Ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος πλησιάζει τα σαράντα, αλλά ζει ακόμα με τη μαμά του και απασχολείται σε δουλειές ρουτίνας στη ΓΑΔΑ. Και τώρα, για πρώτη φορά του αναθέτουν τη διαλεύκανση μιας ανθρωποκτονίας. Πρέπει να βάλει τα δυνατά του να βρει τον δολοφόνο, αφού λαχταράει να κάνει καριέρα ντετέκτιβ, σαν τους ήρωες των αστυνομικών βιβλίων που διαβάζει.
Εντούτοις, η δολοφονία του συλλέκτη δίσκων βινυλίου Σταμάτη Παυλίδη αποδεικνύεται πιο περίπλοκη απ’ όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος θα βρεθεί μπλεγμένος σε μια παρέα ανθρώπων που όλοι έχουν κάτι να κρύψουν. Και ο Χάρης θα αναρωτηθεί: "Μα είναι δυνατόν να σκοτώσει κανείς για μια χούφτα βινύλια;".
Η Χίλντα Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Καλλιθέα το 1957. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και μετάφραση στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.
Ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση από το 1994. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Malcolm Bradbury, John Barth, Jonathan Coe, Percival Everett, Dave Eggers, Mary Gaitskill, Jane Smiley, David Malouf, Nick Hornby, Siri Hustvedt, Raymond Chandler, Agatha Cristie. Έχει επίσης αποδώσει στα ελληνικά κείμενα για τη σύγχρονη τέχνη (περιοδικό ART1), κείμενα για τον κινηματογράφο (εκδόσεις του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου), ενώ έχει μεταφράσει κατάλογους εκθέσεων ζωγραφικής για τη Σχολή Καλών Τεχνών, το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, το Υπουργείο Πολιτισμού (Μπιενάλε Βενετίας και Σάο Πάολο), για τον κατάλογο του Φεστιβάλ Αθηνών (2009) , για πολλές γκαλερί και τεχνοκριτικούς, καθώς και για την Ένωση Τεχνοκριτικών Ελλάδος.
Επίσης, έχει γράψει δύο μονογραφίες για τους Beatles και τους Clash, για τις εκδόσεις "Απόπειρα", και είναι τακτική συνεργάτης του διαδικτυακού μουσικού περιοδικού www.mic.gr.
Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο "Για μια χούφτα βινύλια" κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις 'Μεταίχμιο'.
Το βιβλιο εχει εξαρχής ενδιαφέρον και σε καθηλώνει με μια πολυ απλή αλλα ενδιαφέρουσα αφήγηση καταστάσεων και γεγονότων που εκτυλισσονται στο κέντρο της Αθήνας και τα γειτονικά σοκάκια ...
Οι πρωταγωνιστες ειναι αληθινοί και αξιόπιστοι ως προς την αφοσίωση τους στη φιλία την αλληλεγγύη την αγάπη το ενδιαφέρον την κατανόηση! Ο αστυνόμος Χαριδημος απλός λιτός και απέριττος γιος μαμάς "Ελληνίδας"τόσο όμορφα προσαρμοσμένος σε μια ζωη που παραπαίει ανάμεσα στην υγιή συναισθηματική εξέλιξη ενός σαραντάρη και στην αποκλίνουσα συμπεριφορά ενός εξαρτημένου ψυχικά και νοητικά ανθρώπου απο παιδικά ψυχαναγκαστικά κατάλοιπα!
Οι φόνοι που γίνονται στην παρούσα φάση αλλα και κάποια φαντάσματα του παρελθόντος μας οδηγούν σε ενα και μονο κίνητρο: τα θύματα ειναι συλλέκτες κλασικών δίσκων βινυλίου κάποιοι απο τους οποίους εχουν μεγάλη αξία, τόσο υλική όσο και συναισθηματικοί. Ένοχοι,συνένοχοι,αξίες φιλίας και εντιμότητας,ζήλειες,ανεκπλήρωτα όνειρα,αποτυχημένοι έρωτες και πουλημένες συνειδήσεις εμφανίζονται μπροστά μας σαν αποτυχημένες διαφημίσεις ......
Όλο αυτο το συνονθυλευμα ανθρώπων συμπλεγματικων που κρύβονται και κρύβουν....αλλα και καταστάσεων καθημερινής ζωής με ρεαλιστικά γεγονότα και σκοτεινά σημεία καλείται να διαλευκάνει ο θλιβερά και μίζερα συμπαθητικός ντετέκτιβ μας! Αν τα καταφέρει θα λάβει την απόλυτη προσωπική καταξίωση, γι αυτο και μάχεται μέχρις εσχάτων,υπερβαίνει εαυτόν και τολμάει ίσως για πρώτη φορά να ονειρεύεται
Στο τελος ο "αθώος" δολοφόνος με την ομολογία του και μια σειρά ανατρεπτικών γεγονότων και καταστάσεων οδηγούν τον αστυνόμο στην φαινομενική αυτοπραγμάτωση του και στην αρχη μιας άλλης πραγματικότητας ,εκτός συνόρων.....τόσο υπαρκτών όσο και απελερευθωτικών!
Πολύ κακό "για μια χούφτα βινύλια"... Το βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου αναφέρεται σε γεγονότα και ήρωες που μιλάνε με εκφράσεις της εποχής μας,βρίσκονται παντού γύρω μας και κινούνται στο κέντρο της Αθήνας.Η ιστορία είναι αρκετά απλή και το βιβλίο διαβάζεται πολύ ευχάριστα,αν ξεχάσει κάποιος πως διαβάζει ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ μυθιστόρημα κι όχι απλά την ιστορία ενός μαμάκια αστυνομικού και των στρυφνών συγγενών του. Οι χαρακτήρες είναι ρηχοί,στην πλειονότητά τους κακιασμένοι κι αντιπαθητικοί,χωρίς πολλές φορές να εξηγείται ο λόγος.Απλά έτσι είναι.Το στόρυ του βιβλίου είναι επιφανειακό,χωρίς βάθος,χωρίς καθόλου μα καθόλου σασπένς(αστυνομικό,χελόου;;!!)και το τέλος του εντελώς ασαφές.Ποτέ δεν μάθαμε τον πραγματικό ένοχο αλλά και την πραγματική-πραγματική αιτία.Ποιος είχε δίκιο τελικά;Τι απέγιναν οι ήρωες;Γιατί έπρεπε όλες οι ιστορίες να καταλήξουν ΤΟΣΟ φλου;!Μου δόθηκε η εντύπωση πως η συγγραφέας απλά "ξεπέταξε" το τέλος,είτε γιατί βαρέθηκε να γράψει άλλο είτε γιατί δεν ήθελε να ξεπεράσει το όριο των σελίδων που σκόπευε να γράψει.Ενώ υπάρχουν πολλά flashback και ανούσιες πολλές φορές περιγραφές γεγονότων και καταστάσεων,εκεί που θα έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερο βάρος κατά την άποψή μου δε δόθηκε.
Εννοείται πως η μουσική θα είχε πρωτεύοντα ρόλο σε ένα τέτοιο βιβλίο - από τον τίτλο φαίνεται,άλλωστε.ΟΜΩΣ το πολύ το "Κύριε Ελέησον" το βαριέται όποιος δεν έχει επαφή με τα βινύλια ή το συγκεκριμένο είδος μουσικής ή τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες.Η Χίλντα Παπαδημητρίου,έχοντας για πολλά χρόνια το δισκάδικο στην Καλλιθέα,έχει πολλές γνώσεις και για τη μουσική και για τα βινύλια,και μπράβο της!Και οι γνώσεις της αυτές ξεχειλίζουν στο βιβλίο.ΑΛΛΑ προσωπικά κουράστηκα να διαβάζω γι' αυτά,βαρέθηκα!Ομολογώ την ασχετοσύνη μου για την εποχή,για τους ροκάδες,για τα βινύλια και για τα υπόγεια μαγαζάκια με τις συλλογές συγκροτημάτων που έχουν θαφτεί στη λήθη χρόνια πριν τον ερχομό του Millenium.
Αν τα "Βινύλια" ήταν άλλο είδους βιβλίου-δεν ξέρω βέβαια ποιο θα μπορούσε να είναι-ίσως το αντιμετώπιζα αλλιώς..Ως αστυνομικό όμως,ακόμα και soft αστυνομικό,δεν μπορώ να του βάλω περισσότερα από 2 αστεράκια.Και να τρέξω να ψάξω ξανά τον πρώτο Σκανδιναβό ή Αμερικάνο συγγραφέα του είδους που θα βρω στη βιβλιοθήκη μου,να ξαναπάρω τη δόση μου.Για μένα,αυτοί είναι σαν τη χλωρίνη γνωστής μάρκας - αυτούς ξέρω,αυτούς εμπιστεύομαι.Και ευτυχώς ποτέ δεν με απογοητεύουν!
Το μυθιστόρημα της Χίλντα Παπαδημητρίου μου φάνηκε αρκετά απλοϊκό. Ναι μεν η συγγραφέας φάνηκε να προσπαθεί να δημιουργήσει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, αλλά στην προσπάθεια της αυτή αναλώθηκε αρκετά σε περιγραφές που καταντούσαν κουραστικές. Επίσης, υπήρχε έλλειψη του στοιχείου του σασπένς, που είναι απαραίτητο στοιχείο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Κάπου μέσα στις περιγραφές και στα ανούσια flashback χάθηκε η αγωνία και το ενδιαφέρον για την επίλυση του μυστηρίου.
Ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος είναι σχεδόν σαράντα χρονών, αλλά ζει ακόμα με τη μητέρα του. Έχει μπει στο αστυνομικό σώμα επειδή είναι αυτό που ήθελε ο πατέρας του, όμως μέχρι τώρα ασχολούταν μόνο με το Αρχείο της ΓΑΔΑ. Η δολοφονία του Σταμάτη Παυλίδη είναι η πρώτη του σημαντική υπόθεση και έχει βάλει στόχο να βρει το δολοφόνο για να καταφέρει να γίνει σαν τους ντετέκτιβ που διαβάζει στα αστυνομικά βιβλία του. Η υπόθεση όμως είναι πολύ πιο περίπλοκη απ'ότι περιμένε ο Χάρης, ο οποίος σύντομα θα βρεθεί μπλεγμένος σε μια μυστικοπαθή παρέα συλλεκτών βινυλίων.
Ένα βιβλίο που, παρά τα αρνητικά του, με κράτησε μέχρι την τελευταία σελίδα. Διαβάστε αναλυτικά την κριτική μου στο blog μου.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που ουσιαστικά δεν είναι βιβλίο. Υποτυπώδης πλοκή, ανύπαρκτη δομή, χαρακτήρες πιο χάρτινοι και από στυπόχαρτο, κάποιοι εμβόλιμοι ακαδημαϊσμοί για να δείξουμε ότι δεν κατεβήκαμε και απ΄ το βουνό και αποτέλεσμα υπό του μηδενός. Η Χίλντα αναμετράται με τον πήχη της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας που βρίσκεται λίγα χιλιοστά από το έδαφος και όχι μόνο δεν τον υπερπηδά, αλλά περνάει από κάτω. Και εις ανώτερα...
Η Χίλντα Παπαδημητρίου θέλει να γράψει αστυνομικό-και εγώ θέλω να πάω Χριστούγεννα στο Παρίσι και να στείλω φαξ στην δουλειά ότι παραιτούμαι-ενώ θα μπορούσε να παραμείνει μεταφράστρια. Μας πρήζει τον πούτσο με τις ροκ αναφορές της στην πλοκή-το κάνει και στο 2ο βιβλίο της σειράς, για το 3ο δεν άντεξα να το διαπιστώσω, αλλά από τον τίτλο το εικάζω. Και η Σώτη Τριανταφύλλου το παίζει ροκ γκόμενα, και εκείνη πετάει ροκ αναφορές στα βιβλία της, αλλά εκείνη έχει και ταλέντο ρε φίλε-τις περισσότερες φορές. Έχει ήρωα έναν Αστυνομικό, επειδή διάβαζε τις Εκδόσεις Λυχνάρι με τον Πουαρώ ρε φίλε. Και καλά το παίζεις ροκ γκόμενα, Εξάρχεια κτλ, δεν σε σταμάτησε κανένας για εξακρίβωση ; Να σε συλλάβουν ; Εμ βέβαια, η έλλειψη ταλέντου δεν είναι αδίκημα. Κακώς. Πολύ κακώς.
Όσοι διαβάζετε Αθηνά Κακούρη, Πέτρο Μάρκαρη, Τεύκρο Μιχαηλίδη και σας αρέσει συνεχίστε να τους διαβάζετε. Το βιβλίο δε μου άρεσε. Το μόνο θετικό είναι η πλοκή και ο πραγματικός δολοφόνος. Μη φανταστείτε τίποτα περίπλοκα τρίγωνα και τετράγωνα, απλοί καθημερινοί σημερινοί άνθρωποι, με τα πάθη και τα λάθη τους. Τα τραγούδια σε βάζουν στο κλίμα (αν κι εγώ δεν έχω σχέση, το ομολογώ), οι δίσκοι βινυλίου είναι ένα καινούργιο για μένα πεδίο που η συγγραφέας με καλωσόρισε ευχάριστα. Γνώρισα τη αγωνία των συλλεκτών, το μέλλον μιας τέτοιας συλλογής, τους λόγους παροπλισμού του βινυλίου, αν και η ποιότητα ακουστικής της μουσικής του είναι αξεπέραστη.
ΟΜΩΣ....είναι επιφανειακό, ρηχό, χωρίς βαθύτερα σιυναισθήματα και σκέψεις, τρελή επιμονή στην ώρα (από το γεγονός ότι οι επικεφαλίδες των επιμέρους κεφαλαίων αναγράφουν την ώρα και το μέρος των δρώμενων και η πρώτη παράγραφος ξεκινάει ακριβώς το ίδιο (η ώρα ήταν... ή κοίταξε το ρολόι της) ��έχρι το γεγονός ότι οι ήρωες κοιτάνε ΣΥΝΕΧΕΙΑ την ώρα! ειδικά κάπου στη μέση μέσα σε 20 σελίδες περίπου κάθε τρίτη παράγραφο ο ήρωας έβλεπε το ρολόι του, έλεος!!!!!!!!). Δεν είχαν με τι να ασχοληθούν, με τιι να περάσουν την ώρα τους για να κυλήσει η πλοκή, δεν με άγγιξαν, δεν τους συμπαραστάθηκα.
Επίσης έχω αντιρρήσεις σε δύο σημεία: τα έργα της Αγκάθα Κρίστι στα ελληνικά είναι περίπου 90 (γύρω στα 87 μάλλον, τα έχω όλα, θα τα μετρήσω), πώς είναι δυνατόν λοιπόν να θες εφτά χρόνια αν διαβάζεις ένα κάθε βδομάδα; (σελ. 37), το πολύ να θες 2 με 2.5 χρόνια. Πάμε παρακάτω. Στη σελίδα 277: "Χωρίς να το καταλάβει, το ποτήρι τής έφυγε από το χέρι κι έγινε χίλια κομμάτια. Είδε το χέρι της ματωμένο και τότε μόνο κατάλαβε ότι είχε κοπεί..." (πώς κόπηκε; έκανε γκελ το γυαλί; γιατί το ποτήρι δεν έσπασε στα χέρια της αλλά έπεσε από τα χέρια της!).
Επιφανειακό και ρηχό, χωρίς ατμόσφαιρα αλλά έκανα υπομονή για να το τελειώσω και το φινάλε κάπως με αντάμειψε.
Θα έλεγα ότι το βιβλίο αυτό είναι βγαλμένο μέσα από τις ζωές μας αν στη σελίδα δύο δεν έπεφτε ξερός ο πρώτος δολοφονημένος. Ευτυχώς μέχρις στιγμής οι φίλοι και γνωστοί δείχνουν τρομερή αυτοσυγκράτηση και όλα δείχνουν ότι θα πάνε από φυσικά (σχεδόν) αίτια. Το "Για μια χούφτα βινύλια" δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε ανθρώπους που εκφράζονται μέσα από τη μουσική. Σίγουρα όμως αυτοί θα το απολαύσουν περισσότερο, αναγνωρίζοντας τους κώδικες, τις εμμονές, τη σημειολογία του μουσικού μικρόκοσμου αλλά και τα "αρρωστάκια" του. Η τελετουργία της επιλογής σε μια κασσέτα, η ειδωλολατρία του βινυλίου, η κοινωνία του δισκάδικου, οι τίτλοι τραγουδιών ως μέρος της κουβέντας, οι φιλίες που κάνεις συνεχίζοντας κάποιο γνωστό στίχο που είπε ο άλλος: για άλλους μπορεί να είναι ένας παράλληλος κόσμος, για κάποιον όμως που έχει περάσει από αυτή τη σέχτα τα χαμόγελα σε κάθε σελίδα του βιβλίου θα είναι αναπόφευκτα.
Πέρα από το νοητό αυτό πρωταγωνιστή που είναι η μουσική, το ίδιο καλοδουλεμένα και οικεία είναι πρόσωπα που κινούνται μέσα και έξω από αυτόν. Οι χαρακτήρες είναι αληθινοί, τρωτοί και γοητευτικοί, κατανοητοί αλλά και πολυεπίπεδοι. Είναι λίγο από τη θειά σου η συντηρητικοαριστερή, από τον ξάδερφος σου τον μαμάκια, από τη ντράμα-κουήν φιλενάδα σου στο σχολείο που τη γουστάρανε όλοι, το καλοκάγαθο παλικάρι της διπλανής πόρτας... τους ξέρεις αυτούς τους ανθρώπους, έχεις ζήσει ιστορίες μαζί τους, ή με κομμάτια τους και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος να χαμογελάς.
Και σαν κάθε αστυνομικό βιβλίο που σέβεται τον αυτό του, η αγωνία χτίζεται σελίδα-σελίδα, ακόμα και όταν αποκαλύπτεται ο δολοφόνος (ναι, ναι ο μπάτλερ ήταν) η εξέλιξη παραμένει ρευστή και ανατρεπτική. Το βιβλίο παραμένει κολλημένο στα δάχτυλά σου ξενυχτάς μαζί του, αργείς το πρωί στη δουλειά και συνεχίζεις να το διαβάζεις κρυφά κάτω από τα έγγραφα που έχεις μπροστά σου, στα φανάρια οδηγώντας σπίτι, την ώρα που ο τροχονόμος σου κόβει κλήση.
Το κακό βέβαια του να ξέρεις το συγγραφέα ενός βιβλίου είναι ότι σε κάνει τον ίδιο ντετέκτιβ. Ψάχνεις να βρεις τι χαρακτηριστικά ξεσήκωσε από ποιόν, Ποιές περιγραφές ταιριάζουν σε τί. Αυτά τα ερωτήματα ποιός αστυνόμος Χαρίδημος θα τα απαντήσει...χμμμμ...."
Ο μόνος λόγος που διάβασα ως το τέλος αυτό το βιβλίο είναι η απόφασή μου να συμμετέχω στο μαραθώνιο αστυνομικής λογοτεχνίας που διοργανώνουν οι εκδόσεις μεταίχμιο και το παρόν βιβλίο ήταν μέσα σε αυτά που καλούμαστε να διαβάσουμε.....
Και ειλικρινά απορώ γιατί..... Ενώ έχεις μέσα τους Σκανδιναβούς που δεν παίζονται ή τα ιερά τέρατα τον Ελρόι και την Πατρίσια Χάισμιθ, μου βάζεις και αυτό το βιβλίο.... με ήρωα έναν αστυνομικό που δεν τον παίρνει σοβαρά ούτε η μάνα του, που ο φόνος έχει γίνει στο φιλικό - οικογενειακό του περιβάλλον και τον ειρωνεύονται - ή άκουσον άκουσον τον απειλούν κιόλας - οι μάρτυρες και οι ύποπτοι, ένας χοντρομπαλάς που έχει άπειρα κόμπλεξ, καταρχήν με το όνομά του και δεν έχει συμφιλιωθεί με αυτά.
Επίσης, σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΤΙ ΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΗΛΙΘΙΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ Ο ΚΑΘΕ ΗΛΙΘΙΟΣ ΗΡΩΑΣ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ..... Με ενδιαφέρει η ατμόσφαιρα, τα γεγονότα, οι ατάκες, η πορεία της έρευνας, δηλαδή πράγματα που παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στο παρόν βιβλίο, καθώς πρέπει να κάνουμε μια ψυχανάλυση (που ώρες ώρες δεν στέκει μάλιστα και αποπροσανατολίζει από την υπόθεση) στον κάθε πειραγμένο.
Στο παρόν βιβλίο στο τέλος δεν καταλαβαίνουμε καλά καλά ποιος είναι ο δολοφόνος, γιατί ο αστυνόμος Χαρίδημος τα παρατάει όλα και την κάνει (ναι, πολύ επαγγελματική στάση), οι ήρωες είναι όλοι τους εντελώς αχώνευτοι, ενώ κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν υπάρχει. Και το χειρότερο είναι ότι ενώ το βιβλίο θα μπορούσε να το ρίξει στο χιούμορ, δεν το κάνει, αλλά παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά.. απορώ ειλικρινά αν όλες οι υπέροχες κριτικές που διάβασα είναι από συγγενείς και φίλους της!!
Θετικό στοιχείο η μουσική και μου άρεσε πολύ η ιδέα που κάθε κεφάλαιο ξεκινάει με κάποιο στιχάκι, που σχετίζεται με όσα παρανοϊκά γίνονται στο κεφάλαιο. Η συγγραφέας ξέρει - και αυτό φαίνεται - από τη ροκ μουσική.
Δυστυχώς για μια ακόμα φορά διάβασα έλληνα συγγραφέα και είμαι εντελώς απογοητευμένη
Καλογραμμένο,με αρκετό σασπένς κσι δόσεις χιούμορ,ειδικά η σχέση του γιου με την ελληνίδα μάνα.... Το μόνο που με χάλασε ήταν το φινάλε,έκανε κοιλιά,πάνω στο σημείο που το στορυ απογειώθηκε. Πάντως προσδοκώ και για την επόμενη ιστορία του έλληνα ~wanna be- Ηρακλή Πουαρό!
Αρχικα αυτο το βιβλιο δεν ειναι αστυνομικο! Και κυριοτερα δεν σου αποκαλυπτεται ο ενοχος επειδη ο αστυνομικος τιθεται σε διαθεσιμοτητα...θα εβαζα ενα αστερακι αλλα εχει χαρη που συμπαθησα τον χαρακτηρα του επιθεωρητη Χαρη Νικολοπουλου...
Για μένα το συγκεκριμένο βιβλίο αποτέλεσε την ευχάριστη έκπληξη του 1ου μαραθωνίου αστυνομικής λογοτεχνίας του Μεταίχμιου. Εξαιρετική γραφή, με δόσεις χιούμορ, χωρίς υπερβολές ως προς την απόδοση των χαρακτήρων της και με μία εύστροφη μουσική επένδυση, η οποία δεν περνάει απαρατήρητη και δεν αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μία ιστορία που ξετυλίγεται σε μία γνώριμη πόλη και με πρωταγωνιστές που δε θα έλεγα ότι συναντάς κάθε μέρα - τουλάχιστον υπό τις συγκεκριμένες ιδιότητες! Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Χαρίδημος, ένας ήρωας που απέχει παρασάγγας από τους ντετέκτιβ που έχουμε συνηθίσει στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Η πλοκή του ρέει χωρίς να κάνει κοιλιά, ενώ το τέλος που επιλέγει η συγγραφέας προδιαθέτει τον αναγνώστη για νέες περιπέτειες, αφήνοντας την αίσθηση to be continued!
Στην πράξη κλίνω περισσότερο προς 2,5 αστέρια καθώς το τέλος δεν ήταν αντάξιο του υπόλοιπου βιβλίου. Πείτε με παλιομοδίτη αλλά όταν διαβάζω ένα αστυνομικό περιμένω το τέλος (ασχέτως αν είναι καλό ή κακό ή αν έχει ανατροπές κλπ) να είναι σαφές και να «κλείνει» την ιστορία. Εδώ έχουμε ακριβώς το αντιθέτο, η ιστορία μένει κατά κάποιο τρόπο ανολοκλήρωτη, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Και είναι κρίμα γιατί δεν υπήρχε κανένας λόγος να συμβεί αυτό. Λες και η συγγραφέας δεν μπορούσε να αποφασίσει πως θα την τελειώσει και προτίμησε τη φυγή. Κρίμα γιατί αδικείται το υπόλοιπο βιβλίο που είναι γραμμένο ανάλαφρα και με αρκετή δόση σάτιρας, σε σύγχρονο ρυθμό και με ωραίο «χτίσιμο» της υπόθεσης.
Εξαιρετικό βιβλίο. Νόμιζα ότι δεν ήμουν ιδιαίτερα φαν των αστυνομικών μυθιστορημάτων αλλά ίσως και να είμαι τελικά. Δυνατή πλοκή, δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Ευελπιστώ ότι θα υπάρξει και συνέχεια του.
Νομίζω ότι δεν είναι και τόσο αστυνομικό μυθιστόρημα, ή για να το θέσω καλύτερα το η φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος χρησιμοποιείται ως μέσο για να μας δώσεις τις ιστορίες της παλιοπαρέας της Σόνιας. Όσο για τον Χάρη είναι ανάξιος λόγου, αλλά είναι επιτυχημένο δείγμα σκάτοψυχου "καλοκάγαθου" μπατσούλη. Γενικά ποτέ δε μου άρεσαν τα αστυνομικά με πρωταγωνιστές κωλόμπατσους. Προτιμώ τους αντιήρωες ή άντε έστω τους ντετέκτιβ. Βασικά ο Αστυνόμος Νικολόπουλος μου θυμίζει ένα συγκεκριμένο σιχαμένο λίτη στον Βόλο. Επίσης η υπόθεση τελικά δεν κλείνει, αλλά οι δυο μπάτσοι διαλέγουν την εξήγηση που τους αρέσει. Γενικά πέρα από αυτό μου άρεσε πάρα πολύ το όλο κομμάτι με το δισκάδικο και όλη αυτή την ωραία ατμόσφαιρα των Εξαρχείων, και αν ο "ήρωας" ήταν κάποιος άλλος συλλέκτης ή παλιός γκόμενος-φίλος που προσπαθούσε να βγάλει άκρη θα μου άρεσε ακόμη πιο πολύ. Όσο για το καλύτερο κομμάτι ήταν σίγουρα το ημερολόγιο της Τατιάνας. Αρκετά ενδιαφέρον, και ακόμη περισσότερο για όσους αγαπούν τα βινύλια, 3,5 / 5
Διαβάζοντας το δεύτερη φορά, μπορώ να πω ότι μου άρεσε περισσότερο. Ίσως να ήταν πιο κατάλληλη η στιγμή. Μου άρεσε πολύ η γραφή και οι χαρακτήρες. Με το σασπένς δεν ασχολήθηκα μιας και ήξερα το φινάλε. Αυτό που με είχε χαλάσει στην πρώτη ανάγνωση ήταν ότι στο τέλος υπήρχε ένα μπέρδεμα στο ποιος ήταν τελικά ο δολοφόνος.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Πρώτα απο όλα δεν θα χαρακτήριζα το βιβλίο αστυνομικό, γιατί το αστυνομικό του κομμάτι είναι σταγόνα στο ωκεανό του βιβλίου. Κανένα σασπένς, καμία ανατροπή και στο τέλος καμία λύση. Παρόλα αυτά οι περιγραφές και το χτύσιμο των χαρακτήρων ήταν πολύ καλό. Σαν αναγνώστης του συμπαθείς ακόμα και αν το κύριο πρόσωπο του βιβλίου ο αστυνόμος Χαρίδημος είναι μαμάκιας. Θα μπορούσε βέβαια το βιβλιο να ήταν πολύ μικρότερο, υπήρχαν κομμάτια που δεν χρειαζόταν. Θα δώσω και άλλη ευκαιρία στην συμπαθέστατη Χίλντα διαβάζοντας και το επόμενο βιβλίο της.
Ένα καλούτσικο μυθιστόρημα κυρίως αστυνομικής πλοκής και με κάποιο χιούμορ..Μυστήριο που εκτυλίσσεται σε Αθηναικούς χώρους.Πρωταγωνισθεί η μουσική και ιδιαίτερα οι συλλέκτες παλαιών βινυλίων.Ρεαλιστικοί οι χαρακτήρες και πολύ καλή η σκιαγράφησή τους.Ευκολοδιάβαστο με μία απλή γραφή.Βέβαια η πλοκή δεν είχε και πολλά σασπένς, με προβλέψεις,οπότε δεν είχε και τρομερή αγωνία και δεν εισέπραξα και συναισθήματα.
Δεν μπορώ να πω ότι δεν ήταν καλό βιβλίο, αλλά δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Οι χαρακτήρες, από τον αστυνομικό μέχρι τον δολοφόνο ήταν άκρως ενοχλητικοί και το τέλος της υπόθεσης χλιαρό. Πιστεύω όμως οτι αξίζει να το διαβάσετε γιατί είναι ένα καλό δείγμα ελληνικής πραγματικότητας σε επίπεδο αστυνομικής λογοτεχνίας.
ένα βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας που ίσως αν ήταν ταινία θα πλησίαζε την κοινωνική-ρομαντική-κομεντί. λίγο μαμόθρεφτος τύπος ο αστυνομικός, συμπαθητικοί οι κακοποιοί, εκνευριστικές οι κοπέλες, γενικά σε ήπιο και ανάλαφρο ύφος η ιστορία. ωστόσο δε θα το έλεγα αστυνομικό μυθιστόρημα
Ενώ είναι το πρώτο βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου, εγώ τα διάβασα ανάποδα. Ίσως δεν ήταν και η καλύτερη προσέγγιση. Αφενός εξήγησε κάποια πράγματα της προσωπικής ζωής του Χάρη, αφετέρου όμως είχα ήδη μια ιδέα για το γράψιμο της συγγραφέως και παρατήρησα πως υπάρχει αρκετή βελτίωση μεταξύ των δύο βιβλίων. Αλλά πιο συγκεκριμένα και με spoilers για όσους δεν θέλουν να μάθουν λεπτομέρειες της ιστορίας.
Συνεχίζει να μου αρέσει το γεγονός πως η Χίλντα εκμεταλλεύεται τις γνώσεις της στην μουσική και προσθέτει μικρά αποσπάσματα στις αρχές των κεφαλαίων,καθώς επίσης τις συνδέσεις συναισθημάτων και μουσικής. Οι χαρακτήρες του βιβλίου από την μια μεριά φαίνονται απλοί και δομημένοι και από την άλλη περίεργοι και μπερδεμένοι. Χάνεις λίγο την αίσθηση του ποιος είναι ο καλός και ποιος είναι ο κακός. Υπάρχει ένα γενικό μυστήριο. Η ζωή όλων είναι γεμάτη έντονα συναισθήματα. Ο Χάρης αγανακτεί με την μέχρι τώρα ζωή του και με τον τρόπο που του συμπεριφέρεται η μητέρα του, η Σόνια ακολουθεί το πάθος της και ταλανίζεται από τις επιλογές της, η Τατιάνα από την μια ανησυχεί για την ζωή της και από την άλλη για τον Φώντα και την αδερφή της. Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται ωραία. Μέχρι εδώ καλά.
Στα κακά του βιβλίου, όμως, το τέλος είναι απογοητευτικό. Ενώ η όλη ιστορία δομείται σταδιακώς ωραία, στο τέλος αποδομείται πλήρως. Ο Χάρης διαπράττει ένα τεράστιο δικονομικό λάθος (πώς δικαιολογείται αυτό αν είσαι καλός αστυνομικός) και βρίσκεται μεταξύ της αίσθησης του καθήκοντος και της συμπάθειας προς τους συγγενείς του. Επίσης πώς δεν μιλά απευθείας με τους ανωτέρους του για να αναλάβει κάποιος άλλος της υπόθεση αφού εμπλέκεται η οικογένειά τους; Εν συντομία δηλαδή λυπάμαι αλλά ο Χάρης είναι ο πιο ανίδεος αξιωματικός της αστυνομίας που υπάρχει. Η δε οικογένεια εμπλέκεται σε όλα τα δυνατά σημεία. Η Σόνια απατά συνεχώς τον Φώντα, οι φίλοι του όλοι τον μαχαιρώνουν πισώπλατα και γενικά ο Φώντας έχει κάνει μια πάρα πολύ κακή επιλογή ανθρώπων που τον περιβάλλουν με μόνη εξαίρεση την Τατιάνα και τον Μιχάλη. Ακόμα όμως και για την Τατιάνα μένει μια σκιά, καθώς είναι η σιγανοπαπαδιά, σύμφωνα με δύο μαρτυρίες. Τελικά ποιός σκότωσε ποιόν; Νομίζω πως θα μπορούσε να είχε πιο ξεκάθαρο και δομημένο τέλος το βιβλίο.
Σε σύνολο νομίζω πως το "Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς" ήταν πολύ καλύτερο.
Ενώ δεν είναι το αστυνομικό που πάντα έψαχνες να διαβάσεις και ιδιαίτερο σασπένς δεν έχει, το "Για μια χούφτα βινύλια" διεκδικεί την προσοχή σου και πολύ περισσότερο την εκτίμησή σου. Ο Χάρης με τις χίλιες δυό αδυναμίες γίνεται φίλος σου, λες "πού θα πάει θα μάθει" και περιμένεις με ανυπομονησία την επόμενη αποστολή του!
A feel-good crime novel, decorated with a vintage feel and a sincere love for music and LPs... I really liked the main detective, Harry Nikolopoulos, his authentic struggle to distance himself from his authoritative mother and his dream to become a kick-ass detective like those in the crime novels he reads. Characters seemed approachable and sincere, I loved this in the book.
Η πλοκή του βιβλίου-τροπή των γεγονότων δεν μπορώ να πω ότι με συνάρπασε. Όμως,τους αγάπησα όλους. Με τις αγάπες τους,τα πάθη τους,τα μίση τους και φυσικά την καταπληκτική μουσική τους. Θα το ξαναδιάβαζα για να ξαναγινω ένα κομμάτι αυτού του σύμπαν��ος.
Αν περιμένετε ένα ελαφρύ, μουσικό ανάγνωσμα με λίγη δόση χιούμορ και μια "άχρωμη" αστυνομική ιστορία στο φόντο, ίσως σας κρατήσει για λίγες ώρες. Αν όμως περιμένετε σοβαρό μυστήριο, ανατροπές ή ένα φινάλε που θα σας ικανοποιήσει, μάλλον δεν θα τις βρείτε εδώ. Ξεκίνησα το βιβλίο με ενθουσιασμό: ωραίος τίτλος, υπόσχεση για ένα αστυνομικό με μουσικό χαρακτήρα, και έναν ντετέκτιβ που (τουλάχιστον στο χαρτί) φαινόταν να έχει πλάκα — μαμάκιας, φαν των αστυνομικών μυθιστορημάτων, κολλημένος με την τάξη και την εσωστρέφεια. Και πράγματι, το πρώτο μέρος ήταν υποσχόμενο — πιο ανάλαφρο από το κλασικό αστυνομικό, με μια χιουμοριστική διάθεση, και αρκετή δόση ελληνικής καθημερινότητας, από αυτήν που σε κάνει να χαμογελάς με την αναγνωρισιμότητα των καταστάσεων. Αλλά όσο προχωρούσε η ιστορία… κάπου ξέφευγε. Ή μάλλον, δεν προχωρούσε αρκετά. Η πλοκή ήταν απλοϊκή, χωρίς αληθινό σασπένς ή ανατροπές. Οι χαρακτήρες ένιωθαν ρηχοί, συχνά αντιπαθείς χωρίς λόγο, και έμοιαζαν να υπάρχουν απλώς για να γεμίσουν σκηνές, όχι για να υπηρετήσουν την ιστορία. Ο "αστυνόμος" Χάρης λειτουργούσε περισσότερο σαν ήρωας σε σατιρική νουβέλα παρά σαν άνθρωπος που θέλει στ’ αλήθεια να λύσει ένα έγκλημα — κι αυτό δε θα ήταν κακό, αν το βιβλίο δεν παρουσιαζόταν ως κανονικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Το φινάλε ήταν θολό και πρόχειρο — σαν να κουράστηκε η συγγραφέας ή να είχε αποφασίσει ότι δεν χρειάζεται και μεγάλη σαφήνεια για να κλείσει μια ιστορία. Δεν ένιωσα ότι πήρα απαντήσεις, ούτε για το "ποιος", ούτε για το "γιατί". Η μουσική, που είχε έντονη παρουσία, πράγματι ταιριάζει στο concept — αλλά προσωπικά με κούρασε λίγο. Αν δεν είσαι φαν του είδους ή των ονομάτων που αναφέρονται συνεχώς, μπορεί να σου φανεί περισσότερο μουσική εμμονή παρά καλοδουλεμένο αφηγηματικό στοιχείο.
Γενικά η Χίλντα Παπαδημητρίου μοιάζει να χρησιμοποιεί την αστυνομική μυθοπλασία όχι ως σκοπό, αλλά ως μέσο. Μέσο για να μας περιγράψει έναν χώρο και μια εποχή που γνωρίζει καλά. Δεν δημιουργεί ένα δικό της φανταστικό σύμπαν, αλλά αντίθετα εντάσσει την ιστορία της σε ένα κόσμο που πραγματικά υπήρξε με ανθρώπους που ζουν ανάμεσά μας. Αλλά μετά ήρθε το τέλος. Και το πρόβλημα είναι ακριβώς εκεί. Πού είναι το τέλος; Πάνω που η ιστορία πάει κάπως να ξεμπλέξει το βιβλίο τελειώνει.