" Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. "
Ο Ελύτης δεν θέλει 5 αστέρια,θέλει γαλαξίες ολόκληρους. Κάθε φορά που διαβάζω ένα του ποίημα αισθάνομαι ότι ξεδιψάει η ψυχή μου.
"Μια μέρα τη ζωή που 'χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μο- σχαριού που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεν- νηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημά- των. Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέ- σα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν. Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου."
"Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου.
Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα"
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι όπως ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.
Εγώ τον ουρανό που είναι η ποίηση του Ελύτη τον είδα μέσα από την ανάγκη μου να διαβάσω γραμμές ξεχωριστές, να καθηλώσουν τον μυαλό και να ταξιδέψουν μεθυστικά την ψυχή μου, ε και αυτές οι γραμμές το πέτυχαν στο έπακρο, και αυτή η ανάγκη ικανοποιήθηκε. Απλά απίστευτος!
Θέλω να 'μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ: και ίσιος, παράλληλος με τι γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες και ίσως γι' αυτό στέκουνε τόσο σίγουρα μες στην παλάμη του Θεού.
Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.
I read somewhere that this book, written after Elytis was awarded the Nobel Prize in Literature, is one of his works that is "more accessible to Western readers". Which really makes me wonder what his other works are like.
This book is very much about Greece. History (ancient and into the 20th century), nature, smells, boats, water, plants and foods. For me, it conjured up the Mediterranean coasts of Italy and France, because I have been there and have reference. But I don't know what hyssop smells like, or what the mountains look like, or how close together the islands are.
I found the notes in the back (unmarked in the text) halfway through my reading--and they are good, because I wasn't always sure what was a place name or a person's name. But a short note simply cannot give the full historical context.
I can imagine that Elytis was a very popular writer in Greece, and perhaps among readers/writers that have spent time in Greece. I can sense just enough to know I'm not getting everything he intended.
ΕΧΕΙ ΚΙ Η ΨΥΧΗ τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. [..] Α! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Αγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Κουμπώ μ΄ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει ο τόπος! [ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ XVI]
Μια μέρα τη ζωή που 'χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μο- σχαριού που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεν- νηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημά- των. Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέ- σα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν.
Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.
Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο, τότε το παιχνίδι το έχασα. (ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ, Ι)
Θέλω να 'μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περι- στεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι' αυτό στέκουνε το- σο σίγουρα μες στην παλάμη του Θεού.
Τείνω μ' όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περι- στρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το πως κοιτάζω απ' το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ' ενέργεια με την πρόθε- ση ν' αρμόσω λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους και τετράμετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύ- τερο κόσμο, που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βότσαλα που τα ρίγω- σαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ' ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φι- λολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρί- σκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.
Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου. (ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ, V)
This poetry collection feels like standing at the edge of the Aegean, letting the sun and sea wash over you while grappling with life’s bigger questions (which is exactly where I was while I was reading it and what I felt). His poetry radiates light—both literal and metaphorical—yet doesn’t shy away from the shadows that come with being human.
What I love most about this collection is how Elytis captures the Greek spirit so effortlessly: the endless blue of the sea, the warmth of the sun, and the deep connection to nature and myth. It’s like he’s writing not just about Greece but about the essence of joy and resilience.
That said, his surrealist style can feel dense at times. You almost need to let the words wash over you without trying to pin them down, and that’s where the magic happens. It’s not an easy read, but it’s a rewarding one. It left me feeling both grounded and inspired, like I’d just taken a long walk on a sun-drenched shore, thinking about life and love.