Η μεγάλη ανοιξιάτικη παλίρροια, που για αιώνες έπνιγε τα χαμηλά εδάφη του ανατολικού Ρουμπάν, αποδυναμώνεται σταθερά χωρίς να υπάρχει γι' αυτό εξήγηση στα ουράνια σώματα. Οι περισσότεροι δε νοιάζονται, αλλά κάποιοι σπουδασμένοι έχουν αρχίσει ν' ανησυχούν. Θρύλοι για μάχες του παρελθόντος με τα θανατηφόρα αστερόπτερα και για περίεργες συμφωνίες ανάμεσα στους «Λαξευτές», τους παλιούς μάγους της Πέτρας, αρχίζουν ν' ακούγονται από στόμα σε στόμα. Ωστόσο, μέσα στην κατακτημένη πόλη του Μπέρυλ οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν πιο άμεσο κίνδυνο: ο νέος τους αφέντης επισκέπτεται το κάστρο αιφνιδιαστικά και η επίσκεψη δεν προοιωνίζει τίποτα καλό. Παραμονή της μεγάλης παλίρροιας, ανταποκρινόμενος σ' ένα ύποπτο μήνυμα, ο νεαρός πρίγκιπας Κένταλ αποφασίζει να εισβάλλει στο Μπέρυλ, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις και αναστατώνοντας την ισορροπία του κόσμου του. . .
Η Βάσω Χρήστου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Σπούδασε πληροφορική. Εργάστηκε ως προγραμματίστρια για αρκετά χρόνια, διδάσκοντας παράλληλα και στο ΤΕΙ Αθήνας. Από το 1995 διδάσκει μόνιμα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι μέλος της Αθηναϊκής Επιστημονικής Φαντασίας από το 1998. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα στα περιοδικά "Big Bang", "Δραματουργοί των Γιανν" "Φανταστικά χρονικά", "Εφ-Ζιν", "SubTales", στο "9" της "Ελευθεροτυπίας" καθώς επίσης και στις ανθολογίες "Ελληνίδες μηχανικοί γράφουν", της Ένωσης Διπλωματούχων Ελληνίδων Μηχανικών, εκδόσεις ΤΕΕ, "Ολυμπιακοί αγώνες και φανταστικό" του Νίκου Θεοδώρου, εκδόσεις Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων και "Τρεις ματιές τ' αλλάζουν όλα". Διηγήματά της βρίσκονται επίσης αναρτημένα στο www.sff.gr. Έχει βραβευτεί με τον Αργυρό Ικαρομένιππο διηγήματος 1999 για το έργο της "Περί ευθύνης προγραμματιστών" και με τα βραβεία του διαγωνισμού επιστημονικής φαντασίας Graham Still (Γεώργιος Παπαδόπουλος) 2000 και 2003 για το μυθιστόρημα "Ο φύλακας των ασπίδων" και το διήγημα "Χρονοσχισμή" αντίστοιχα.
Όλο αστέρια και καμμιά κριτική. Ορίστε η δική μου.
Αυτό το βιβλίο με στεναχώρησε. Το αγόρασα έχοντας υψηλές προσδοκίες και χαρούμενη που βρήκα μία ελληνίδα που γράφει βιβλία φαντασίας. Γιούπι. Ζήτω. Και τέτοια. Και σίγουρα μπράβο στη Βάσω Χρήστου που το αποτολμά. Μπράβο που επιμένει. Μπράβο για την επιλογή του φανταστικού είδους. Και εδώ σταματούν τα μπράβο.
Μήπως οι Λαξευτές απευθύνονται σε μεγάλα παιδιά/νέους έφηβους? Τότε ας πρόσεχα. Συγγνώμη, Βάσω, που είχα παραωριμάσει όταν το διάβασα. Παρ'όλα αυτά, η γλώσσα, βρε παιδιά. Ακόμα κι αν απευθύνεται σε μεγάλα παιδιά/νεαρούς έφηβους, η γλώσσα θα έπρεπε να είναι πιο προσεγμένη. Στο κάτω κάτω, κυρίως από τα βιβλία περιμένουμε να μάθουν τα παιδιά σωστά ελληνικά, να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιό τους και να διευρύνουν τους γλωσσικούς τους ορίζοντες. Τότε γιατί αυτό το βιβλίο με έκανε να αναρωτιέμαι αν η ΒΧ το έγραψε αρχικά σε άλλη γλώσσα και το μετέφρασε κάπως άκομψα?
Ένα παράδειγμα: Σελ. 504, σειρά 12: ..."Το μέρος έχει μια δυσάρεστη αίσθηση". "Οτιδήποτε έχει σχέση με τον Σιριντάρ, την έχει αυτή", παρατήρησε χαμηλόφωνα ο Θαντόρ...
Την αδίκώ; Φταίω εγώ που ζω εκτός Ελλάδος αρκετά χρόνια; Αλλά πραγματικά στο μυαλό μου όλη η φράση μεταφράστηκε "μπλα, μπλα, μπλα... Whatever has to do with Siridar has that." Δεν ακούγεται πολύ φυσικό αυτό στη γλώσσα μας. Επίσης, πολύ συχνή χρήση δεικτικών αντωνυμιών χωρίς να είναι απαραίτητο, μια και στην Ελληνική μπορούμε να χρησιμοποιούμε ρήμα χωρίς αντωνυμία.
Τέλος πάντων, να μην ακούγομαι και σα δασκάλα, που δεν είμαι. Πραγματικά εκτίμησα την προσπάθειά της. Απλά μου φάνηκε εφηβική. Και δεν το περίμενα από βραβευμένη συγγραφέα.
Οι χαρακτήρες δεν ήταν πλήρως ανεπτυγμένοι, σα βιαστικές καρικατούρες για να γεμίζουν κενά ή να χρησιμεύουν για να προχωρά η πλοκή, και κάποιες στιγμές η συμπεριφορά τους ήταν αντίθετη με τις προδιαγραφές που τους είχε θέσει η συγγραφέας. Ως αναγνώστρια δεν πήρα αρκετές πληροφορίες για κεντρικά θέματα, π.χ. τους Λαξευτές, και αυτό με δυσαρέστησε. Ναι, ακολουθούν κι αλλα βιβλία, αλλά κάποια βασικά θα έπρεπε να μας δοθούν. Η κριτική αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο και όχι τη σειρά.
Η κεντρική ηρωίδα, Τορέυν, μια φερόταν σαν παιδούλα, μια σαν ξιπασμένη μεγαλομανής ("...Η μοίρα των ισχυρών είναι να τους φοβούνται...") και γενικώς όλο αντιφάσεις και αδικαιολόγητες κινήσεις.
(προειδοποίηση spoiler) Δηλαδή πόσο κρύα πρέπει να είναι η καρδιά ενός πλάσματος (Τορέυν) που μόλις μεταφέρεται σε άλλο περιβάλλον, άλλη οικογένεια, ξεχνά ολότελα αυτούς που τη μεγάλωσαν και ούτε καν την απασχολεί η μοίρα τους; Πόσο αφελής -επιεικώς- είναι, όταν προσπαθεί να ελευθερώσει ένα πλάσμα που έχει μείναι αλυσοδεμένο αιώνες, της φέρεται με απαξίωση ή οργή και για το οποίο δεν γνωρίζει τίποτα; Πόσο αλλοπρόσαλλος είναι αυτός ο Θαντόρ, που μια έχει πυγμή, μια δειλιάζει σαν αγράμματος δεισιδαίμων, μια σκέφτεται προξενιό για την Τορέυν χωρίς πρόβλημα και μια την αγαπάει παθιασμένα; (τέλος spoiler)
Εν τέλει, θέλω να δώσω άλλη μία ευκαιρία στη συγγραφέα, εκτιμώντας την προσπάθεια. Αναρωτιέμαι πάντως, όλοι οι άναγνώστες που έδωσαν τόσα αστέρια, γιατί εντυπωσιάστηκαν τόσο; Η γλώσσα τους άρεσε; Η ανάπτυξη των χαρακτήρων; Επίσης, από τίνος την οπτική γωνία (point of view) διαβάζουμε την ιστορία; Ούτε καν αυτό δεν ήταν σταθερό. Ναι, μπορεί να έχουμε παραπάνω από μία οπτικές γωνίες όταν αλλάζουμε χαρακτήρα, αλλά ο αφηγητής είναι παντογνώστης; Γνωρίζει τα κίνητρα και τα συναισθήματα όλων;
Πω, πω, πολλά έγραψα. Είναι που μόλις τελείωσα το βιβλίο και απογοητεύτηκα. Βάσω Χρήστου, θα δοκιμάσω κι άλλο ένα. Ίσως σε αδικώ. Σκληρή, σκληρή Νατάσα!
Αυτό το ρήβιου αφορά όλη την τριλογία. Δεν υπάρχουν πολλές διαφορές ανάμεσα στα 3 για να αξίζει το καθένα δικιά του ανάλυση.
Με το που ξεκινάω να διαβάζω έρχομαι αντιμέτωπος με ένα παντελώς άκομψο infodump που μας αραδιάζει τα άπαντα του κόσμου, και με τρόπο που δε καταλαβαίνω καν τι γίνεται. Το βασίλειο Α κατακτήθηκε από το βασίλειο Β περνώντας από το ουδέτερο βασίλειο Γ. Μα πως είναι ουδέτερο αφού βοήθησε το Β να κατακτήσει το Α; Και μετά λέει το Α περιμένει βοήθεια από το γειτονικό βασίλειο Δ να τους σώσει, μόνο που δεν είναι γειτονικό επειδή ανάμεσα τους υπάρχει το βασίλειο Ε. Τώρα αυτό είναι ή δεν είναι ουδέτερο; Τι στο κόρακα γίνεται εδώ πέρα με την πολιτική;
Τέλος πάντων, συνεχίζω να διαβάζω και παρατηρώ γρήγορα ότι οι χαρακτήρες δεν μιλάνε πολύ για τους εαυτούς τους, όσο για τον κόσμο τους. Ότι λένε είναι εξηγήσεις για να καταλάβει ο αναγνώστης τι παίζει με τα βασίλεια και την κρίση με την παλίρροια, και όχι τι αισθάνονται ή τι στόχους έχουνε. Κοινώς, δεν έχουνε βάθος ή ενδόψυχα να σου τραβάνε το ενδιαφέρον, είναι τζούφιοι.
Ως αποτέλεσμα δεν με τραβούσαν όλα όσα γίνονταν, μιας που ήταν περισσότερο σαν ιστορικό ντοκιμαντέρ παρά σαν επική ιστορία φαντασίας με ήρωες που γουστάρεις να ακολουθείς και κακούς που θέλεις να δεις ηττημένους. Οι χαρακτήρες δεν σου δίνουν την εντύπωση ότι νοιάζονται ιδιαίτερα για ότι συμβαίνει και χωρίς λίγη ενδοσκόπηση στο τι σκέφτονται, ήταν όλοι τους μουντά αρχέτυπα. Μπορείς πανεύκολα να τους αντικαταστήσεις με παρόμοιους από άλλες ιστορίες και κανείς δε θα το πάρει χαμπάρι.
Δεν είναι κακογραμμένη τριλογία σαν κάτι άλλα ελληνικά φαντασίας που έχω διαβάσει, αλλά τουλάχιστον σε εκείνα είχα πολλά να πω για να βγάλω το άχτι μου με ότι βρήκα άκομψο. Με το πρώτο βιβλίο μόνο, 600ες σελίδες παρακαλώ πολύ, πάσχισα να θυμηθώ κάτι άξιον λόγου για να αναφέρω και δεν μου ερχόταν σχεδόν τίποτα. Ναι, ένας πρίγκιπας θέλει να εκδικηθεί τα δεινά του βασιλείου του, η παλίρροια δεν έρχεται, σκάνε μύτη αιμοβόρα έντομα, μια κοπέλα μπορεί να περνάει μέσα από βράχους, τα θυμάμαι αυτά. Δεν έχουν όμως τίποτα το χτυπητό σαν τα διαβάζεις και δε σου μένουν σαν τα ολοκληρώσεις.
Όλα είναι άτονα, χωρίς ιδιαίτερες περιγραφές για να ξεχωρίζουν σε ένταση ή περιεχόμενο αναμεταξύ τους. Σούπα κανονική δηλαδή. Παρόλο το μέγεθός της τριλογίας (1600 σελίδες στο σύνολο), δεν υπάρχουν πολλά χάηλαιτ. Όλα είναι ένα πολύ αργό και χαμηλών τόνων χτίσιμο γύρω από χαρακτήρες που δεν έχουν ενδιαφέρον, με τον μεγάλο κακό της υπόθεσης να είναι κουνούπια. Σας ακούγονται ενδιαφέροντα όλα αυτά; Γιατί σίγουρα εμένα δε μου ακούγονται καθόλου.
Η μισή πλοκή μπορεί να αφαιρεθεί δίχως την παραμικρή απώλεια. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να πεταχτούμε στο πρώτο βιβλίο από το σημείο που η κοπελιά συναντάει τον πολύμορφο στο νησί των Λαξευτών, κατευθείαν εκεί που ο πρίγκιπας μονομαχεί με τον κακό δικτάτορα, και δε θα χάναμε τίποτα. Αυτό είναι κάπου οι μισές σελίδες, με τις υπόλοιπες να χρειάζονται μόνο γιατί έχουν τα infodump και όχι γιατί η πλοκή τους είναι σημαντική. Σκεφτείτε τώρα ότι και να τελειώσετε το πρώτο πελώριο βιβλίο, θα πρέπει να υποστείτε την ίδια ανιαρή περιγραφή και στα άλλα δυο.
Για να είμαι και πιο δίκαιος με τα υπόλοιπα δυο, θα τονίσω ότι τα infodump μειώνονται κατά πολύ εκεί, μιας που όλα τα βασικά περί γεωγραφίας και κοινωνικοπολιτικών στα λένε στο πρώτο. Δίνεται πολύ περισσότερη έμφαση στους χαρακτήρες και υπάρχει και λίγο ενδιαφέρον με τους έρωτες, τα ερωτικά, και το πώς μεγαλώνουνε παιδιά. Ακόμα και τότε όμως η πλοκή είναι απαράδεχτα αργή και άδεια. Μα γιατί να πάρει τόσο πολύ να τα βάλουνε με ένα μάτσο κουνούπια; Οι ίντριγκες και τα πισωμαχαιρώματα των ευγενών επίσης δεν έχουνε χρώμα για να σου κρατάνε το ενδιαφέρον.
Για τούτο τον λόγο δεν σας προτείνω την τριλογία των Λαξευτών, εκτός αν έχετε χρόνο για να σκοτώσετε και δεν σας βρίσκεται εύκαιρο κάτι καλύτερο να διαβάσετε. Δεν θα το σιχαθείτε αλλά δε θα θυμάστε και πολλά με το που το τελειώσετε.
Τελειώνοντας το βιβλίο εκεί πίσω το 2008, είχα μείνει διχασμένη.
Ας ξεκινήσω με το αγαπημένο μου κομμάτι, την κοσμοπλασία. Δε θα φέρω καμμία αντίρρηση στο ότι τόσο ο φυσικός κόσμος που πλάθει όσο και οι αρχές που τον διέπουν είναι εξαιρετικές και εμπνευσμένες. Σαν γεωλόγος δε θα μπορούσε παρά να με συγκινήσει βαθύτατα η επιλογή της η σχετική με το σύστημα της μαγείας, αλλά και πέρα από αυτήν τη μικρόψυχη προτίμηση εκ μέρους μου, είναι γενικά ένα πολύ εντυπωσιακό και πρωτότυπο σύστημα. Η μόνη μου μομφή επί του θέματος είναι η έλλειψη παρουσίασης μιας κάποια δεισιδαιμονίας των λαϊκών ανθρώπων η σχετική με την πέτρα. Αν η πέτρα κουβαλάει μέσα της τη μαγεία –ή τόση μαγεία- θα ήταν αναμενόμενο να τη φοβούνται ως ένα σημείο, να την αποφεύγουν. Κι αυτό θα είναι μάλλον δύσκολο. Κατά τα άλλα, η αληθοφάνεια του κόσμου είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα, με την έννοια ότι υπάρχουν όλες οι συμβάσεις μια επικής ιστορίας: χαμένες πριγκήπισσες, άνθρωποι με ιδιαίτερες ικανότητες, βασιλιάδες και προδοσίες από συμμάχους, ένα κακό σε τέτοιο πλήθος που η μάχη να είναι αμφίρροπη, πλάσματα μαγικά κι εξωτικά, έρωτες, μάχες, οι απαραίτητοι εκτός του πολιτισμένου κόσμου αλλά με φυσική σοφία προικισμένοι νομάδες και καλά κρυμμένη τεχνολογία και τεχνογνωσία (κι όποιος δεν καταλαβαίνει, ας αναρωτηθεί τι είναι στην πραγματικότητα το φλογέλαιο…) Εδώ κολλάνε νομίζω και τα σχόλια που διάβασα αλλά σχετικά με το εάν θα μπορούσε ή όχι να έχει γραφτεί από ξένο συγγραφέα. Ναι, θα μπορούσε. Γιατί πληροί όλες τις προϋποθέσεις ενός βιβλίου που στο εξωτερικό θα είχε κάνει μια κάποια πορεία στα ράφια των βιβλιοπωλείων.
Και φτάνουμε στο θέμα της τεχνικής πλευράς του βιβλίου. Εδώ πολύ φοβάμαι ότι περίμενα πολύ περισσότερα ή μάλλον για να το πω πιο σωστά, είχα πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις από τη Βάσω. Αλλά ας πάρω τα πράγματα ένα-ένα και με τη σειρά τους.
Θα προσπεράσω λαθάκια στη χρήση κάποιων λέξεων. Στέκομαι μόνο στο ότι ήταν πιθανόν θέμα επιμέλειας, γιατί δε μπορώ να φανταστώ ότι η Βάσω αγνοεί, ας πούμε, ότι μια λίμνη έχει βυθό κι όχι πάτο.
Οι χαρακτήρες των ηρώων είναι όντως αρκετά βαθιά σκιαγραφημένοι. Γενικά εκτός από τις περιπτώσεις που θα αναφέρω παρακάτω, ο αρχετυπικός καλός/κακός λείπει, αφήνοντας πίσω ανθρώπους που έχουν ίσες ποσότητες από το σωστό και το λάθος μέσα τους. Το κακό είναι όμως, ότι παρ’ όλες τις προσπάθειες της συγγραφέως μέσα από τους διαλόγους και τις πράξεις των ηρώων της να μας πείσει για τους χαρακτήρες τους, αποτυγχάνει κατά τη γνώμη μου να μας πείσει ότι ένας άνθρωπος αυτού του χαρακτήρα θα επιβίωνε στη συγκεκριμένη κοινωνική θέση. Και εξηγούμαι: Θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας βασιλιάς να ανεχτεί από το διάδοχό του να παρακούσει τις εντολές του, ακόμη κι αν αυτός είναι ο αγαπημένος του γιος; Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα τον στήριζε κιόλας, μετά την αποτυχία του και θα ερχόταν σε σύγκρουση με τους υπόλοιπους γύρω του γι’ αυτό; Πώς θα ένιωθε ένας κοινός θνητός ακούγοντας ότι ο βασιλιάς του ανέχτηκε μια τέτοια παρατυπία από τον ίδιο του το διάδοχο; Δε θα τον θεωρούσε λαπά και αδύναμο; Θα εξακολουθούσε να του μένει πιστός, ή στην πρώτη δημαγωγία κάποιου πολιτικού αντιπάλου θα γυρνούσε την πλάτη;
Κάτι που λείπει από όλο το σκηνικό των Λαξευτών, παρ’ εκτός από την ιεραρχία του Άστραντ, με άλλους όμως σκοπούς της πλοκής εκεί: η πολιτική αντιπαράθεση. Οι βασιλιάδες έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο ο ένας τον άλλο. Όμως σε μια κοινωνία με εμπόρους και λιμάνια μεγάλα και φράγματα (δηλαδή με μια υποτυπώδη αστική τάξη), δε θα υπήρχαν εκείνοι που δε θα δέχονταν την διακυβέρνηση του εκάστοτε κάτοχου του θρόνου; Η εσωτερική πολιτική και ο πόλεμος εκ των έσω είναι εκείνος που πρώτα απ’ όλα απειλεί έναν βασιλιά. Η έλλειψη ενός τέτοιου χαρακτηριστικού της κοινωνίας είναι χτυπητή γιατί υπάρχει και το σημείο όπου αυτή η έλλειψη δεν υφίσταται: το Άστραντ. Κι εκεί, η παρουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης είναι τέτοια που είναι φανερό πως γίνεται για θέμα πλοκής, για να «δημιουργηθεί» και να «δικαιολογηθεί» ο κακός χαρακτήρας της Ροβίρια. Εκεί η Τορέυν και η Ελισσάν πρέπει να έχουν έναν αντίπαλο, γιατί δεν έχουν να δείξουν με κανέναν άλλον τρόπο τις ηγετικές τους ικανότητες. Στην ξηρά όμως, δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο, αντίπαλοι είναι πάντα οι άλλοι βασιλείς κι η «αντιπολίτευση» παραβλέπεται.
Κάτι ακόμη που έχει να κάνει με τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών. Είτε είναι φιλικοί είτε είναι εχθρικοί μεταξύ τους, είτε παίρνουν τις ίδιες ή διαφορετικές αποφάσεις πάνω σε κάποιο θέμα, σχεδόν ποτέ δεν παρατηρείται κάποια σύγκρουση μεταξύ τους. Οι περισσότερες συζητήσεις τους καταλήγουν σε λύση της έντασης κι όχι σε κάποια άλλη πιο φυσική κατάληξη. Οι μόνες εντάσεις εμφανίζονται απέναντι στους «κακούς», οι «καλοί» πάντα τα βρίσκουν μεταξύ τους ή στη χειρότερη των περιπτώσεων, δείχνουν κατανόηση κι άπειρο σεβασμό στις αποφάσεις των άλλων.
Κοντολογίς και παρά την υπέροχη ανάπτυξη των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών, η συμπεριφορά τους δεν συνάδει με τις πράξεις τους ή τουλάχιστον με τον τρόπο που αυτοί μιλάνε μεταξύ τους. Τόσο έντονοι και διαφορετικοί χαρακτήρες θα έπρεπε να τσακώνονται πού και πού. Κι ας τα έβρισκαν αργότερα.
Και μια πρόταση-παύλα-παράκληση. Νομίζω ότι το βιβλίο κραυγάζει για ένα γλωσσάρι. Έστω ένα ευρετήριο ονομάτων, διότι οι 572 σελίδες του είναι γεμάτες τόσο από ονόματα και χαρακτήρες, που κάποιες φορές πραγματικά χάθηκα (ειδικά στη σκηνή του συμβουλίου των ηγετών) και χρειάστηκε να γυρίσω στις πίσω σελίδες για να δω ποιος είναι ποιος.