Tournon, dix mille habitants, petite ville de la vallée du Rhône recroquevillée sur elle-même et balayée par le souffle glacial du mistral. Immobile, presque éteinte. Jusqu'à ce qu'une série de suicides d'adolescents vienne perturber le fragile équilibre de la cité et libérer les vieux démons qui y sommeillent. Le lieutenant Alexandre Korvine est dépêché sur place pour enquêter. Plus habitué à traquer les dealers et à pratiquer des autopsies qu'à fouiller les placards et feuilleter les albums de famille, il entame rapidement une descente aux enfers. Trois jours de chasse à l'homme qui voient la ville mourir à petit feu et entraîner ses enfants dans un processus autodestructeur. Trois jours de chaos au cours desquels Korvine, usé, hanté par son propre passé et au bord de l'explosion, se transforme en missionnaire pour tenter de percer le secret qui ronge les parents des suicidés. Un secret en forme de nature morte, composé de portraits en trompe-l'oeil. Mensonges par omission, suspects commis d'office, vidéos compromettantes et étranges résultats d'analyses médicales. Une guerre que Korvine doit mener seul sans jamais céder un pouce de terrain, quitte à se transformer en bombe humaine au service de la vérité. Là où précisément tout se complique...
Il a publié une dizaine de romans, dont Dans le ventre des mères, Les visages écrasés (Trophée 813 du roman français 2011 ; Grand Prix du roman noir 2012 du Festival International du film policier de Beaune) et La Guerre des Vanités (Prix Mystère de la critique 2011), traduits dans de nombreux pays (Espagne, Russie, Italie, Brésil…), et écrit des pièces radiophoniques pour France Culture.
Docteur en sciences de l’information et de la communication, chercheur à France Télécom R&D de 2000 à 2007, il est également l’auteur de trois essais, La Démocratie assistée par ordinateur, Pendant qu’ils comptent les morts (coécrit avec Brigitte Font le Bret et Bernard Floris) et La vie marchandise (coécrit avec Bernard Floris). Ses romans évoquent la crise contemporaine et ses conséquences sociales.
Son prochain roman, "L'homme qui a vu l'homme", sortira aux éditions Ombres Noires le 15 janvier 2014.
Το 2 συμβολίζει πως μόνο ένας ανόητος μπορεί να σαμποτάρει το ίδιο του το έργο. Ο μεγαλοφυής θα το άφηνε ανολοκλήρωτο, τα πάντα στον αέρα, ο ανόητος θα βάλει μια οποιαδήποτε κατακλείδα, όσο ανόητη ή αταίριαστη κι αν είναι. Όμως, αυτό δε σημαίνει πως είναι κακό βιβλίο, ή ότι δε φέρει ορισμένες ποιότητες.
Το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου αφορούσε έναν άνθρωπο που ήταν ο πρώτος, που εκφραζόταν για την πόλη σε α’ πληθυντικό, ήταν φίλος όλων και παράλληλα θεωρείτο ο τρελός του χωριού. Ρυθμικά, αυτή η απεικόνιση αποκτά ουσία, βάρος και σώμα, παριστάται με κάθε τρόπο μέσα στο βιβλίο, με τρόπο που πείθει.
Το θέμα παρουσιάζεται με τρόπο που κινεί το ενδιαφέρον, αναπτύσσεται, η ροή σε κάνει να το εμπιστευθείς κι οι διάλογοι είναι πειστικοί. Χωλαίνει όμως στο πλαίσιο. Ένας μεν καλοδιατυπωμένος κεντρικός χαρακτήρας, περιστοιχισμένος από ανεπαρκώς δομημένους χαρακτήρες κι ο οποίος υπακούει στη γνωστή εποποιία των αστυνομικών, με προσωπικά προβλήματα, ζητήματα προσαρμοστικότητας και συνακόλουθα θέματα οικειότητας, ψυχολογικά απωθημένα και την ιδέα που απ’ όταν την εφάρμοσε ο Πάτερσον σε βιβλίο και την πρωτοεγκαινίασε σε κάποια παραλλαγή της ο Ίστγουντ με τον καρδιοπαθή ντετέκτιβ συχνά – πυκνά κάνει την εμφάνιση της: προβλήματα υγείας, ένας φάκελος αποτελεσμάτων που δεν έχει ανοιχθεί και παραμένει δαιμονοποιημένος.
Το γνωστό, δηλαδή, μοτίβο που παρέχει μια εύκολη – δύσκολη δουλειά. Εύκολη, γιατί παίρνει κάτι έτοιμο και δύσκολη διότι παραμένει το θέμα του να πείσει με την ερμηνεία. Είναι πειστικός εν προκειμένω, αλλά το έχω βαρεθεί αυτό το στήσιμο. Μπορείς να κάνεις κάτι διαφορετικό. Πχ να αφαιρέσεις ένα πόδι, να θέσεις ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας, να τον κάνεις συνειδητοποιημένο vegan, ή να έχει ένα pug που το λατρεύει. Αν θες να βρεις, θα βρεις. Αν είναι να βρω εγώ, τότε λάθος εγχείρημα επέλεξες.
Παρακάτω και σε συνέχεια ενός κειμένου του οποίου ο λόγος εμβαθύνει κατά διαστήματα και φανερώνει εκείνο το είδος της γνώσης που αποκτά καθένας μόνος, της επιλεκτικής, ως αποτέλεσμα εμπειρίας, γνώσεων και σκέψης, σε κάποιο σημείο που μοιάζει σα να κάνει πρόζα, σωστά σημειώνει, μια φορά, δυο φορές, τρεις φορές, εκατό φορές απ’ το ζάπινγκ, στο κλικ κλικ των εκατομμυρίων συνδέσμων. Η αποδόμηση της ταυτότητας, οι φράχτες, το φυσιολογικό, το παράλογο, κλικ κλικ. Ο λόγος δριμύς και παρατεταμένος σε ό,τι αφορά μια νέα γενιά που αποτελεί πραγματικότητα και μέρος της κουλτούρας και της παιδείας της, ο απομονωμένος – απογυμνωμένος και συνάμα πολύχρωμος και πολύβουος κόσμος των στημένων φωτογραφιών και πάμπολλων ευκολιών, απ’ τη δυνατότητα για πληροφόρηση, στη δυνατότητα για επικοινωνία που ήδη φθείρεται την ώρα που ξεκινά.
Στην πορεία παρατηρούμε πως αυτά που στην αρχή φάνηκε σαν ανεπαρκώς δομημένοι χαρακτήρες, για κάποιους ταιριάζει καλύτερα ο όρος, αποσπασματικοί από πρόθεση, χωρίς αυτό να αναιρεί εκείνους που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, από κακή διαχείριση. Και συνεχίζοντας να διαβάζεις διαρκώς, ο συγγραφέας τονίζει το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον του, που θυμίζει κι εκείνο το ζευγάρι Σκανδιναβών συγγραφέων αστυνομικών, απ’ τη δεκαετία του 70, που εξέδιδαν τα Γράμματα. Η δε ατμόσφαιρα, συνεχώς αποτυπώνεται ως ιδρωμένη, καταπτοημένη και ναρκοφάγα: απ’ τα αναχώματα πάντοτε ξεπηδά η αποκαλυμμένη κι ανάκατα επανασυνδεμένη προσωπικότητα.
Στο βιβλίο, υπάρχουν δυο ιστορίες. Η μια εμφανής κι η άλλη συμπλέκεται μαζί της και καιροφυλακτεί. Ενίοτε, γαμούν τόσο πολύ η μία την άλλη, που χάνονται τα όρια και μπλέκονται οι μίτοι. Κατηγορώ της εποχής που στερεί τη συνοχή απ’ την ταυτότητα του ατόμου απ’ τη μια, με τη συνακόλουθη αυτοαπομόνωση, τον εξοστρακισμό που δυστοπικά ακολουθθεί και την ασθμαίνουσα ατμόσφαιρα. Αλληγορική, γρήγορη, πικρή, σίγουρη γραφή. Κι απ’ την άλλη, η ιστορία που φαίνεται. Αργή, ιδρωμένη, αβέβαιη. Κι έπειτα αλλάζουν και μπαίνουν τόσο πολύ η μια μέσα στην άλλη, που σχεδόν δεν ξέρεις ποια να κατηγορήσεις, ή ποια να ευχαριστήσεις περισσότερο για ακμές αιχμηρές, που σ’ αρέσουν.
Η δυναμική των εσωτερικών μονολόγων του κεντρικού χαρακτήρα ή του συγγραφέα, είναι σπουδή χωρίς ψεγάδια και με τόνους κυνισμού πάνω στη μικρή κοινωνία, διαποτισμένα όλα από νικοτίνη και πίσσα, σ’ ένα τρελό λαγκούνα, που τρέχει σαν παλαβό. Μια σπουδή πάνω στη φθίση και την ανημπόρια του νου να ξεπεράσει, πως, ο μικρόκοσμος έχει πια εισβάλλει στο μακρόκοσμο και τον ανακαλύπτει εκ νέου, σε μικρές μάζες, ωραιότατες εκ του μακρόθεν.
Κι όμως, αν κι ο μύθος κρατάει καλά, στο τέλος ο συγγραφέας, παύει να δίνει σαφείς εξηγήσεις κι είναι σα ν’ αλλάζει κάποιος τα χρώματα, να γίνονται νωπά και να φαντάζουν εξωπραγματικά. Κι είναι λυπηρό, γιατί χάνεται η εμπιστοσύνη του αναγνώστη, η δική μου εν προκειμένω, που διατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Και είναι αυτό ακριβώς, που όπως έγραψα και στην αρχή, δε ‘’συγχωρώ’’.
Quand je lis un roman policier, j'ai l'impression de remplir une grille de mots fléchés, même plaisir, même excitation et même vanité de l'exercice quand j'ai fini. Celui-ci est réussi et même la fin tient la route à mon sens. On passera sur les étonnantes capacités du flic à ne jamais succomber au manque de sommeil.
Je ne pensais pas que cette critique serait aussi difficile à écrire. J’ai déjà lu quelques livres de Marin Ledun, assez déstabilisants, mais celui-ci l’est encore plus que les autres. Tous ses romans sont très psychologiques par rapport à ses personnages mais est-ce dû au fait qu’ici ce sont des enfants, des adolescents qui en sont pratiquement les héros, malgré eux ? Je ne sais pas. Je n’arrive pas à expliquer mon sentiment. Comme Korvine, nous naviguons, à vue, dans ce roman. Marin Ledun a l’art et la manière de nous entraîner sur des pistes, des pentes inattendues. Pourtant, quelques mots, quelques phrases laissent de précieux indices.
L’urgence est là face à cette vague de suicides qui touche de nombreux adolescents d’une petite ville dont le Rhône est proche. Qui leur en veut ? Pourquoi font-ils ça ? Pourquoi se filment-ils ? L’enquête mettra à jour, difficilement, que ces enfants se connaissent, qu’ils se côtoient. Sont-ils la proie des adultes, de pédophilie ? Mais les parents ne parlent pas, ils semblent anéantis. Et les enfants qui restent sont plongés dans le mutisme. Leur seule défense est que les adultes ne comprennent pas.
Entre un lieutenant qui cache ses soucis de santé et qui ne veut pas ouvrir ses analyses et tous ceux qui sont contre lui, cela s’annonce difficile. Korvine ne va pas lâcher le morceau, si je peux écrire ce mot. Il connaît la ville car il y a vécu. Mais il faudra qu’il persévère, comme il sait si bien le faire, ce qui lui vaut pas mal d’ennuis, qu’il affronte tous ces gens, tout ce qu’ils cachent pour faire émerger la vérité. Tenacité, pugnacité, Korvine est un électron libre qui est surveillé.
Entre les dangers d’Internet, des vidéos partagées par ces jeunes en construction, Marin Ledun démontre que le danger est vraiment plus proche d’eux, par des adultes en qui ils sont censés avoir confiance. Il est vrai que ce qu’ils ont trouvé pour rendre hommage à leur ami n’est pas au top tout de même. Ils ont pensé bien faire. De plus, il y a un notable derrière tout ça.
Alors oui, Marin Ledun m’a déstabilisé. En premier lieu car il a quitté le Sud-Ouest, donc je n’arrivais pas à retrouver des cadres que je connais. Pourtant, Dans le ventre des mères m’avait fait voyager pas mal mais les suivants étaient plus proches de moi géographiquement. Marin Ledun ne m’a pas déstabilisé au niveau de l’écriture car tout est fouillé, tout est bien construit. Il sait mettre à jour les méandres de la psychologie humaine, dans ce qu’elle a de plus noir avec ce sang qui revient encore et toujours, ces morts qui sont plus importants que les vivants.
Résumé La guerre des vanités de Marin Ledun
Tournon sur Rhône voit le suicide de nombreux enfants et adolescents.
Korvine, qui est allé chercher ses analyses et qui travaille comme lieutenant dans la police de Valence, est dépêché sur place.
Βγήκε πρόσφατα ένα δικό του, που από ότι διαβάζω είναι πολύ καλό, οπότε είπα να τον πιάσω από την αρχή και να καταλήξω στο πιο πρόσφατο. Συνολικά, η πρώτη επαφή μου άφησε ανάμεικτα συναισθήματα.
Το θέμα (αυτοκτονίες παιδιών) είναι από μόνο του "βαρύ" και αποκρουστικό, όποτε ο συγγραφέας είχε ένα δύσκολο έργο εξ αρχής. Ενώ ο βασικός χαρακτήρας/ντεντέκτιβ σκιαγραφείται πολύ ζωντανά, η πλοκή και η διαδοχή των γεγονότων είναι δοσμένα με πολύ ωραίο τρόπο, κάπου στο τέλος μένει ένα αίσθημα ότι τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν με συνέπεια στην ολοκλήρωση.