Η Στέλλα Σαλαγιά θέλει να «σπάει» χωρίς θεατές. Ο Σίμος Σεμερτζίδης διορίστηκε στη ζωή με ρουσφέτι. Η Κλαίρη κάνει πέρα όσους χαφιεδίζουν τις δυστυχίες του σπιτιού της. Ο Λεόντιος αφιερώνεται στους πολλούς αγίους της μοναξιάς. Η ακούραστη Μόρφω πιστεύει πως η τρέλα είναι σαλόνι. Ο Ιορδάνης σέρνει στα στενάκια την εργαλειοθήκη του και το πιστεύω του, κανένα ενθύμιο, καμία ανάμνηση, κανένας δικός. Η κατεψυγμένη lady Giannoula ξαναζωντανεύει την πόλη με τα ξεκούρδιστα πιάνα και τις ανεμοφαγωμένες πινακίδες. Μια ερωτική ιστορία της εποχής μας με σκηνικό και ουσία την παραίτηση και τη μοναχικότητα, που οδηγούν στον εσωτερικό εγκλεισμό σαν το μόνο ασφαλές καταφύγιο του καθενός. Ένας κόσμος που έχει ανάγκη να αγαπήσει ξανά, με κάθε τίμημα, τη ζωή, τον τόπο του, κάτι.
Ioanna Karystiani (Greek: Ιωάννα Καρυστιάνη) is a Greek screenwriter and winner of the Greek National Book Award.
After studying Law, she initially made a name for herself as a cartoonist and screenplay writer. It was not until the 90s that she decided to publish prose. She has also worked as a scriptwriter and made a name for herself among the Greek film industry.
She lives in Athens and in the Greek island of Andros and is married to the Greek film director Pantelis Voulgaris. They have two children. They have worked together in films such as Nyfes and Psyhi Vathia.
Ioanna Karystiani has had success with her short stories book "I kyria Kataki" (Mrs Kataki) and her novel "Mikra Anglia" (Little England, published in English as "The Jasmine Island") in which she describes the romances, lives and work of a family in the sailor community of the island of Andros in the first half of the twentieth century. The novel achieved the Greek National Award for Literature.
Il mio primo incontro con questa scrittrice greca, forte, potente, sensuale, ammaliante. Dopo questo, ho letto Le catene del mare, Il vestito in terra, L’isola dei gelsomini che è il suo debutto letterario, e non mi sono mai pentito d’averla incontrata. L’ho regalata e fatta scoprire e apprezzare al mio amico greco che vive in California. Insomma, una conoscenza che da questo primo incontro si è andata intensificando, si è fatta via via più importante.
Il Il santo della solitudine si rivela come diviso in due perfino con una certa bruschezza: a un certo punto, la storia ha una svolta narrativa, Stella si trasferisce a vivere e lavorare in un’isola dell’Egeo – ci approda in pieno inverno – ma anche stilistica, Karistiani cambia tono e registro. Stella, io narrante, ha trentasette anni, è un’insegnante, ha appena divorziato, sente che Atene le sta stretta. Si trasferisce per cambiare, per ripartire, una nuova vita. O sarà mica una forma di auto esilio? Di punizione? Perché un’isola greca d’inverno…! Ci vuole mica la boccia di cristallo per capire che per Stella isolamento e solitudine diventeranno fratello e sorella.
All’inizio frequenta molto tre colleghe, come lei prof del liceo locale, che vivono sull’isola da più tempo di lei. Ed è un coro di delusioni e disillusione, un ballo di bevute malinconiche.
Ma l’incontro che le cambierà la vita è col dirimpettaio, il tenero e strano Simos, che lei osserva (spia) dalla finestra di fronte. Il giovane vive con la madre: e a me sembra che questo fatto avrebbe dovuto scatenare una campana d’allarme, altro che campanello, perché maschio mediterraneo che dopo i trent’anni ancora convive con mamma… voglio dire, non c’è bisogno della sfera di cristallo. I due s’innamorano. E come potrebbe essere altrimenti: isolina greca d’inverno, che altro c’è da fare, dopo un po’ di sere con le amiche a piangersi addosso?! Se poi il dirimpettaio è carino, attraente, insolito, fragile, teneramente bambino… Ma Stella mia, vive con la madre, possibile non ti metti in allarme?!
Il santo della solitudine è il monaco Leontios che nel suo eremo accoglie e protegge gli incontri tra i due amanti. Solo che alla vecchia madre non gliela si fa: la donna sgama la tresca. Questa donna-padrona, madre-matrigna, vive in simbiosi col figlio, ben oltre il complesso d’edipo, amore e odio li apparentano e uniscono, litigate furibonde e riappacificazioni epocali. Sempre truccata e vestita in modo giovanile stimola fantasia di rapporto incestuoso col figlio. Sarà vero?
Già da tempo ha impedito al figlio ingegnere di trasferirsi sul continente, se lo tiene vicino e stretto, a guinzaglio corto, e gli ostacola ogni incontro e contatto muliebre. Chiaro che Stella è vista male, le due donne non possono andare d’accordo.
Quando Simos si ribella, s’innesca una terza parte che verrebbe da definire il santo della follia. O, il santo della verità-
Personaggi forti, divisi tra libertà e tradizione, tra indipendenza e comunità, dove le donne svettano, ma gli uomini non sono mere comparse. Atmosfera di tragedia (greca), lingua ruvida, irriverente, essenziale, che morde abbraccia scrisse Fabrizia Ramondino.
La solitudine non era una condanna o una pena, era un rifugio, ciascuno nel suo mondo, vero o falso che fosse.
Η Στέλλα Σαλαγιά, καθηγήτρια σε νησί, όχι όμως και ντιπ της άγονης γραμμής, καθ’ότι τι είναι το weekend να ανεβοκατέβουν οι νησιώτες στην πρωτεύουσα, χωρισμένη, δίχως παιδί, κάπου στα 35-40, με όλα εκείνα τα υπαρξιακά που συνήθως παθαίνουν οι γυναίκες (και όχι μόνο οι γυναίκες αλλά και οι άντρες και οι straight και οι gay και οι trans) σ’αυτή την ηλικία όταν είναι μόνοι, με τα νεανικά όνειρα να ξεφτίζουν. Δίπλα της και μια γυναικοπαρέα καθηγητριών στο ίδιο στυλ που σβήνουν τις μοναξιές τους με Τερλέγκα, μπιρίμπα και χύμα κρασί στην ταβέρνα του χωριού. Μέχρι που η Στέλλα γνωρίζει τον Σίμο, τον γείτονα από απέναντι και η σχέση γίνεται πολύ κολλητή. Αλλά υπάρχει κι η μάνα του Σίμου, που έχουν μια σχέση κάπως παράξενη… Το κουβάρι της ιστορίας εξελίσσεται πολύ αργά… σε όλο το βιβλίο είχα την αίσθηση πως την συγγραφέα δεν την ενδιέφερε και τόσο να πει μια ιστορία, όσο να περιγράψει τόπους και αισθήματα. Λόγος μακροπερίοδος (όχι και Σαραμάγκου βέβαια…), ενίοτε χειμαρρώδης που καθόλου δεν με κούρασε. Ωστόσο, από ένα σημείο κι ύστερα, είχα την αίσθηση πως όλο αυτό ήταν μια ακατάσχετη φλυαρία που ενώ στην αρχή μου άρεσε, μετά άρχιζε να με κουράζει σφόδρα...Χρειάστηκε το τέλος, για να δω πως υπήρχε μια ροή σε όλο αυτό και δεν ήταν απλώς ωραία γλώσσα και ωραίες εικόνες, ατάκτως ειρημμένες. Υ.Γ. Αναρωτιέμαι ωστόσο εάν το διαβάσει ένα παιδί που δεν έχει ζήσει τις δεκαετίες 1980-90, πόσα πράγματα θα χάσει από ένα υποδόριο χιούμορ (Τερλέγκας, Ωνάσιο κλπ κλπ)
Λοιπον την Καρυστιάνη τη λάτρεψα στη Μικρά Αγγλία - με συγκλονισε ως το κοκκαλο. Εκλαιγα, χανομουν στον κοσμο της, και γυρω μου φαινοταν περιεργο οτι συνεχιζε η γη να γυριζει οταν τοσο συνταρακτικα πραγματα συνεβαιναν στο βιβλιο. Συνεχισα με καποια αλλα της, αλλα ακομη δεν εχω βρει κατι αντιστοιχο που να με συναρπασει. Φυσικα η γλωσσα ειναι καταπληκτικά φαντασμαγορικη γιατι >Καρυστιάνη, "ελληνικά Πολυτελείας¨που αναφερει και καπου μεσα στο βιβλιο. Και σημειωσα πολλά κουόουτ, χαθηκα στις ομορφες λέξεις, σαν διαμαντια τις θαυμαζα, τα ξαναδιάβαζα, γοητεύτηκα.
Αλλά περα απο αυτο δεν βρηκα αλλο λογο υπαρξης αυτού του βιβλίου: Μια παρωχημενη πλοκή που δεν καταλαβαινα σε τι εξυπηρετει και που δεν ειχα καμια αγωνια να δω που οδηγει (=πουθενα). Ενα καπως θλιβερο λαβ στορυ που δεν εστεκε και πολύ, μ' εναν μισόλωλο και μια μισοπαρηκμασμένη μεσήλικα, που, επισης δεν καταλαβα ποιες οι προθεσεις ή τα συναισθηματα της περιπτυξης. Γενικά δεν ειχα κινητρο να το συνεχισω, αν και το παλεψα πολύ.
Και τα 3 αστερια μου λοιπον για την γλωσσα της συγγραφέως, υπολειπονται ωστοσο άλλα δυο που θα εδιναν ενα νοημα κι εναν λογο να υπαρχει το εργο στις βιβλιθηκες του κόσμου Συγνωμη, σ' αγαπω κατα τ αλλα, αλλα δε φτανει η γλωσσα. Πρεπει να φτανει και η πλοκή.
[Εχω την αισθηση καμιά φορα οτι καταξιωμένες και πολυαγαπημένες συγγραφείς <(βλεπε και: Σωτη ή και: Ζυράννα) εχοντας και το βαρος της επιτυχιας στις πλατες τους, πανε να γραψουν χωρις συγκεκριμενη ιδεα, στηριζομενες στην αλαζονεία της υπεροχης γραφής τους. Δε ξερω αν ισχυει, ελπιζω οχι και θελω να μαι λαθος και αδικη. Αλλα αρεκετες φορες το χω σκεφτεί. Δεν ειναι λιγα τα παραδειγματα, και σε επιπεδο ακόμη Παγκοσμιας Λογοτεχνιας θα τολμησω να πω.] Δεν ξερω, πειτε κι εσεις.
_____________________ "Τις προχωρημένες ώρες όσα θα ήταν ωραίο να μεγαλώνουν μίκραιναν, παραδείγματος χάριν η προσδοκία, και οσα θα ηταν καλό να μικραίνουν μεγάλωναν, παραδειγματος χάριν ο φόβος"
[...]Εφτά και δέκα λοιπόν η Στέλλα καθόταν στο κουζινάκι μόνη, μασουλούσε δυο σκεβρωμένες φέτες ζαμπόν που βρήκε στο ψυγείο και κατέβαζε γουλιά γουλιά το νερωμένο ουίσκι. Σε κάθε μονή, διπλή, τριπλή ριπή του αέρα, έσπρωχνε με το δάχτυλο τη ραγισμένη κούπα σε διαδρομές πάνω στο ξύλο του τραπεζιού, που άφηναν πίσω τους για λίγο μια υγρή κλωστή. Ώσπου να τελειώσει το ποτό, δεκαεφτά γουλιές, η γραμμή είχε στεγνώσει και το ρολόι έδειχνε εφτά και μισή. Αυτός ήταν ο λόγος που η Στέλλα Σαλαγιά για τσάγια, καφέδες, αλκοόλ χρησιμοποιούσε μόνο τη ραγισμένη κούπα, κεραμική, σε αιγυπτιακό μπλε, βοηθούσε να κυλήσει ο χρόνος, να φύγουν είκοσι ολόκληρα λεπτά, να πάνε στον αγύριστο.[...]
Μοναδικό έργο, υπέροχη γραφή, εξώφυλλο. Συνολικά μια εξαιρετική έκδοση από τις αγαπημένες εκδόσεις Καστανιώτη
Αφού έφτασα στο τσακ να το παρατήσω, κατάφερα τελικά να το ολοκληρώσω. Αν και η Καρυστιανή μου αρέσει, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχε πολλά προβλήματα. Αρχικά η πλοκή δεν ήταν ξεκάθαρη, η αφήγηση σε πολλά σημεία ήταν φλύαρη και η ταύτιση με τους ήρωες δεν ήρθε ποτέ.Οι τελευταίες 60 σελίδες είναι καλές αλλά το ερωτημα πάντα, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι αν αξίζει να σπαταλήσεις τον χρόνο σου για λίγες μόνο σελίδες. Ο μόνος λόγος που τα 2 αστερια έγιναν 3, είναι γιατί δεν μπορώ να παραβλέψω την μοναδική ικανότητα της Καρυστιανής να χειρίζεται την ελληνική γλώσσα.
Ένα βιβλίο που σου βάζει την καρδιά στο μπλέντερ. Αν έχετε την παραμικρή μελαγχολική προδιάθεση (ερωτικώς ή γενικώς, ούτως ή αλλώς όλα είναι ένα) το διαβάζετε υπ'ευθύνη σας! Θα το ήθελα μονάχα λίγο πιο λιτό ώστε να κρατάει καλύτερα την ένταση του αισθήματος που δημιουργεί. Κι επίσης το τέλος ίσως είναι λίγο αδύναμο, δεν έχω αποφασίσει όμως.
Ο άγιος της μοναξιάς δεν είναι ένα μυθιστόρημα για τη μοναξιά ούτε καν ένα μυθιστόρημα κατεστραμμένων ανθρώπων. Είναι ένα ομφαλοσκοπικό (καλογραμμένο πάντως) πόνημα για ομφαλοσκοπούντες (εντελώς unrelatable) ανθρώπους (για να μη το περιορίσω στις γυναίκες) εκτός τόπου και χρόνου. Υ.Γ. Η (λατρεμένα αναρχοανατρεπτική) Iris Apfel κάποτε είπε: Αν δεν ενδιαφέρεσαι τότε δεν είσαι κι ενδιαφέρων (If you're not interested then you're not interesting) Αν, λοιπόν, οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα όντως μοιάζουν με αυτούς τους (ναρκισιστικά εγωκεντρικούς και ανενδιαφέροντες) εκπαιδευτικούς του Άγιου της Μοναξιάς τότε δεν είναι να απορεί κανείς με τα αποτελέσματά μας στο Pisa και το κάθε Pisa Υ.Γ.2 Η Καρυστιάνη ξέρει να γράφει κι αυτό σώζει το μυθιστόρημα από το 1 αστεράκι.
Από τα πιο αδιάφορα βιβλία που διάβασα πέρυσι.Το τελείωσα καταναγκαστικά,σκέφτηκα να το παρατήσω διότι δεν το βρήκα πλούσιο νοημάτων και δε με συγκίνησε η πλοκή του..
Η αληθεια ειναι πως μετα τις πρωτες 60 σελιδες εκανα τη σκεψη "μηπως να το παρατησω;", ομως το συνεχισα. Προκειται για ενα δυσκολο αφηγημα, δυσκολο με την εννοια οτι ο λογος ειναι χειμαρρωδης, τοσο που συχνα χανομουν στην αναγνωση κι επρεπε να γυρισω πισω αρκετες γραμμες και να ξαναδιαβασω για να καταλαβω τι ειναι αυτο για το οποιο μιλαει το προσωπο που αφηγειται. Επιπλεον, το παρον και το παρελθον περιγραφονται με ενα τροπο αρκετα μπερδεμενο. Στη συνεχεια, η ιστορια αρχισε να αποκτα περισσοτερο ενδιαφερον και τελικα μπορω να πω πως το βιβλιο μου αρεσε. Το μυθιστορημα αυτο εχει κατι το ιδιαιτερο. Προκαλει σιγουρα θλιψη. Περιγραφει τη μοναξια που νιωθει ο καθενας μας, την αναγκη να αγαπησουμε και να αγαπηθουμε, την αναγκη να ενωσουμε τη μοναξια μας με τη μοναξια καποιου αλλου ανθρωπου για να την κανουμε λιγοτερο δυσβασταχτη.
Λίγο μπερδεύτηκα με αυτό το βιβλίο και δεν ξέρω αν μπορώ να πω ότι μου αρέσει ή όχι. Από τη μία ιστορία μπορώ να πω ότι κάπως με άγγιξε. Το θέμα της μοναξιάς με την οποία παλεύουν οι ήρωες του βιβλίου αρκετά με αφορά μπορώ να πω οπότε σε αυτόν τον τομέα κάτι αποκόμισα. Από κει και πέρα όμως το βιβλίο είναι ιδιαίτερα χαοτικό στην αφήγηση αυτής της ιστορίας, κάτι που έκανε δύσκολη την ανάγνωση, ενώ το ίδιο το ύφος της γραφής σε αρκετά σημεία μου φαινόταν ενοχλητικό. Δεν είμαι σεμνότυφος, δεν θέλω απαραίτητα τα βιβλία που διαβάζω να μην έχουν κακές λεξούλες αργά από ένα σημείο και μετά η κατάχρηση δεν μου αρέσει.
This book details the adventures of a teacher moving to a Cycladic island. The writing (in the original Greek) uses a flowing, train-of-thought style, which is somewhat offputting. The prose itself is reasonably clear otherwise. The story is interesting enough, but it doesn't make a whole lot of sense, to be honest. As a slice-of-life literature, it is actually quite good; it does manage to convey psychological states and the island atmosphere pretty well. The book structure is a bit of a let down, with an extended coda feeling somewhat out of place: the book could have been shorter and more effective.
Η Καρυστιανη αναπτύσσει για μια ακόμη φορά την συγγραφική της δεινότητα, δίχως όμως να καταφέρνει να σε παρασύρει στον κοσμο του βιβλιου -άνευρο, φλατ κείμενο, μπερδεμένη ροη, σπασμωδικά αναπτυγμένοι χαρακτήρες, συρραφή ατάκτως εριμμένων μοντέρνων λογοτεχνικών μοτίβων: τσακισμένες ζωές, καταθλιψη, μοναξιά, προδομένα όνειρα, ένας αχταρμάς εικόνων και ιδεών που όμως δεν καταφέρνει να συνδεθεί και να δώσει μια δυνατή ιστορία ή, έστω, μια τροφή για σκέψη. Διαβάστε τη Μικρά Αγγλία καλύτερα.
Η ανάπτυξη των χαρακτήρων είναι ελλιπής και δεν κατάφερε να μου μεταδώσει συναισθήματα... Οι εικόνες που θα έπρεπε να σχηματίσω έμειναν μετέωρες... Η Καρυστιάνη έχει γράψει πολύ καλύτερα βιβλία.
One of the best Greek books I have ever read. ALready read it twice since it was published and would not mind re-reading it again. The claustrophobic atmosphere of the wind-swept island, the group of the women, the attention to detail, the masterful denouement make Karystiani one of the most accomplished ariters of her generation.
DNF στη σελιδα 200. Δεν ξερω ποια ήταν η αρχικη ιδεα της συγγραφεως αλλα κατεληξε σε κατι πολυ δυσνοητο. Η αφηγηση είναι χειμαρρωδης, μπερδεμενη. Δεν καταφερα να συγκρατησω τις σχεσεις μεταξυ των ηρωων και καποια στιγμη αποφασισα ότι δεν αξιζε τον κοπο να ζαλιζω το μυαλο μου με αυτην ανοησια. Μπορει να κανω λαθος αλλα η γραφη μου φανηκε ναρκισιστικη και σνομπ. Ειχα την εντυπωση οτι η συγγραφεας εβλεπε αφ' υψηλου ολους τους ηρωες και εγραφε για να τους εξευτελισει. Επισης, ειχα την αισθηση ότι ειχε βαλει στοιχημα με τον εαυτό της ποσες απο τις εκατονταδες χιλιαδες λεξεις του συνολου της ελληνικης γλωσσας μπορουσε να χωρεσει στο ιδιο βιβλιο. Πιθανοτατα, ελαχιστες της ξεφυγαν.
A nice book but not the author's strongest book. On the plus side is the wonderful language she uses in all her books, the layered writing and the wonderful images she uses to convey the feelings and thoughts of her heroes. The symbolism of human loneliness and its consequences is wonderful. Especially to people who have lived their lives with the joys and frustrations it brings. The downside of the book is that the author tried to show many perspectives of different people with their stories. However the reader may be confused especially at the beginning. It could limit the number of people talking. Yet a book worth reading.
Ένα μωσαϊκό χαρακτήρων σε νησί του Αιγαίου που διαπλέκονται με όμορφο τρόπο αναμεταξύ τους αλλά και με το παρελθόν τους, προσωπικό και οικογενειακό, σε μια εξελισσόμενη αποδόμηση και ηθική παρακμή. Ενδιαφέρουσες αφηγηματικές τεχνικές, στέρεη γλώσσα σε κρατούν σε εγρήγορση.
Μια απογοήτευση... Στο πρώτο κομμάτι του βιβλίου η συγγραφέας με έκανε να βαρεθώ σε σημείο να περνάω μηχανικά τις σελίδες χωρίς να βρίσκω κάποιο νόημα στο βιβλίο. Θα έπρεπε να το είχα αφήσει στις πρώτες 60 σελίδες, καθώς κάπου εκεί έχασα το ενδιαφέρον μου.
αυτό το βιβλίο ήταν ο λόγος που άρχισα να διαβάζω ξανά, πάντα ένα βιβλίο της Ιωάννας είναι ένας καλός λόγος για να διαβάσει κανείς πραγματική ελληνική λογοτεχνία.
αν θυμάμαι καλά πρέπει να το διάβασα το 2010 και όμως 10 χρόνια μετά παραμένει τόσο ζωντανό μέσα μου.
Διαμάντι που προτείνεται για επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις. Χάνεσαι στον κόσμο του. Τρυφερό και σπαρακτικό βιβλίο με ιδιαίτερους χαρακτήρες. Ξεκινάει με την πιο αλλόκοτη φράση που θα μπορούσε κάποιος να διαβάσει στην πρώτη σελίδα ενός βιβλίου. Αξίζει.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα από τη συγγραφέα και την ερωτεύτηκα. Από τα αγαπημένα μου βιβλία με κλίμα τα ελληνικά νησιά και το φθινόπωρο. Ο τρόπος γραφής σε συνδυασμό με την ιστορία που διηγείται σε κάνει συχνά να μη ξέρεις αν θέλεις να ξεσπάσεις σε γέλια ή να βάλεις τα κλάματα.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της συγγραφέας που διάβασα και μυήθηκα στην υπέροχη γραφή της. Από τον τίτλο ως το τέλος είναι ένα αξιοδιάβαστο βιβλίο. Η μοναξιά και οι αποφάσεις. Ένα υπέροχο κείμενο.