Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια Μερικά φτάνουν κι ως την τρικυμία μ' αναμμένα φώτα Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων
Καταπιάνομαι με το Σολωμικό Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει κι ολοένα αναρωτιέμαι ποια είναι σε τελική ανάλυση η κατάλληλη εποχή για να πεθάνει κανείς; Γιατί είναι άνοιξη και Απρίλης αλλά η μνήμη μου επιβάλλει να θυμηθώ έναν άλλον, καλοκαιρινό, Αυγουστιάτικο θάνατο. Κι έτσι αφήνω τον παππού Σολωμό και πιάνω το εγγόνι του, τον Ελύτη.
Γιατί όταν - πριν αιώνες - εκείνο το καλοκαίρι που πέθανε ο παππούς μου πήρα στα χέρια μου τα Ελεγεία της Οξώπετρας φανταζόμουν πως ο γεράκος μου έφυγε νύχτα κι Αύγουστο γιατί υπήρξε τόσο καλός άνθρωπος που ο Θεός του χάρισε αυτό που λέμε: έναν ωραίο θάνατο. Εκείνο το καλοκαίρι μου είχε εξομολογηθεί πως θα πεθάνει και να μη λυπηθώ. Εκείνο το βράδυ που έφυγε μας καληνύχτισε όλους τρεις φορές -καθόμασταν, όλη η οικογένεια, στην αυλή με τη μανταρινιά και τη βουκαμβίλια στον άσπρο τοίχο. Πέθανε στον ύπνο του, είπανε. Πήγε στον Παράδεισο, είπανε. Ωραίος θάνατος, είπανε.
Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας θά 'ναι νύχτα κι Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που θ' ακούγονται και με το λίγο της ψυχής μου κυανό ή Όξω Πέτρα μέσ' από τη μαυρίλα θ' αρχίσει ν' αναδύεται
Αυτό που πάντα με παρηγορούσε είναι η έννοια και ο ρόλος του ποιητή. Ο Θεός -Ποιητής είναι ένας δημιουργός που φτιάχνει κάτι από το τίποτα και ως προέκταση αυτού ο ποιητής προσπαθεί να συλλάβει το κάτι που υπάρχει πέρα από το τίποτα αυτού του κόσμου, ενός κόσμου που φθείρεται και χάνεται και πρέπει με κάποιον τρόπο, με κάποιο μέσο, να διασωθεί. Η ποίηση ως μνημοτεχνική άσκηση αποθηκεύει την ανθρώπινη εμπειρία στο κύτταρό της, τον στίχο της.
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί Όμως απ' αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει Μόνον ο ποιητής
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου όταν χτίστηκε έβλεπε ίσια στη θάλασσα. Ύστερα ήρθανε άλλοι και χτίσανε μπροστά και έκρυψαν τη θέα. Έτσι ο παππούς έχτισε το απάνω πάτωμα, με μεγάλη βεράντα και ξαναβρήκε τη θέα κατά τη θάλασσα και προίκισε και τη μάνα μου. Κι ύστερα πάλι ξανά, στον καιρό της αντιπαροχής, όλη η γειτονιά ξεθεμελιώθηκε και χτίστηκαν παντού πολυκατοικίες. Πάλι την έχασε ο παππούς τη θέα, αλλά τώρα είχε εμένα, το εγγονάκι, μια δικαιολογία για φεύγει από την ανήλιαγη κατοικία μας και να κατεβαίνει στην παραλία, ακόμα κι όταν έκανε "κίτρινο καιρό" τις εποχές που η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από την αφρικανική σκόνη, ίσια μέχρι τον κυματοθραύστη σκαρφαλώναμε και εκεί μου εξιστορούσε τις οικογενειακές μας μυθολογίες. Για τους μαυριδερούς προγόνους μας που ζούσαν στα βουνά στην απέκει πλευρά της θάλασσας, σκυλιά ατάιγα, Τούρκο δεν άφησαν να πατήσει τα σύνορά μας, το χωριό ήταν χτισμένο σε αετοράχη, μα με τους αιώνες καταλήξαμε σε εκείνη την πλατιά πολιτεία όπου όλοι οι δρόμοι της οδηγούν στη θάλασσα.
Έντεκα του Αυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς Μήτε και σπίτι. Μόνο βοές, βοές και μία Θάλασσα πεινασμένη που ορμάει να φάει μαράζι απ' τα παλιά ορυχεία σου Κείνα των κίτρινων καιρών με τον μεγάλο μαύρο σκύλο
Γαβ η αγάπη γαβ η απάρνηση γαβ η Μαρία και η Προσκύνησις των Μάγων γαβ όλα σου τα υπάρχοντα Γεννηθείς; Εν; Έτος; Θρήσκευμα; Κενό.
Εγώ από πολύ νωρίς είχα ένα σωρό απορίες κι ο παππούς είχε πάντα μια λάθος απάντηση για όλα, αλλά ποτέ δεν μου είπε ψέματα. Μου μάθαινε για τα θαυμαστά πράγματα που διάβαζε στον Καζαμία, στην Βίβλο, στο Γεροντικό, ο Μέγας Αντώνιος που έπαιζε μακριά γαϊδούρα και τι σήμαινε το όνειρο που είχα δει την περασμένη νύχτα, τι απαντάμε στη γοργόνα που ρωτάει αν ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος "Ζει, ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει".
Όπως σε μια αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή Το δικό σου λουλούδι φυτρώνει που το λένε Σκέψη (Άλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί Που το κολύμπι μ' έβγαζε απ' ανέκαθεν) Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί Και στα παιδιά δοσμένος είναι ο ίδιος άλλ' Απέραντος!
Άνθρωποι πεθαίνουν από ασφυξία, ποιος θεός - δημιουργός θα φυσήξει αέρα στο στόμα μας; Μηδαμινή παρηγοριά η ποίηση για όσους δεν ανασαίνουν πια. Όμως η φιλανθρωπία των εγκεφαλικών μας συνάψεων, μπορεί να μας κάνει να ονειρευόμαστε για μια τελευταία φορά πως συναντούμε όλους εκείνους που αγαπήσαμε και που δεν είναι πια, σε έναν ανεμοδαρμένο βράχο, σε μια οξώπετρα, ο θάνατος, μια τελευταία εκπνοή και αιώνιο φως (το σκοτάδι είναι για όσους απομένουν πίσω).
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος. ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός κι ατελεύτητος ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.
Uh, intenzivno. Ne pamtim kad sam nosio knjigu svuda za sobom kako bih svaki slobodni trenutak koristio da virim u nju. Zbirka je nevelika po obimu, sastavljena od 15 elegija, hermetičnih i lucidnih, pa sam svaku elegiju navučeno čitao iznova i iznova. To nisam radio zbog značenja u stihovima. Kada se na nešto navučeš, to se nikad ne tiče značenja, već se navučeš na vrtoglavicu. A teško je pričati o tom osećaju. Najprostije rečeno, „Elegije iz Oksopetre” su pesme o smrti, objavljene kada je Elitis napunio 80 godina. U njima je smrt pretvorena u metasmrt, a u takvom svetonazoru podjednako su važne i zemaljske sobe, gde blago ocrtani čaršavi svedoče o našim žudnjama, a i nadzemaljske sobe, gde ćemo tek tumarati, držeći Boga u vidu cvrčka na šakama, odakle će voditi svoja leta od jedne do druge galaksije. A te sobe su podjednako važne jer su to iste sobe. Ne može se to prozaično „objasniti”, za to je potrebno da se čita poezija, a ovo je baš, baš, vrhunska poezija. A i prevod je vrhunski.
"Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι Η γη. Χορτάτη από διαμάντια κι άνθρακες Ομως ξέρει να ομιλεί και από εκεί που η αλήθεια εκβάλλει Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλη καθαρότητας Ερχεται να στο επιβεβαιώσει. Ποιο; Τι;
Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο θεός δεν μεταβάλλει Κείνο το κάτι το ανεξακρίβωτο που υπάρχει Παρ' όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα."
Υπέροχος, γλωσσοπλαστης Ελύτης! Δεν ανηκει στις παιχνιδιάρικες συλλογες του, αλλά στις βαθιά υπαρξιακές. Αναζητα τη θέση του ανθρωπου στη φυση και να νοηματοδοτησει το εφημερο της ζωης μέσα απο αυτην και μεσα απο τα κοινωνικα συστηματα προσπαθωντας να κατανοησει και την κληρονομια κάθε γενεας στην επελθουσα. Τα νοηματα του είναι τόσο πανανθρωπινα (σχεδον υπερανθρωπα) και καθολικα, που η γλωσσα δεν τα χωραει.
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο! (Σολωμού συντριβή και δέος)
Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα Πού ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω Βάσανα μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα λεμονόδεντρα Τόξα, καμάρες οπού εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες Που ν’ άγγιξε άγγελος; Τί να ‘μεινε; Ποιος τώρα; (...) Ίσως κάτι πού μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα Πού είναι το Ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα Τα Πέραν και τα Μέλλοντα. (Το εικόνισμα)
Α τί να πεις που κι έναν μόνον Αναστεναγμό ν'ανοίξεις θα σε ρίξει χάμου ο άνεμος (Άσημον)
Περνούν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από τις πυρκαγιές Κανείς δεν ξέρει. Σ' ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός. Προεξέχουν μόνο Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου.
Υπέροχη. Δεν είναι καν η αγαπημένη μου συλλογή του Ελύτη, και παραμένει υπέροχη.
Αχ ομορφιά και αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω
ELYTIS, Odysseas: „Oxopetra. Westlich der Trauer“, Frankfurt 2001 Gedichte kann man nur in kleinen Mengen lesen um sie „verdauen“ zu können. Fremdsprachige und übersetzte Gedichte sind generell in ihrer Aussage limitiert. Man müsste die Ursprungssprache verstehen um auf den wahren Inhalt zu kommen. Im vorliegenden Gedichtband wird dies angeboten: auf den linken Seiten stehen die Gedichte in der ursprünglichen griechischen Sprache und rechts im übersetzten Deutsch. Bei Gedichten kann man keine Inhaltsangabe machen und auch Beurteilungen sind (zumindest für mich) schwierig. Ich beschränke mich daher auf die Wiedergabe von interessanten Passagen: Gott braucht dich: „Weil er dich einmal brauchte hat Gott dir die Lippen vergoldet Welch Wunder du sprichst und deine Hände öffnen sich Daß selbst ein Stein sich sehnt Eckstein neuer Kirche zu werden“ (Seite 15) Die Seele beschützen: „Allein die Seele sie Breitet wie bei Gefahr die Henne über der Brut die Flügel aus“ (Seite 30/31) Über das Sterben: „Ich lebe für dann wenn ich nicht mehr bin Mitternacht in meinem ganzen Leben.“ (Seite 33) Über den Stress der modernen Zeit: „Immerfort näher immerfort höher Jenseits menschlicher Passion und Schuld Noch ein wenig noch ein wenig“ (Seite 49) Kinder haben mehr: „Bemessenen Raum haben die Weisen Und den Kindern gegeben ist derselbe aber Unendlich!“ (Seite 53)