Κάτω από τα λαμπερά φώτα της πόλης του Παρισιού και μόλις μια ανάσα μακριά από τον δολοφόνο που κατακρεουργεί γυναίκες της νύχτας, η Μόριγκαν Κρόου προσπαθεί να επιβιώσει και να ξεφύγει από το αόρατο δίχτυ που κάποιος αρχαίος ευγενής βρικόλακας έχει πλέξει γύρω της. Ο Αμάρανθος, ο μεγαλύτερος θρύλος των βρικολάκων είναι ο μόνος που μπορεί να τους συγκρατήσει. Θα μπορέσει η Μόριγκαν να τον πείσει να την βοηθήσει; Είναι ικανή από μόνη της να τα βάλει με τους αρχαιότερους βρικόλακες του Σκοτεινού Συμβουλίου;
Μια πολυπρόσωπη αφήγηση που εστιάζεται σε απρόσμενες συμπεριφορές και σε ακραίες αντιδράσεις που όμως αποσκοπούν στην ανακάλυψη της εσώτερης αλήθειας των ανθρώπων και στην τελική τους λύτρωση.
Αυτό είναι το έπος της Μόριγκαν Κρόου... Αυτή είναι και η ιστορία του Ουροβόρου Κρίνου.
Ένα σύγχρονο αστικό fantasy με συναρπαστική πλοκή, συνεχείς ανατροπές και έντονο το στοιχείο του μυστηρίου.
Συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο με το πρώτο βιβλίο. Πράγματα που απλά συμβαίνουν χωρίς να έχει γίνει η ανάλογη προεργασία στον αναγνώστη. Συνεχίζουν να μπλέκονται όλο και περισσότερα υπερφυσικά πλάσματα και καινούριες πλοκές ενώ οι λύσεις σχεδόν πάντα έχουν ένα "χολυγουντιανό" στοιχείο. Από τα 2/3 του βιβλίου και μετά οι διάφορες σκόρπιες πλοκές αρχίζουν να συνδέονται ενώ και η δράση αποκτά έναν ικανοποιητικό ρυθμό χωρίς σκαμπανεβάσματα όμως το δέσιμο των πλοκών είναι αδύναμο για τα γούστα μου και η επεξεργασία των κινήτρων, εξηγήσεων κλπ των χαρακτήρων, όσο χαριτωμένοι και να είναι αυτοί, θεωρώ ότι δεν εμβαθύνει αρκετά για να ικανοποιήσει έναν απαιτητικό αναγνώστη ιστοριών του είδους. Για λόγους περιέργειας θα διαβάσω και το επόμενο. Περίμενα περισσότερα και είναι κρίμα γιατί ο τρόπος γραφής είναι πολύ καλός.
«Όταν βρεις αυτό για το οποίο γεννήθηκες, να είσαι βέβαιη πως θα νιώσεις τη σιγουριά να ποτίζει κάθε σπιθαμή του δέρματός σου». Όταν τέλειωσα το πρώτο βιβλίο της σειράς του «Ουροβόρου Κρίνου» είχα καταδυθεί σ’ έναν κόσμο τόσο πρωτότυπο και συναρπαστικό, που η αναμονή για το δεύτερο βιβλίο φάνταζε ατελείωτη. Ένα χρόνο μετά, ο «Αμάρανθος» κυκλοφορεί και η αναμονή τελειώνει. Ή, έτσι νόμιζα. Η Ελίζα Πολιτσοπούλου έχει το εξής χάρισμα: σε ρουφάει στην ιστορία της. Δεν προλαβαίνεις να φέρεις αντίρρηση, δεν προλαβαίνεις καν να το συνειδητοποιήσεις.
Από το πρώτο κιόλας βιβλίο νιώθεις σαν να ήξερες τη Μόριγκαν όλη σου τη ζωή, σαν να έτρεχες στα δάση με την Ελεονόρα και τον Πάτρικ από παιδί. Αυτό είναι που διαφοροποιεί τη συγγραφέα ∙ η πειθώ της. Στο δεύτερο μέρος της σειράς, η Μόριγκαν συναντά τον Αμάρανθο – τον αρχαιότερο βρικόλακα. Η Μόριγκαν θα ανακαλύψει ότι είναι «νεκρομάντης». Μεγάλο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται στο Παρίσι όπου ένας δολοφόνος, αλά Τζακ ο Αντεροβγάλτης, απειλεί τη ζωή του Πάτρικ και της Ελεονόρας. Η Μόριγκαν θέλει να σταματήσει τις επιθέσεις, θέλει να σταματήσει να την κυνηγούν και θέλει να πείσει τον Αμάρανθο να είναι αυτός που θα τη βοηθήσει. Στο μεταξύ ο κόσμος έχει χωριστεί στα δύο εξαιτίας του ιού R.i.P. που είναι η μάστιγα των ημερών, η κοινότητα των βρικολάκων οφείλει να πάρει θέση και η Μόριγκαν βρίσκεται στο κέντρο και ταυτόχρονα στο περιθώριο. Γιατί η Μόριγκαν είναι πολλά και ταυτόχρονα τίποτα μαζί. Μόνη της, πολεμάει για την προστασία της και των φίλων της. Αν θα τα καταφέρει η Μόριγκαν, δεν είναι στο χέρι μου να αποκαλύψω. Όπως δεν είναι στο χέρι μου να αποκαλύψω τι θα ανακαλύψει, ποια νέα πρόσωπα θα γνωρίσει και σε ποιους νέους δρόμους θα οδηγηθεί. Η Ελίζα όχι μόνο διατηρεί το μυστήριο, αλλά έχει βρει τον τρόπο να πετάει στον αναγνώστη κι ένα καινούριο κομμάτι που από πίσω του κρύβονται δεκάδες άλλα. Η ιστορία της ξετυλίγεται διαρκώς κι εσύ, σαν αναγνώστης, δεν μπορείς να κάνεις τίποτ’ άλλο πέρα από τα ακολουθήσεις το νήμα της. Σ’ εξιτάρει όμως το ότι δεν ξέρεις πού θα φτάσεις, σε ενθουσιάζει το ότι βλέπεις πως οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά σου είναι αμέτρητοι. Υποθέσεις; Πάμπολλες. Έχει τον τρόπο της η Πολιτσοπούλου να σε βάζει στο τριπάκι να πλάθεις σενάρια γύρω από την ιστορία και το παρελθόν της Μόριγκαν. Συμπέρασμα; Ακόμα κι εδώ, η συγγραφέας ξέρει πώς να σε οδηγήσει σε αυτό και ταυτόχρονα, να σου τραβήξει τα χαλινάρια λέγοντάς σου ότι δεν είναι μόνο αυτό που βλέπεις, έχει κι άλλο…
Όταν καταδυθείς στην ιστορία της Μόριγκαν, δεν έχεις επιστροφή. Δεν υπάρχει η επιλογή για επιστροφή. Θες να πας μαζί της μέχρι τέλους, όποιο κι αν είναι αυτό. Θες να καταλάβεις, να συμπονέσεις, να ερωτευτείς μαζί της. Μπορεί οι βρικόλακες και οι λυκάνθρωποι να μην είναι καινούριοι, να εμφανίζονται, ειδικά τώρα που είναι η τάση τα μυθιστορήματα να δίνονται κατά δεκάδες, αλλά δεν παύουν να είναι διαχρονικοί. Δεν παύουν να γοητεύουν συγγραφείς και αναγνώστες και να τους εμπνέουν όσα χρόνια και αν περάσουν. Ακριβώς γιατί είναι υλικό που μπορείς να πλάσεις ένα σωρό ατόφιες ιστορίες, ιστορίες που δεν έχει προβλέψει κανείς. Είναι υλικό που σε παραπέμπει αλλού, στα σκοτεινά κι όσο να ‘ναι, η περιέργεια γι’ αυτήν ήταν πάντα ένα ίδιον.
Τελειώνεις και τον Ουροβόρο Κρίνο ΙΙ και το βλέπεις. Δεν υπάρχει περίπτωση να τελειώσει το μαρτύριό σου. Όχι πριν τελειώσει το μαρτύριο της Μόριγκαν. Είναι ένα ταξίδι που από τη στιγμή που άνοιξες την πρώτη σελίδα του πρώτου τόμου, είχες υπογράψει την καταδίκη σου. Πρέπει να είσαι μαζί της, θες να είσαι μαζί της. Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα παρά να καθίσεις με σταυρωμένα τα χέρια και να περιμένεις την Ελίζα Πολιτσοπούλου να χαμογελάσει και να αποφασίσει να γράψει το ταξίδι σας, χωρίς να σας ρωτήσει. Χωρίς να φοβηθεί. Η αναμονή λοιπόν, δεν τελειώνει πραγματικά ποτέ. Μόνο όταν εκείνη θα το αποφασίσει.
Την άποψή μου για το πρώτο βιβλίο την έχω γράψει, το δεύτερο το βρήκα βελτιωμένο σε σχέση με το πρώτο βιβλίο, αλλά έχει ακόμα τα θεματάκια του.
Στα θετικά: 1) Η δράση ξεκινάει αμέσως και συνεχίζει μέχρι το τέλος του βιβλίου. Δεν υπάρχει εδώ η μακριά εισαγωγή του πρώτου βιβλίου (όπως συνηθίζεται στις fantasy ν-λογίες) αλλά εδώ μια κεντρική πλοκή ξεκινάει και αναπτύσσεται. 2) Ο κόσμος και η μυθολογία του γίνονται ενδιαφέροντα, κυρίως επειδή κάποιες χρησιμοποιημένες ιδέες μπολιάζονται εδώ με ενδιαφέροντα twists 3) Ο ρυθμός παραμένει κι εδώ γρήγορος και δεν κάνει κοιλιές. 4) Το cliffhanger στο τέλος με έψησε για το επόμενο
Στα αρνητικά: 1) Η ατμόσφαιρα κι εδώ είναι απούσα. Εδώ κι εκεί υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες σκηνές, αλλά ο πολύ γρήγορος ρυθμός και ο έντονα προφορικός λόγος του αόρατου αφηγητή καταστρέφουν το συνολικό ambience (τουλάχιστον για εμένα) 2) Οι χαρακτήρες... χμ... πάλι ο πολύ γρήγορος ρυθμός και ο αφηγητής δεν αφήνει χώρο στους χαρακτήρες να αναπνεύσουν και να εκφραστούν. Ούτε καν η πανταχού παρούσα πρωταγωνίστρια δεν βγάζει νόημα στο μισό βιβλίο, ενώ και οι εξηγήσεις που δίνονται για αυτό είναι ελάχιστες, για τους δευτερεύοντες χαρακτήρες τώρα δε θα μιλήσω - αν δεν είναι μαριονέτες για την πλοκή τότε αλλάζουν χαρακτήρα κάθε 100 σελίδες. 3) Η γραφή. Κάθε 10 σελίδες πετύχαινα και από μία εκφραστική αστοχία που με πέταγε έξω από το κείμενο. Οι λάθος λέξεις σκάνε εδώ και εκεί και καταστρέφουν το αποτέλεσμα (που όπως ξαναείπα σε σημεία είναι πολύ καλό).
Η συνολική εικόνα: βελτιωμένο, αλλά η συγγραφέας μπορεί να δουλέψει λίγο παραπάνω στο ρυθμό και τους χαρακτήρες της για να δώσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα: έχει και το υλικό και την πλοκή από ότι φαίνεται, αλλά δεν αποδίδονται στο 100% τους.
Όπως και το πρώτο, έτσι και αυτό είναι για κοινό που θέλει βαμπίρια, σκοτεινές ηρωίδες και περιπέτεια, αλλά χωρίς βαρετές περιγραφές και άλλα τέτοια βαρετά πράγματα
Χαίρομαι που αντιλήφθηκα την βελτίωση σε πολλά σημεία όπως π.χ. τη συνοχή, την πλοκή της ιστορίας και της εξέλιξης των χαρακτήρων και άλλες λεπτομέρειες αν και δεν είμαι συγγραφέας, γιατί κατά τα άλλα συνεχίζω να βρίσκω πρωτότυπη την ιστορία του βιβλίου και ανυπομονώ να δω τι θα γίνει στα επόμενα. Η δράση ιδιαίτερα ήταν ακόμη πιο έντονη και μπορώ να πω ότι έμεινα αρκετά ικανοποιημένη. Χαίρομαι που η ηρωίδα έφαγε τόσο ξύλο, που τσαλακώνεται και κάνει ένα σωρό λάθη.
Έχω τόσες πολλές ερωτήσεις, και εκνευρίζομαι γιατί δεν θα πάρω απαντήσεις. Το βιβλίο έχει αφήσει τόσες πολλές τρύπες που μοιάζει με ελβετικό τυρί. Είναι τόσες πολλές οι περιστάσεις όπου καταστρώνουν σχέδια και αντίμετρα, για να καταλήξουν όλα να είναι άχρηστα από την στιγμή που λύνονται σχεδόν μόνα τους, που καταντά γελοίο. Ο "αφηγητής" δε ήταν πιο ενοχλητικός σε αυτό το βιβλίο απ' ότι ήταν στο πρώτο. Αν ήταν εκτός θα του έδινα καλύτερη βαθμολογία. Έχω την εντύπωση ότι η σειρά θα έπρεπε να είναι τριλογία, αλλά δεν το βλέπω στον ορίζοντα.