Τη νύχτα εκείνη που καίγονταν τα Εξάρχεια με πρόσωπα βγαλμένα από φλαμανδικούς πίνακες με λιγοστούς φωτισμούς σε απαλό κιτρινωπό χρώμα, με μάτια γάτων που βλέπανε στο σκοτάδι, με τον πόθο και το πάθος της ανατροπής στο αίμα, στην ψυχή, στο μυαλό και στα χέρια, γυρνάγανε οι σκιές μας στα αναχώματα και στα οδοφράγματα που είχαμε στήσει την ημέρα και απωθούσαμε τους οργανωμένους που έρχονταν να τα χαλάσουν.... Και κάθε νύχτα καιγότανε η πλατεία με τα μεθύσια, τις ξέφρενες συζητήσεις, τις ασυναρτησίες, τους έρωτες, τις φωνές, τους τσακωμούς, τους ντενεκέδες των σκουπιδιών που κυλάγανε στην κατηφοριά, τα άδεια μπουκάλια που σπάγανε με εκκωφαντικό θόρυβο στους τοίχους των κοιμισμένων πολυκατοικιών, τα εκατό που φτάνανε και κάνανε απειλητικούς κύκλους σαν καρχαρίες γύρω στην πλατεία, κοιτάζοντας προκλητικά κι εκείνοι κι εμείς, ένα παιχνίδι με κλέφτες και αστυνόμους.
Ήτανε άνοιξη και οι κουβέντες αρχίσανε να γίνονται πάνω στους τοίχους της πλατείας και στους τριγύρω δρόμους. Η μοναξιά και το δάκρυ μπλέκονταν στο παραλήρημα και στο όνειρο το απραγματοποίητο... Και φτιάχνανε σχέδια μοναδικά, όνειρα χρωματισμένα και γίνονταν όλοι αυτοί που περπάταγαν εδώ αρωματισμένα φαντάσματα και γεννιότανε μια γλώσσα ζεστή με μια αμεσότητα που περιείχε την ανάσα του άλλου. Και έτσι γίνηκε η μεγάλη μήτρα που τους μάζεψε όλους. Η παγίδα, η πλάνη, το όνειρο, η πλατεία, ο μύθος. Και γνωριστήκαμε. Και αγαπηθήκαμε. Και γίναμε κάτι πολύ όμορφο, δυνατό, απερίγραπτα σοφό, εκστασιασμένο, σπουδαίο, αδιάντροπο, ερωτικό και σαλέψαμε τα μυαλά των άλλων.
Ένα βιβλίο που μου είχε προτείνει πριν περίπου μια δεκαετία ο αείμνηστος Μιχάλης Πρωτοψάλτης σε κάποιο πολιτικό φεστιβάλ, νομίζω στο B-Fest, στην Καλών Τεχνών. Πιτσιρικάς τότε, μαθητής Λυκείου για την ακρίβεια, χάζευα τα βιβλία στους πάγκους χωρίς να καταλαβαίνω τα περισσότερα ονόματα. Τότε μου πρότεινε αυτό και το "Μια ιστορία της νύχτας: 1967-1974" του Δαρβέρη. Δέκα χρόνια μετά αποφάσισα να διαβάσω πρώτη φορά Τέο Ρόμβο. Πέραν του βιβλιοπωλείου Octopus που είχε ανοίξει στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης στα Εξάρχεια και τη μετάφραση στις "Σημειώσεις ενός πορνόγερου" του Bukowski, δεν ήξερα πολλά γι' αυτόν. Με γλώσσα ωμή, χωρίς φρου φρου και αρώματα, περιγράφει ιστορίες που έζησε ο ίδιος και άνθρωποι που συναναστράφηκε τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος. Μια αίσθηση από beatniks και Bukowski που με κέρδισε αμέσως, μέχρι και το τελευταίο διήγημα που περιέγραφε την ζωή στα Εξάρχεια μέσα από τα μάτια του στα τέλη των 70s και τις αρχές των 80s. Αναρχία, ροκ μουσική, φρικιά, μπάχαλα, έρωτες, Πουλικάκος, Άσιμος, Σιδηρόπουλος, ο θάνατος της Σόνιας και τόσοι γνωστοί και άγνωστοι χαρακτήρες που έβαλαν το λιθαράκι τους στην αύρα της πλατείας. Το λάτρεψα.