Οι ιστορίες του Βυσινί Βιβλίου μπορεί να φαίνονται εκ πρώτης όψεως εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, αφού περνάνε από χίλιες διαφορετικές καταστάσεις και πρόσωπα για να αναδείξουν ένα θεμελιώδες κοινό που εν τέλει τις ενώνει. Εδώ μέσα ενώνονται ένα στρατιωτικό φυλάκιο, ένας νεανικός έρωτας, το προπατορικό αμάρτημα, τρεις γυναίκες του ιστορικού παρελθόντος, ένας στρατιώτης-ταχυδρόμος (κι αν δεν σκεφτήκατε τον στρατιώτη ποιητή του Σαχτούρη σας κόβω την καλημέρα), ένα παιδί που ψάχνει τον θεό, ένα ζωντανό πεύκο, ένας στρατιωτικός γιατρός, ένας ανεμόμυλος, δυο αδέρφια και ένας ολόασπρος γάτος. Όσο ετερόκλητα μπορεί να φαίνονται σε εσάς, αλλό τόσο φαίνονταν και σε εμένα όταν ξεκίνησα να διαβάζω αυτό το βιβλίο. Και σε πρώτο επίπεδο σίγουρα είναι όλες "βυσινί", αν θεωρήσουμε το βυσινί το κατεξοχήν χρωματικό σύμβολο του ανεκπλήρωτου, του ημιτελούς, ωστόσο υπάρχει μια κοινή βάση -ίσως όχι ευχάριστη τις περισσότερες φορές- που τις αγκαλιάζει και τις φέρνει όλες κάτω από την ίδια ομπρέλα. Και κάτω από αυτή την ομπρέλα ενώνονται η τραγωδία, η ομορφιά, η ιστορία και η ειρωνεία. Και αν με ρωτάτε, κάτω από αυτή την ομπρέλα βρίσκω κι εγώ τον εαυτό μου όσο συνεχίζω με ρυθμούς κουτσής χελώνας να (ξανα)διαβάζω το Γαλάζιο Βιβλίο και δε μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τις ιστορίες από το Βυσινί. Αν αποφασίσετε να το διαβάσετε, μην εγκατελείψετε από το πρώτο διήγημα τρομαγμένοι από την ιδέα του πολέμου, στη συνέχεια θα σας φανερώσει πολλά "κρυμμένα".
Το είχα κερδίσει στη Γ' Γυμνασίου για τη συμμετοχή μου στη θεατρική παράσταση του σχολείου και μετά τις πρώτες γραμμές, η μιζέρια του πολέμου με έκανε να το εγκαταλείψω.
Εξακολουθώ να συχαίνομαι τον πόλεμο αλλά, αν και είμαι σίγουρη ότι δεν είναι το καλύτερο δείγμα του Μυριβήλη, με άγγιξε πολύ βαθιά.
Τώρα εγώ μεγάλωσα, αυτό έγινε επίκαιρο... και τα δύο... ποιος ξέρει;
Η γραφή του Μυριβήλη πάντοτε συγκινεί. Η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων έχει μια σκληρότητα, σε αλλά διηγήματα εμφανή, σε άλλα υποδόρια. Αφήνουν την ίδια γλυκόπικρη γεύση.