις κοινωνεί με σκέψη αναρχική και γλώσσα ποιητική - όπως ακριβώς μας μεταφέρει και τις απολαυστικές στην ειλικρινή απλότητά τους συζητήσεις των γυναικών του μαχαλά· συζητήσεις μπολιασμένες με προφορικές διηγήσεις που φτάνουν στα όρια βουκολικών θρύλων, απομεινάρια μιας άλλης, προ πολλού χαμένης, εποχής.
Έχω τις αδυναμίες μου και ο Μίσσιος είναι μια από αυτές. Έχοντας λοιπόν εντρυφήσει (και με αυτό εννοώ ότι έχω διαβάσει πολλαπλές φορές τα υπόλοιπα βιβλία του καθότι ειδική δεν είμαι) έχω να πω πως αυτό είναι μακράν το χειρότερο. Δεν μοιάζει καν με βιβλίο. Μοιάζει με άσκηση δημιουργικής γραφής μέσα από την οποία θα ξεπηδήσουν όλα αυτά που λατρέψαμε στα επόμενα βιβλία του. Εδώ ο Μίσσιος μας εισάγει στις έννοιες που θα αναλύσει στο Κλειδί είναι κάτω από το γεράνι, απεκδυόμενος ταυτόχρονα πλήρως την κομματική του ταυτότητα, παραμένοντας φυσικά πολιτικά συνεπής. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι κακό βιβλίο, σε καμία των περιπτώσεων. Ακόμα κι έτσι είναι πολύ καλύτερο από πολλά "καλά" βιβλία που εκδόθηκαν τα επόμενα χρόνια. Απλά νομίζω ότι πρέπει να είναι το τελευταίο του βιβλίο που θα διαβάσει κάποιος. Γιατί έτσι θα είναι απόλυτα κατανοητή η πορεία του συγγραφέα και δεν θα απογοητευτεί κιόλας από τα πολλά και καλά λόγια που θα έχει ακούσει.
Btw, είναι Μίσσιος, άρα το βιβλίο έχει μέσα άπειρα αποσπάσματα που μεμονωμένα αξίζουν απόλυτα τον κόπο της ανάγνωσης. Ναι, είναι η άσκηση που έπρεπε να κάνει για τα επόμενα, όμως το σύμπαν του είναι μαγικό και παραμένει μαγικό ακόμα και στις λιγότερο καλές στιγμές του
Δεν ξέρω πως να ξεκινήσω την κριτική μου για αυτό το βιβλίο γιατί ήταν ένα ΠΟΛΥ μπερδεμένο κείμενο!
Γενικότερα ο Μίσσιος μας έχει συνηθίσει σε ιστορίες χωρίς ιδιαίτερη συνοχή, κεφάλαια, ροή αλλά στο συγκεκριμένο υπερέβη τον εαυτό του. Δεν λέω ότι δεν μου άρεσε, το αντίθετο μάλλον, απλώς θεωρώ πως πρέπει να σου αρέσει πολύ ο τρόπος γραφής του για να συνεχίσεις να το διαβάζεις και να είσαι συγκεντρωμένος σε αυτό.
Πολλές φορές ένιωσα πως έλεγε πολλά χωρίς να λέει τίποτα και το αντίστροφο.
Θα το πρότεινα αλλά καλό θα ήταν να διαβάσει κάποιος κάποια άλλα έργα του πρώτα έτσι ώστε να συνηθίσει τον τρόπο γραφής του και την ιδιοσυγκρασία του.
Έχοντας διαβάσει και γοητευτεί από το "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς" και το "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε" περίμενα κάτι πολύ καλύτερο από αυτό εδώ το βιβλίο. Ψιλοαδιάφορη η ιστορία, με ταξίδεψε ελάχιστα. Πολλές απόψεις επαναλαμβανόμενες ξανά και ξανά. Ένα βιβλίο που θα το ξεχάσω γρήγορα και σίγουρα δε θα επανέλθω. Δε θα μου αλλάξει βέβαια την άποψη που έχω σχηματίσει για το Μίσσιο, που πιστεύω πως ήταν εξαιρετικός άνθρωπος.
Το 3ο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου, με ένα περισσότερο αλληγορικό ύφος για την συνέχεια της ιστορίας που διηγείται. Κάπως πιο βαρύ και σίγουρα πιο κατατοπιστικό για την εποχή εκείνη, όσο αφορά τα μη πολιτικά δρώμενα. Διαβάζεται το ίδιο άνετα με τα προηγούμενα, αλλά θέλει περισσότερη ηρεμία.
Αρκετά μπερδεμένο το βιβλίο και ο τρόπος γραφής. Γενικά ο Μίσσιος έτσι εκφράζεται και αλλά σε αυτό είναι υπερβολικός. Οι πολιτικές του απόψεις, κατά την γνώμη μου έχουν ξεφύγει και δεν βγάζουν νόημα πλέον. Καλό θα ήτανε να διαβαστούν πρώτα τα αλλά βιβλία του για την κατανόηση της γραφής του.