[...] Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει. Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ' τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. [...]
Σ' αυτό το βιβλίο ο Μιχάλης Γκανάς ενδύεται τη στολή και τη μάσκα του και βυθίζεται αύτανδρος στη θάλασσα μιας ακαθόριστης -μα επιμόνως υπαρκτής-, χώρας. Είναι μία χώρα μυστική, όπου γυναίκες υφαίνουν τα σύνορά της με τα λεπτά νήματα της αγάπης, η χώρα που αθέατες στοιχειώνουν, κυβερνούν ή γκρεμίζουν: Γυναίκες σε cafe, στον απέναντι δρόμο, μπροστά σε έναν υπολογιστή, στη βρεγμένη θάλασσα της μνήμης, Αιγοκερίνες, γυναίκες με τ' όνομα Κυμοθόη, γυναίκες στο τηλέφωνο, μα πάντα γυναίκες, μέσα στη μοναξιά και τον έρωτα, την απόγνωση και τη χαρά τους.
Κυμοθόη, έτσι έπρεπε να τη λένε και όχι Πηνελόπη. Λόπη τη φώναζαν μικρή και της έμεινε. Τρισχειρότερα δηλαδή, καλύτερα Πηνελόπη. Τι καλύτερα, δεν ξέρω αν φταίει το όνομα αλλά όλοι ήθελαν να την παντρευτούν. Από το δημοτικό, μην πω από το Νηπιαγωγείο, μέχρι σήμερα, μάτσο οι μνηστήρες. Τους σκότωνε η ίδια με φρικτά βασανιστήρια, δεν περίμενε να το κάνει, πιο γρήγορα και επαγγελματικά, ο Οδυσσέας, που στην περίπτωσή της λεγόταν Γιάννης και ήταν ο πατερας της. Έτσι, παντρεύτηκε μάνι μάνι τον πρώτο Γιάννη που βρέθηκε μπροστά της και χώρισε στο άψε σβήσε πάνω στο χρόνο. Σαν να το 'κανε για να περάσει τη σειρά της και να την αφήσουν ήσυχη. Σιγά μην την άφηναν.[...]
[...]Είναι μητέρα τεσσάρων παιδιών, δύο κοριτσιών και δύο αγοριών, και γιαγιά μιας εγγόνας και ενός μπόμπιρα, κοντεύει τα εξήντα και ακόμη κυματίζεις, θροΐζεις, σελαγίζεις, τόσο άπιαστη και τόσο γήινη, τόσο δύσκολη μερικές φορές που με απελπίζεις, τόσο απρόβλεπτη που δεν το αντέχω αλλά και τόσο δοτική, τρυφερή, γενναιόδωρη που παραδίνομαι αμαχητί, και σε ξαναερωτεύομαι, όπως της έγραφε ο ζωγράφος της, καλός -και γνωστός- ζωγράφος αλλά υπερβολικά λυρικός -αν και ειλικρινής- ποιητής, στην επέτειο των τριάντα χρόνων του γάμου τους. Ακόμα υπάρχουν άντρες που θέλουν να την παντρευτούν και όχι μόνο συνομήλικοι αλλά και μεγαλύτεροι, από αυτούς που, όπως λέει η ίδια, έτσι και τους παντρευτείς δεν κάνεις μαζί τους παιδιά αλλά κατευθείαν εγγόνια. Όμως δεν λείπουν και οι νεότεροι άνδρες, ακόμη και νεαροί, που θα επιθυμούσαν τη στενότερη σχέση μαζί της αλλά αυτό ούτε να το συζητήσει, αν και κολακεύεται πολύ. Σ' αυτούς τους τελευταίους κάνει συχνά ένα τεστ, κάνει την πλάκα της δηλαδή, στο οποίο κόβονται όλοι. Γράφει, τυχαία τάχα, σε όποιο χαρτί βρεθεί μπροστά της, εφημερίδα, περιοδικό, χαρτοπετσέτα ένα στίχο του Εμπειρίκου, πάντα τον ίδιο. Όλα στη γη θέλουν αγάπη και στοργή. Οι νεαροί συνήθως τσιμπάνε, νομίζουν ότι αυτό είναι που ζητάει από εκείνους, αλλά εκείνη τους ρωτάει να της πουν ποιος έγραψε αυτούς τους στίχους. Συνήθως, δεν το ξέρουν και κόβονται πάραυτα.[...]
Με μεγάλη απογοήτευση γράφω αυτές τις γραμμές. Από τις δεκαέξι ιστορίες, μονάχα η τελευταία μου άρεσε πραγματικά. Οι υπόλοιπες ήταν, στη καλύτερη, μετριότατες, και στη χειρότερη, αδιάφορες και βαρετές. Και είναι πραγματικά κρίμα, μιας και η τελευταία ιστορία (και η μεγαλύτερη) είναι αληθεινή απόλαυση, και το ταλέντο της πρόζας του κ. Γκανά εμφανίζεται in full force. Η τελευταία ιστορία (και μια ακόμα, σε μικρότερο βαθμό, της οποίας το όνομα δυστυχώς δεν συγκράτησα) είναι η απόδειξη ότι ο συγγραφέας είναι καλλιτεχνικά ώριμος και έχει πράγματα να γράψει, αλλά το πράγμα ναυάγησε στην εκτέλεση. Πραγματικά κρίμα, γιατί οι ιδέες-αφορμές της εκάστοτε ιστορίας είναι όμορφες - αυτό το απλό, απρόσμενο, καθημερινό πράγμα που αποτελεί την αφορμή για σκέψη και ανιστόρηση.
''να ταιριάζουν τα χνώτα τους, να κολλάει το σάλιο τους;''
Ένα μικρό διαμάντι. Ο σπουδαίος Ηπειρώτης ποιητής και στιχουργός Μιχάλης Γκανάς συγκεντρώνει σύντομα πεζά κείμενά του για γυναίκες -ή μάλλον, για εικόνες γυναικών μέσα από ένα αντρικό βλέμμα. Άψογος χειρισμός της γλώσσας, ποιητική ματιά και μία ατελείωτη, βαθιά αγάπη για τη γυναίκα σε κάθε της έκφανση.
Κείμενα που αποπνέουν νοσταλγία, αγάπη και σεβασμό προς τη γυναίκα. Το απαλό βλέμα του συγγραφεά, αδιόρατο, διακριτικό αλλά εξονυχιστικό, ανακαλύπτει και αποκαλύπτει μορφές γυναικών σε διαφορετικα σκηνικά, τις αγκαλιάζει, τις αφουγκράζεται, και μοιράζεται τα μικρά τους δράματα. Πολύ τρυφερό ανάγνωσμα
Μικρές σύντομες ιστορίες. Μεγάλη γραφή. Εξαιρετικός ο Μιχάλης Γκανάς σε ένα βιβλίο αφιερωμένο στις γυναίκες. Κάποιες ιστορίες είναι εξαιρικές και κάποιες άλλες λιγότερο, κάτι απολύτως λογικό