Η Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα και σπούδασε γεωλογία και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών. Είναι μέλος του sff.gr, του μεγαλύτερου ελληνικού φόρουμ σχετικά με το φανταστικό. Σποραδικά άρθρα και βιβλιοκριτικές της εμφανίστηκαν κατά καιρούς σε free-press έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως οι Σελιδοδείκτες, οι Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών, το amagi.gr, το sff.gr, οι Αλλόκοσμες Ιστορίες και τα Φανταστικά Χρονικά. Διηγήματά της βρίσκονται επίσης σε συλλογές, περιοδικά και fanzine. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Φίλων του Φανταστικού – ΦantastiCon και της συγγραφικής ομάδας Άρπη.
Σύντομο, με μπόλικες έξυπνες και όμορφες ιστοριούλες. Άνετα μπορούν να συνδυαστούν από την συγγραφέα και να γίνουν ένας νέος κόσμος φαντασίας σε ένα μυθιστόρημα.
Είμαι φανατικός αναγνώστης (φανμποι το λέγαμε στο χωριό μου) της Ευθυμίας. ΟΤΙ έχω διαβάσει το λάτρεψα. Λάτρεψα το χιούμορ της, την γραφή της, τις ιδέες της. Και μετανιώνω που δεν είχα διαβάσει αυτό το βιβλίο νωρίτερα. Γιατί το απόλαυσα όσο δεν πάει. Κάθε ιστορία ήταν η αγαπημένη μου μέχρι να ξεκινήσω την επόμενη. Γιατί; Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς! Αλλά καταλήγω στο συμπέρασμα πως η συγγραφέας ξέρει να χειρίζεται με μαεστρία την ελληνική γλώσσα. Και έχει πολύ καλές ιδέες. Έτσι οι ιστορίες της αποκτούν μια ομορφιά παραμυθιού που λίγες ιστορίες έχουν πλέον. Μου είχε αρέσει και το αλλο βιβλίο της συγγραφέως "Πνεύματα" μα θα τολμήσω να πω πως της ταιριάζει απόλυτα να γράφει διηγήματα. Αλλά ποιος ειμαι εγώ να υποδείξω οτιδήποτε; Θα ακολουθήσω ταπεινά κάθε προσπάθειά της. Είμαι σίγουρος πως θα την απολαύσω. Τέλος, θα την ευχαριστήσω γιατί στην πιο δύσκολη περίοδο της ως τώρα ζωής μου, μου έδειξε ότι υπάρχουν και άλλοι κόσμοι. Το είχα ανάγκη.
Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον τις ιστορίες από το βιβλίο της Ευθυμίας Δεσποτάκη «Μέσα απ’ το γυαλί» (εκδόσεις «Συμπαντικές Διαδρομές», 2007). Βρήκα τις περισσότερες από τις ιστορίες πολύ ενδιαφέρουσες! Μου άρεσε ο τρόπος γραφής και η χρήση της γλώσσας καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας αναπτύσσει τους χαρακτήρες της. Βρήκα επίσης πολύ ενδιαφέρον τον τρόπο με τον οποίο συνδέει τις ιστορίες μεταξύ τους χρησιμοποιώντας κοινά γεωγραφικά ονόματα.
Περισσότερο μου άρεσαν τα διηγήματα: «Ιστορίες των νεφών και των ανέμων», «Ο εραστής στη στάχτη» και το εκπληκτικό «Οι γυναίκες στη Σαχάι περπατούν λικνιστά».
Η κριτική αυτή γράφτηκε το 2008 για αυτό το βιβλίο, την αρχική εκδοχή του τίτλου.
Εισαγωγή: Αν η εισαγωγή από μόνη της εμπεριέχει τέτοια δύναμη και μαγεία…τι με περιμένει παρακάτω; Μήπως μου ανεβάζει πολύ τις προσδοκίες; Νιώθω την αρχαία σκόνη να μου μπαίνει στα ρουθούνια (δε φταίω εγώ, η Ευθυμία το κάνει) και νιώθω να μαστουρώνω ήδη από τα μπαχαρικά που πασπαλίζουν τα παραμύθια. Νιώθω από τώρα τυχερός που κρατώ αυτό το βιβλίο στα χέρια μου. Νιώθω από τους λίγους, τους προνομιούχους, που ας μη γελιόμαστε, σύντομα θα είμαστε χιλιάδες…
Γγιν: Να πω πως καταλαβαίνω γιατί με συνεπαίρνουν στα σοβαρά τα έργα που βλέπω στη μικρή και την μεγάλη οθόνη; Γιατί παθιάζομαι και πιστεύω στην αλήθεια των χαρακτήρων που υποδύονται ηθοποιοί; Γιατί κλαίω, γελάω, μισώ και συγχωρώ ήρωες και καταστάσεις που παίζουν σαν οπτασίες μπροστά στα μάτια μου; Και γιατί έχω την ανάγκη να έχω κάποιον δίπλα μου για να τα βιώνω με παρέα, να αντλώ κουράγιο από έναν σύντροφο για να το αντέχω; Αβάσταχτα δυνατό το συναίσθημα που ρέει από το γυαλί. Η Αγίντ τα παίζει όλα για όλα και ρίχνει το βλέμμα της μέσα, μαζί της κι εγώ.
Η ζωντάνια της αφήγησης αναμφισβήτητη, για να μην πω δεδομένη. Έχω τους χάρτες στο κεφάλι μου. Η Ευθυμία μου συστήνει νέους κόσμους και ταυτόχρονα νιώθω πως μου είναι γνώριμοι. Πως το κάνει αυτό; Αν έχω ακούσει μια φορά ένα παραμύθι στη ζωή μου, έχω το σημάδι στο ίδιο το γενετικό μου υλικό. Μέτρησα δύο παραμύθια σε αυτό το διήγημα. Η ιστορία της Αγίντ είναι το ένα. Το νησί Γγιν το ξέρω. Όσες φορές μου συνεπήρε το βλέμμα μια μαύρη θάλασσα, λευκά κυματάκια γεμάτη, νομίζεις και υποπτευόμουν την ύπαρξη του. Και η συγγραφέας με παίρνει από το χέρι να το περπατήσω με την ηρωίδα της πριν χαθεί πάλι κάτω από τα νερά. Πονάει η Αγίντ μέχρι να έρθει ο Θυμός της να γεμίσει την αγκαλιά του με την ίδια. Η αφηγήτρια όμως είναι γενναιόδωρη. Μου έχει σαν δεύτερο παραμύθι την ιστορία της Κρέγκαβον. Ο πόνος της, και τα γεγονότα που τον δημιούργησαν, μια ιστορία απαράμιλλης φαντασίας από μόνη της. Θα βρει και η δεύτερη ηρωίδα την αγάπη, στην αγκαλιά του Νέζιλ, και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Η αγάπη, ο έρωτας, είναι η Ισορροπία του κόσμου. Κι αυτό όχι, δεν είναι παραμύθι. Το ξέρω, το ξέρουμε όλοι, γιατί έχουμε το σημάδι και το βιβλίο των συμβάντων να μας επιβεβαιώνει τα ξεχασμένα.
Tα Υπόλοιπα της Ευτυχίας: Τα θέλω, τα απαιτώ πίσω, γιατί αυτό το παραμύθι μου τα άρπαξε και πάει, δε μου τα δίνει πλέον πίσω. Άπονη συγγραφεύς. Δεν αντέδρασα αμέσως στο ανάγνωσμα αυτής της διήγησης. Σηκώθηκα και πήγα μια βόλτα. Φτου, έτρεχαν δίπλα μου τα νερά του Ευρίπου να μου θυμίζουν τα άλλα, τα μαύρα τα κατάμαυρα της λίμνης Καστροπηγάδας. Ευλογία και κατάρα η γνωριμία μου με τον τόπο. Ευλογία για την ανάγνωση ενός από τα πιο τρομερά παραμύθια που έχω διαβάσει, μια ιστορία που κολλάει στη μνήμη σαν εθισμός. Ω πόσο καλά ξέρει την τέχνη της η πλανεύτρα παραμυθού. Δεν φοβόμαστε τους κακούς τους λύκους, λέμε στους εαυτούς μας, και μπαίνουμε αλόγιστα στις σελίδες για να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με την μοίρα μας. Την καταραμένη. Γυναίκες αιθέριες, πονεμένες, θεϊκές και όμορφες σαν τριαντάφυλλα, αγκάθια γεμάτες, ανοίγουν την αγκαλιά τους και προσφέρονται. Και πώς να της αρνηθούμε; Εμένα όμως με πονάει το άλλο: Γιατί τις πιστεύουμε όταν μας προφητεύουν πως θα δυστυχήσουμε για τον έρωτα μας; Γιατί τρέχεις Μπεκιαρί; Γιατί φεύγεις; Πονεμένες οι ηρωίδες της Ευθυμίας. Τρομερή η θλίψη τους. Πρέπει να προχωρήσω στο επόμενο διήγημα, αλίμονο μου.
Μαρμαρένιο Κατώφλι: Άλλο ένα πονεμένο παραμύθι, γλυκόπικρο σαν παλιές αμαρτίες. Γυναίκες που αγαπούν και εγκαταλείπονται, άντρες που εγκαταλείπουν και πληρώνουν το τίμημα. Διασχίζουμε αυτό το μαγεμένο κατώφλι και είμαστε εκεί, στο πανδοχείο που ονειρευόμαστε από πάντα να επισκεφτούμε, μέσα από τόσα και τόσα παραμύθια που διαβάσαμε ή μας αφηγήθηκαν παλιά. Μας το ζωντανεύει με περισσή μαεστρία η ξωθιά συγγραφέας, μας ζεσταίνει με τα χρώματα του, μας ζαλίζει με τις οσμές του, μας προκαλεί τον ουρανίσκο με τα μαγειρευτά καλούδια του. Κι αυτό μόνο για να κερδίσει την προσοχή μας. Μετά…
Υπάρχουν κάποια παλιά παραμύθια χωρίς ευτυχισμένο τέλος. Παραμύθια που ολοκληρώθηκαν μισά, μέσα στην πίκρα και τον πόνο, μέσα στην τρυφερότητα της αγάπης, δαγκωμένα όμως σκληρά από το άδικο. Μας στοίχειωσαν εκείνες οι ιστορίες, και κάποιοι από μας φοβόμαστε να ζητήσουμε από την γιαγιά μας να μας τις ξαναπεί. Απλά ευχόμασταν η επόμενη διήγηση να πάει καλύτερα, ενώ τα δάκρυα που άφησαν οι προηγούμενες δεν έλεγαν να ξεχαστούν. Όχι μόνο δεν ξεχνιούνται, αλλά συνεχίζουν εκείνα τα παραμύθια. Ο ψίθυρος τους φτάνει μέχρι εδώ, στους μύθους μέσα από το γυαλί, αφήνουν ακόμα το καυτό τους σημάδι εδώ, την ίδια στιγμή που ξεκινούν νέες υποσχέσεις, έρωτα, αγάπη και λάθη γεμάτες.
Από τι είναι φτιαγμένη η ψυχή σας; Αν δεν φοβάστε να μάθετε, ζητήστε την Ευθυμία Δεσποτάκη να σας κοιτάξει, να σας κόψει και να σας καταλάβει. Το τρίτο παραμύθι του βιβλίου της δεν έχει μόνο τις ομορφότερες περιγραφές για τις ψυχές των ανθρώπων που διάβασα ποτέ, αλλά και την πιο μυθική εξήγηση για τον έρωτα και την αγάπη που διάβασα ποτέ. Τόσο βαθιά στο κείμενο της, νεραϊδοχτυπημένος πλέον δίχως επιστροφή, πώς να αμφισβητήσω την ερμηνεία της; Τυλιγμένος στην μαγγανεία της αφήγησης, είμαι άλλη μια παρουσία μέσα στο γυαλί και δρασκελίζοντας το δακρύβρεχτο μαρμάρινο κατώφλι, συνεχίζω το μονοπάτι που μου ανοίγεται παρακάτω.
Ο Εραστής στην Στάχτη: Το ήξερα ως το μεδούλι μου πως αυτό το όνομα θα έκρυβε οδύνη. Άπονη Ολύμπια συγγραφεύς, τιμωρείς τον Ασγκιρέη με σκληρή λήθη, κι εμένα με την τραγική του μνήμη. Δεν θα τον ξεχάσω, ούτε την Αλάι που χάθηκε στην καταβόθρα. Αναρωτιέμαι αν αγαπάς τους ήρωες σου. Αναρωτιέμαι αν τους συγχωρείς κιόλας. Ο πιο ελληνικός, Οιδιπόδειος, μύθος σου μέχρι τώρα, συνεχίζει με άντρες αφελής, βίαιους, άλογους και γυναίκες χτυπημένες και ταπεινωμένες. Ποτέ η πένα δεν δημιούργησε κόσμους τόσο όμορφους, ποτέ πένα δεν κέντησε την καρδιά τόσο βαθιά για να την πονέσει και να την ματώσει. Με αυτή τη μελάνι σκοπεύεις να συνεχίσεις το βιβλίο σου; Κι εγώ τι επιλογή έχω παρά να συνεχίσω;
Το Κορίτσι στο Μιναρέ: Μια στάλα παραμύθι, μια καταιγίδα από συναίσθημα. «Τα μαύρα της μαλλιά έλαμπαν σαν φλόγες από σκότος». Εκεί. Αυτό και μόνο είναι αρκετό. Μ’έχεις στα δεσμά σου αφηγήτρια. Και μετά από το ταξίδι μου ως εδώ, μέσα ��πό τις δοκιμασίες που μου υπέβαλες, δεν έχω ανάγκη να μαντέψω το μυστικό του κοριτσιού στο μιναρέ. Εκείνη η φλόγα που έκαιγε κάθε βράδυ χωρίς απουσία για δέκα χρόνια μου τα αποκάλυψε όλα και μάτωσε η καρδιά μου άλλη μια φορά. Άλλος ένας άντρας που πίστεψε στην προσταγή μιας γυναίκας και χάθηκε στη φωτιά από αυτό το πάθος το τόσο ανεξέλεγκτο, κι εκείνη, τυπικά, σιωπηλά, μυθικά σαβανωμένη. Θα συνεχίσω; Πέτυχες διάνα αφηγήτρια. Είμαι το δοχείο που φτιάχτηκε για να χωρέσεις όλη αυτή την οδύνη. Συνεχίζω.
Το Δώρο των Θεών: Και όσο πιο μικρή η ιστορία, πιο ηχηρό και το μπάτσισμα. Και σε πρώτο πρόσωπο η αφήγηση, να με κάνει συνένοχο, να χτυπάει η καρδιά μου στο ανάγνωσμα της κάθε λέξης. Ένα μαγικό παραμύθι, μια γυναίκα μυθική για να μου κλέψει τα λογικά. Θα της μείνω πιστός; Ναι, ναι, αλλά με τίμημα. Αχ αφηγήτρια, πόσο μισείς τις προσδοκίες μου. Πως δεν χωράει στα τόσα παραμύθια και ετούτο το ένα: Η παντοτινή ευτυχία; Τα Φυτά του Κάτω Κόσμου: Έχω μυηθεί μάλλον. Πώς να εξηγήσω την αντίδραση μου σε αυτό το πανέμορφο διαμάντι; Το κοιτώ από κοντά, και μέσα στις αντανακλάσεις του βλέπω ολόκληρο μυθιστόρημα. Ολόκληρη κινηματογραφική ταινία. Υπέροχη η Λαλίκα. Λατρευτή η εικόνα της. Ως άλλη Εσμεράλδα, την ποθούν πολλοί. Και την κερδίζει, έστω και για λίγο ο χειρότερος τους, ο πιο φριχτός και διεστραμμένος. Αχ Θεέ του κάτω κόσμου, λίγη η πράξη σου, μας άφησες τελικά στο πένθος. Αλλά μήπως και έχεις κάποια δύναμη; Άλλη σε ορίζει.
Οι Γυναίκες στη Σαχάι Περπατούν Λικνιστά: Αχ, θέλω να πάω στη Σαχάι, να δω γυναίκες να περπατούν λικνιστά, κι ας τρελαθώ. Αυτό το παραμύθι αξίζει να γίνει τραγούδι. Να το ακούς όπως και το διάβασες, μεθυσμένος από την γλύκα του. Εμένα Ναχρίν, πάρε εμένα. Γιατί στη λογική μου δεν είμαι τόσο ευτυχισμένος. Θέλω να φύγω, να πετάξω, και τα παραμύθια με κουβαλούν ως τα μισά. Σε ευχαριστώ αφηγήτρια για την ανάπαυλα. Είχα ανάγκη το χαμόγελο και την ηδονή. Σε ευχαριστώ για τους γοφούς της Ναχρίν. Μην μ’αφήσεις να τους ξεπεράσω.
Μοντλίβολιτς (ή Μοντλιβόλτις): Θυμάμαι με νοσταλγία τα αναγνωστικά από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Αφηγήσεις που σε υπνώτιζαν με την λογοτεχνία τους, αυτός ήταν και ο σκοπός τους. Τα κείμενα ήταν σχεδιασμένα να ακολουθούν τον κύκλο του χρόνου, τις εποχές που χρωμάτιζαν τα παράθυρα στις τάξεις του σχολείου, και προς το τέλος της σχολικής χρονιάς τα αναγνώσματα ήταν πια γεμάτα καλοκαίρι. Διάβαζες μια παράγραφο και μετά κοίταζες έξω από τα τζάμια, γεμάτος αδημονία για τις επερχόμενες διακοπές. Σαν εκείνη την μαγική σκόνη που αιωρούνταν στις ηλιαχτίδες πάνω στα θρανία, με πήγες αφηγήτρια στην φωτεινή πατρίδα της Ενγκράουλις, με ξάπλωσες στην ταράτσα της, με έκανες να ακούσω τα τζιτζίκια, να μυρίσω τα αμπέλια και να δροσιστώ στο γλυκό νερό του πηγαδιού της. Καλοί άνθρωποι οι δικοί της. «Παντρέψου όποιον θέλεις.» Εδώ, κάτω από αυτόν τον ήλιο τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Μέχρι και τα φαντάσματα είναι καλοπροαίρετα. Σε ευχαριστώ γι αυτή την ιστορία Ευθυμία. Μου ανακούφισες τον πόνο. Έχω άλλη μια ιστορία πριν βγω από το γυαλί…και δείχνει βαθιά.
Ιστορίες των Νεφών και των Ανέμων: Και μετά την λιακάδα μια εντυπωσιακή θύελλα. Ώστε η αφηγήτρια πιστεύει στο παραμύθι που λέγεται παντοτινή αγάπη. Το λένε τα σύννεφα και ο άνεμος, μόνο…μόνο που δεν μπορεί παρά να είναι γεμάτο αίμα, δάκρυα και θάνατο. Το ταξίδι ολοκληρώνεται το ίδιο συγκλονιστικά όπως ξεκίνησε και όπως διάρκεσε. Είπα «ολοκληρώνεται;» Λάθος μου. Όσο στροβιλίζονται τα σύννεφα και όσο φυσάει ο άνεμος το παραμύθι δεν τελειώνει ποτέ. Δεν πίστεψα ποτέ πως θα βγω αλώβητος μέσα από το γυαλί, το ψυλλιάστηκα νωρίς. Νιώθω να με στοιχειώνουν ονόματα και τόποι, η Νοτάλα με τις οκτώ πλεξούδες που έγινε οκιντού, η μικρούλα Άμμος που αγάπησε τον μελλοθάνατο και γέννησε τον Νίρντε, η Μέμνεγια η κόρη της φριχτής βασίλισσας και ενός νεκρού. Ιστορία τρομερή την καρδιά μου έχει πλεγμένη σαν κουβαρίστρα από αγκαθωτό συρματόσχοινο. Αφέντρα αφηγήτρια είσαι τρομερή.
Και δεν τολμώ να ξαποστάσω, δεν τολμώ και να φύγω. Κάθομαι και αφουγκράζομαι τον άνεμο, περιμένω την συνέχεια. Κάθομαι εδώ δίπλα στο γυαλί. Μη μ’αφήνεις να περιμένω για πολύ. Έχω αρχίσει να συνηθίζω την σκληρότητα σου.
Το παρακάτω κείμενο το έγραψα όταν μου ζητήθηκε από την ίδια τη συγγραφέα (και προσωπική μου φίλη) για την παρουσίαση του βιβλίου της που έλαβε χώρο στο βιβλιοπωλείο Cube τον Απρίλιο του 2008, τότε που το Cube βρισκόταν ακόμα στην Εμ. Μπενάκη, προφέροντας χώρο για εκδηλώσεις στο φημισμένο πια πατάρι του. Η παρουσίαση αυτή είναι μάλλον κάτι ασυνήθιστο μιας και έχει τη μορφή μιας φανταστικής ιστορίας. Ήταν όμως ιδιαίτερα απολαυστική, τόσο για εμένα όταν την έγραφα όσο και για το κοινό που την άκουσε, όπως αντίστοιχα απολαυστικές είναι οι δέκα ιστορίες που περιέχονται στο μικρό αυτό βιβλιαράκι της Ευθυμίας. Μέχρι και σήμερα θεωρώ το Μέσα από το Γυαλί ένα από τα ιδιαίτερα βιβλία του Φανταστικού (όχι μόνο του Ελληνικού) και πιστεύω πως για ένα τέτοιο "νεραιδοβιβλίο" ετούτη η "παραμυθένια" ιστορία που έγραψα για να το παρουσιάσω, του ταιριάζει απόλυτα. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο κατατοπιστική είναι μια τέτοια παρουσίαση για τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες, σίγουρα πάντως έγραψα πολύ λίγα για ένα τόσο όμορφο έργο. Προτείνω πάντως στους φίλους του Φανταστικού αλλά και σε εκείνους που δεν είναι τόσο εξοικιωμένοι, όπου τύχει να συναντήσουν το βιβλίο της Ευθυμίας, να το πάρουν και να το διαβάσουν. Οι ονειροπόλοι σίγουρα θα το λατρέψουν.
Μέσα από το Γυαλί Βιβλιοπαρουσίαση σαν παραμύθι...
Πριν ξεκινήσω την παρουσίαση του βιβλίου της Ευθυμίας, θα σας αναφέρω ένα γεγονός που μου συνέβη εχθές σε ένα στενάχωρο βιβλιοπωλείο του Πειραιά. Όπως χάζευα τα βιβλία ακούω από δίπλα μου τη φωνή ενός άντρα, κουστουμαρισμένου με τη γραβατούλα του να συζητά με τη γυναίκα του σχετικά με το τι βιβλίο θα έπαιρναν σε κάποιο του συγγενικό πρόσωπο, λογικά σε κάποιο παιδί. «Σιγά μην του πάρω παραμύθι.», είπε ο κουστουμαρισμένος άντρας. «Δεν θέλω να τον αποβλακώσω, θέλω να του πάρω κάτι να τον κάνει σπίρτο.» Για άλλη μια φορά λοιπόν βρέθηκα αντιμέτωπος με τη σκληρότητα των ανθρώπων απέναντι στη λογοτεχνία του φανταστικού και στον υποβιβασμό της στο υπέρλαμπρο κρατίδιο που ζούμε. Σύμφωνα με τη θεωρία του «ανοιχτόμυαλου» πατέρα, θείου, νονού, όπως και πολλών άλλων σαν και αυτόν, τα παραμύθια και το φανταστικό γενικά, υπάρχουν για να αποβλακώνουν τα παιδιά μας, άρα είναι επικίνδυνο για αυτά να τα διαβάζουν… Ευτυχώς όμως κάποιοι άνθρωποι δεν λογαριάζουν τέτοιου είδους ανοησίες και ούτε σκοπεύουν να γαλουχήσουν γενιές σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις. Κρατούν ακόμα τον ρομαντισμό, την ευαισθησία και το μεγαλύτερο όπλο που είχαμε όλοι από παιδιά, ασχέτως αν κάποιοι από εμάς το έχασαν στην μετέπειτα μάχη της ζωής: τη Φαντασία. Και ένας από τους ανθρώπους αυτούς, είναι η Ευθυμία Δεσποτάκη που μας δήλωσε το συγγραφικό παρόν της με το πρώτο της βιβλίο Μέσα Από το Γυαλί. Τι είναι το Γυαλί; Σίγουρα όχι αυτό που βλέπουν όλοι μέρα νύχτα σπίτι τους, εννοώ την τηλεόραση. Είναι ένα γυαλί διαφορετικό, ένας κρύσταλλος με δύναμη μοναδική να σε παρασέρνει και να σε μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο, περασμένο όμως όχι ξεχασμένο. Κι εκεί μπορείς να δεις πλάσματα μυθικά και όμορφα και να ακούσεις ιστορίες σαν εκείνες που λέγαμε παλιά, προτού κατοικήσουμε σε τσιμεντένιους πύργους κάτω από το μολυσμένο αέρα. Ιστορίες για στοιχειά, μάγισσες, νεράιδες, ξωθιές, λαμπρά βασίλεια και σκοτεινά μέρη, μαγικά βοτάνια, ανολοκλήρωτες αγάπες, ερωτευμένους κρυφούς εραστές και φθονερούς αντίζηλους. Τώρα εσείς που με ακούτε θα λέτε από μέσα σας: τι λέει ο παλαβός; Μήπως είχε δίκιο τελικά εκείνος ο κουστουμαρισμένος κύριος; Αν όμως ανοίξετε κι εσείς το βιβλίο της Ευθυμίας και διαβάσετε σκόρπια ότι πετύχετε μέσα από ένα σύντομο ξεφύλλισμα, θα καταλάβετε.
Ακούστε τώρα την ιστορία μου.
Η λογοτεχνία του φανταστικού είναι ένα μια τεράστια πεδιάδα με απλωμένα καραβάνια και μικρές φωτιές σύναξης. Εγώ ταξιδεύω συχνά εκεί, συντροφιά με τον αντιδραστικό δίδυμο εαυτό μου που του αρέσει να σατιρίζει. Εκεί βρίσκουμε πάντα κάποιον αφηγητή να μας καλεί να ακούσουμε τις ιστορίες του. Οι πιο πολλοί έχουν να πουν για μοναχικούς ήρωες, συντροφιές, μακρινά ταξίδια, μαγικά αντικείμενα, επικές μάχες και σκοτεινούς άρχοντες. Όποτε πλησιάζω κάποιον γέρο (τις πιο πολλές φορές)-αφηγητή ξέρω πως θα καθίσω εκεί για μέρες ίσως κα ι μήνες μέχρι τα όσα έχει να μου πει να φτάσουν στο τέλος του. Είναι εκεί όπου ο αντιδραστικός μου δίδυμος βγάζει την ταμπέλα που γράφει τριλογία και με σκουντάει να φύγουμε. Εγώ όμως μένω. Να όμως που πρόσφατα, ταξιδεύοντας και πάλι στο ατελείωτο καραβάνι του φανταστικού, γνώρισα κάτι νέο. Κάτι νέο που όμως έδειχνε τόσο παλιό, αρχαίο και αγαπητό, σαν νοσταλγία των γλυκών περασμένων. Μία νεράιδα στάθηκε μπροστά μου, ντυμένη με φύλλα, περίεργα μαλλιά και δυο μεγάλα κατάμαυρα μάτια πάνω και με ένα ζωηρό χαμόγελο και μου έγνεψε να την ακολουθήσω. Ένας αέρας ελληνικός τη φύσαγε και ένα άρωμα Ανατολής με τύλιξε όσο ήμουν κοντά της. Την ακολούθησα για να δω τι πλάσμα ήταν εκείνο και για να βρω ποιος αφηγητής την είχε στείλει Δεν ήταν αφηγητής. Αφηγήτρια ήταν. Δεν μπορούσα να τη δω καλά διότι ένας φωτεινός κρύσταλλος την έκρυβε και ήταν κόσμος μαζεμένος εκεί που την περίμενε να πει ένα παραμύθι. Ο αντιδραστικός μου δίδυμος τότε ξίνισε και μου είπε: «Ωχ, γυναίκα είναι! Πάμε να φύγουμε γιατί δεν έχω όρεξη να ακούω για χαμένες αγάπες και απατημένες συζύγους…» Κι όμως ήταν κάτι που με έκανε να μην ακούσω το σύντροφο μου. Τα εισαγωγικά λόγια της αφηγήτριας και ο τρόπος με τον οποίο τα μιλούσε. Είχε φωνή νεαρή, δροσερή και ζωηρή όμως το ύφος της θύμιζε γιαγιά σοφή, από εκείνες που σου εξιστορούν τα παραμύθια από το χωριό και δεν θέλεις να τελειώσουν. Τέτοια τέχνη κατείχε. «Καλώς τους!» μας είπε. «Δέκα ιστορίες μικρές έχω να σας πω, μα εσείς ακούστε μόνο μία. «Ας είναι…» λέω στο δίδυμο μου, «ας ακούσουμε τη μία». Έλα όμως που ήταν δύσκολο να αρκεστώ στο πρώτο παραμύθι. Η ιστορία με το νησί Γγιν και τις δύο κοπέλες, την Αγίντ και την Κρέγκαβον με δένει και με προκαλεί να ακούσω ένα ακόμη παραμύθι. Η αφηγήτρια συνεχίζει και μου λέει για τα κατάμαυρα νερά της Καστροπηγάδας και για τα Υπόλοιπα της Ευτυχίας. Για πονεμένες γυναίκες, όμορφες σαν θέαινες και σαγηνευτικές σαν νύμφες που όσο η ιστορία συνεχίζεται νιώθω να μου καταλαμβάνουν τη σκέψη και τη μνήμη. «Άντε!» μου φώναξε ο δίδυμος. «Μία ιστορία, είπαμε, δεν θα κάτσουμε να τις ακούσουμε και όλες». Όμως κάτι μου είχε κάνει αυτή τη πλανεύτρα παραμυθατζού πίσω από τον Κρύσταλλο και θέλησα να ακούσω άλλο ένα. Και ανταμείφθηκα για την υπομονή μου. Το Μαρμαρένιο Κατώφλι ήταν ένα από τα καλύτερα παραμύθια που έμαθα τα τελευταία χρόνια. Είχε μέσα του μαγεία λαϊκή και δύναμη διαχρονική σαν μύθος. Μα ποια είναι αυτή η αφηγήτρια πια και από πότε υπάρχει, αναρωτήθηκα. Έπειτα από το Μαρμαρένιο Κατώφλι πως θα μπορούσα να φύγω από κοντά της; «Άλλο ένα, άλλο ένα και φεύγουμε!», είπα στο δίδυμο και αυτός γκρίνιαξε. Και η αφηγήτρια μετά χαράς συνέχισε. Μας είπε για τον Εραστή στη Στάχτη, την γλυκόπικρη ιστορία του Ασγκιέρη και της Αλάι, μια τραγωδία που δύσκολα μπορεί να ξεχάσει κανείς πόσο μάλλον όταν έχει μεγαλώσει με αρχαίους μύθους Ελλήνων τραγωδών. Τι κόσμος, τι ατμόσφαιρα, τι συναίσθημα ήταν αυτό που με κέντρισε όταν άκουγα το παραμύθι! Θεώρησα πια πως ήμουν καλυμμένος και ότι μπορούσα να φύγω. «Εντάξει.» είπα στον αντιδραστικό μου σύντροφο. «Μπορούμε πια να φύγουμε.» «Από τώρα; Κάτσε βρε, τώρα αρχίζει το καλό!» μου απάντησε. Τότε ήταν που πείστηκα ότι η αφηγήτρια είχε μια τρομερή δύναμη να παρασέρνει στα μαγικά της δίχτυα ακόμα και τους πιο διστακτικούς! Και έτσι μείναμε και ακούσαμε όλα της τα παραμύθια ως το τέλος. Ακούσαμε για το Κορίτσι στο Μιναρέ, για το Δώρο των Θεών και τα Φυτά του Κάτω Κόσμου. Για τις γυναίκες της Σακχάης που περπατούν λικνιστά και μαγεύουν χωριά και πόλεις στο πέρασμα τους, για την ηλιόλουστη χώρα του Μοντλίβολιτς που μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια και την προσμονή του καλοκαιριού. Μας είπε και για την Νοτάλα, την Άμμος, τον Νίρντε και την Μέμνεγια μέσα από τις Ιστορίες των Νεφών και των Ανέμων, ένα άριστο φινάλε που αντάμειψε την προσμονή μας εκεί, μπροστά από τον κρύσταλλο. «Τι; Μόνο αυτά;», ρώτησε ο αντιδραστικός μου δίδυμος. «Αυτά για την ώρα.», απάντησε η αφηγήτρια. «Δέκα ιστορίες έχω να σας πω, μα να ξέρετε πως κάποτε θα έχω περισσότερες.» Φεύγοντας, εγκαταλείποντας λίγο-λίγο εκείνο το μυστήριο γυαλί, τη νεραίδα που με οδήγησε εκεί και την αφηγήτρια, την άλλοτε ρομαντική, άλλοτε εύθυμη, άλλοτε άπονη και άλλοτε ευαίσθητη που με πλάνεψε με τόση μαστοριά, συνειδητοποίησα πως είχα κερδίσει κάτι. Κάτι διαφορετικό από εκείνο που περίμενα στην αρχή, κάτι αλλιώτικο από αυτό που με έκανε να διστάζω να πλησιάσω. Όμως τη στιγμή που έφευγα άκουσα την ξωθιά εκείνη αφηγήτρια να μου λέει: «Θα είμαι εδώ αν ποτέ περάσεις ξανά από το καραβάνι. Εγώ και οι ιστορίες μου θα σε περιμένουμε.» Αυτή ήταν λοιπόν η εμπειρία μου με την Ευθυμία γνωστή και ως Ναρουάλις. Ότι και να πω επιπλέον είτε θα είναι λίγο είτε θα είναι πολύ και δεν θέλω να σας το χαλάσω. Αφήστε τη νεραιδούλα να σας οδηγήσει κοντά στο Γυαλί και θα πείτε εσείς τα όσα δεν σας μαρτυρώ εγώ απόψε.
διαβάστηκε στις 10 Απριλίου 2008 στο βιβλιοπωλείο Cube στο διήμερο Φαντασίας για λογαριασμό των εκδόσεων Συμπαντικές Διαδρομές