Kαλοκαίρι 1994. Tότε άρχισαν όλα. Δεν τον γνώριζε τον ετεροθαλή αδερφό του γαμπρού της η Mυρτώ. Όταν τον πρωτοείδε, τα χέρια τους σφίχτηκαν λίγο περισσότερο, τα βλέμματα διασταυρώθηκαν πολλές φορές. Kανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Mόνο εγώ. Eγώ έπιασα στον αέρα να φεύγει από κοντά μας η Mυρτώ, να χάνεται στα μάτια του άλλου. Aυτός ο έρωτας, που γεννιόταν έτσι ξαφνικά κι απροσδόκητα μπροστά μου, με τρόμαζε. Πόσο θα 'θελα να κάνω κάτι να τον εμποδίσω. Aν μπορούσα τουλάχιστον να γυρίσω πίσω το χρόνο, όταν αυτοί οι δυο δεν είχαν ακόμα συναντηθεί. Aν μπορούσα! Όμως ούτε το χρόνο μπορούσα να σταματήσω, ούτε να φρενάρω τις επιθυμίες και τους πόθους τους. Πού θα οδηγούσε αυτή η σχέση; Aπό ποια σκοτεινά μονοπάτια έπρεπε να περάσουν; Πώς θα αντιδρούσε ο άντρας της και η κόρη της; Πώς θα αντιδρούσε προπαντός ο γιος της, με τη μεγάλη αδυναμία που είχε στον πατέρα του; Πώς θα συγκρατούσε το μεγάλο του θυμό; Kανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί τότε αυτό το αδιέξοδο.
H Nτόρα Γιαννακοπούλου (English: Dora Giannakopoulou ) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Mυτιλήνη. Mε το τέλος των θεατρικών της σπουδών στην Aθήνα θα παίξει και θα τραγουδήσει στο έργο Ένας Όμηρος του Mπρένταμ Mπίαμ, που ανέβασε ο Λεωνίδας Tριβιζάς στο «Kυκλικό Θέατρο» με τραγούδια που είχε γράψει ο Mίκης Θεοδωράκης για το έργο. Tότε αρχίζει μια παράλληλη καριέρα στο θέατρο και στο τραγούδι, με σύγχρονες εμφανίσεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στις πρώτες μπουάτ στην Πλάκα. Bγάζει δίσκους με τα τραγούδια του Όμηρου και συνεχίζει με την Όμορφη Πόλη των Θεοδωράκη, Mποστ, Kακογιάννη και λίγο αργότερα με τις Mικρές Kυκλάδες του Oδυσσέα Eλύτη. Στη διάρκεια της χούντας φεύγει στο εξωτερικό, όπου με μια μικρή ομάδα κάνει τουρνέ σε χώρες της δυτικής και της ανατολικής Eυρώπης μ’ ένα ιδιόμορφο πρόγραμμα, βασισμένο στη μουσική του Mίκη Θεοδωράκη. Mετά τη μεταπολίτευση σταματά σχεδόν αμέσως το θέατρο και το τραγούδι. H πρόβα του νυφικού, που κυκλοφόρησε το 1993, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα είναι το πρώτο της γραπτό κείμενο, με δεύτερο ένα διήγημα στο περιοδικό η λέξη με τίτλο «O Πάπαρδος», δημοσιευμένο το 1995. Tο δεύτερο μυθιστόρημά της, O μεγάλος θυμός, κυκλοφόρησε το 1996. Και τα δύο μυθιστορήματα έγιναν σειρές για την τηλεόραση, το πρώτο στον ΑΝΤ-1 και το δεύτερο στο MEGA, σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη. Aκολούθησαν τα μυθιστορήματα Με τα μάτια του έρωτα (1999), Oι τρεις χήρες (2001), που έγινε σειρά στον ALPHA, Αμαρτωλέ μου άγγελε (2002), Έρως μετ’ εμποδίων (2004), Tο μενταγιόν (2007), Ένοχα μυστικά (2009) και Πεθαίνω για σένα (2011).
Ρηχή λογοτεχνία, ανιαροί μη πειστικοί χαρακτήρες, αναντίστοιχοι με τις ιδιότητες που η συγγραφέας θέλει να τους προσδώσει. Αστεία, άστοχη, προσχηματική, τελείως συμβατική η απόπειρα σύνδεσης με την ιστορική/πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Οι αναφορές της αφηγήτριας στον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, τον οποίο προφανώς θεωρεί ομότεχνο(...) δεν εντάσσονται στην πλοκή του λογοτεχνήματος που δεν διαθέτει την παραμικρή αληθοφάνεια ούτε προσθέτει κάτι στην εμπειρία του αναγνώστη. Ανιαρή σαπουνόπερα που φανερώνει αγραμματοσύνη, η οποία διαπνέει και τους βασικούς χαρακτήρες και τις αντίστοιχες κοσμοθεωρίες τους. Δεν λείπει και η κλασική επίκληση σε μια υποτιθέμενη αριστεροσύνη, τόσο της συγγραφέως όσο και των ανόητων χαρακτήρων της, η οποία καλείται να λειτουργήσει ως πιστοποιητικό πνευματικής καλλιέργειας.
Ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα. Φαντάζομαι θα γινόταν μια καλή ταινία. Δεν πολύ διαβάζω τέτοια αλλά επέμενε μια φίλη και η μητέρα μου. Οι δεσμοί ανάμεσα στις δύο οικογένειες είναι ιδιαίτερα συγκινητικοί αλλά τα τραγικά γεγονότα που σκιάζουν τις ζωές τους σε κάνουν να σκέφτεσαι "τι λες βρε παιδί μου;" αν και πολλά από αυτά φέρνουν το ένα το άλλο.
Στο τέλος, δεν ήξερα αν έπρεπε όντως να είμαι εκνευρισμένη με τη Μυρτώ ή να τη λυπηθώ. Καλό βιβλίο αλλά μέχρι εκεί.
Παρακολουθούμε την ιστορία της Μυρτώς και του Ασημάκη αλλά και των ανθρώπων που τους περιβάλλουν μέσα από τα μάτια της αφηγήτριας. Ανάλαφρο, διαβάζεται πολύ εϋκολα και ευχάριστα.
Περίμενα να διαβάσω ένα βιβλίο για το πως ένας μεγάλος έρωτας κατέστρεψε τα πάντα στο πέρασμα του. Στην αρχή, μού άρεσε ο κουτσομπολίστικος τόνος της αφηγήτριας. Μετά, δυστυχώς, πήρε όλη η πλοκή μια στροφή σαπουνόπερας και με έχασε.
Ένα βιβλίο με θέμα την απίστία και όχι τον έρωτα, με όλους τους ήρωες να έχουν ρίξει ή να έχουν φάει κέρατο, σιγά σιγά έχασε το ενδιαφέρον μου. Νια, δεν είναι όλα μαύρο-άσπρο, αλλά έλεος. Τα ζευγάρια έχουν και άλλα προβλήματα πέρα από την απιστία. Και μέσα σε αυτόν τον κατινίστικο αέρα, το τραγικό ειδύλλιο έχασε το βαιμπ του. Παρόλα αυτά, ήταν πολύ ευκολοδίαβαστο και ακόμα και εάν κούραζε σε κάποια σημεία η πλοκή ή ήταν προβλέψιμη, το διάβασα με κάποια ευχαρίστηση.
Αυτό που μού άρεσε που συνάντησα σε ένα (ακόμα) βιβλίο είναι η μεταθανάτια παρούσια του πεθαμένου και η σύνδεση που ένιωθε με αυτόν η κοπέλα.
Πάλι η Μυτιλήνη, πάλι τα ονόματα Μυρσίνη κ Μυρτώ, πάλι όλοι μένουν στο ψυχικό! Οι συνέπειες του έρωτα θα ήταν ο εναλλακτικός τίτλος του βιβλίου. Λίγο Κουλουβάχατα έγιναν εκεί μέσα όλοι με τα Προσωπικά τους. Σε δύο τρία σημεία οι παρεμβολές ήταν άσκοπες κ άσχετες. Έχοντας διαβάσει πλέον την πλειοψηφία των βιβλίων της, δεν ξέρω αν κάποιος εκδοτικός οίκος θα αναλάμβανε την έκδοση τους, αν ο συγγραφέας ήταν άγνωστος.
Μην το διαβάσετε. Νομίζετε ότι ίσως υπερβάλω όπως κάνουν συνήθως στις κακές κριτικές, αλλά όχι. Μην το διαβάσετε. Το βιβλίο είναι κακό από κάθε άποψη. Μην το διαβάσετε. Ούτε αν θέλετε «κάτι εύκολο» ούτε αν θέλετε «κάτι μικρό». Διαβάστε καλύτερα την ετικέτα του σαμπουάν σας.
Το διάβασα σε μια μέρα , αλλά για μένα λογοτεχνία δεν το λες. Βίπερ Νόρα με χαρτί περιτυλίγματος και φιόγκο . Όταν διάβασα το τέλος , ήταν τόσο αναμενόμενο και γραφικό που μου ήρθε να γελάσω
Η συγγραφέας αυτή, ίσως επειδή έχει πολυσχιδή προσωπικότητα μεταξύ γραφής, θεάτρου και μουσικής έχει πλούσια, απολαυστική γραφή. Πυκνά και ζωντανά κομμάτια πραγματικότητας που σε μπάζουν με αμεσότητα, δεν είναι χαμηλών τόνων, είναι περισσότερο σαν να σου μιλάει. Η ΠΡΟΒΑ ΝΥΦΙΚΟΥ είναι το πιο χαρακτηριστικό της έργο, που παρότι είναι σε ιστορικό πλαίσιο (κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) είναι ίσως το καλύτερό της έργο, μέχρι στιγμής. Νομίζω ότι το μόνο που κάνει την συγγραφέα αυτή να χάνει, είναι ίσως η έλλειψη έμπνευσης. Το έργο, το έχουμε ξαναδεί και εδώ στο παρόν, χάνει πολύ. Περισσότερο με έλκυσαν οι περιγραφές της για τα γεγονότα της εποχής (πριν τα κινητά, με τη Μαλβίνα ακόμα ζωντανή) που υποτίθεται ότι είναι το περιθώριο της ιστορίας, παρά η ίδια η ιστορία. Θέλω να ελπίζω, επειδή η γραφή της είναι τόσο ελκυστική, κι επειδή δεν έχω διαβάσει τα άλλα της βιβλία ακόμη, πως το πρόβλημα της έμπνευσης δεν συνεχίζεται εκεί που, για να κρατήσει στο τέλος γίνεται τόσο μελό σπαρξικάρδιο που θαρρείς σε αρπάζει από τα μούτρα με το ζόρι για να σε κάνει να κλάψεις. Θα προτιμούσα την λαμπερή γαρνιτούρα καλύτερα από την χιλιοειπωμένη ιστορία, παρακαλώ.
Διάβασα τώρα τα δεύτερο πιο γνωστό μυθιστόρημα της Ντόρας Γιαννακοπούλου. Μεγάλη συγγραφέα δεν την χαρακτηρίζεις. Της λείπει η περισσότερο ποιητική γλώσσα, που δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα στον αναγνώστη. Όλα χρειάζονται επεξήγηση, για να καταλάβουμε ακριβώς πως νιώθουν οι πρωταγωνιστές. Στα καλά στοιχεία, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία και η Ντόρα Γιαννακοπούλου ξέρει να φτιάχνει μια ενδιαφέρουσα ιστορία χωρίς να βαριέσαι. Ωστόσο δυστυχώς δεν ξέρει να δημιουργεί πραγματικούς ήρωες που είναι πολυσύνθετοι, αλλά μόνο άσπρο μάυρο. Επίσης βρήκα ρηχή πολλές ιστορίες, γιατί σε καμία δεν εμβαθύνει τόσο. αλλά τις πιάνει επιφανειακά. Άλλο βιβλίο της δεν πρόκειται να διαβάσω, μου φτάνουν τα δυο γνωστά της.
Οι τραγικές συνέπειες της ζήλειας και της απιστίας που κλείνει σπίτια και εν τέλει καταστρέφει οικογένειες, είναι ο θεματικός καμβάς αυτού του καλογραμμένου μυθιστορήματος που διαβάζεται απνευστί.