"Ce qui nous retarde tellement, monologue Pierre à voix haute, c'est que nous ne faisons qu'une chose à la fois. Et que nous hésitons entre divers gestes. Il m'a fallu vingt ans pour me créer une méthode et améliorer mes temps, mais que de faux pas encore."Pierre épuise son entourage, il court plus qu'il ne marche, séduit sans aimer, jusqu'au jour où il rencontre Hedwige. Cependant, par sa hâte fébrile à précipiter le temps, Pierre gâche tout : l'amour, l'amitié, la paternité... À cette allure vertigineuse, il ne goûte plus ce qui fait le prix de la vie, ni les moments d'intimité, ni la poésie des choses. Il se consume et consume les autres en fonçant vers un but sans cesse renouvelé."À quoi reconnaître qu'on est arrivé si l'on ne s'arrête jamais ?" demande ainsi Hedwige. Pierre saura trop tôt qu'il ne s'agitait ainsi que pour arriver plus vite au rendez-vous de la mort. Écrit en 1941, ce roman propose ainsi une leçon de vie très actuelle.
Paul Morand was a French diplomat, novelist, playwright and poet, considered an early Modernist.
He was a graduate of the Paris Institute of Political Studies (better known as Sciences Po). During the pre-war period, he wrote many short books which are noted for their elegance of style, erudition, narrative concision, and for the author's observation of the countries he visited combined with his middle-class views.
Morand's reputation has been marred by his stance during the Second World War, when he collaborated with the Vichy regime and was a vocal anti-Semite. When the Second World War ended, Morand served as an ambassador in Bern, but his position was revoked and he lived in exile in Switzerland.
Post-war, he was a patron of the Hussards literary movement, which opposed Existentialism. Morand went on to become a member of the Académie française; his candidature was initially rejected by Charles de Gaulle, the only instance of a President ever exercising his right to veto electees to the academy. Morand was finally elected ten years later, though he still had to forgo the official investiture).
Paul Morand was a friend of Marcel Proust and has left valuable observations about him.
Έχω μουδιάσει. Ήθελα να φτάσω κάπως σαν αποκορύφωμα στο τέλος του βιβλίου, αυτή τη στιγμή όμως και τα λόγια που ήδη έχω γράψει δε μου γεμίζουν το μάτι. Γιατί αυτό εδώ το απόσπασμα: είναι πραγματικά παράξενο, πήρα διαδοχικά ένα κανονικό τρένο, ένα εξπρές, ένα γρήγορο αυτοκίνητο κι ένα αεροπλάνο τελευταίας τεχνολογίας, δηλαδή κάθε φορά αύξανα ταχύτητα και όσο πιο γρήγορα έτρεχα, τόσο τα πράγματα έμοιαζαν να ακινητοποιούνται. Πάμε με πεντακόσια χιλιόμετρα την ώρα και μου φαίνεται σαν να μην προχωράμε πια. Βρίσκομαι εδώ μετέωρος, σε μια πλήρη ακινησία, αποκολλημένος από τον κόσμο, όλα μοιάζουν να γίνονται αϊδια. Όσο πιο μεγάλο είναι κάτι τόσο λιγότερο κινείται, το αεροδρόμιο μετά βίας εισχωρεί στο οπτικό μου πεδίο, γιατί είναι τεράστιο, η θάλασσα ακινητοποιείται στο μέτρο που γίνεται ωκεανός. Δεν υπάρχει αμφιβολία, έβλεπα το σύμπαν υπό την ταραχώδη όψη του, γιατί το έβλεπα από πολύ κοντά. Δεν πάμε γρήγορα παρά μόνο όταν βρισκόμαστε ξυστά πάνω απ’ το έδαφος. Από τη στιγμή που παίρνω απόσταση για να δω τον παλιό μου πλανήτη, μου φαίνεται νεκρός οριοθετεί το τελευταίο μέρος του βιβλίου και το οποίο είναι σχεδόν αριστουργηματικό. Και παρότι έγραψα το απόσπασμα, παρότι είχα την ελπίδα πως θα θεραπεύσει τη σαστιμάρα μου, την παγωμάρα μου καλύτερα, αυτό δε συνέβη. Παραμένω ήσυχος, όπως ήσυχος ήταν ο Πιερ σ’ αυτό το τελευταίο μέρος. Σε αυτό το τελευταίο μέρος ξεπέρασε εντελώς πια τα όρια του βιβλίου και όλα έγιναν πραγματικά.
Θα χρειαστούν δυόμιση κεφάλαια ακόμα για να ολοκληρωθεί το βιβλίο απ’ αυτό το απόσπασμα, σε αυτή την κατάληξη που είναι μαζί πολλές σημασίες. Έχει την παραβολική, όσο και τη φαινομενική του αξία. Ο μοντερνισμός του Μοράν δε μοιάζει με κανενός άλλου. Πιο συγκροτημένος απ’ το Μπροχ, ασυγκράτητος σε σχέση με τον Όε, πρωτόγονος με βάση τον Πύντσον και παρόλ’ αυτά γρηγορότερος απ’ όλους. Το θραύσμα κι η οβίδα τους. Κι όμως ο μοντερνισμός θεωρείται μοντέρνος, ενώ δε θα έπρεπε. Το πιο φυσικό είναι να γράφεις έτσι, δες το ημερολόγιο σου, δες τον τρόπο που σκέφτεσαι, ας δούμε το Μοράν, μας λέει η πιο μεγάλη μονάδα ταχύτητας είναι η ιδέα. Γιατί να την κόψεις; Για χάρη μιας τάχα μου συγκροτημένης ισορροπίας; Όταν κοιτάς κάτι έξω στο δρόμο, την ίδια στιγμή που βλέπεις μια εικόνα σταθερή που αναπαριστά κάτι, πολλά πράγματα μαζί συμβαίνουν: τα μόρια απ’ το κάθετί ωθούνται κι απωθούνται, ο αέρας περνά, ένα μυρμήγκι διασχίζει το δρόμο, κάποιο σύννεφο μένει για ένα κλάσμα σταθερό, η εικόνα που στυλά κοιτάς συμβολίζει κάτι, αποτελείται από κάτι που με τη σειρά του αναλύεται. Όλα τους συμβαίνουν ταυτόχρονα. Για χάρη τίνος θεού θα συγκρατήσεις το καθένα ξεχωριστά;
Και τώρα που έγραψα αυτά, σαν είδος υπεράσπισης του συγγραφέα, ή και του εαυτού μου, νιώθω να ηρεμώ, αλλά όχι ακόμα εντελώς. Σε όλο το μυθιστόρημα τρέχουμε, σε πολλές ταχύτητες, σε παράλληλους δρόμους που άλλοτε αφορούν το άτομο, άλλοτε την οικογένεια, το έθνος, τον κόσμο ολόκληρο. Τρέχει ο Πιερ και τρέχουμε μαζί του, βρίσκουμε ή δε βρίσκουμε που πλησιάζουμε και που απέχουμε. Οι άνθρωποι είμαστε ώρες ή στιγμές. Οι ώρες αναλύονται σε λεπτά και τα λεπτά σε δευτερόλεπτα κι ακόμη μικρότερες μονάδες. Οι στιγμές όμως δεν έχουν ακριβώς κάποια αντιστοιχία. Μπορούν να είναι οτιδήποτε απ’ τα προηγούμενα, ή τίποτε απ’ αυτά. Και πάλι όμως, άλλοι είμαστε ώρες κι άλλοι είμαστε στιγμές. Ποιοι ζουν καλύτερα, ποιοι χειρότερα, ποιοι βιώνουν ένα συνεχή πόλεμο και ποιοι καρπώνονται μια ειρήνη που κανένας δεν ξέρει αν υπάρχει κι αν αυτό που λέμε ειρήνη δεν είναι παρά μια συνεχής ανάπαυλα, μια πλήξη πανομοιότυπη με τον πνευματικό θάνατο, ή την ψυχική ανυπαρξία; Ποιος μας λέει πως η ειρήνη, ή ο πόλεμος έχουν σχέση με την ταχύτητα ή με το χρόνο; Carpe Diem ή πάω αργά για να φτάσω εγκαίρως; Σίγουρο παρόν, ή εξασφάλιση πως θα υπάρξει μέλλον; Πότε επιτέλους σταματάς να τρέχεις και μένεις να δεις τι ακριβώς έχεις καταφέρει, ποια είναι η πραγματικότητα σου, τι μπορείς αμέσως να εισπράξεις; Υπάρχει εκείνη η στιγμή που ο χρόνος πεθαίνει; Πώς καταργούνται τα ρολόγια; Μόνο ο θάνατος μπορεί να τα καταργήσει; Μπορούμε κάτι να κάνουμε εμείς οι ίδιοι; Πώς να σταματήσεις να τρέχεις; Μήπως τελικά το μόνο που απομένει είναι να θυμόμαστε μια στο τόσο το Νίτσε που αγιοποίησε εκείνες τις μικρές συνήθειες που ποτέ δε μένουν ίδιες για πολύ, αλλά όσο μένουν μας προσφέρουν μια τέρψη αιώνια παρά τη συντομία της;
Διαρκώς παρατηρούμε πως ο Πιερ δεν είναι λιγότερο αναλυτικός, ή ταχύς σε όσα προσέχει από καθέναν που ακολουθεί ένα πιο αργό ρυθμό και όμως τελικά κάτι του λείπει και αυτό δεν είναι η παρατηρητικότητα, ή το συμπέρασμα, αλλά η ενσυναίσθηση των άλλων. Ο άνθρωπος – ιδέα, ζωντανός για όσο μπορεί να τρέχει, ανταποκρίνεται στο κάθετί και στον καθένα ως ερέθισμα και δεν προλαβαίνει να γνωρίσει τους ανθρώπους, δεν αντιλαμβάνεται ούτε τη δική του φθαρτή φύση. Είναι σχεδόν συγκλονιστικό πως παρά την ασίγαστη ταχύτητα του ίδιου του συγγραφέα βλέπουμε μια ομοιότητα με το Μαρκέζ: η μεγαλόθυμη, γενναιόδωρη αργοπορία του ρυθμού του, κάποιες στιγμές μπορεί να προκαλέσει μελαγχολία, το ίδιο συμβαίνει όμως και μ’ αυτό το τρεχαντήρι. Κι αυτό νομίζω πως εννοεί στο επίμετρο όταν λέει πως ο συγγραφέας αντιμετωπίζει εδώ τον εαυτό του. Η τραχύτητα της ταχύτητας στο λόγο δεν είναι μόνο φαινομενική. Ο λόγος σχεδόν μετατρέπεται σε παύσεις – κι ας παραμένει γρήγορος – όταν δεν είναι ο Πιέρ στη σκηνή. Ίσως σα να ανταποκρίνονται στον ίδιο τον Πιερ.
Είναι ευχάριστο – χαρούμενο έργο; Όχι. Είναι τόσο κωμικό απ’ την παραφορά ενός ανθρώπου που θεωρεί το Θεό και το χρόνο ένα, ώστε να καταντάει σπουδή στο δράμα. Κι όσο πιο αργοί απ’ τους φυσιολογικούς ‘’αργούς’’ είναι τα χαλινάρια που περιστοιχίζουν τον Πιέρ σαν ανθρώπινα αντισταθμίσματα, σαν επιλογές αυτοάνοσες, τόσο πιο λυπηρό γίνεται. Σα να γελάς από κάτι εκρηκτικά αστείο ενώ βρίσκεσαι σε πένθος. Ένα τέταρτο του παίρνει να ντυθεί – όσο κι εμένα, σκέφτηκα. Δε σκέφτηκα ποτέ πως είναι μια ώρα χαμένη στις 4 ημέρες, ή 96 ώρες χαμένες στον ένα χρόνο. Κι όμως έχω σκεφτεί, πως θέλω τρία λεπτά το απόγευμα για ν’ αλλάξω και να φορέσω φόρμες κι αθλητικά.
Ο Πιέρ έλαβε αμέσως όλες τις καθιερωμένες προφυλάξεις. Διέθετε ένα ολόκληρο αμυντικό μηχανισμό κατά των ανεπιθύμητων: έκρυψε τα καθίσματα, έτσι ώστε ν’ αποτρέψει το οριστικό θρόνιασμα της επισκέπτριας, άνοιξε τα παράθυρα για να μπει το τσουχτερό βοριαδάκι. Η δεσποινίδα δε θ’ άντεχε για πολύ. Για μεγαλύτερη σιγουριά φόρεσε ένα καπέλο ως σύμβολο επικείμενης αναχώρησης
Μικρές προτάσεις εναλλάσσονται με μακρόπνοες φράσεις. Διάλογοι άλλοτε εναργείς στο ρεαλισμό τους κι άλλοτε εντρυφήσεις στη νόρμα του παραλόγου. Χαρακτήρες κοφτά δοσμένοι με μονοκοντυλιές σαρκασμού και συνέπειας – τόξα ελαστικότητας κι ανελαστικότητας μαζί, ισχυρές κατευθύνσεις κι αδύναμες αποφάσεις της στιγμής όχι για να καθορίσουν, αλλά γιατί τελικά κανένας δε χαίρεται όταν του μένει μόνο η διάρκεια, ακόμη κι αν μόνο τη χαρά της, ως απόλαυση προσδοκεί. Η σκέψη είναι πολυτέλεια γι’ άλλους βυθισμένους στη ραθυμιά κι αδύνατη γι’ άλλους διοχετευμένους σε μια αέναη κίνηση. Ηχεί απ’ τα βάθη ξανά και ξανά το Carpe Diem και το Παν μέτρον άριστον, ελίσσονται το ένα μέσα στ’ άλλο, μοιάζουν να παίζουν και να αγγίζονται σαν τη γνωστή διπλή έλικα, σχεδόν τα λες ίδια και ωστόσο διαφέρουν. Σιγή. Στάση. Σιγή. Κίνηση. Παλαμάκια ενός αόρατου κοινού. Ποιος στη σκηνή; Ποιοι στα καθίσματα; Η θεοποίηση της στιγμής, ή όχι; Η αγιοποίηση της ουσίας στο κάθετί. Γρήγορο για αργό; Έχει σημασία άραγε προκαταβολικά; Πάμε αργά για να προλάβουμε ή πάμε γρήγορα κι όταν φτάσουμε; Ποιος κάθεται στο διπλανό κάθισμα;
Αποκαθηλωτική η δομή που με αιχμηρότητα παγιώνεται ο πυρήνας της ουσίας στην οικογένεια Μπουαροζέ, άνοιξε κύκλο εφιαλτών σε μια ζωή που ξέρω πως έχω προσπεράσει, αλλά η αναγνώριση του κέντρου μέσα από ένα μοντερνιστικά παράδοξο σχήμα, η διασφάλιση της υπερβολής που φτάνει στα όρια του δράματος για εκείνα που παραλείπονται, για τους ανθρώπους που ποτέ δε μπορούν να γίνουν Μπουαροζέ, μόνο αν έχουν ήδη γεννηθεί Μπουαροζέ, ώστε να είναι αφομοιωμένοι στο πλαίσιο, πριν τη σκεπτόμενη ή όχι αποδοχή, της κωμικής αυτής παραβολής στο παράλογο. Ευτυχώς, η Τέχνη κρυσταλλώνει αυτές τις καταστάσεις σε μια θυμηδία γελαστική, τονίζει περισσότερο την απειλητική της μανία. Αυτή της χολής, της ισχνής απραξίας, της εξασφάλισης του ατελείωτου χρόνου που χάνεται σε αιθάλες κυνηγιού της ζεστής ανυπαρξίας που βαφτίζεται ως οικογενειακή θαλπωρή, της μόνιμης στάσης κυριαρχίας στο τίποτε κι απ’ όλους τους … αποδεκτά μυημένους, πάντοτε. Εκεί που τα δώρα είναι πάντοτε επιφάσεις κι οι επιταγές πυρά ήδη δοσμένα, από ‘κεινους που θέλουν να ζουν πάντα πάνω σε άλλους, μέσα από άλλους, ποτέ για τους άλλους, όποιοι κι αν είναι, έτσι και γεννιέται διαρκώς η στάχτη της ζωής.
Καταλύεται η έννοια κάποιου είδους γνωστής οικογένειας, την οποία δεν έχουμε όλοι γνωρίσει και δε μέλει να γίνουμε ποτέ πραγματικά αποδεκτοί, μια ζωή ‘’γκαϊζίν’’, με μια αχνή ελπίδα για τη δική μας οικογένεια με λίγη θετική ζήλια και πολύ απαξιωτική τάση ανεξαρτησίας. Δυο οικογένειες λοιπόν, αυτή που μένει πίσω κι εκείνη που μόνο φαινομενικά είναι νεότερο μέλος της πρώτης, όχι παρακλάδι, ‘’γκαϊζίν’’, τουλάχιστον για τον ένα. Καταδικάζονται αυτές οι μικρές ισορροπίες που προοικονομούν την αναρχία της άλλης πλευράς. Θα πει ο Αμυό απ’ την πολύ εγκαρδιότητα της Μπον, έχασα τη γυναίκα μου. Θα μουρμουρίσει η Εντβίζ, ο καϋμένος ο Πιέρ, αδυνατώντας να δει που λαχταράει πραγματικά να βρίσκεται. Από παντού ξεπηδά η άρνηση μας να διακρίνουμε τις αρρωστημένες βάσεις της επικοινωνίας μας, πορείες που διασχίζουμε μόνοι, κοιτώντας, ο ένας τον άλλο με απορία, αναφωνώντας απ’ οτί καταλαβαίνουμε ότι φτάσαμε, αν δε σταματάμε ποτέ
Είναι αξιοπρόσεκτο πως τη στιγμή ακριβώς που θα σκεφτόσουν ν’ αφήσεις οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημα για να κάνεις μια σύντομη ανάπαυλα, να ξεθολώσεις, πως συναντάς φράσεις σπαρμένες, ασυντόνιστες, μεμονωμένες, σαν ιδιορρυθμίες που κάπου έπρεπε ν’ αφεθούν. Σαν εκείνους τους ψυχανασγκασμούς που αν δεν ανοιγοκλείσεις τα μάτια με ένα ορισμένο τρόπο, ή δεν αγγίξεις τη μύτη σου δυο φορές, θα πεθάνεις. Στην αρχή, απλώς ασυναίσθητα θυμάσαι που βρίσκονται. Όταν αυτό επαναληφθεί, αρχίζεις να τις συγκεντρώνεις νοητά, βλέπεις πως έχουν ένα κοινό χαρακτήρα και τότε η ουσία του κειμένου αποκτά μια τρομερή φωνή για αντικριστές στρατιές, για τους τύπους και τις κάστες τους, πως είναι και τι θα εκκολαφτεί απ’ τη συμπλοκή ή τη σύζευξη τους. Αρκεί να έχεις προσέξει αυτή τη λεπτομέρεια: εκδόθηκε το 1941, δεύτερο μετά το Χρονικό του αδύνατου ανθρώπου. Από ένα συγγραφέα προσκείμενο στο Βισύ του Πεταίν. Ας δώσει καθένας τη δική του απάντηση, ή ας τον χαρακτηρίσει προδότη και να κάψουμε το βιβλίο του. Ας σκεφτούμε ωστόσο πως οι πιο μεγάλες ανατροπές έχουν ξεκινήσει από χτυπήματα που στόχευσαν στο ασυνείδητο, την πρόσκληση τους. Κι ας δούμε το νόημα σε αυτό το περίεργο μυθιστόρημα, ας θυμηθούμε τι μας έλεγε ο Βολταίρος που πέθανε εξόριστος. Πρώτα άνθρωπος, ή πρώτα πατριώτης; Ποιοι είναι τελικά οι νέοι τύποι ανθρώπου που εκκολάπτονταν; Έχουμε απαντήσει 77 χρόνια μετά;
Ηχηρότερα μηνύματα του βιβλίου αυτά: πρέπει να σώσουμε την Τέχνη, οφείλουμε να σκοτώσουμε κάθε μορφή εκζήτησης και επιτέλους να θυμηθούμε το παρελθόν για να γονιμοποιήσουμε το παρόν στο μέλλον. Κι αν δούμε την ευαισθησία με την οποία αριστουργηματικά αγγίζει την εγκυμοσύνη της γυναίκας σε όλο της το μεγαλείο και φωτίζει λεπταίσθητα κάθε σημείο της μοναδικότητας του ανθρώπου – γυναίκας, θα αντιληφθούμε πόσο μεγάλη υπήρξε η ανάγκη που τόσο συχνά θεωρούμε δεδομένη, αυτή η μοναδικότητα να ανεξαρτητοποιηθεί και να πορευτεί μόνη, για να μπορεί να πορεύεται μαζί, συνειδητά. Δεν είναι πια σε αυτό τον κόσμο ανάμεσα σε πολέμους και συνεχείς συρράξεις δικαίωμα της να διεκδικήσει την αναγνώριση της μοναδικότητας της, είναι η υποχρέωση του οποιουδήποτε να τη βοηθήσει να το κάνει.
- Τον συνάντησα αγαπητή μου Εντβίζ, τον καιρό που κανείς δεν ενδιαφερόταν για ‘μενα. - Ήσουν λυπημένος τότε; - Όχι Η Εντβίζ ζύγισε για μια στιγμή την απάντηση αυτή. - Πες μου, ξανάρχισε, θα ήσουν λυπημένος σήμερα, Πιέρ, αν δεν ενδιαφερόμουν για ‘σενα; - Ναι - Πιστεύεις λοιπόν ότι σου είμαι απαραίτητη; - Απολύτως - Α – πο – λύ – τως, επανέλαβε η Εντβίζ. Είσαι βέβαιος; Εξήγησε μου… - Όχι τίποτε δε θα σου εξηγήσω. Κοιμήσου. - Γιατί δε θες να μου εξηγήσεις; - Γιατί είναι δικό μου θέμα. - Και δικό μου επίσης, και πρέπει να ξέρω. Ο Πιέρ κάθισε στο κρεβάτι κολλώντας το πρόσωπο του στο πρόσωπο της γυναίκας του, και της δάγκωσε γλυκά την άκρη της μύτης. Εκείνη τον έσπρωξε. - Σοβαρέψου, μίλησε μου - Εντβίζ, είσαι για μενα το παρόν. Κι επειδή εκείνη δεν καταλάβαινε, προσπάθησε να γίνει πιο σαφής. - Ένα παρόν κατοικήσιμο, βλέπεις, όπου μπορώ ν’ ανασάνω, ένα παρόν ευρύχωρο… ένα παρόν αληθινά παρόν κι όχι πια αυτό το μέλλον εν εξελίξει όπου ζούσα μέχρι τώρα
First published in 1941, acclaimed French author Paul Morand’s short but compelling novel has an intriguing resonance for today’s world. It’s the story of Pierre Niox, a busy Paris antiques dealer, who just can’t stop living life at top speed. As he dashes about at a dizzying pace, he alienates all those around him, until even his cat abandons him. His efforts to save time at every possible opportunity becomes ultimately ridiculous, and it is only after meeting and marrying the indolent Hedwige that he begins to see the light and wonder whether his race against time actually means a fulfilling life is passing him by. A cautionary tale for us all, perhaps, in our world of instant gratification. Niox’s frenetic existence is largely autobiographical and is both amusing and touching. A life lived trying always to save time is in fact a life lived wasting it. An enjoyable little fable, seamlessly translated, and another gem from Pushkin Press.
For me, this book was just okay. I never really got into the main character. He just basically made me tired and bored.
I thought after his marriage he had slowed down and that he had become normal, but then it wasn't long and he was back to his original ways. I didn't like the ending, but what else in his condition could he have done? He did the right thing.
I would like to to thank Pushkin Press and Net Galley for allowing me the opportunity to read and review this e-galley in exchange for an honest review. I would recommend this book, I think there are people out there who would get into this book a little better than I did.
L'homme pressé bien qu'ayant été écrit entre Septembre 1940 et Mars 1941 correspond bien à l'époque actuelle,époque dans laquelle nous vivons. Le personnage de Pierre nous ressemble tous, dans notre frénesie et dans notre volonté à vouloir gagner du temps tout le temps. Il met en avant l'individualisme du personnage qui à force de vouloir éviter de gaspiller son temps en vient à perdre ses amis et sa femme ... A lire en prenant son temps ...
As if Italo Svevo had written A La Recherché du Temps Perdu, A Man in a Hurry is by turns hilarious yet philosophic look at one man's life. More ironical than Proust, less beautifully written in general- although there are some stunningly good metaphors here and there- the success of the book rests on its ability to turn from hilarity to poignancy in a matter of half a paragraph. A great character study, a great book.
A solid story, though hard to overlook Morand’s Vichy allegiance. Add to that the fact that this book, published in 1941, includes a Jewish doctor who pops up for paternal advice from time to time as he tries to escape France. His plight is written with dispassion; his fate, unknown. I haven’t read much European literature from this era, but the red car on the cover caught my eye. And now I know who Paul Morand is…
Il entra dans un de ses cabaret, des faubourg où l’on déjeune l’été d’un point de vue et où l’on dîne de fraîcheur
Il regarda si sa montre, avait du nouveau à lui conter
Le docteur discourait lentement avec ambages et incidente, avançantcomme sur la pointe des pieds dans un langage qu’il avait évidemment plus l’habitude de lire que de parler, il perdait l’équilibre et se rattrapait de son mieux sur la syntaxe glissante.
Parlez-vous avec Dieu? J’estime qu’après m’avoir joué le tour de me mettre au monde, c’est à lui de me faire signe le premier
L’homme est une aiguille aimantée qui ne connaît pas le repos
Les instants de chevauchent comme des vagues, chacune haussant sa crête dans l’écume de l’autre; le présent choit instantanément dans l’avenir
Vite et mal, c’est ma devise On dirait plutôt une épitaphe
En sa chienne de vie, M. de boisrosé avait poussé de nombreux soupirs; seul le dernier fut entendu
Le chat ronronne le présent
Qu’est-ce que la vitesse sinon une course gagnée dans la solitude est le prix
Le temps de respecte pas ce qui s’est fait sans lui
I liked the last half better than the first, I think the books character loop is pretty cool. I think both of the main characters were interesting, overall good book. I do think the writing was hard to understand at times, but there were some passages that really stood out, like when Pierre comes back from a holiday in America to an empty house that is filled with a stagnant mess, which he finds so depressing.
Très difficile de savoir quoi dire de ce qui est surement une nouvelle devenue roman. L'idée est intéressante et l'utilisation d'image absurde fonctionne au début (notamment la scène du café). Dès qu'on comprend que le roman va traîner sur la longueur, ces scènes perdent de leur utilité. Le personnage d'Hedwige, qui comme un professeur de sport, est faîte pour toucher les jeunes garçons, manque de profondeur et d'évolution pour la longueur du roman.
Voilà de nombreuses années que je souhaitais relire cet ouvrage dont les contours restaient flous dans ma mémoire. Profitant de ce long confinement, je m’y suis enfin attaqué et à mon regret je l’ai expédié à grande vitesse tant le récit et le style m’ont ennuyé. Pierre Niox en aurait été impressionné! Cela explique aussi peut-être pourquoi je n’en avais gardé qu’un souvenir aussi vague...
I loved this story though I'm pained to say that its length spoiled much of it's pleasure. It should have been condensed to at most 50% of what it is. It has some poetical ring sometimes, lots of shrewd commentary and witticisms. Interesting writer, though. I'll find out more of him.
J’ai beaucoup aimé la plume de l’auteur, qui est très fleurie, lyrique et légèrement absurde parfois. Cependant, l’histoire en elle-même ne m’a pas vraiment plue. Pierre m’a fatiguée moi aussi, je n’ai pas pris beaucoup de plaisirs à le suivre dans sa course poursuite avec le temps.
Un bien étrange livre, où l’on suit Pierre Niox, antiquaire de son état qui court plus qu’il ne vit, quand sa vie se percutez celle de l’indolente famille Boisrosé. Jusqu’où peut-on lutter contre le temps ?
Pierre Niox is ‘The Man in a Hurry’. He is an antiques dealer who races through life and is certainly not one to stop and smell the roses. That is until he meets Hedwige de Boisrosé , from a family whose laid back lifestyle is the antithesis of Niox’s. The book has a feel of Noel Coward wit about it through the very clever use of prose that delivers humour with a choice use of words. Take for example the narrative of Niox’s driving, ‘Orly airport tilts back, Ris-Orangis rears up, Melun subsides, Fontainbleau throws open its forest to allow them to pass through.’ However, amongst the humour lies the story of a man who is not connected to himself, let alone Hedwige whom he woos, then awkwardly seduces quite a while after their marriage. The amusing narrative manages to convey a great deal of simultaneous pathos in Niox’s constant attempts to correct his impulse for life in the fast lane. There is also a great deal that is skilfully captured with regards to the difficulties of relationships when two very different people, with the best will in the world, attempt to live together but end up conducting parallel lives. The ability of Paul Morand to convey so much about relationships, as well as the quality of the writing and translation, is probably why, despite having been written in 1941, ‘The Man in a Hurry’ does not feel dated.
I was given a free copy of this book by Netgallery for an honest review. The book was an English translation of the original.
Bearing in mind this book was first published in 1941, you have to forgive the use of language that is no longer politically correct. You also have to shove aside the sexism, insofar as the women in the book were written about as if they were all strange, unknown creatures, who are all alike in habits and actions. The writing was quite unusual to start with, but the book was beautifully translated. It took a few chapters to get into the flow of the writing style and fully engage with the main charachters. At first I stuggled with the story, then I was hooked, then it annoyed me, then I liked it again. I did find some passages drifted of of topic, and the book is very 'wordy' and descriptive, but that may be due to it being a translation. Overal I enjoyed the book, it was intresting and certainly different. It offers a lot of opportunity for reflection about how we live our lives today. How we rush from one thing to another, but do we ever appreciate the present.
Thank you to NetGalley and Pushkin Press for the free advance download of The Man in a Hurry by Paul Morand.
Pierre is a man in a hurry. He multitasks and finds shortcuts in every aspect of his life so as not to waste a second of time. He meets Hedwige and falls in love, but of course she likes to take life at her leisure. After the two marry Hedwige and her family seem to temper Pierre for a while; then Hedwige is with child. She separates from Pierre in order to get some peace. Pierre goes on a business trip to the U.S. and has a heart attack. He realizes everything is meaningless. The baby is born, but Pierre and Hedwige don't attempt to reconcile. This one is okay.
This entire review has been hidden because of spoilers.
3.5/4 I found the main character in this book to be equally amusing and annoying. He is always in a rush wherever he goes for no particular reason. One of my favorite moments is when he asks his best friend to grab the gas can in the back of the car and lean out to refill the tank while they are driving- just to save 10 minutes. He also has some clueless moments where he suggests that one of the characters have her baby at 7 months instead of 9 to save time. Sometimes I found his actions comedic, but there were many times when he was just obnoxious.
Extraordinary. One of the best books I ever read (and I read many). You could really feel (at least in French version) in the writing the heart beat, the urge to live.
La qualité de ce récit n'est plus a démontrer. Il convient simplement de saluer une belle œuvre, une course contre la montre, une course contre soi même...