Θυµόταν ένα χάδι πριν µερικά χρόνια, εκείνος ο άνδρας τής είχε χαϊδέψει το κεφάλι, ανακατεύοντας τα µαλλιά της, µια κίνηση απροσδόκητη που δεν την περίµενε και ο άνδρας δεν την επανέλαβε, για δευτερόλεπτα είχε νιώσει εξαίσια, δεν θυµόταν ποιος ήταν εκείνος, δεν είχε πρόσωπο, µόνο αυτό το απρόσµενο χάδι, ένα τέτοιο χάδι άξιζε περισσότερο από ταξίδι στην Κίνα. Αλλά αν ήταν αυτός; Αν τη χάιδευε αυτός; Της πέρασε από το µυαλό και πάγωσε στη σκέψη. Όχι, όχι αυτός. Αυτός άλλωστε δεν θα µπορεί να χαϊδέψει, θα κουνάει τα µπράτσα του ακατάσχετα σαν σβούρα... Κι εκείνη τη στιγµή αυτός, αυτός, ο ζητιάνος χωρίς χέρια, πέρασε πάνω σ’ ένα αυτοσχέδιο καροτσάκι που το έσπρωχνε ένα αγόρι µε γυναικείες παντόφλες». Η τέχνη να µην αισθάνεσαι τίποτα αποτελείται από αµέτρητες τέτοιες στιγµές: µεταµορφώσεις της καθηµερινότητας, συναντήσεις µεταξύ του γνωστού και του αγνώστου. Η σύγχρονη Αθήνα αµφιταλαντεύεται µπροστά µας, το περίγραµµα ενός σκίτσου σκοτεινιάζει και θολώνει, το πρόσωπο ενός φίλου είναι ταυτόχρονα αγαπηµένο και παράξενο. Το παραµικρό γεγονός, η παραµικρή αλλαγή στην ποιότητα του φωτός, µπορεί να τα αλλάξει όλα. Δεκαπέντε διηγήµατα µε λάµψεις οµορφιάς, κροτίδες µαύρου χιούµορ και κάτι άλλο, αδύνατο να εντοπιστεί, που τα κάνει αξέχαστα, κάτι σαν το χάδι του ανθρώπου χωρίς χέρια. Οι ιστορίες της Έρσης Σωτηροπούλου επινοούν τελικά έναν νέο τρόπο να βλέπουµε.
Γίνεται ένα βιβλίο που μισεί το καλοκαίρι, που θα ήθελε να παραλειφθεί τελείως ως εποχή, να είναι τόσο καλοκαιρινό; Ναι, γίνεται, αν είναι επαρκώς υπαινικτικό, παιγνιώδες, εγκεφαλικό, ευαίσθητο και συνάμα τόσο σαρκαστικό όπως αυτό το βιβλίο. Το δόλωμα τού να μην αισθάνεσαι τίποτα, πιάνει μάτια ψάρια, τα οποία βλέπουν το σκοτάδι των «μπορώ» που κρύβεται πίσω από το εκτυφλωτικό φως των «θέλω» μας.
Όταν αποφασίζει να εκδώσει συλλογή διηγημάτων πάντα συμβαίνει κάτι μαγικό. Βυθίζομαι μέσα στις ιστορίες της. Ακόμα κι εδώ που τις υπέροχες, σουρεαλιστικά ρεαλιστικές, τρυφερές, σκληρές, ευαίσθητες ιστορίες της διακόπτουν αφηγήσεις σαν θραύσματα αναμνήσεων της ζωής της ίδιας της συγγραφέως σε μορφή ημερολογιακού χαρακτήρα. Προσωπικά το βρήκα πολύ ευχάριστο αυτό, δεν με ξένισε. Φυσικά αγάπησα περισσότερο τα αμιγώς μυθοπλαστικά διηγήματά της όπως ''καλοκαίρι με την Άννα'', ''συκώτι, έντερα, χολή'', ''κάποιος ανασαίνει κοντά μου'', ''το τέλος του κόσμου'' και τα υπόλοιπα που περιέχουν μια διάχυτη μελαγχολία μαζί με μια σκληρότητα των ματαιωμένων ονείρων ή της στασιμότητας που αποπνέει η σκληρή καθημερινότητα. Μια μελαγχολία που όπως σε όλα τα γραπτά της Έρσης Σωτηροπούλου δεν κλαψουρίζει στιγμή. Εξαιρετική συλλογή διηγημάτων.
"Έχω κουραστεί να εξηγώ πόσο δύσκολο είναι να γίνεις αναίσθητος."
Το δεύτερο αστέρι το έβαλα για την παραπάνω φράση στο ομώνυμο διήγημα και για την "Εκλεκτική Συγγένεια" με τον Γκομπρόβιτς, ωστόσο... χρειάστηκε να διαβάσω τη συγκεκριμένη συλλογή δυο και τρεις φορές. Η πρώτη δε μου άφησε τίποτα, η τρίτη κάτι ψιλά. Κάποια διηγήματα, αν όχι όλα, μου φαίνονται ημιτελή. Καλές ιδέες που δε φτάνουν πουθενά. Η τέχνη να γράφεις (καλά), χωρίς να γράφεις τίποτα. Η τέχνη να εκδίδεις, χωρίς να δουλεύεις (πολύ). Κοντολογίς, η ιστορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. "Στο βάθος πέρα από τα γέρικα κτίρια η Ακρόπολη φιγουράρει μέσα σένα ροζ σύννεφο σαν να έχει ξεκολλήσει από καρτ ποστάλ".
*σημείωμα προς τον εκδότη: και λίγη επιμέλεια δε βλάπτει, όσο μεγάλος κι αν είναι ο καλλιτέχνης. Λέμε τώρα.
Ειχα διαβάσει μικρότερη Έρση Σωτηροπούλου. Θαρρώ το δαμάζοντας το κτήνος πρέπει να ήταν. Η δημοσιοποίηση ότι βρίσκεται στη βραχεία λίστα για τα φετινά βραβεία νόμπελ λογοτεχνίας και μάλιστα ανάμεσα στα φαβορί με έκανε απο περιέργεια να θέλω να ξαναδοκιμάσω να διαβάσω κάτι δικό της. Για να κάνω λίγο χιούμορ προσωπικά δε με συγκίνησε η συγγραφέας ούτε για βραβείο πάμπλικ χιχι. Αν και φαν των διηγημάτων η συγκεκριμένη συλλογή ήταν συμπαθητική και μου άρεσε αυτή η μελαγχολία που αποπνέει η πένα της συγγραφέως αλλά μέχρι εκεί. Θα ήθελα να επανέλθω με καποιο άλλο έργο της στο μέλλον και ελπίζω να τα πάμε καλύτερα.
Πραγματικά ευχαριστήθηκα να το διαβάζω. Η Έρση Σωτηροπούλου μέσα από 15 διηγήματα μας παρουσιάζει την τέχνη του να μην αισθάνεσαι τίποτα! Πολύ όμορφο βιβλίο.Περιέχει 161 σελίδες που διαβάζονται εύκολα, χωρίς να κουράζεται ο αναγνώστης.
Γενικά, δεν είμαι φαν των μικρών ιστοριών. Αυτό το βιβλίο όμως έφτασε στα χέρια μου και έπρεπε να το διαβάσω. Είμαι σίγουρη πως για κάποιον λάτρη των ανθολογιων, θα είναι ένα ωραίο βιβλίο - για εμένα θα είναι απλώς καλό.