Πάνω από το Μοναστήρι της Παναγιάς της Σαρανταποδαρούσας εμφανίστηκε εκείνη η πελώρια γρανιτένια σκάλα που ένωσε τον Ουρανό με τη Γη. Κάπως έτσι ξεκίνησε το Τέλος του Κόσμου. Από τότε τα πράγματα στο κάποτε βαρετό ψαροχώρι του Σμου, όσο να ’ναι, έχουν αλλάξει. Δεν είναι τόσο οι Άγγελοι του Κυρίου και οι ντόπιοι Δαίμονες που αλληλοσκοτώνονται στα σοκάκια της Πλαγιάς, ούτε τα πλάσματα από παλιά θρυλούμενα που έχουν πάρει σάρκα και οστά. Όλα αυτά τα συνηθίζει κανείς αργά η γρήγορα, το δύσκολο είναι κάτι φήμες για Ανάσταση των Νεκρών (τι θα γίνει αν μια μέρα μαζευτούν στο σπίτι όλοι μαζί οι προπαππούδες;), κάτι ψίθυροι για τελική μάχη, και κυρίως αυτές οι Σφραγίδες που έχουν εμφανιστεί στα μέτωπα ολωνών, αυτές που δεν βγαίνουν όσο και να τις τρίβεις, εκεί επίμονες σαν τατουάζ: ξυπνάς μια μέρα και έχεις ένα μανιασμένο κριάρι ή αλλιώς έναν σαλιάρη τράγο στο δόξα πατρί.
Το βιβλίο αυτό με άφησε με ανάμεικτα συναισθήματα. Είναι κάτι μεταξύ κωμικού φάνταζυ, λαογραφίας και σάτιρας, αλλά υπάρχουν κάποια σημεία που με προβλημάτισαν.
Για αρχή, αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι το βιβλίο κάνει το απόλυτο φάουλ για φάνταζυ μυθιστόρημα: αγνοεί κάθε έννοια συνέπειας. Συνεχώς παρατηρούσα μία σειρά από αναχρονισμούς, με ηλεκτρικές συσκευές και πυροβόλα να συνυπάρχουν με σπαθιά, παπάδες και μάγους. Και όχι πχ με τον τρόπο που συνυπάρχουν στα περισσότερα urban fantasy, αλλά άτακτα ερειμένα, ενώ ολόκληρα concept όπως η μαγεία αντιμετωπίζονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικά σημεία του βιβλίου, σαν ο δημιουργός να πέταγε μάγους και paladins σε ένα σύγχρονο Ελληνικό νησί γιατί έτσι θεωρούσε ότι γινόταν φάνταζυ. Όμως, και εδώ φαίνεται η μαγκιά του συγγραφέα, όλο αυτό δίνεται με τόση τσαχπινιά και ειληκρίνια που υπάρχουν (ελάχιστα) σημεία που όχι μόνο δεν ενοχλεί αλλά προσθέτει και χρώμα στο βιβλίο.
Σε γενικές γραμμές το γράψιμο ακολουθεί τη φόρμα του Terry Pratchett, με κωμικούς διαλόγους, παράδοξους χαρακτήρες και τραγελαφικές καταστάσεις. Όμως, σε αντίθεση με το θείο Τέρρυ, εδώ οι χαρακτήρες δε στηρίζουν το χιούμορ. Ο Σεβάσμιος δεν είναι Rincewind, ο Γλάρος δε συγκρίνεται με το κουτί και η Ισιδώρα δεν είναι Γιαγιά Weatherwax, τους λείπει η Προσωπικότητα για να εντυπωσιάσουν. Και οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι μια ιδέα πιο προσχηματικοί από ότι θα έπρεπε και η κωμικότητά τους πολλές φορές σκοντάφτει στην ανάγκη τους να είναι κωμικοί χαρακτήρες. Εξαίρεση αποτελούν οι κουρούνες, που είναι οι star του βιβλίου και που σε αρκετα σημεία βγάζουν προσωπικότητα και χιουμορ σχεδόν αβίαστα.
Η πλοκή επίσης κάπου με κούρασε, κάνει σε σημεία κοιλιές και καθυστερεί λίγο άσκοπα, ενώ πηδάει αρκετές φορές τριγύρω από το ίδιο σημείο ακολουθώντας δευτερεύοντες χαρακτήρες χωρίς να οδηγεί κάπου. Το δε σατιρικό κομμάτι με τους κακούς Αγγέλους έχει χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν με τον ίδιο τρόπο, αναιρόντας αυτό που στα ελληνικά ονομάζουμε novelty value του, χωρίς ταυτόχρονα να προσφέρει κάτι καινούριο.
Και κάπου εδώ θα απορείτε μάλλον γιατί το βιβλίο έχει πάνω από ένα αστεράκι και καλά θα κάνετε, γιατί ως τώρα το θάβω. Έχει όμως και μια σειρά από αρετές που δεν μπορώ να μην αναφέρω. Για αρχή, το γράψιμο είναι πολύ στρωτό και άνετο, δεν κουράζει και ρέει αβίαστα. Ο συγγραφέας ξέρει άψογα τη γλώσσα του και τη χρωματίζει με προφορικότητα και ιδιοματισμούς που δίνουν έναν προσωπικό τόνο στο βιβλίο. Το δεύτερο μεγάλο συν απορρεει από την τριβή του συγγραφέα με τη λαογραφία: υπάρχουν εμπνεύσεις που όχι απλά είναι γεμάτες χρώμα Ελληνικό αλλά γεμίζουν με γκραφίτι και τις γύρω σελίδες. Η σκηνή πχ που η Ισιδώρα μιλάει με τους πεθαμένους είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ενώ το ξόρκι με το οποίο οι Κουρούνες πολεμούν τους σιδερανθρώπους είναι πανέξυπνο, για να αναφέρω δύο παραδείγματα. Επίσης εμπνευσμένοι μου φάνηκαν και οι διάφοροι δαίμονες που εμφανίζονται.
Συνολικά, Η καινούρια διαθήκη του Σμου μου φάνηκε ως ενα βιβλίο που καταρρέει κάτω από την ίδια τη φιλοδοξία του. Θέλει να πει και να είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα και κάπου αποτυγχάνει. Ταυτόχρονα όμως είναι βιβλίο ενός συγγραφέα με ικανότητα, ανησυχίες και γόνιμη φαντασία που ξέρει πως να κάνει τα δυνατά χαρτιά του έργου του να λάμψουν και να εντυπωσιάσουν. Ελπίζω το επόμενο βιβλίο του Γιώργου Τυρίκου-Εργά να καταφέρει να αποδόσει το όραμα που έχει.
Ο Γιώργος Τυρίκος-Εργάς έρχεται να προσθέσει ένα ακόμα βιβλίο στην ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού κάνοντας την πλουσιότερη. «Η καινούρια διαθήκη του Σμου» (εκδόσεις Πατάκη, 2011) είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου, το οποίο ξεχειλίζει από φαντασία και χιούμορ. Πουλιά που μιλούν, ιερωμένοι που κάνουν ξόρκια και μαγγανείες, μάγοι και μάγισσες, σιδερένιοι πολεμιστές και άγγελοι, μπλέκονται στην ιστορία που διαδραματίζεται στο φανταστικό νησί Σμου.
Στα δυνατά σημεία του βιβλίου είναι ο συνδυασμός της λογοτεχνίας του φανταστικού με την λαογραφία την οποία ο συγγραφέας κατέχει καλά.
Είναι πραγματικά πολύ ελπιδοφόρο, μέσα στην σημερινή συνθήκη της μελαγχολίας και της κατάπτωσης, που μας περιβάλλει όλους σαν αναπόδραστη ομίχλη, να συναντάς βιβλία που αποπνέουν μια άλλη ποιότητα, έναν αέρα αισιοδοξίας και δημιουργικότητας διαφορετικό, βιβλία όπου ο συγγραφέας τους πετυχαίνει μια ευτυχή καλλιτεχνική ανάπλαση της πραγματικότητας και ταυτόχρονα προτείνει μια καινούρια ματιά πάνω σε αυτήν. Ως ένα τέτοιο βιβλίο είδα το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Τυρίκου-Εργά ''Η καινούρια διαθήκη του Σμου''.
Ο Τυρίκος-Εργάς επινοεί ένα φανταστικό νησί, τον Σβίγγο, και το απομονωμένο από τον άλλο κόσμο ψαροχώρι του, το περίφημο Σμου. Παρόλο που το Σμου δεν διαφέρει πολύ από ένα τυπικό ψαροχώρι του Αιγαίου, με τους ψαράδες κατοίκους του και την απλή, τυποποιημένη καθημερινότητά τους, συνιστά ταυτόχρονα ένα μέρος όπου η λαϊκή μαγεία είναι πραγματική, ακόμη και θεσμοθετημένη, οι θρύλοι είναι ζωντανοί, τα ζώα έχουν την δική τους λαλιά και τον δικό τους χαρακτήρα. Έτσι, στο μυθιστόρημα αυτό, που στην ορολογία των ειδών κατατάσσεται στην λογοτεχνία του φανταστικού, η αφήγηση βυθίζεται στην περιοχή του μυθικού, πλάθοντας την ατμόσφαιρα μιας φανταστικής πολιτείας που ζει έξω από τα όρια του δεδομένου και του γνώριμου, με ταυτόχρονες όμως ρίζες στην διαχρονική πραγματικότητα της προφορικής παράδοσης όπου συναντούμε ονόματα και ήθη γνωστά της ελληνικής επαρχίας.
Αυτό που κινητοποιεί την υπόθεση είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός: φαίνεται πως η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει, το Τέλος του Κόσμου επέρχεται, μια πελώρια σκάλα εμφανίζεται στον ουρανό, και Άγγελοι και Δαίμονες ξεχύνονται φτιάχνοντας τα δικά τους στρατόπεδα για την τελική αναμέτρηση. Τώρα ο καθένας θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και να δείξει πού ανήκει.
Τα πρόσωπα του έργου είναι πολλά. Καταρχήν, η πιο διάσημη ατραξιόν του Σμου, ο... παμφάγος γλάρος Ιωνάς, ένα πουλί με χαρακτήρα και ανθρώπινη λαλιά. Ο γλάρος Ιωνάς θα διακρίνει πρώτος τις κοσμοϊστορικές απειλητικές αλλαγές που θα αρχίσουν να συμβαίνουν στο νησί, και μαζί με τις περίφημες κουρούνες του Εμπορικού Συλλόγου Κουρούνων Κόλπου Καλαμοχέρας (πτηνά που επίσης ομιλούν και διαθέτουν έντονο... εμπορικό δαιμόνιο) θα επιχειρήσουν πρώτοι να αναγνωρίσουν την απειλή και να διαπιστώσουν τα τρωτά της σημεία (αφού οποιαδήποτε εμπορική συνδιαλλαγή μαζί της θα αποδειχθεί καταδικασμένη). Έπειτα, με πολύ ενδιαφέρον τρόπο σκιαγραφείται το πρόσωπο του Σεβάσμιου, που είναι ο επίσημος Μάγος του Σμου, κάτι σαν την πολιτική αρχή στο νησί, κατά βάθος όμως ένας γερο-κατεργάρης καλοπερασάκιας. Ο Σεβάσμιος θα πρέπει τώρα να δραστηριοποιηθεί για να δει τι συμβαίνει και όλα έρχονται άνω-κάτω στο νησί τους. Μαζί με τον στοχαστικό Επίσκοπο, που δεν εγκαταλείπει το μοναστήρι της Παναγιάς της Σαρανταποδαρούσας, και τον πολέμαρχο Χαρκούτσο, τον αρχηγό των ξεπεσμένων πια Δραγουμάνων του Νόμου, αποτελούν τις επίσημες αρχές του Σμου. Επίσης, ρόλο κεντρικής ηρωίδας κατέχει η Ισιδώρα, μια νεαρή έφηβη με ιδιαίτερες ικανότητες και ταλέντο στην μαγεία, που θα βρεθεί στο επίκεντρο της διαμάχης Αγγέλων και Δαιμόνων. Η Ισιδώρα θέλει να είναι ελεύθερη, μακριά από απαρχαιωμένες υπαγορεύσεις και δεσμεύσεις, ικανή να ορίζει μόνη της την μοίρα της, αλλά σύντομα θα διαπιστώσει πόσο πολύ δύσκολο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο. Τους βασικούς χαρακτήρες πλαισιώνουν ακόμη αρκετοί άλλοι, ο παπα-Γιάννης, ο επιστάτης Νικόδημος, ο μετεωρολόγος Τραμουντάνης, η κυρά-Φουκάινα, ο Λάζαρος το Μουλάρι, ο μαστρο-Φίλιππας, ο Τυφλός Κίμωνας, κ.α.
Στην Καινούρια Διαθήκη του Σμου, λοιπόν, μέσω μιας κεφάτης και οιστρηλατημένης φαντασίας, αναπλάθεται δημιουργικά η κοινότητα ενός μικρού ψαράδικου χωριού, με τους απλούς παραδοσιακούς τρόπους και τις παραξενιές του, και με την επιβλητική παρέλαση μιας πλειάδας από συμπαθητικές μορφές γερόντων, κυράδων, πολεμάρχων και παιδιών. Τα πρόσωπα του βιβλίου κινούνται ταυτόχρονα σε δύο αντίθετους κόσμους: στον κόσμο της καθημερινότητας και της πεζής εκδίπλωσης της ζωής, αλλά και στον κόσμο του απίθανου και του μαγικού. Και αυτό δίνει στον συγγραφέα την ευχέρεια να συνδυάσει το δραματικό με το ευτράπελο, το μυστηριακό με το χαριτωμένο, το βαθύ με το ελαφρύ, το μυθικό και το ψυχικό με το υλικό και το πραγματικό.
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι πως ο Τυρίκος-Εργάς δείχνει να κατέχει τον τρόπο άλλοτε ν’απεικονίζει ηρωικές διαθέσεις και καταστάσεις, άλλοτε να παίζει με το ανέμελο και το πρόσχαρο, και άλλοτε να δημιουργεί μια κατανυκτική υποβολή με προεκτάσεις στοχαστικές. Διαθέτει την ικανότητα να κινείται άνετα από την παιχνιδιάρικη διάθεση της φυγής προς την φαντασία ως την μυστική προέκταση της ζωής μπροστά στον θάνατο και την οριστική υποχώρηση της ηρεμίας μπροστά στην καταστροφή... Επίσης, ο διάλογος είναι φυσικός, ζωντανός και άνετος, και όπου πρέπει στοχαστικός και εμπνευσμένος. Ο Τυρίκος-Εργάς αφηγείται την ιστορία του με κέφι, παρουσιάζει πολλά επιτυχημένα ευρήματα (πραγματικά μοιάζει να διαθέτει αμέτρητα στις αποσκευές του), και βρίσκει πολλές αφορμές για ειρωνεία και σαρκασμό.
Τελικά, με την χαριτωμένη διαγραφή των προσώπων, που γίνονται συμπαθητικά και ευχάριστα, τον έξυπνο και στοχαστικό διάλογο, και την ελεύθερη και απρόσκοπτη αφήγηση, η ''Καινούρια Διαθήκη του Σμου'' δίνει ένα ευτυχές αισθητικό αποτέλεσμα και αρκετές υποσχέσεις για το μέλλον ενός νέου και ταλαντούχου πεζογράφου.
Η ιστορία της ‘Καινούργιας Διαθήκης του Σμου’ εκτυλίσσεται σε ένα φανταστικό νησί, το Σβίγγο και το μικρό ψαροχώρι του Σμου. Ένα χωριό που η μαγεία είναι μέρος της πραγματικότητάς του, οι θρύλοι της παράδοσης είναι ζωντανοί και τα ζώα έχουν τη δική τους λαλιά. Κι αυτό που εγείρει την υπόθεση είναι το γεγονός ότι το τέλος του κόσμου είναι προ των πυλών. Μια τεραστίων διαστάσεων σκάλα κάνει την εμφάνισή της από τον ουρανό και απ’ αυτή κατεβαίνουν άγγελοι και δαίμονες με σκοπό να χτίσουν τις δικές τους συμμαχίες για την τελική αναμέτρηση που διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η πολυπλοκότητα των λογοτεχνικών όρων και τα ασαφή όρια των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων δυσκολεύουν σαφώς την κατάταξη των μυθιστορημάτων και ιστοριών φαντασίας σε ένα συγκεκριμένο είδος. Κι αυτή η δυσκολία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανυπαρξία παρθενογένεσης στην τέχνη. Είναι πλέον σαφές ότι νύξεις και ψήγματα από προγενέστερες τάσεις και λογοτεχνικά ρεύματα πολλές φορές συνθέτουν νέα λογοτεχνικά είδη. Έτσι, αναφορικά με το ζήτημα της ένταξης αυτού του έργου – ταπεινή μου άποψη είναι – ότι ο Τυρίκος - Εργάς μας έδωσε κάτι νέο και ιδιαίτερα γοητευτικό, ακροβατώντας εντέχνως και με φοβερή ευκολία ανάμεσα στη λαϊκή παράδοση, την ηθογραφία της περιοχής του Αιγαίου και τη λογοτεχνία του φανταστικού αγγίζοντας όμως και τα όρια του μαγικού ρεαλισμού. Ενώ η κεφάτη φαντασία του παραπέμπει στο μαύρο χιούμορ όπως αυτό αναπτύχθηκε τον προηγούμενο αιώνα από την L. Carington. Στο πρώτο του αυτό μυθιστόρημα, το μυθικό είναι ενσωματωμένο στην καθημερινότητα και συνταιριάζεται αρμονικά συνθέτοντας με ευφυή τρόπο μια νέα πραγματικότητα που αναδεικνύει τις μαγικές πτυχές ως απολύτως αληθινές χωρίς όμως να επισκιάζει την ‘υπόθεση της αλληγορίας’ ή να υπονομεύει το ρεαλιστικό και ηθικό βάρος του κειμένου. Η ροή της ιστορίας είναι πηγαία και αβίαστη, οι διάλογοι εμπνευσμένοι και γεμάτοι ευρηματικότητα, ενώ ο Τυρίκος – Εργάς διανθίζει την αλήθεια με τον θρύλο και την πραγματικότητα με τους μύθους. Οι βασικοί χαρακτήρες της ‘Καινούργιας Διαθήκης του Σμου’ είναι πολλοί και ολοκληρωμένοι, ενώ πλαισιώνονται εντέχνως από πλήθος άλλων χαρακτήρων που επικουρούν στη ροή της πλοκής. Ξεχωρίζουμε: Τον γλάρο Ιωνά που μιλάει με ανθρώπινη λαλιά και διακρίνει πρώτος την κοσμοϊστορική απειλή, τις κουρούνες του εμπορικού συλλόγου με το επιχειρηματικό δαιμόνιο και τη συναλλακτική τους ικανότητα, τον επίσημο μάγο του χωριού, τον επίσκοπο που φυλάγει με εμμονή το μοναστήρι της Σαρανταποδαρούσας, τον πολέμαρχο και αρχηγό των Δραγουμάνων της περιοχής, και κυρίως τη νεαρή Ισιδώρα με το ελεύθερο πνεύμα και τις μαγικές ικανότητες που θα βρεθεί στο επίκεντρο των εξώκοσμων αψιμαχιών.
Όσο κι αν γουστάρισα την εφευρετικότητα στο χιούμορ και την καλή γνώση των λαϊκών παραδόσεων, τούτο το βιβλίο είναι εν τέλει ένα χάος από ασύνδετα αστεία. Λες και ο συγγραφέας έγραφε ότι αστείο του ερχόταν δίχως να μπαίνει στον κόπο να τα βάλει σε λογική σειρά. Θεματική ενότητα υπάρχει μεν, μιας που όλα γίνονται πάνω στο ίδιο νησί και αφορούνε την Αποκάλυψη, αλλά μπορείς το ίδιο εύκολα να το δεις σαν μια ανθολογία ανέκδοτων.
Οι χαρακτήρες είναι πολύ τζούφιοι στο σύνολό τους, μιας που υπάρχουν για να λένε αστεία παρά για να έχουν μια άλφα προσωπικότητα για να σε κάνουν να νοιάζεσαι. Είναι απόμακροι γιατί μπορεί να γελάς με αυτά που κάνουν αλλά όχι με αυτά που είναι. Ο πολύ μεγάλος αριθμός τους το κάνει ακόμα δυσκολότερο να σου μείνουν στο νου, μιας που κάθε κεφάλαιο αναφέρεται σε δύο-τρεις από αυτούς.
Ως αποτέλεσμα έχασα το ενδιαφέρον μου γρήγορα, μιας που η αφήγηση δεν είχε καλή ροή ή συνοχή. Με το που έμπαινα στο νόημα ενός περιστατικού, με πετάγανε σε ένα άλλο διαφορετικό γεγονός που έπρεπε πάλι να μπω στο νόημα, μόνο για να με ξαναπετάξουν αλλού. Αν και χαμογελούσα, δεν γελούσα γιατί δεν μου δινόταν κίνητρο να νοιαστώ για όλα όσα γίνονται γύρω από ένα μάτσο καρικατούρες. Ήταν σαν να έβλεπα θέατρο σκιών με τον Καραγκιόζη να είναι παρόν μόνο σε δύο σκηνές. Δε λέει έτσι.
Δίνω εύσημα στον συγγραφέα για την δημιουργική του φαντασία, και μετά του δίνω άκυρο για την τρεις λαλούν και δύο χορεύουν αφηγηματικότητα του. Θα ήταν απείρως καλύτερο αν όλα τα κεφάλαια είχαν τους ίδιους πρωταγωνιστές, έστω και σαν παθητικούς θεατές, ώστε να προχωράνε όλα με μια κάποια τάξη. Όσο κι αν ήθελε η ιστορία να είναι ένα χάος παρεξηγήσεων μεταξύ εκατοντάδων χαρακτήρων, στην τελική έπρεπε να δίνει και κάποιο αναγνωστικό κίνητρο για να μη χάνεται το ενδιαφέρον. Το χιούμορ από μόνο του δεν έφτανε, χρειαζόταν είτε χαρισματικούς πρωταγωνιστές, είτε καλύτερη αίσθηση προόδου στην πλοκή.
"Η Καινούρια Διαθήκη του Σμου" είναι ένα βιβλίο που το έχω συνδέσει με πολύ γλυκιές αναμνήσεις, και γράφοντας αυτή την κριτική αισθάνομαι γλυκόπικρα if you could say so... Ένα πολύ... παράξενο, μπορώ να πω, βιβλίο. Αναχρονισμοί, λαογραφία, θρησκεία, παγανισμός, ζώα που μιλάνε, και ένα ελληνικό νησί κρυμμένο από όλους και από όλες μπλέκονται στις σελίδες του βιβλίου... Από την πρώτη στιγμή που το άρχισα, ο κύριος Τυρίκος-Εργάς με εξέπληξε (ευχάριστα) με την ειλικρίνεια στην ιδιαίτερη γραφή του, καθώς και με το πόσο ευφάνταστο είναι το αριστούργημα του. Καθώς προχωρούσε η ιστορία τόσο περισσότερο παραξενευόμουν, και τόσο περισσότερο ενδιαφέρον γινόταν. Θα έλεγα ότι δεν έχει γραφτεί παρόμοιο βιβλίο σαν κι αυτό, αν είχα διαβάσει όλα τα ελληνικά βιβλία (δεν το έχω κάνει), οπότε θα πω απλώς ότι υποθέτω ότι δεν υπάρχει κάποιο βιβλίο σαν και αυτό. Ένα βιβλίο φαντασίας, λοιπόν, που δεν έχει δει ποτέ όμοιό του. Kudos!