O Παλάσκας, δημοφιλής Έλληνας τραγουδιστής, χάνει τη φωνή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Tη στιγμή που η πολλά υποσχόμενη καριέρα του μοιάζει να ανακόπτεται συναντά το Δώρο, έναν αλλόκοτο εικοσάχρονο Έλληνα που μόλις έχει επιστρέψει από τη γενέτειρά του, την Tασκένδη, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στην πατρίδα των προγόνων του. H Φωνή είναι το ευτυχέστερο έργο παρωδιακής πεζογραφίας των τελευταίων χρόνων. Oι τριακόσιες πενήντα σελίδες του διαβάζονται σε ρυθμό μπεστ σέλλερ παρασύροντας στο διάβα τους επιχειρηματίες, γυναίκες πονεμένες, πολιτικούς, διανοούμενους.
O Xρήστος Xωμενίδης (English: Christos Chomenidis) γεννήθηκε στην Aθήνα. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1990 και συνέχισε τις σπουδές του στη νομική στη Ρωσία και στην επικοινωνιολογία στην Αγγλία. Το πρώτο του διήγημα δημοσιεύθηκε το 1988 στην ελληνική έκδοση του περιοδικού Playboy.
Το 1993 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Το Σοφό παιδί. Το συγκεκριμένο βιβλίο έγινε δεκτό με διθυραμβικές κριτικές. Ακολούθησαν άλλα εννέα μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων. Όλα τα βιβλία του είχαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία και ήταν στους καταλόγους των ευπώλητων για πολλές εβδομάδες. Δύο μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα, ένα στην ιταλική, δύο στην εβραϊκή, όπου το Σοφό παιδί βρέθηκε στη λίστα των ευπώλητων του Ισραήλ, ένα στην τούρκικη και μια συλλογή διηγημάτων στη λιθουανική. Το μυθιστόρημά του Νίκη είναι ένα βιβλίο-χρονικό μιάς οικογένειας και παράλληλα ψηφιδωτό της ιστορίας της Ελλάδας στον 20ο αιώνα.
Ο Χρήστος Χωμενίδης έχει καταπιαστεί στα γραπτά του με πολλά και ετερόκλιτα θέματα, από τη βιομηχανία του λαϊκού τραγουδιού στη Φωνή μέχρι την προ-ομηρική Ελλάδα στο Λόγια-Φτερά. Στον λόγο του κυριαρχεί το ανατρεπτικό χιούμορ, η αμφισβήτηση και η ειρωνεία αλλά και ένας ιδιότυπος υφέρπων λυρισμός.
Ο Χρήστος Χωμενίδης έχει αρθογραφήσει σε δεκάδες εφημερίδες και περιοδικά. Από το 2002 μέχρι το 2010 διατηρούσε επίσης καθημερινή εκπομπή στο ραδιόφωνο.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Μιλάει αγγλικά και ρωσικά.
Το βιβλίο που με έκανε να αγαπήσω τον Χωμενίδη. Κυριολεκτικά δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου! Πανέξυπνη ιστορία με ΦΟΒΕΡΑ ευρηματική κεντρική ιδέα, σασπενς που σε κάνει να ξενυχτάς διαβάζοντας, ενδιαφέροντες χρακτήρες. Και ακόμα: μια τοιχογραφία των 80s-90ς και απεικόνιση των παρακμιακών ηθών και της πλαστής ευμάρειας της μεταπολίτευσης, με όλο το κιτς, την αρπαχτή επιχειρηματικότητα και την ξέφρενη μανία για γρήγορο πλουτισμό: ένα θέμα που έχει ξαναγίνει επίκαιρο και μάλλον διαχρονικό. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά της Φωνής από άλλα πρώιμα έργα του (όπως το Σοφό Παιδί): το μεγάλο Θέμα. Γιατί πέραν από το story telling, όσο διασκεδαστικό κι αν είναι (που στο Σοφό Παιδί ΔΕΝ ήταν), από μόνο του δεν φτάνει. Να τολμήσω να το κατατάξω στα 10 καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα ever; Ναι, αν έκανα μια τέτοια λίστα μάλλον θα το έβαζα μέσα, μαζί με τον Γιούκερμαν, Τη Μεγάλη Χίμαιρα, τη Βιοτεχνία Γυαλικών, τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, το Τρίτο Στεφάνι, την Ερόικα, Τα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, το Χριστός Ξανασταυρώνεται, και την Κάθοδο των Εννιά. There you go.
EDIT: Δεν ξέρω αν το τοπ 10 ακούγεται υπερβολικό, και ίσως είναι. Αλλά στην περιβόητη λίστα της Πολιτείας με τα 100 καλύτερα, θα το έβαζα σίγουρα. Νομίζω η συγκεκριμένη λίστα χρειάζεται επικαιροποίηση.😊😉
Για τον Χρήστο Χωμενίδη και να θες να μη πεις πολλά, λες. Αυτό είναι αναμφισβήτητο! Όπως κι ο ίδιος άλλωστε είναι λαλίστατος μέσα από τα γραπτά του και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα από τον καταιγισμό πληροφοριών και γεγονότων που βρίθουν στα βιβλία του, έτσι δε μπορείς να αναφερθείς και στο έργο του με δυο απλά λόγια. Κανονικά θα έπρεπε να κάνω ξεχωριστή κριτική για κάθε του βιβλίο αλλά επειδή κάτι τέτοιο μάλλον θα κούραζε και θα με ανάγκαζε να επαναλαμβάνομαι, κάτι που δε μου αρέσει καθόλου, θα αρκεστώ στη κριτική της «Φωνής», τού πιο χαρακτηριστικού νομίζω, ιδιαίτερου, εξαιρετικά καλογραμμένου φυσικά αλλά και πιο κατατοπιστικού βιβλίου του ως προς τη νοοτροπία και τη ψυχοσύνθεση του νεοέλληνα που δε διστάζει σε τίποτα για να καταφέρει να δοξαστεί, ακόμη και… δε λέω παρακάτω γιατί θα θεωρηθεί spoiler alert!!! Το βιβλίο λοιπόν έχει να κάνει με μια ιδιόρρυθμη παρέα ανθρώπων – μια ξανθιά κληρονόμο δισκογραφικής εταιρείας, έναν ηχολήπτη, έναν πρώην ταξιτζή, έναν αποτυχημένο δικηγόρο και έναν νεαρό ομογενή από τη Τασκένδη – των οποίων οι ζωές ενώνονται με καρμικό τρόπο «όταν το πάθος γίνεται καριέρα, η καριέρα απάτη και οι προβολείς αναβοσβήνουν πιο γρήγορα για να ζαλίσουν το κοινό. Κάποιοι τυχάρπαστοι νομίζουν ότι έπιασαν τη καλή. Μα μόνο μια Φωνή έχει τη δύναμη να δώσει τη λύση». Πραγματικά δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω να μιλάω γι’ αυτό το βιβλίο γιατί αφενός η υπόθεση είναι τρομερά μα τρομερά έξυπνη και σπιρτόζικη και οι ατάκες αλλά και οι ανατροπές θανατηφόρες, αφετέρου η μια σελίδα συμπληρώνει την άλλη και δε μπορείς να ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το κάθε γύρισμα στο μέλλον. Ο Χωμενίδης για μένα είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς που έχει το μοναδικό ταλέντο να σου πει την πιο απίθανη ιστορία. το πιο σουρεαλιστικό και τελείως μα τελείως απίστευτο συμβάν που θα μπορούσε να συμβεί με τέτοιο τρόπο που, ίσως να μην το αποδεχθείς αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μη το βρεις ενδιαφέρον και να μη περιμένεις να ακούσεις τη συνέχεια και το τέλος της ιστορίας με την αγωνία στο φουλ. Αυτό θεωρώ ότι είναι ένα εξαιρετικό δείγμα ενός γνήσιου παραμυθά-με την καλή έννοια ο όρος-που στόχο έχει να σαγηνεύσει, να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και να μεταφέρει από στόμα σε στόμα την ιστορία του για να γίνει όσο πιο ευρύτερα γνωστή γίνεται. Ο Χωμενίδης σε κάθε του βιβλίο το πετυχαίνει ακόμη και στις περιπτώσεις που το σουρεάλ ξεπερνά τη πραγματικότητα.
Ίσως φαίνεται λίγο υπερβολική η αντίδραση μου και η αλήθεια είναι ότι αρκετοί ίσως να διαφωνήσουν μαζί μου καθώς οι φανατικοί του συγγραφέα είναι ισάριθμοι με τους επικριτές του υποστηρίζοντας την άποψη ότι ούτε κάποια ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία έχουν τα έργα του αλλά ούτε και οι ιστορίες του έχουν κάτι να δώσουν στους αναγνώστες. Δίκοπο μαχαίρι λοιπόν αυτό και πώς μπορείς να πείσεις για μια διαφορετική και καθ’ όλα αντικειμενική γνώμη; Νομίζω ότι η τρανή απόδειξη για να χαρακτηρίσεις καλό το έργο του Χωμενίδη είναι αφενός το χιούμορ που είναι διάχυτο σε κάθε σελίδα, η παντελής έλλειψη σοβαροφάνειας και δηθενισμού και η πανέξυπνη κάθε φορά πλοκή που σε κάνει να αναρωτιέσαι «ε, όχι! πώς το σκέφτηκε πάλι αυτό;» Όλα αυτά νομίζω ότι είναι υπεραρκετά για να χαρακτηρίσουν ξεχωριστό ένα βιβλίο με το οποίο είναι σίγουρο ότι θα περάσεις πολύ καλά διαβάζοντας το. Μπορεί να μη σου αλλάξει τη ζωή, μπορεί να μη σε κάνει καλύτερο σαν άνθρωπο αλλά σίγουρα θα σου πει μια ιστορία με ασυνήθιστους χαρακτήρες και με όχι συνηθισμένο τρόπο. Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν αγαπάμε Χρήστο Χωμενίδη και θέλουμε να συνεχίζει να μας χαρίζει τις μοναδικές ιστορίες του. Άλλωστε κάθε ιστορία είναι μοναδική αρκεί να τη πεις με μοναδικό τρόπο.
Αν κάποιος θέλει με λίγα λόγια απαλλαγμένα από κλισέ του τύπου "400 χρόνια σκλαβιάς μας έφεραν εδώ που φτάσαμε" να εξηγήσει στο ανήψι του γιατί θα πληρώνει τα σπασμένα μας για όσο ζει, να του κάνει δώρο αυτό το βιβλίο. Η πορεία προς το τώρα, περιγράφεται με απόλυτη ξετσιπωσιά, τόση που σε κάνει να νιώθεις τόσο άχρηστος που δεν της έδωσες τουλάχιστον ένα κιλοτάκι να ρίξει τότε πάνω της... και μα τον Τουτάτη, περιγράφεται εξαιρετικά.
Ωραία ιστορία με δόσεις χιούμορ που σε κάνουν να μη θες να το αφήσεις από τα χέρια σου. Ο Χωμενίδης ούτως ή άλλως είναι εξαιρετικός στην αφήγηση. (3,5)
Aν και δεν εχω χειροτερο απ' το να διαβαζω συγγραφεα να περιαυτολογει για το εργο του, αντιγραφω ενα καίριο εδάφιο απο την Εισαγωγή του:
"Ανεξαρτητως της οποιας λογοτεχνικης της αξιας, η Φωνή διατηρει φρονω τη σημασία ενος κειμενου το οποιο αποτυπωνει στον καιρο τους ολες εκεινες τις μικρες και τις μεγαλες απατες που οδηγησαν στη σημερινη καταρρευση. Προκειται για ενα χρονικο της μεταπολιτευτικης μπελ εποκ, η οποια ειχε πεισει τον εαυτο της πως θα κρατουσε αέναα¨
Αυτο του το δινω. Η Ελλαδα στα τελη του 90 ειναι αποτυπωμενη πετυχημενα, αν και καπου λιγο τραβηγμενη απ τα μαλλια. Μου θυμισε θεατρικα του Τσιοτσιόπουλου ή παλπ εργα του Οικονομιδη με αρκουντως πιο κοσμιο λεξιλογιο βεβαια.
Ωστοσο η μεγαλη ιδεα που εχει ο Χωμενιδης για τα εργα του, για μενα τουλαχιστον δεν ανταποκρινεται στην πραγματικοτητα. Στο δικο μου το μυαλο τα βιβλια, οπως και καθε μορφη τεχνης - χωριζονται σε εργα ψυχ-αγωγιας (με την ετυμολογική εννοια της λεξεις, εργα δηλαση διδασκαλιας. καθαρσης, εμβαθυνσης και στοχασμου, που εξυπηρετουν σκοπους οπως στις αρχαιες τραγωδιες) και υπαρχουν και εργα διασκεδασης, και τα δικα του, νομιζω, τουλαχιστον οσα εχω διαβασει εγω, ανηκουν στη δευτερη κατηγορια και ποτέ δε θα φτασουν την πρωτη.
Γνωμη μου.
Το διαβασα σχεδον ευχαριστα, αλλά στην παραλια, και δεν προβληματιστηκα περαιτέρω.
Μοιάζει σαν οι 324 σελίδες να είναι η ανεπτυγμένη εκδοχή του στίχου των Ενδελέχει�� "σκυλάδικο σαπίζει η επαρχία, εδώ μωρή θα λέγεσαι Μαρία". Αυτή είναι η εικόνα που κυριαρχούσε στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αλλά ο στίχος συνέχιζε να παίζει σε λούπα στο κεφάλι μου, ενώ διάβαζα και με επηρέασε.
Χαλαρή ιστορία. Ο Χωμενίδης ξέρει να γράφει. Κι οι πέτρες το ξέρουν αυτό. Πίσω από τις λέξεις μιλάμε για να βιβλίο γεμάτο ΠΑΣΟΚισμο. Γκόμενες από δω. Βόλεμα από εκεί. Εμετός παραπέρα. Νεοέλληνες που κυνηγάνε το εύκολο χρήμα και μετά μας λένε πως τα λεφτά τα φάγαμε μαζί. Εξυπνάδες. Δόξα. Ατάκες περιοδικών τύπου κλικ. Δήθεν. Πολύ δήθεν. Μια ουτοπία που βρωμάει από κι αν την πιάσεις.
Κακόμοιρος, αγαθός αλλά ταλαντούχος ομοεθνής επιστρέφει στην πατρίδα τη δεκαετία του 90 και καταλήγει να κάνει τη φωνή γνωστού τραγουδιστή που, πέρα από τον οξύ Ν******σμό που του προκάλεσε η δόξα, έχασε και τη φωνή του σε αυτοκινητιστικό.
Πολύ καλογραμμένη, ελαφρώς σουρεαλιστική μαύρη κωμωδία για τα χάλια της Ελλάδας του Λαϊφστάιλ, διαβάζεται απνευστί και υπηρετεί το θέμα του.
Ωραια υποθεση με τον Δωρο που κανει τη φωνη του Παλάσκα και όμως μένει στο περιθωριο. Σιγουρα απεχει πολυ απο το Σοφο παιδι αλλα διαβαζεται πολυ ευχαριστα.
Μια πολύ καλή περιγραφή της Ελλάδας των μπουζουκιών-σκυλάδικων,των επαρχιών μέσα από τη γραφή του Χωμενίδη.
Σε όλο το βιβλίο θα δούμε το σύστημα,κύκλωμα της δισκογραφίας,πως αν θέλουν οι δισκογραφίες φτιάχνουν είδωλα και δυστυχώς η φωνή είναι το τελευταίο που κοιτάζουν.Πως ο συνθέτης μπορεί να σε κάνει πρώτη φίρμα,πως το χρήμα γίνεται θεός και η εξαπάτηση επάγγελμα.Τη χειραγώγηση του απλού κόσμου και την μετάλλαξη που προκαλεί τη δόξα.
Μέσα σε όλα αυτά ξεχωρίζουμε μια σειρά από συνεχείς απάτες μικρών,μεγάλων και μεσαίων ανθρώπων που όλοι μαζί συνωμοτούν στην εκμετάλλευση και ακόμα περισσότερο,η οποία πηγάζει από το γεγονός πως ο ήρωας αποτελεί κατά μια έννοια ένα συνεχές θύμα.
Ο Χωμενίδης με ανείπωτη ικανότητα στη χρήση του λόγου θέλγει,σατιρίζει και ξεμπροστιάζει τα κακασχημα του Έλληνα,εκείνου δηλαδή του συμπλεγματικού που κάνεις δεν θα ήθελε να παίξει το ρόλο του,ο συγγραφέας το κάνει με τέτοια ικανότητα αυτό που πραγματικά πετυχαίνει να ταράξει την ηρεμία σου,κάνοντας εύστοχα και συχνά πικρή σάτιρα των παθογενειών της νεοελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεόπλουτης τάξης.
Εν τέλει η ιστορία μας άρεσε έστω κι αν είναι λίγο τραβηγμένη η πλοκή.
Συμπαθητικό βιβλίο. Σκιαγραφεί καρικατουρίστικα τον αυθάθη τυχοδιωκτισμό και την νοοτροπία των γλεντζέδων που χαρακτηρίσαν την όψιμη νεοελληνική γενιά του 90΄ και συνεχίζουν να ορίζουν το πνεύμα της κοινωνίας μας. Εντυπωσιάστηκα προς το τέλος: Αφενός οι περισσότεροι χαρακτήρες μου φάνηκαν αρκετά αδιάφοροι και ανάξιοι συμπάθειας, αφετέρου προς το τέλος του βιβλίου, όταν ο κάθε πρωταγωνιστής επιδίδεταί σε μια άσκηση αυτογνωσίας και αποτίμησης των όσων έπραξαν και σκέφτηκαν, ένιωσα μια συμπόνοια για το δράμα και τον αγώνα τους, για το γεγονός ότι συνειδητοποιούν και παραδέχονται τις μεγάλες αυταπάτες και χίμαιρες δόξας και πλουτισμού που κυριαρχούν στον κόσμο της μεταπολίτευσης.
Διαβάζεται πολύ ευχάριστα και με γλαφυρότητα ο Χωμενίδης περιγράφει την - δυστυχώς - ελληνική νοοτροπία. Αν και γραμμένο το 1998, η ιστορία αντανακλά ακόμα τον σύγχρονο κόσμο (ή υπόκοσμο) - εκμετάλλευση του πιο αδύναμου, αθάνατα οικονομικά - και μη - συμφέροντα και ανθρώπινες ζωές που περιπλέκονται μέχρι να γίνουν μια.
Πλοκη, εικονες, ρεαλισμος που σε συναρπαζουν απ το πρωτο λεπτο. Χιουμορ πικρο που σε μελαγχολει αλλα και σε πεισμωνει για οσα ενω αφησες να συμβουν κι ενω ηξερες την αληθεια τους αν ειχες δευτερη ευκαιρια θα εκανες παλι τα ιδια. Οπως η πρωταγωνιστρια της "φωνης".
Αν κάποιος θέλει να θυμηθεί την αύρα της ελληνικής επαρχίας στα 80s - 90ς ή κάποιος νεότερος να μάθει πως ήταν τα επαρχιώτικα μπουζούκια της εποχής, ας διαβάσει το 1/3 του βιβλίου. Ο Χωμενίδης είναι δεινός αφηγητής και ιδιαίτερα διασκεδαστικός καθώς το χιούμορ είναι δυνατό χαρτί του βιβλίου. Κάπου στη μέση δημιουργείται κοιλιά στο βιβλίο και κάποια γεγονότα κάπως ασυνήθιστα που σε πετάνε εκτός. Είναι το πρώτο βιβλίο του που διαβάζω και είμαι σίγουρος ότι θα επιστρέψω να διαβάσω και άλλο.
Εμφανώς κατώτερο από το 'Σοφό Παιδί' (το μοναδικό βιβλίο του Χωμενίδη που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής) και αρκετά κουραστικό αφού θα μπορούσε να είναι μικρότερο. Βέβαια, δεν λείπουν οι αρετές του Χωμενίδη, που είναι ο ζωντανός τρόπος διήγησης και η ρεαλιστική περιγραφή της (νεο)ελληνικής πραγματικότητας. Δεν συστήνεται, πάντως.