Το Άκου το λιοντάρι είναι το πορτρέτο μιας αθηναϊκής οικογένειας. Η ιστορία των Λεοντάρηδων μοιάζει με την ιστορία της γειτονιάς τους, της Φωκίωνος Νέγρη, που στη δεκαετία του 1960 και του 1970 ήταν γνωστή με το όνομα Βία Βένετο. Αργότερα, όλα πήγαν στραβά, σχεδόν όλα: οι Λεοντάρηδες χωρίστηκαν σε εχθρικές φατρίες και είχαν το μερίδιό τους σε πόνο, αρρώστια, λάθη κι απογοήτευση. Η Φωκίωνος Νέγρη παρήκμασε μαζί με τους Λεοντάρηδες. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ο αιφνίδιος θάνατος του Ηλία φέρνει στη μνήμη των επιζώντων μια γιορταστική παιδική ηλικία –στο κέντρο της πόλης και μέχρι την πίστα των Go-karts στην αθηναϊκή Ριβιέρα– και όλες τις χαμένες ελπίδες της νιότης τους.
Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε Φαρμακευτική στη Φυσικομαθητική Αθηνών, Ιστορία και Πολιτισμούς στην Εcole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι, Ιστορία της Αμερικανικής Πόλης στη Νέα Υόρκη καθώς και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι θαυμαστές της Σώτης Τριανταφύλλου τονίζουν τη δυνατότητα του έργου της να 'ταξιδεύει' μέσα από μια ποικιλία εικόνων, σε διάφορα μέρη του πλανήτη και διάφορες ιστορικές περιόδους (από τις γειτονιές της Νέας Υόρκης, μέχρι τα σπίτια της ελληνικής κοινότητας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το Λονδίνο των αρχών του 20ου αιώνα). Στο έργο της Σώτης Τριανταφύλλου συμπεριλαμβάνεται η αρθρογραφία της σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Τα άρθρα της στον αθηναϊκό τύπο αντικατοπτρίζουν τις αριστερές ανθρωπιστικές αξίες, ενώ πολλές φορές παράλληλα στέκονται κριτικά απέναντι στη αριστερά και τις επιλογές της στο χρόνο. Έχει γράψει τρεις συλλογές διηγημάτων («Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι», «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ», «Άλφαμπετ Σίτυ»), δύο βιβλία για τον κινηματογράφο («Κινηματογραφημένες πόλεις», «Ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου 1976-1992»), τέσσερα μυθιστορήματα («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», «Αύριο, μια άλλη χώρα», «Ο υπόγειος ουρανός», «Το εργοστάσιο των μολυβιών») καθώς και ένα βιβλίο για παιδιά «Η Μαριόν στα ασημένια νησιά και τα κόκκινα δάση» (1999). Εργάζεται επίσης ως μεταφράστρια, επιμελήτρια εκδόσεων, reader σε εκδοτικούς οίκους και καθηγήτρια της Ιστορίας του Κινηματογράφου.
Αγαπημενη αλλα το συγκεκριμενο ειναι λιγο γραφη μιας περσόνας, η σεμιναριο δημιουργικής γραφης, η σαν να γραφει χρονογράφημα στο Νίτρο, πολυ ευχαριστα διαβαζεται, λογοτεχνια δεν ξερω αν ειναι..νομιζω ειναι ενα κακο βιβλιο που διαβαζεται ευχαριστα, πως γινεται αυτο; Ετσι ειναι η Σωτη γιαυτο την αγαπαμε
Σαράντης και Ηλίας Λεοντάρης, δυο αδέρφια μεγαλωμένα στην Αθήνα της Φωκίωνος Νέγρη..τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Τα πρέπει τους, τα θέλω τους, τα πιστεύω τους. Οι επιλογές τους, μοιάζουν να καθόρισαν τις ζωές τους. Ο Σαράντης και η Μάντυ από τη μια, ο Ηλίας και η Μυρτώ από την άλλη και γύρω τους, δίπλα τους, η Καρό. Το ατύχημα του Ηλία, γίνεται η αφορμή να ξεδιπλωθεί η ιστορία ολόκληρης της οικογένειας και του τρόπου ζωής τους. Οι διαφορετικές ιδεολογίες, οι διαφορετικοί χαρακτήρες, οι λάθος επιλογές του ενός που οδήγησαν στην οικονομική κατάρευση, η υπεροψία της υπεροχής λόγω θέσης και καταγωγής, όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν αυτό το μυθιστόρημα χαρακτήρων. Τα χρόνια και οι εποχές αλλάζουν. Η γενιά του ροκ εντ ρολ, δίνει τη θέση της στη γενιά των μιλένιαλς κι εκείνη στην επόμενη. Διαφορετικές μεν, αλλά με κοινά στοιχεία την μουσική, την τέχνη, τις καταχρήσεις. Ένα πορτρέτο μιας ζωής και μιας μεσοαστικής οικογένειας που ξεφτίζει.
Σκεφτόταν πως θα ήταν σωστό και δίκαιο, κάθε φορά που έβλεπε μια μητέρα με ένα μικρό παιδάκι, να την πλησιάζει και να της λέει: 《 Να έχετε υπόψη σας ότι σε δέκα, σε δώδεκα χρόνια το πολύ, αόρατα υπερφυσικά όντα θα πάρουν το παιδί σας, θα το αντικαταστήσουν με ένα άλλο που θα χάνεται στη μέση της νύχτας έχοντας καταπιεί παράνομες ουσίες. Επίσης, πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι το δεκαπεντάχρονο αλλαξοπαίδι θα φοράει γυαλιά ηλίου μέσα στο σπίτι, θα κρατάει το πιρούνι σαν φτυάρι και θα πλήττει τόσο, ώστε να διαλύει ζάχαρη σ' ενα ποτήρι νερό ώσπου να κορεστεί το διάλυμα. Να τα ξέρουμε αυτά, ετσι; Λοιπόν, καλό κουράγιο.》
Το καλύτερο ισως κομμάτι από το μάλλον πιο άνευρο και αδιάφορο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου.
Οι Λεοντάρηδες είναι μία μικροαστική οικογένεια που μένει στην Φωκίωνος Νέγρη από την δεκαετία του 1960, περίοδο που η περιοχή καλύπτεται από αριστοκρατική Αίγλη. Την ιστορία αυτής της οικογένειας γνωρίζουμε από τότε μέχρι σήμερα. Την άνοδο και την πτώση, την ακμή και την παρακμή...
Δύο αδέρφια, παντρεύονται, δημιουργούν οικογένειες και απομακρύνονται, μένοντας πιστοί στις διαφορετικές φιλοσοφίες τους. Συγκλίσεις και αποκλίσεις. Πόσο διαφορετικά και πόσο ίδια είναι όλα... Μικροαστισμος και σνομπισμος. Κρυμμένα μυστικά, ανείπωτες αλήθειες, διαμάχες κρυφές αλλά και φανερές.
Η συγγραφέας, με φαινομενικά ανάλαφρη αφήγηση, δείχνει τομές στις ανθρώπινες, οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές σχέσεις και καταστάσεις. Έτσι το βιβλίο αυτό μπορεί να διαβαστεί με δύο διαφορετικές οπτικές. Σου αφήνει μία γλυκόπικρη γεύση. Σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσο περιορισμένα βλέπεις τον ορίζοντα των άλλων ενώ στην ουσία ο ορίζοντας είναι ένας και καθρεφτίζεται. Να μην παραλείψω να αναφερθώ ειδικά στον τύπο της θείας καρολίνας και πόσο ενδιαφέρον θα μου φαινόταν ένα μυθιστόρημα για τη ζωή της...
Δυστυχώς δεν ειναι αυτό που υπόσχεται. Δεν ειναι καν αυτό που ελπίζω κάθε φορά που πιάνω ένα βιβλίο της Σώτης απο το «για την αγάπη της γεωμετρίας» και μετά.
Στην πραγματικότητα 3,5. Θα μπορούσαν να είναι 4 τα αστέρια. Στις πρώτες σελίδες επικράτησε μια σύγχυση με τα ονόματα. Κατά τα άλλα πάντα απολαυστική η κ. Τριανταφύλλου, με άνεση στη γραφή, υπέροχες μουσικές και εικόνες από μια πρόσφατη άλλη εποχή. Σίγουρα αξίζει.
Μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα. Οι χαρακτήρες είναι πολύ ζωντανοί και ρεαλιστικοί με τα πάνω τους και τα κάτω τους. Ωραίες περιγραφές της Φωκίωνος Νέγρη με ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία. Στο σύνολό του το βρήκα λίγο ανευρο και " μη ολοκληρωμένο" .
Η φράση που μου άρεσε πολύ: " Τα χαρακτηριστικά της μετριότητας: προβλεψιμότητα, αχαροσυνη, μπαναλιτε".
Το αστέρι είναι επειδή η συγγραφέας υποσχόταν κάποτε πολλά. Είναι τουλάχιστον άδικο για τη Σώτη των «Υπόγειος ουρανός» και «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» να κυκλοφορεί μια τέτοια φλύαρη σαχλαμαρίτσα. Ένα βιβλίο ύμνος στα στερεότυπα, τις διδακτικές εξυπνάδες και τη νοσταλγία για εκείνες τις «παλιές καλές εποχές» που τελικά ήταν καλές επειδή απλώς ήμασταν νέοι. Απ τις βασανιστικές 350 σελίδες της Αρκούδας περνούν δεκάδες χαρακτήρες οι οποίοι περνούν την ώρα τους αραδιάζοντας κοινοτοπίες συζητώντας είτε με άλλους παρόμοιους χαρακτήρες είτε με εαυτό τους. Μπαμπάδες, μαμάδες, αδέλφια, θείες, νύφες και γαμπροί, γκόμενες και γκόμενοι, παιδιά σε κάθε ηλικία διαγωνίζονται για το ποιος θα φανεί πιο βαρετός και κουραστικός. Κερδίζουν όλοι. Στο τέλος δεν μπορείς να διακρίνεις ποιος μιλάει, σε ποιον απευθύνεται, πότε γίνεται αυτό και γιατί. Καταλήγεις όμως εύκολα στο ότι δεν έχει τελικά καμμία σημασία. Στα τέλη του περασμένου αιώνα τσακωνόμουνα με φίλους μου κολλημένους με την νέα ελληνική λογοτεχνία. Δεν άντεχα άλλο τα βιβλία για τον εμφύλιο τη χούντα, τη μεταπολίτευση κλπ. Διάβαζα μόνο «ξένα» κι εκεί κάπου που έβγαινε ο αιώνας πανηγύρισα δύο εξαιρέσεις. Έναν πιο μεγάλο σε ηλικία που έγραφε σα να ήταν ένας από εμάς και μια γεμάτη ζωή τυπισσα που μιλούσε με φρέσκο και αυθάδη τρόπο για όλα όσα με ενδιέφεραν ή θα ήθελα να με ενδιαφέρουν. Ο Αντώνης Σουρουνης δυστυχώς μας χαιρέτισε. Η Σώτη φαίνεται σα να βαρέθηκε. Κρίμα.
"'Remember when' is the lowest form of conversation."
— David Chase, The Sopranos, HBO: 1999-2007.
«Στα μέσα Φεβρουαρίου, η Καρολίνα Καίσαρη είδε τυχαία στην τηλεόραση ένα πρόσωπο που γνώριζε αλλά που δεν είχε συναντήσει για πάνω από μία δεκαετία. Επρόκειτο για την Έρση Μυλωνά, ερωμένη του Χρήστου Λεοντάρη, συζύγου της αδερφής της, της Φραγκίσκης: ο Χρήστος και η Φραγκίσκη είχαν φύγει από τη ζωή κάμποσα χρόνια νωρίτερα [...] αλλά από τον διάλογο της Έρσης με τη δημοσιογράφο η Καρολίνα συμπέρανε ότι η ιστορία τους, αν και πολύ συνηθισμένη, είχε γίνει βιβλίο» (σ. 7).
Η Σώτη Τριανταφύλλου (Αθήνα, 1957), μέσω της Έρσης Μυλωνά που υποτίθεται ότι έχει γράψει το μυθιστόρημα, έχει ήδη, στις πρώτες γραμμές που ανοίγουν το βιβλίο καταφέρει ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία της αφηγήτριάς της. Αυτό που ενδέχεται να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη –αυτό που πρέπει να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη– στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι το εύρος της ειρωνείας που το διαπνέει. Η Έρση Μυλωνά, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, συνιστά περίπτωση συγγραφέως που λοιδορείται από την Τριανταφύλλου: «[...] η Έρση Μυλωνά, επί είκοσι εννέα χρόνια υπάλληλος στην Πολεοδομία και, κατά τα λεγόμενά της, δεινή αναγνώστρια ρομαντικών μυθιστορημάτων, είχε γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Άκου την Αρκούδα [...]» (σ. 8), και «[σ]την Πολεοδομία δεν είχαμε ποτέ πολλή δουλειά· καθόμουν κι έγραφα. Από τότε που μας έδωσαν κομπιούτερ και έμαθα να πληκτρολογώ, έγραφα όλο και περισσότερο» (ό. π.), όπως και «Ω, δεν παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά, συνέχισε η Έρση. Στο γραφείο με φωνάζουν μις Πίγκυ. Και δεν με πειράζει καθόλου. Ναι, τι έλεγα; Ότι γράφω ένα θριλεράκι. Αυτό έλεγα» (σ. 10). Με άλλα λόγια, η Μυλωνά δεν έπρεπε να έχει γράψει μυθιστόρημα γιατί πολύ απλά δεν ξέρει να γράφει. Η Μυλωνά, θέλει να μας πει η Τριανταφύλλου, είναι μέρος του προβλήματος. Η επικριτική ματιά της Τριανταφύλλου τίθεται λοιπόν σε λειτουργία με αυτή την όχι και τόσο υποδόρια μομφή προς τη Μυλωνά. Δεν είναι όμως μόνο αυτό, γιατί, επιπροσθέτως, το μυθιστόρημα της Μυλωνά το διαβάζει η Καρολίνα Καίσαρη –«Η Καρολίνα διάβασε το βιβλίο, μισοξαπλωμένη στον καναπέ [...]» (σ.11)– που αρχικά λειτουργεί ως διορθωτικός φακός αναφορικά με τα ονόματα των ηρώων έτσι όπως τα αντικαθιστά με τα πραγματικά για να διαβάσουμε εμείς το Άκου το Λιοντάρι στη θέση του (roman à clef) Άκου την Αρκούδα. Ο φακός όμως δεν είναι μόνο διορθωτικός αλλά πιθανώς και παραμορφωτικός, γιατί δεν είμαστε σίγουροι τι ακριβώς διαβάζει η Καρολίνα.
Λέει σε κάποιο σημείο ο έφηβος Φραγκίσκος καθώς η οικογένεια προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση του Ηλία που μετά από μια πτώση με τη μοτοσυκλέτα κείται στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση: «Όλοι σε κώμα βρίσκεστε αλλά δεν το ξέρετε» (σ. 119). Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στον κυνισμό και το χιούμορ έχει πάντα ειδικό βάρος στον τρόπο πρόσληψης ενός μυθιστορήματος. Γραμμή, που όταν γίνεται δυσδιάκριτη γεμίζει τον αναγνώστη με ένα άβολο συναίσθημα αμφιθυμίας. Ο κυνισμός, θα μπορούσε να πει κανείς, πρέπει να είναι κυνισμός και το χιούμορ χιούμορ – μια αδόκιμη θέση καθώς το μυθιστόρημα δεν έχει κανόνες. Αρχικά, εξέλαβα την αμφιθυμία που με είχε κυριεύσει ως μειονέκτημα του βιβλίου. Στάθηκα λοιπόν σε αυτή την αδόκιμη θέση, κρύφτηκα βολικά πίσω της, και θέλησα να διατυπώσω μια αντίρρηση που είχε να κάνει ακριβώς με αυτή τη διάκριση: θα ήθελα, σκέφτηκα, είτε το μυθιστόρημα να κλίνει προς τον κυνισμό, είτε προς το χιούμορ. Η Τριανταφύλλου όμως επιλέγει σκόπιμα να σταθεί στη μέση. Αυτό μπορεί να με κούρασε και να με έκανε να βαρεθώ, αλλά μέσα στη βαρεμάρα μου αισθάνθηκα και μια βαθιά απέχθεια προς τη μίζερη προσκόλληση των ηρώων στο παρελθόν τους και στο πόσο αυτό τους είχε καθορίσει.
«Εξάλλου, όταν κοιμόταν, έβλεπε όνειρα με τόσο προφανή ερμηνεία, ώστε αναζητούσε κάποια άλλη, πιο περίπλοκη» (σ. 283).
Κατά κάποιο τρόπο αυτό αντιμετωπίζει και ο αναγνώστης του βιβλίου. Αποζητά κάτι πέρα από το προφανές ώστε να τροφοδοτήσει το ενδιαφέρον του και να συνεχίσει να διαβάζει, και αυτό, διατείνομαι, εντοπίζεται στο συναίσθημα απέχθειας που πρέπει να γεννά το παρελθόν αν υπάρχει μια πιθανότητα να απαγκιστρωθεί κανείς από τη σαγήνη του. Και εδώ εντοπίζεται και η όποια αρετή του βιβλίου. Από εδώ ακριβώς πηγάζει και η βαθιά ειρωνεία που το διέπει, και, αν θέλετε, εδώ φαίνεται και η πείρα της Τριανταφύλλου στη συγγραφή. Το ψηφιδωτό που κατασκευάζει καθώς μας εξιστορεί τις ζωές των μελών της οικογένειας Λεοντάρη, ζωές που βρίθουν από σκηνικά όπως αυτό το «Κάαατινα, σαλαμάκι!» που επαναλαμβάνει διαρκώς ο Ηλίας στη σύζυγό του Μυρτώ, ή τις κρίντζι (sic) ρίμες που σκαρώνει η Μάντυ καθώς καταπίνει καθημερινά μερικά λεξοτανίλ συνίσταται σε γραφικότητες που μόνο γέλιο δεν προκαλούν στον αναγνώστη. Αν λοιπόν μπορεί κανείς να διαβάσει κάτι σε αυτή την προτροπή του τίτλου για το Λιοντάρι που πρέπει να ακούσουμε, αυτό επικεντρώνεται στο να διαβάσει το βιβλίο ως μια ομοιοπαθητική απόπειρα εξιλέωσης από ένα νοσηρο παρελθόν που δυστυχώς κατατρύχει και το παρόν μας. Η Τριανταφύλλου, μέσα από την εξιστόρηση της ζωής μιας «συνηθισμένης» μεσοαστικής οικογένειας προτάσσει στον αναγνώστη ένα μυθιστορηματικό καθρέφτη. Έναν καθρέφτη στον οποίο ο αναγνώστης παρακολουθεί αυτό που ήταν και είναι οι ήρωες· ό,τι δηλαδή τους έχει φέρει στο στενάχωρο μυθιστορηματικό παρόν τους. Και τι καθρέφτης θα ήταν βέβαια αν μέσα του δεν μπορούσε ο αναγνώστης να διακρίνει και τον εαυτό του. Η Τριανταφύλλου είναι σαν να μας λέει: «βλέπετε πόσο σαθρό είναι αυτό το πράγμα; Καταλαβαίνετε γιατί δεν μπορείτε να διακρίνετε αν οι ζωές αυτές είναι για γέλια ή για κλάματα; Βλέπετε ότι δεν υπάρχει κάτι που να αξίζει εκεί πέρα; Αρχίζετε ίσως να υποψιάζεστε ότι η ουσία βρίσκεται αλλού;»
Γιατί έκανα αυτό το κακό του εαυτούλη μου Παναγία μου; Καιρό είχα να διαβάσω μυθιστόρημα χωρίς μύθο! Μια αφήγηση που ναι μεν κυλούσε, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Ιστορία απούσα, πλοκή ανύπαρκτη, απλά μία ατελείωτη αφήγηση για ζωές και αναμνήσεις από ανθρώπους που μετά από ένα σημείο κι έπειτα δεν σε νοιάζει και ποιος είναι ποιος και τι ρόλο παίζει, απλά διαβάζεις για να δεις πότε τελειώνει και πως τελειώνει. Ζορίστηκα να το τελειώσω, το έπραξα καθαρά από ψυχαναγκασμό ίσως και μαζοχισμό. Σόρρι Σώτη, στα πολιτικά σε λατρεύω, στα μυθιστορήματα (είναι το πρώτο σου που διαβάζω) νομίζω βαριέσαι και η ίδια και ότι τα γράφεις για να υπάρχει δουλίτσα. Θενκ γιου, νεξτ.
Το «Άκου το λιοντάρι» αποτελεί ένα βαθιά ανθρώπινο πορτρέτο μιας αθηναϊκής οικογένειας, των Λεοντάρηδων, η ιστορία της οποίας αντικατοπτρίζει την ίδια την πορεία μιας γειτονιάς — της Φωκίωνος Νέγρη, που άλλοτε ήταν η πολυσύχναστη «Βία Βένετο» της Αθήνας. Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, η συγγραφέας ξεδιπλώνει τη ζωή και τις διαδρομές δύο αδελφών που, παρότι μοιράζονται κοινή καταγωγή, κινούνται σε διαφορετικούς δρόμους, δημιουργώντας οικογένειες και φιλοσοφίες ζωής που πολλές φορές συγκρούονται. Ο αιφνίδιος θάνατος του Ηλία ξυπνά μνήμες από μια παιδική ηλικία γεμάτη αθωότητα και χαρές, αλλά παράλληλα φέρνει στο φως τα κρυμμένα μυστικά, τις απογοητεύσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις που διαμόρφωσαν τη ζωή των μελών της οικογένειας. Μέσα από ζωντανές, ρεαλιστικές περιγραφές, η συγγραφέας φωτίζει όχι μόνο τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που σημάδεψαν την περιοχή και, κατά επέκταση, ολόκληρη την πόλη. Η αφήγηση είναι φαινομενικά ανάλαφρη, αλλά κρύβει μια γλυκόπικρη ματιά πάνω στις μικρές και μεγάλες πληγές του μικροαστισμού και του σνομπισμού. Παρότι οι χαρακτήρες είναι πλούσιοι και οι ιστορικές αναφορές ενδιαφέρουσες, η πλοκή δεν καταφέρνει να αναπτύξει πλήρως τις δυναμικές της ιστορίας, αφήνοντας στο τέλος μια αίσθηση ημιτελούς έργου.
Ό,τι κι αν διαβάσω της κ. Τριανταφύλλου, μυθιστόρημα, άρθρο, μετάφραση, με συνεπαίρνε��. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα οι χαρακτήρες είναι οι πιο αληθοφανείς που βρήκα στην πεζογραφία τα τελευταία χρόνια. Η Μυρτώ ειδικά, είναι η γυναίκα που όλοι έχουμε συναντήσει κάποια στιγμή στη δουλειά, στη σχολή, στη γειτονιά, στις συναναστροφές, η εκπαιδευτικός στο σχολείο μας ή στο σχολείο του παιδιού μας...
Το να περνάς τόσο καλά μ' ένα βιβλίο βαθιά ψυχογραφικό, είναι το χαρακτηριστικό συναίσθημα κατά την ανάγνωση όλων των βιβλίων της Σώτης.
Με έχει δονήσει τόσες φορές η κυρία Τριανταφύλλου, κουβαλάω μέσα μου τόσους ήρωες της, θυμάμαι αυτούσιες προτασεις από τόσα βιβλία της, αυτή τη φορά δεν συντονιστηκαμε αλλά δεν πειράζει, θα περιμένω το επόμενο.
Οι ήρωες της Σώτης Τριανταφύλλου είναι αντί-ήρωες αλλά οι φίλοι που θα ήθελες να έχεις. Τα βιβλία της διαβάζονται μονοκοπανιά κ είναι πάντα τόσο ευχάριστα ακόμα κι όταν έχουν ένα άνθρωπο σε κώμα στην αρχή, στη μέση κ στο τέλος τους.
Μου άρεσαν πολύ, τόσο η γραφή, όσο η οπτική και η προσέγγιση. Ήταν σαν να διάβαζα ιστορίες της δικής μου ζωής ή της ζωής δικών μου ανθρώπων, να ακούω την ίδια αγαπημένη μουσική, να περπατάω σε γνωστά μέρη, να έχω κοινές συνήθειες ή/και αντιπάθειες.
Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο, θεώρησα ότι θα μπορούσε να είναι ένα μικρό αριστήργουμα. Δυστυχώς δε μου άρεσε ούτε η αφηγηση, ούτε η πλοκή. Ούτε καν ατμοσφαιρικό δεν ήταν για μια εποχή που λογικά έζησε η συγγραφεας. Αυτό που με ενόχλησε πολύ είναι η παρομοίωση ενός ηλικιωμένου ήρωα με βαρύ παρκινσονισμό ως αποκρουστικού εντόμου - κατσαρίδας. ( Δε ξέρω τι σκοπό λογοτεχνικό μπορεί να εξυπηρετούσε -ετεροαναφορικότητα στη Μεταμόρωση του Κάφκα; χιούμορ; ) Τλπ μέτριο προς κακό. Γενικά βιβλίο που κατά τη γνώμη μου θα ήταν καλύτερο να μείνει στο συρτάρι.
Από την Σικελία στην Κυψέλη. Με την χαρακτηριστική της ευκολία να βρίσκεται στα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα σαν να ήταν πάντα εκεί, η Σώτη μας δίνει πάλι ένα ακόμα εξαιρετικό βιβλίο. Δυσκολεύομαι να κρίνω την ποιότητά του γιατί μου είναι όλα εξαιρετικά οικεία: οι χώροι, τα πρόσωπα με τις διάφορες γενιές, οι χαρακτήρες με την χαρακτηριστική για κάθε γενιά συμπεριφορά και λεξιλόγιο, η ατμόσφαιρα του νοσοκομείου και το προσωπικό του. Σαν να το έγραψε ένας συγγενής μου, ένας στενός μου φίλος. Τι κρίμα αυτή την εξαιρετική συγγραφέα να την κρίνουν γιαυτό που (νομίζουν ότι) είναι και όχι για το έργο της...