Στο Τζιχάνγκιρ, στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, σε ένα διαμέρισμα με θέα το Κανάλι και τα καράβια που πάνε κι έρχονται συνεχώς, ζει η Κωσταντία, Ρωμιά από αυτές που ξέμειναν εκεί μετά τα γεγονότα. Ένα πρωί παίρνει γράμμα από την Ελλάδα, όπου διαμένει η κόρη της, παντρεμένη με Έλληνα που γνώρισε κατά τη διάρκεια των σπουδών της στην Αθήνα. Δεν είχε συνηθίσει η Κωσταντία να παίρνει γράμματα σε τέτοιες σύγχρονες εποχές και απόρησε. Το γράμμα όμως ήταν πολυσέλιδο και είχε την υπογραφή του γαμπρού της. Και την εξομολόγησή του. Η Κωσταντία νιώθει τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Με τη φίλη της τη Βαγγελία ξενυχτούν και διαβάζουν, σχολιάζοντας αράδα την αράδα, το αναπάντεχο γράμμα με την τρομερή αυτή είδηση.
Giannis Makridakis (gr: Γιάννης Μακριδάκης) was born in Chios in 1971 and studied mathematics. He organizes research and educational programmes and edits publications for the Chios Studies Centre, which he founded in 1997. He edits the three-monthly magazine Pelinnaio and has published two books on the history of Chios. His first novel Anamisis Denekes, published by Hestia in 2008, is already in its fourth edition and translated into Turkish.
Η άλωση της Κωσταντίας είναι ένα διαμάντι και μπήκε κατευθείαν στα αγαπημένα μου. Ο λόγος του Μακριδάκη είναι όπως πάντα τόσο υπέροχος που με δυσκολία άφηνα κάτω το βιβλίο. Το τέλος, αν και όχι τόσο απροσδόκητο, με άφησε άναυδο. Αν δεν έχετε ξαναδιαβάσει Γιάννη Μακριδάκη, προτείνω να ξεκινήσετε από εδώ.
Άλλη μια υπέροχη νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη που δεν σε αφήνει να την αφήσεις. Πολλές διακυμάνσεις συναισθημάτων, με το τέλος να είναι το πιο απροσδόκητο!
Το δεύτερο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη που διαβάζω μετά το Η δεξιά τσέπη του ράσου και αρχίζω να καταλαβαίνω ότι δεν πρόκειται για ένα συγγραφέα που γράφει τυχαία χωρίς κανένα σκοπό. Σε αυτό το θέμα που τον απασχολεί είναι αυτό της εθνικής ταυτότητας, το οποίο το αναδεικνύει με έναν πολύ ενδιαφέρον, πρωτότυπο και απλό τρόπο, προκαλώντας πολλά ερωτήματα που αμφισβητούν την ορθότητα των καθιερωμένων αντιλήψεων.
Μία Ελληνίδα της Κωνσταντινούπολης που, όπως πολλά από τα υπόλοιπα μέλη αυτής της μικρής μειονότητας, θεωρεί πολύ σημαντικό θέμα τη διατήρηση της εθνικής καθαρότητας, λαμβάνει μία επιστολή από τον γαμπρό της στην οποία της εξομολογείται ότι η εθνική καταγωγή του δεν είναι τόσο ξεκάθαρα ελληνική όπως πίστευε. Εκείνη φυσικά αναστατώνεται αλλά δεν μπορεί να αποφύγει τη σκέψη ότι αυτό στην πραγματικότητα μπορεί να μην έχει πολύ μεγάλη σημασία. Μαζί της ο αναγνώστης αναρωτιέται τι είναι αυτό που καθορίζει την εθνική ταυτότητα. Είναι η γλώσσα; Η θρησκεία; Τα βιώματα; Η ιστορία; Από εκεί και πέρα οι διάφορες εθνότητες έχουν κάτι να χωρίσουν;
Έτσι απλά και αβίαστα ο συγγραφέας τα δίνει όλα αυτά στον αναγνώστη, προσεγγίζοντας με την πολύ όμορφη και συγκινητική γραφή του τη συναισθηματική πλευρά του θέματος, με έναν τρόπο που φτάνει στην καρδιά του πολύ καλύτερα από οποιαδήποτε μακροσκελή ανάλυση, περνώντας ένα μήνυμα συμφιλίωσης. Σε αυτό το βιβλίο, μάλιστα, αυτή η γραφή έχει μία τέτοια ροή που πλημμυρίζει με σκέψεις και συναισθήματα τον αναγνώστη, κάνοντας τον να μην έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει μέχρι το τέλος.
Για αυτούς τους λόγους, μετά από άλλη μία πολύ όμορφη αναγνωστική εμπειρία, προτείνω ανεπιφύλακτα αυτό το βιβλίο και γενικότερα προτείνω σε οποιονδήποτε να μπει στον πολύ ωραίο κόσμο του Γιάννη Μακριδάκη.
Έπιασα να διαβάσω αυτο το βιβλιο μετα απο την ενθουσιώδη κριτική του Thomas και στην προσπάθεια μου να γνωρίσω τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία-την οποία για χρόνια είχα εγκαταλείψει- ξανα. Η άλωση της Κωνσταντιας ειναι ενα βιβλιο που διαβάζεται απνευστί, ο λόγος του Μακριδάκη ειναι εξαιρετικός και η ιστορια ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου -σαν να εισαι εκεί και να βλέπεις την Κωνσταντία και τη Βαγγελια να διαβάζουν το περιβόητο γράμμα- συγκινητική, αστεία και ανατρεπτική. Η γνωριμία μου με τον κ.Μακριδακη μόλις ξεκίνησε και σίγουρα δεν θα σταματήσει εδω!Special thanks to Thomas!
Ένα κομψοτέχνημα! Μια οικογενειακή σάγκα που ο Μάρκες ή η Αλιέντε θα χρειάζονταν 600 σελίδες για να διηγηθούν, ο Μακριδάκης τη συμπυκνώνει συνετά σε 184 σελίδες. Εξαιρετική γραφή, άμεση, άλλοτε με χιούμορ άλλοτε με πίκρα, ο συγγραφέας εμβαθύνει στους χαρακτήρες του και σχολιάζει τα νοητά τείχη που ορθώνει η θρησκεία, η πολιτική και η μισαλλοδοξία που αυτές δημιουργούν. Επίσης, ένα απροσδόκητο φινάλε που πιθανόν κάποιοι να υποψιαστούν, αλλά όπως να έχει, ένα φινάλε ευφάνταστο.
Ένα βιβλίο που διαβάζετε απνευστί. Καταπληκτική γραφή, υπέροχη ιστορία γεμάτη σασπένς, γλαφυρές εικόνες. Άλλες φορές συγκινητικό και άλλες ξεκαρδιστικό. Ένα απο τα βιβλία που δεν θέλεις να τελειώσει, τόσο ωραία περνάς μαζί του. Χαίρομαι που απέκτησα έναν ακόμα αγαπημένο συγγραφέα που είναι και μικρός σε ηλικία κ έτσι έχει πολλά ακόμα να μας δώσει.
Νιώθω λίγο αμήχανα για αυτά που θα γράψω γιατί για όλα τα βιβλία του Μακριδάκη, όπως και για αυτό, έχω διαβάσει ΜΟΝΟ καλές κριτικές. Και εμένα δυστυχώς δεν μου άρεσε καθόλου. Το ξεκίνησα με τη σιγουριά ότι θα μου αρέσει, λίγο ο χιουμοριστικός τίτλος, λίγο η γλώσσα με το πολίτικο ιδίωμα που θύμιζε Λωξάντρα, είχα μπει στο mood ότι θα διάβασω μια ευχάριστη ιστορία. Αλλά με κούρασε πάρα πολύ. Η Κωνσταντία δέχεται ένα γράμμα από τον γαμπρό της, το οποίο περιέχει 100 (!) σελίδες απλά και μόνο για να της πει ότι έχει τούρκικη καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του. Καταλαβαίνω ότι για μια γυναίκα σαν την Κωνσταντία αυτό ισοδυναμεί με κατάρρευση του κόσμου της αλλά όχι και 100 σελίδες.
Το γράμμα, που μας το διαβάζουν εναλλάξ η Κωνσταντία και η φίλη της Βαγγελία, είναι υπερβολικά αναλυτικό και φλύαρο και διηγείται με κάθε (ανούσια) λεπτομέρεια τις μέρες που πέρασε ο γαμπρός της Κωνσταντίας, ο Γιάννης, με την κόρη της, Άννα, στην Κωνσταντινούπολη όπου τυχαία ανακάλυψε ότι είναι υιοθετημένος και ο πραγματικός του πατέρας είναι Τούρκος. Στο σημείο που περιγράφει αναλυτικά όλο το γενεαλογικό του δέντρο, τα ονόματα των γονιών, θείων, αδερφών, παππούδων και προπαππούδων, τα επαγγέλματά τους και τις μεταξύ τους σχέσεις άρχισα να διαβάζω στα γρήγορα και να πηδάω γραμμές. Όταν μετά από λίγες σελίδες είδα ότι είχε κάνει και σχεδιάγραμμα με το γενεαλογικό δέντρο και επανέλαβε όοοολα τα παραπάνω ονόματα αναλυτικά πάλι από την αρχή μού ήρθε να πετάξω το βιβλίο αλλά συγκρατήθηκα γιατί το διάβαζα σε e-book. :p
Η στίξη επίσης δεν βοηθούσε. Οι μεγάλες προτάσεις με πολλά κόμματα μέσα στις οποίες η αφήγηση πήγαινε μία στην ιστορία του Γιάννη και μία στον παρόντα χρόνο της Κωνσταντίας, κούραζαν και μπέρδευαν σε κάποια σημεία. Επίσης, γύρω στις 100 φορές διαβάσαμε ότι η μία φιλενάδα έκανε κάποια διακοπή στην ανάγνωση του γράμματος για να σχολιάσει ή να πιει νερό και η άλλη την αγριοκοίταζε και της έλεγε να συνεχίσει. Το τέλος ήταν κάπως αναμενόμενο, αφού περίμενα (με αρκετό ενδιαφέρον, ομολογώ) κάτι που θα εξηγούσε γιατί οι δύο φίλες δεν γνωρίζαν όλα αυτά τα πρόσωπα αλλά και πάλι έκλεισε τόσο απότομα που αναρωτιόμουν μήπως έχουν παραλειφθεί κάποιες σελίδες στο e-book και έψαχνα μπρος-πίσω. Δυστυχώς είναι το δεύτερο βιβλίο του Μακριδάκη που δεν μου άρεσε και θα το σκεφτώ αν θα του δώσω και άλλη ευκαιρία. Τι να πω, συμβαίνει καμιά φορά ένας συγγραφέας με μεγάλη αποδοχή να μην μας αρέσει...
Κατα βάση η βαθμολογία είναι 4 1/2 αστεράκια μόνο κ μόνο επειδή η στίξη σε κάποια σημεία δεν βοηθούσε το κείμενο. Κατα τα άλλα είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, σαν παραμύθι που απήγγειλε η γιαγια απολαυστικο που δεν θες να σηκωθείς μέχρι να τελειωσει!
Είναι το πρώτο του Μακριδάκη που διάβασα, το διάλεξα από τα υπόλοιπα, επειδή έχω μια αδυναμία στην Πόλη. Μου άρεσαν οι περιγραφές και ο λόγος που έρεε (ροδάνι η γλώσσα της Κωσταντίας!), αλλά δε μπορώ να μην το συγκρίνω με τη Λωξάντρα, οπότε χάνεται λίγο η αυθεντικότητα. Λίγο πριν το τέλος, έχει μια από τις πιο καλογραμμένες και έντονες σκηνές που έχω διαβάσει τελευταία. Το τέλος όμως, δε θέλω να κάνω spoiler, αλλά με χάλασε απεριόριστα.
Πάντα εγγύηση τα βιβλία του Γ.Μ. Νομίζω πως είναι ο μόνος που πετυχαίνει η ντοπιολαλιά να φαίνεται αβίαστη και η αφήγηση τόσο αληθινή. Παρόλο που, ως συνήθως, δε συμβαίνει τίποτα τρομερό, και μόνο το ότι με έβαλε μέσα στον κόσμο αυτό, των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης του 2005, δεν είναι εύκολο να το πετύχει κανείς. Βέβαια δεν είναι για όλους, θέλει υπομονή και δε θα δοκίμαζα να διαβάσω πολλά δικά του στη σειρά, αλλά αυτή η ζωντάνια θεωρώ ότι είναι είδος υπό εξαφάνιση. Αφαιρώ ένα αστεράκι γιατί με έκανε να περιμένω ότι θα συνέβαινε κάτι άλλο στο τέλος και δε συνέβη.
Άλλη μια νουβέλα του Μακριδάκη που καταφέρνει να συγκινήσει τον αναγνώστη. Άρωμα Πόλης και ένας σύγχρονος Οιδίποδας που ψάχνει τις ρίζες του στο χθες και στο σήμερα. Στα συν του το απροσδόκητο τέλος καθώς και ο ευφάνταστος τίτλος.
Από τις πολύ απολαυστικές νουβέλες του Μακριδάκη, με ιδιωματική γλώσσα και, όπως στα περισσότερα έργα του, τοποθετημένη σε συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο μας παρουσιάζει με ωραίο, πρωτότυπο λογοτεχνικό τρόπο.
Το ενδιαφέρον με τα βιβλία είναι πως ακόμα και στο ίδιο είδος υπάρχουν διαφορές. Έχω διαβάσει κι άλλη φορά νουβέλα, συγκεκριμένα την πρώτη φλέβα και με άφησε μάλλον αδιάφορη. Η περίληψη από την Άλωση της Κωσταντίας μου τράβηξε πιο πολύ το ενδιαφέρον και το απόλαυσα σαν ανάγνωσμα περισσότερο. Πιστεύω πως επειδή κατάγομαι από νησί που γειτνιάζει με την Τουρκία, έχουμε μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι σε θέματα που έχουν να κάνουν με ελληνοτουρκικές σχέσεις και πώς έχουν διαμορφωθεί στο πέρασμα των χρόνων. Παρόλο που είναι κατανοητό πως οι λαοί δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν μεταξύ τους και στην επιφάνεια όλα φαίνονται καλα, στο βάθος εξακολουθούν να υπάρχουν αγκάθια. Η σκλαβιά τόσων χρόνων και η αναγκαστική συνύπαρξη έχει κάνει τους δυο λαούς αδελφούς, έχουμε τις ίδιες συνήθειες και τα ίδια πάθη. Στα παράλια αποκαλιόμαστε εκατέρωθεν αδέλφια και τους καλοδεχόμαστε σαν τουρίστες που αφήνουν γενναιόδωρα τον οβολό τους. Παρόλα αυτά ο παλιός εχθρός είναι πάντα εχθρός κι ο Τουρκος ο πιο παλιός. Γι' αυτό η προοπτική γάμου ανάμεσα σε Τούρκο και Έλληνα, χριστιανού και μουσουλμάνου μοιάζει αδιανόητη και ανίερη. Οι δήθεν αθώοι καυγάδες για το αν οι καφές είναι τούρκικος ή ελληνικός και τι προέλευση έχει ο μπακλαβάς κρύβουν κάτι πολύ βαθύτερο. Ιδιαίτερα οι λιγοστοί Έλληνες της Κωνσταντινούπολης που υπέστησαν διωγμούς και ταπεινώσεις νιώθουν ακόμα πιο έντονα το στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας. Στη νουβέλα αυτή που μοιάζει σαν αφήγηση μέσα στην αφήγηση. Η πολίτισσα Κωσταντία παίρνει γράμμα από το γαμπρό της που δε φτάνει που της πήρε την κόρη της και σπάνια έρχονται να τη δουν, της αποκαλύπτει ένα μυστικό για την καταγωγή του που του αποκαλύφθηκε πρόσφατα, του αλλάζει τη ζωή και στέλνει σχεδόν στον άλλο κόσμο την Κωσταντία. Η αφήγηση είναι χαιμαρρώδης, ο λόγος μακροπερίοδος σαν να μην μπορείς να πάρεις ανάσα. (κι εκεί είναι που κατάλαβα πολύ καλά τι εννοεί η καθηγήτριά μου που επιμένει να κόβω τις προτάσεις όταν γράφω έκθεση στα ισπανικά, γιατί δεν βγαίνει νόημα). Ο ρυθμός γραφής μάλλον είναι αντάνακλαση της ψυχικής κατάστασης που βρίσκεται τόσο ο γράφων όσο και οι δύο αναγνώστριες μια και εναλάσσονται η Κωσταντία κι η Βαγγελιώ στην ανάγνωση της εν λόγω επιστολής που άναψε φωτιές. Το τέλος αναπάντεχο με έναν κωμικό για μένα τρόπο. Αυτό που τελικά μετράει είναι οι άνθρωποι πάνω από όλα. Στην τελική δεν έχει σημασία ούτε πού ούτε από ποιους γεννηθήκαμε αλλά το πώς διαμορφώσαμε την προσωπικότητά μας με βάση τα βιώματα που έχουμε. Σημασία έχει το πώς είμαστε τώρα και όχι το πώς θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει. Ο Χιώτης συγγραφέας - κοντοπατριώτης κατάφερε να μας βάλει τα γυαλιά και να μας προσφέρει μια πολύ νόστιμη ιστορία.
Πριν απο λιγο καιρο ο Μακριδακης παρουσιασε στο αγαπημενο μου βιβλιοπωλειο, στη Μυτιληνη οπου ζω, την τελευταια του νουβελα "Η πρωτη φλεβα". Νιωθω πολυ τυχερη που βρεθηκα κι εγω σε αυτη την παρουσιαση και ακουσα απο κοντα το συγγραφεα. Τον θαυμασα και ως ανθρωπο, περα απο συγγραφεα. Μιλησε γενικα για ολα τα βιβλια του, τι διαπραγματευονται και τι τον κινητοποιησε να τα γραψει. Σχετικα με την "Αλωση της Κωσταντιας" ειπε οτι το ιδιατερο χαρακτηριστικο της και το κατι διαφορετικο που προσεφερε απο αποψη λογοτεχνικη ειναι ο "εγκιβωτισμος της αφηγησης", δηλαδη τρεις αφηγησεις, η μια μεσα στην αλλη. Ειχα ηδη τελειωσει την "Πρωτη φλεβα" η οποια αποτελεσε ουσιαστικα και την πρωτη μου επαφη με το συγγραφεα, οποτε συνεχισα με την "Κωσταντια" την περιπλανηση στο λογοτεχνικο του συμπαν. Ξεκινωντας την αναγνωση δε γινεται να μη σου ερθει στο μυαλο η Λωξαντρα. Ο τροπος ομιλιας των δυο γυναικων καθιστα την αφηγηση απολαυστικη και χαριζει στο προσωπο ενα μονιμο χαμογελο. Ο Μακριδακης εχει τη μαγικη ικανοτητα, χρησιμοποιωντας την καταλληλη γλωσσα καθε φορα, με τους αναλογους ιδιωματισμους και το αναλογο υφος, να βαζει τον αναγνωστη κατευθειαν στο κλιμα. Ειναι ενας συγγραφεας ο οποιος μπαινει με ευκολια στο πετσι των ηρωων τους οποιους δημιουργει, με αποτελεσμα να μοιαζουν περα για περα αληθινοι. Λες κι εχουν τη δικη τους ζωη κι ο Μακριδακης απλως την καταγραφει. Λες και κατευθυνουν εκεινοι το συγγραφεα και του υπαγορευουν την ιστορια τους κι οχι το αντιθετο. Για μενα, λοιπον, στο εξης, Μακριδακης ισον καλη ελληνικη συγχρονη λογοτεχνια (πραγμα δυσευρετο).
Πρώτη μου επαφή με τον Γιάννη Μακριδάκη. Απολαυστική η γραφή του, διαβάζοντας το βιβλίο ήταν σαν να άκουγα τα σχόλια και τις σκέψεις της Κωνσταντίας. Η αφήγηση δεν σε αφήνει να το αφήσεις από τα χέρια σου. Εξαιρετικό!
Μία ολόκληρη νύχτα κράτησε η αγωνία της Κωνσταντίας, όσο και η δική μου, στο πλάι της… Ο λόγος κρύβεται ζωντανός…μέσα στις σελίδες του βιβλίου του Γιάννη Μακριδάκη, με τον ευρηματικό τίτλο « Η άλωση της Κωνσταντίας». Ένα μυθιστόρημα γεμάτο νοσταλγία και αρώματα της «Πόλης», με φόντο τον Βόσπορο. Ένα δώρο στον εαυτό μου για τις γιορτές, ��φού είχα ήδη διαβάσει τα: «Η δεξιά τσέπη του ράσου» και «Ανάμισης ντενεκές». Η Κωνσταντία, μία πολίτισσα μάνα που έχει παντρέψει την κόρη της στη Χίο, λαμβάνει ένα ταχυδρομικό πακέτο από τον γαμπρό της και σε λίγο πέφτει ξερή… Ένα ντοσιέ γεμάτο αποκαλύψεις βρίσκεται πεσμένο στο πάτωμα, περιμένοντας τη στιγμή που θα διαβαστεί. Η εξομολόγηση - αποκάλυψη σε λίγο θα μοιράζεται ανάμεσα στη Κωνσταντία και την φίλη της που τρέχει να συνδράμει για βοήθεια. Η ιστορία ξετυλίγεται μέσα σε ένα βράδυ από τα στόματα των δύο γυναικών, αφού η μία ξεκινά να διαβάζει εκεί που η άλλη δεν αντέχει, πια. Ένα μυστικό που θα αποκαλυφθεί αργά και βασανιστικά. Μία αλήθεια καλά κρυμμένη στο χρόνο θα έρθει στην επιφάνεια και θα φέρει τα πάνω κάτω. Μια αφηγηματική ιστορία, με τον λόγο να εναλλάσσεται έξυπνα, ανάμεσα στον αφηγητή και τους χαρακτήρες των δυο γυναικών, μπλέκοντας στο παρόν τις αποκαλύψεις του χθες, με ένα ιδιαίτερα περίτεχνο και ασυνήθιστο λογοτεχνικά τρόπο, συνδυάζοντας τα όλα σε μία πρόταση. Μία ατελείωτη πρόταση που στα δίνει όλα. Χρειάζεται ίσως λίγος χρόνος για να μπορέσει ο αναγνώστης να εγκλιματιστεί σε αυτή την τεχνική, η οποία αν και ασυνήθιστη αποδεικνύεται πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα. Μέσα από αυτή την ιδιαίτερη απόδοση η γραφή που ρέει αβίαστα, οι εναλλαγές συναισθημάτων, το σασπένς, αλλά και το χιούμορ αποτελούν τα βασικά συστατικά που αναδεικνύουν το ταλέντο του Γιάννη Μακριδάκη. Με επιδεξιότητα και τον μοναδικά προσωπικό τρόπο γραφής του ο συγγραφέας μέσα από ένα πλούσιο λεξιλόγιο γεμάτο ντοπιολαλιά και εικόνες, μας μεταφέρει στο πλάι της Κωνσταντίας, χαζεύοντας από το παράθυρο της τον Βόσπορο, αλλά και στα σοκάκια της πόλης, εκεί που τρέχει το σήμερα παρέα με το χθες. Η πένα του καυτηριάζει το πολυτάραχο παρελθόν μεταξύ των δυο λαών και εστιάζει στις κοινές καταβολές, φέρνοντας στο προσκήνιο τις σχέσεις των ανθρώπων, που με την διαφορετικότητα που κάποτε τους χώρισε, μέσα από αντιξοότητες, αλλά και διαφορετικές κουλτούρες συνεχίζουν να έχουν κοινά, φτιαγμένα από το ίδιο υλικό που τους ενώνουν ακόμα και σήμερα. Ένα βιβλίο που με ταξίδεψε τόσο με την ιστορία που είχε να αφηγηθεί, όσο και με τη σκηνοθετική οπτική του συγγραφέα που μετέφερε εικόνες από μία «άλλη» πατρίδα. Πιο πολύ όμως απόλαυσα τον τρόπο γραφής του, που μόνο μάθημα θα μπορούσε να είναι. Μην προσπαθήσετε να μαντέψετε το τέλος. Σε καμία περίπτωση δεν είναι προβλέψιμο. Απλώς ανακαλύψτε το.
Ο Μακριδάκης είναι ένας από τους συγγραφείς που παρακολουθώ στενά τα τελευταία χρόνια μετά που τον ανακάλυψα στη δεξιά τσέπη του ράσου. Τα βιβλία του έχουν πάντα μια νότα νοσταλγίας, κρύβουν συγκίνηση, η χρήση της ντοπιολαλιάς δίνει το δικό της χαρακτήρα στο στήσιμο της πλοκής ενώ η αμεσότητα του λόγου σε κερδίζει. Η άλωση της Κωνσταντίας διαθέτει αρκετά από εκείνα τα στοιχεία που κάνουν τη γραφή του Μακριδάκη ξεχωριστή. Αν το καλοσκεφτούμε το στόρυ στο οποίο στηρίζεται είναι κάπως αφελές. Έχουμε έναν γαμπρό να γράφει ένα απολογητικό γράμμα στην πεθερά του περί τις 100 σελίδες μόνο και μόνο για να τις απολογηθεί για την τούρκικη καταγωγή του. Δε θέλω να ξέρω πόσες θα είχε γράψει αν είχε κάνει και κανένα έγκλημα χεχε. Παρόλα αυτά με την άξια πένα του συγγραφέως αυτή η μακροσκελής επιστολή θα γίνει η αφορμή να προβληθεί το αιώνιο θέμα της ισότητας των ανθρώπων και των λαών, λαών που ζουν εγκλωβισμένοι σε αναχρονιστικές αντιλήψεις και ξεπερασμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις μιας άλλης εποχής που ακόμα και σήμερα δυστυχώς τους καθιστούν «απέναντι» δηλώνοντας ανήμποροι να γεφυρώσουν το χάσμα απέναντι τους . Το γράμμα λοιπον του γαμπρού στην Κωνσταντία θα λειτουργήσει ως ένας τρόπος για να καταδείξει την ανάγκη «συμφιλίωσης» και λύτρωσης από την κοινωνική επιταγή. Εξαιρετικό εύρημα που κάνει ακόμα πιο ανθρώπινη την αφήγηση η ανάγνωση της επιστολής από την Κωνσταντία και την φίλη της. Σου θυμίζει εικόνες μιας άλλης εποχής με τις γυναίκες να στήνουν πηγαδάκι στις αυλές και δίπλα να μοσχομυρίζει ο αχνιστός καφές και η γαρδένια. Σαν να βλέπω τη σμυρνιά γιαγιά μου να διαβάζει αυτό το γράμμα. 3* γιατί παρά την ωραία αύρα το τέλος ήταν απογοητευτικό και σου χαλάει όλη αυτή τη νοσταλγική διάθεση όσο προχωράς την ανάγνωση. Είναι η δεύτερη ή η Τρίτη φορά που σε βιβλίο του Μακριδάκη συναντώ βιαστικό και ασυνάρτητο φινάλε.
Μια ομολογουμένως μυστήρια νουβέλα. Δεν έχει κεφάλαια, ενότητες, παραγράφους. Ο λόγος είναι σχεδόν εντελώς παραληρηματικός και αλλάζει και πρόσωπα αφήγησης ακόμα και μέσα στην ίδια πρόταση. Κάποιος θα πίστευε ότι αυτό είναι τρομακτικά κουραστικό και αποτρεπτικό στην ανάγνωση, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια. Διαβάζεται ευχάριστα και ρέει το κείμενο. Πολίτικα γλωσσικά ιδιώματα κάνουν τη γραφή πιο ενδιαφέρουσα και αληθοφανή. Έχει αδιαμφισβήτητα χάρισμα γραφής ο Μακριδάκης. Όμως κάπου εδώ εξαντλούνται τα όποια θετικά. Βρήκα το βιβλίο αρκετά ανέμπνευστο, χωρίς να έχει κάτι ουσιώδες να πει (πέρα ίσως των προκαταλήψεων μεταξύ των δυο λαών, κυρίως Ελλήνων της Πόλης και των ακριτικών νησιών για τους Τούρκους;), χωρίς καν να το πεις πετυχημένο ψυχογράφημα ηρώων (με εξαίρεση ίσως τη Κωσταντία την ίδια). Το τέλος μοιάζει να ξεφουσκώνει απότομα, ενώ σε πολλά σημεία υπάρχουν αναμασήματα των ίδιων πραγμάτων και επαναλήψεις. Ευχάριστο σχετικά ανάγνωσμα αλλά μέχρις εκεί.
Με απογοήτευσε. Είναι το δεύτερο βιβλίο του Μακριδάκη που διαβάζω μετά το Ζουμί του Πετεινού που μου άρεσε αρκετά. Βρήκα την άλωση της Κωνσταντίας ένα βιβλίο γεμάτο κλισέ που καταγράφει επιπόλαια τη σημερινή παρουσία των Ρωμιών της Πόλης παίρνοντας πχ λαθέμενα, θεωρώντας τα σύγχρονα, στοιχεία από τη Λωξανδρα της Ιορδανίδου. Ακόμη και το τέλος δε με ξάφνιασε γιατί ακριβώς κλείνει βιαστικά και αμήχανα μια αδιέξοδη μυθοπλασία που προσπαθεί να τα χωρέσει όλα. (αν και για να πω την αλήθεια περίμενα κάποιος Τούρκος πρόγονος να είναι Τουρκοκρητικος για να τα έχει πραγματικά όλα😁) Κι όμως με μια μικρή ιστορική έρευνα και με το ταλέντο που εχει στην γραφή έφτιαχνε ένα ωραίο μυθιστόρημα. Είναι κρίμα που "ξεπέταξε" έτσι την ευκαιρία να ασχοληθεί με το σύγχρονο ελληνικό στοιχείο της Πόλης, να αναδείξει τα προβλήματα συμπεριλαμβάνοντας τον συντηρητισμό και τις προκαταλήψεις.
Le livre m’a seulement intéressé car il m’a éclairé sur un conflit que je connaissais peu. En dehors de cela, je l’ai assez peu apprécié. La première chose qui m’a énervé était la réaction des deux femmes qui n’évoluaient pas durant le livre, alors que cela aurait été beaucoup plus intéressant. En général je trouve qu’il manquait une recherche plus profonde concernant la psychologie des personnages. Mais ce qui m’a surtout déplut était la fin, si frustrante. Bref, peu d’intérêt dans ce livre je trouve, très décevant alors que certaines descriptions étaient bien écrites et surtout l’idée était réellement bonne.
Θεωρώ τον Μακριδάκη έναν απ΄τους κορυφαίους συγγραφείς της σύγχρονης Ελληνικής λογοτεχνίας. "Η άλωση της Κωσταντίας" μαζί με το "Η δεξιά τσέπη του ράσου" είναι από τα καλύτερα του. Αρνητικές λεπτομέρειες ήταν ότι κάποια στιγμή χάθηκα στο λαβύρινθο των συγγενών και το απροσδόκητο τέλος (όπως σε όλα του τα βιβλία) που δεν με ικανοποίησε. Λεπτομέρειες όμως μπροστά στον χειμαρρώδη υπέροχο λόγο του Μακριδάκη σε μια συγκινητική ιστορία που δεν με άφησε αδιάφορη.
Πάλι μακριδακης, ξανά σε ένα νέο θέμα, με ρεουσα, ταχύτατη αφήγηση, τελειώνει σε 2 απογεύματα. Δύο φίλες διαβάζουν το γράμμα που έστειλε ο γαμπρός της Κωσταντίας, ένα βράδυ στο σαλόνι της μιας εξ αυτών. Μαζί τους το διαβάζουμε κι εμείς ως αναγνώστες, σαν να ήμασταν καλεσμένοι στον ίδιο χώρο και μοιραία μοιραζόμαστε τις ίδιες αντιδράσεις, την ίδια αγωνία και έκπληξη. Δύσκολα σε απογοητεύει η περίπτωση μακριδακη.
εντάξει ήξερα ότι το τέλος έχει ανατροπή και από όλα τα σενάρια αυτό δεν το φαντάστηκα... πολύ όμορφα γραμμένο βιβλίο σε ταξιδεύει και σε κάνει να σκεφτείς για ήθη θρησκείες σύνορα και αντιπαλότητες. πολύ οικείος χαρακτήρας η Κωνσταντία μπορεί να είναι η μαμά σου, η γιαγιά σου καμία φορά και εσυ η ίδια.
Πολύ ευχάριστο μυθιστόρημα. Δεν έχει κεφάλαια, καθότι είναι "γράμμα" και χαρακτηρίζεται από μακροπερίοδο λόγο και προφορικότητα. Κι αυτό δεν είναι κακό, γιατί εξυπηρετεί ακριβώς το σκοπό του. Γέλασα πολύ διαβάζοντάς το. Είναι κωμικό, θεατρικό αλλά τα σοβαρά που θέλει να θίξει τα θίγει αριστοτεχνικά. Διαβάζεται όπως είναι γραμμένο. Απνευστί.
Ο Γιάννης Μακριδάκης συμπεριφέρεται με πολύ τρυφερότητα στους ήρωές του και σε κάνει να τους αγαπήσεις. Σε συνεπαίρνει η περιπέτεια της ίδιας της γραφής, η γλωσσοπλαστική του δύναμη και η ικανότητά του να δημιουργεί εικόνες. Ένα βιβλίο που διαβάζεις με μεγάλη ευχαρίστηση μέχρι την τελευταία σελίδα.
Εξαιρετική γραφή! Ο μικρός αριθμός τελειών δεν κούραζε αλλά σε έκανε να διαβάζεις απνευστί. Η ιστορία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα - ίσως επειδή προσωπικά ζω κάτι παρόμοιο - αλλά το τέλος με απογοήτευσε, εξού και τα τρία αστέρια.