«Ο ήρωας του Εξώστη» (γράφει στις 3.3.1963 ο Καχτίτσης στο φίλο του Γιώργη Παυλόπουλο), «για να γλιτώσει, καταφεύγει στην Αφρική. Αλλά, ενώ γλιτώνει από τους εχθρούς του, δεν μπορεί να διαφύγει την τιμωρία από τον κυριότερο κατήγορο: τον εαυτό του. Βλέπει οράματα, περνάει νύχτες και νύχτες αϋπνίας. Η μοναξιά, το κλίμα κ.λπ. τον σκοτώνει, όπως επίσης και οι αναμνήσεις. Τέλος, έπειτα από πολυετή παραμονή στην κόλαση της Αφρικής, δύο εφιαλτικά περιστατικά ανασκαλεύουν και ξεσκεπάζουν ένα παρελθόν που είχε κατορθώσει με τα ψέματα να κρύψει από τον εαυτό του. Η όλη ιστορία τελειώνει με τον ήρωα παίρνοντα την απόφαση ν' αυτοκτονήσει κατά τον εξής τρόπο: Διώχνει τους υπηρέτες του, κόβει κάθε σχέση με τις γνωριμίες του (που έχει στην αποικιακή αυτή πόλη), και αποτραβιέται για πάντα στην έπαυλή του, μέσα στην ενδοχώρα της ζούγκλας, αποφασισμένος να πεθάνει από την ασιτία, και από την ασφυξία που θα του εξασφαλίσουν τα διάφορα φυτά της Αφρικής, τα οποία, με τον γιγαντισμό και την επεκτατικότητα που τα διακρίνει, θα φράξουν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τις πόρτες, τα παράθυρα, κάθε άλλο άνοιγμα...»
«Στο βιβλίο έχω επιχειρήσει να δώσω την ατμόσφαιρα ενός ξενοδοχείου, την τροπική ατμόσφαιρα, την ατμόσφαιρα της πολιορκίας, την ατμόσφαιρα του σπιτιού ενός, στη Γάνδη, και ιδιαίτερα του γραφείου του, που βλέπει προς ένα φθινοπωρινό κήπο, κ.λπ. -όλα κάτω από ένα αμυδρό φως, και ορώμενα πλαγίως κάπως, και όχι κατευθείαν.» Ν. Καχτίτσης, επιστολή στον Γ. Παυλόπουλο, 2.7.1964
Μια πολύ ιδιαίτερη και αξιόλογη νουβέλα της νεοελληνικής πεζογραφίας, η ατμόσφαιρα και τα σκηνικά της οποίας μου θύμισαν λίγο Τζόζεφ Κόνραντ και τις ιστορίες του που διαδραματίζονται σε κάποια Ευρωπαϊκή αποικία της Αφρικής. Η ψυχοσύνθεση και η ενδοσκόπηση ενός ανθρώπου που βασανίζεται από τύψεις γι'αυτά που διέπραξε στο παρελθόν, καθώς επίσης και η εξαιρετική χρήση της ελληνικής γλώσσας, νομίζω ότι καταφέρνουν να παραμερίσουν παντελώς το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πλοκή. Φυσικά ο συγγραφέας παίζει αρκετά με τα συναισθήματα και το μυαλό των αναγνωστών, μιας και σκοπίμως μας μπερδεύει ολίγον τι, με τις συχνές εναλλαγές της διάθεσης του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Νομίζω ότι ο Καχτίτσης κατάφερε να σκιαγραφήσει επακριβώς την ψυχική κατάσταση και τον τρόπο σκέψης ενός ανθρώπου που τον τρώνε οι τύψεις και που δεν μπορεί να βρει μια κάποια ψυχική ηρεμία, όσο μακριά και αν ταξιδέψει. Η γραφή είναι πραγματικά πολύ καλή και περιεκτική σε εικόνες και νοήματα, χωρίς φλυαρίες και περιττές λεπτομέρειες. Σίγουρα είναι από τα βιβλία που θα ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή, γιατί όλο και κάτι καινούργιο μπορεί να ανακαλύψω...
Ξέρω πως είμαι νικημένος: πώς ότι κάνω είναι αναβολές. Μ' απασχολεί πολύ το παρελθόν. Παρόλο που δεν το κάνω αυτό επίτηδες, με κάνει να ξεχνάω τα καθημερινά μαρτύρια. Έρχεται όμως η στιγμή που βλέπω πόσο αδύνατο είναι να μου μετριάσουν την απελπισία τέτοιες θανάσιμες αναπολήσεις. Τότε είναι που έρχεται αμείλικτο το παρόν για να με συνθλιψει ακόμα περισσότερο
Από τον Εξώστη του ξενοδοχείου Ατλαντίκ , της παραδείσιας Αφρικής, στην κόλαση της ψυχικής κατάρρευσης
Ένα από τα πιο εμβληματικά - και πιο αξιόλογα- έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Το είχα δει να φιγουράρει εδώ και χρόνια σε όλες τις σοβαρές βιβλιοφιλικές λίστες αλλά πάντα το ανέβαλα. Ο Καχτίτσης είναι ξεχωριστή περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, μοντερνιστής και πρωτότυπος για την εποχή του. Εδώ η αφήγηση είναι γεμάτη σασπένς αλλά και ενδοσκόπηση, με την περιγραφή της ψυχολογίας ενός ανθρώπου που βασανίζεται από τύψεις. Μια νουβέλα χωρίς πλοκή μεν, με φοβερό ενδιαφέρον δε. Με πραγματικά ΥΠΕΡΟΧΑ ελληνικά που ισορροπούν τέλεια ανάμεσα στην αφηγηματική οικονομία απο τη μία και το λυρισμό από την αλλη, χωρίς φανφάρες και νερόβραστα γλυκερά τερτίπια. Με γλώσσα και εκφραστικότητα που εντυπωσιάζει, χωρίς ίχνος φλυαρίας. Από τα βιβλία που διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται.
Δεν συμβαίνουν και πολλά στην νουβέλα του Ν. Καχτίτση ‘Ο Εξώστης’. Ο ήρωας μας αφηγείται δυο περιστατικά: το ένα είναι μια παράξενη εμπειρία (φαντάζει μεταφυσική) που βιώνει στον εξώστη του ξενοδοχείο ‘Ατλάντικ’ και το δεύτερο τη φιλονικία του με ένα συνταγματάρχη και παλιό του φίλο. Ξεκινώντας την ανάγνωση είχα την εντύπωση ότι στη συνέχεια θα γινόντουσαν τρομερές αποκαλύψεις απ’ τον πρότερο επεισοδιακό όπως υπονοεί ο πρωταγωνιστής βίο του. Παρόλο που τίποτα από αυτά που φανταζόμουν δεν γινόταν... Περισσότερα εδώ: http://spirosglykas.blogspot.gr/2014/...
Αφού διάβασα τον «εξώστη» του Νίκου Καχτίτση, συνειδητοποίησα το πόσο καλό είναι μερικές φορές να κάνεις «αυθόρμητες» αγορές όπως και έκανα στην προκειμένη περίπτωση.
Περιέργως, δεν είχα ακούσει κάτι για τη κυκλοφορία του και εκ των υστέρων συνειδητοποίησα πως φέτος είχε δημιουργήσει αρκετό «θόρυβο» λόγω του ενδιαφέροντος όλων των βιβλιόφιλων.
Το καταπληκτικό εξώφυλλό του που θυμίζει κάτι από τα παλιά με κέρδισε από τη πρώτη στιγμή, όπως επίσης και το κείμενο του οπισθόφυλλου που με τη πρώτη κιόλας ανάγνωση με έκανε να το αγοράσω αμέσως.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι αποτελεί μια νέα έκδοση με όλες τις αλλαγές που ο ίδιος ο συγγραφέας είχε ζητήσει κατά τη περίοδο των διορθώσεων των κειμένων του. Επίσης περιέχει και ένα χρονολόγιο καθώς και ένα μικρό κεφάλαιο από τον εκδότη που αναφέρει όλη τη περιπέτεια της έκδοσης του βιβλίου (αξίζει να σημειωθεί ότι το χειρόγραφο βρέθηκε σε ένα υπόγειο ενός βιβλιοπωλείου γεμάτο μούχλα και υγρασία!).
Ο Καχτίτσης επέβλεψε την έκδοση και τις διορθώσεις του «Εξώστη» από τον Καναδά μέσω αλληλογραφίας με τον Κάρολο Τσίζεκ (επιμελητή της τότε έκδοσης). Οι διορθώσεις όμως σταμάτησαν γρήγορα καθώς η διαδικασία απαιτούσε πολύ χρόνο και ο Τσίζεκ βιαζόταν να προχωρήσει στην εκτύπωση του βιβλίου. Έτσι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ η διαδικασία της διόρθωσης για την τότε έκδοση, πράγμα που έκανε ο εκδοτικός οίκος Κίχλη συγκεντρώνοντας όλες τις διορθώσεις που είχε ζητήσει ο συγγραφέας προχωρώντας στη πιο ολοκληρωμένη έκδοση του βιβλίου.
Ο ήρωας του βιβλίου Σ.Π. που είναι και ο αφηγητής είναι πρώην αρχαιοπώλης και ιδιοκτήτης ξενοδοχείων ο οποίος καταφεύγει στην Αφρική για να γλιτώσει από τα προβλήματά που τον κατατρέχουν χωρίς να υπολογίζει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτά καθώς όλα πηγάζουν από τον ίδιο.
«...ένα ταξίδι τόσο μακρινό, δεν καταφέρνει να μου εξασφαλίσει τη γαλήνη που ζητούσα...αργά το κατάλαβα πως το σαράκι το κουβαλάω μέσα μου όπου και αν βρεθώ.»
Διαμένει εκεί 7 χρόνια με την πεποίθηση ότι τα μυστικά του δεν μπορούν να βγουν στην επιφάνεια μέχρι που δύο περιστατικά που δεν περιγράφονται καν στο βιβλίο θα τον οδηγήσουν να γράψει αυτό το ημερολόγιο που συνοψίζουν τον «Εξώστη» για να απολογηθεί σε όλους όταν πια δεν θα ζει...γιατί ναι, θέλει να αυτοκτονήσει...
Το ξεκίνημα του βιβλίου μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο υπερκοινωνικό και γεμάτο ζωή ενώ σύντομα θα βγει στην επιφάνεια και η άλλη όψη του... οράματα, νύχτες αϋπνίας, μοναξιά και «μαύρες» αναμνήσεις είναι μερικά από τα πράγματα της καθημερινότητάς του που τον πνίγουν τόσο πολύ που δεν ξέρει με ποιο τρόπο να βοηθήσει τον εαυτό του.
Θα αποτραβηχτεί από τον περίγυρό του αφήνοντας τον εαυτό του στο έλεος της ασιτίας και της απομόνωσης με κύριο σύμμαχο τη χλωρίδα της Αφρικής που σύντομα θα φράξει κάθε πιθανή είσοδο/έξοδο από το σπίτι του.
Η πλοκή του ημερολογίου έχει σπασμωδικό χαρακτήρα ενώ σε μερικές περιπτώσεις αυτοαναιρείται και ο ίδιος ο αφηγητής δείχνοντάς μας τη ψυχική ρευστότητα που τον καταβάλει... Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αναφέρει ένα γεγονός, στη συνέχεια το διαψεύδει ενώ πιο κάτω διαψεύδει την ίδια τη διάψευση...
Άλλο ένα χαρακτηριστικό της αφήγησης είναι ότι εκτυλίσσονται πολύ λίγα πράγματα ενώ επίσης αποκαλύπτονται εξίσου πολύ λίγα. Αυτό που κάνει το βιβλίο να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος της αφήγησης και όχι οι λεπτομέρειες που παραλείπονται...
Πιστεύω πως η κατανόηση ενός κειμένου δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμησή του. Μπορεί βέβαια αυτή η πεποίθηση να με συμφέρει κάθε φορά που δεν πολυκαταλαβαίνω κάτι που διαβάζω. Εντούτοις χάρηκα πολύ που (μάλλον) κι ο Εξώστης του Καχτίτση κάτι τέτοιο θέλει να πει. Ή μπορεί και όχι, μπορεί και να κατάλαβα λάθος αυτό που θέλει να πει.
ένα βιβλίο που θα έπρεπε να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη και μια έκδοση διαμάντι! Δεν ξέρω ή τουλάχιστον δεν μπορώ να μαντέψω τι περιμένει ο κάθε αναγνώστης από τον Καχτίτση..Ίσως καπως να παραξενέψει από αυτά τα παραξενα που εξιστορούνται σε έναν εξώστη στην Αφρική. Ισως πάλι ο ηρωας να του φανει υπερβολικα οικείος ειτε υπερβολικος..Ισως πάλι να μην του αρεσει η γλώσσα, η συνταξη, η σειρα και το παιχνιδι με τις λεξεις. Κι ομως ο Καχτιτσης ειναι μια περιπτωση στην οποια εαν δεν αφησεις τον εαυτο σου να σε παρασυρουν οι λέξεις και να αρχίσεις να κλείνεις το ματι και να βαλεις τον εαυτο σου στη θεση του ηρωα, ισως και να αναρωτηθεις χαμογελαστα, "Μα αυτο μου εχει συμβει...". Ο αφηγηματικος λογος του Καχτιτση μπορει να παρασυρει πραγματικα τον αναγνωστη σε ενα γαιτανακι, σε ένα λογοτεχνικο παιχνιδι που φαινεται οτι ο Καχτιτση εβλεπε και ενιωθε. Πολλα μοτιβα θυμιζουν κατι αλλο..κατι κλασικο, κατι μοντερνο...Ο Καχτιτσης εγραφε γιατι αισθανοταν τη γραφη -και τη δικη του και των συγχρονων του. Πιστευε στη φιλια και διεθετε αυτο το μαραζι του συγγραφεα που ειτε τον καταλαβαινουν ειτε παλι τον καπελωνουν. Ο Εξωστης ειναι ενας χωρος που το χιουμορ και ο σαρκασμος για τα ανθρωπινα και τα πεζα της ανθρωπινης συναντιούνται με τη λογοτεχνικη ευφυια. ΥΓ Μην διστασετε και απολαυστε!
Γράφω εν κεντρική Αφρική την 27ην ή 28ην Ιουνίου 19… Έτσι ξεκινά την αφήγηση του ο αφηγητής του εξώστη του Νίκου Καχτίτση και από την πρώτη στιγμή θα έπρεπε να ψυλλιαστώ ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του. Ο ήρωας μας είναι ένας ευρωπαίος που έχει κάνει τρομερά εγκλήματα πολέμου και κινδυνεύει η ζωή του στην χώρα του ,γι΄αυτο αποφασίζει να πουλήσει όλη την περιουσία του που ήταν πολύ μεγάλη, όπως μας λέει, εκτός από το σπίτι του ,είχε δυο ξενοδοχεία ένα αρχαιοπωλείο και κάποιες άλλες διάσπαρτες επιχειρήσεις ,γιατί όπως αναφέρει, ήταν πάντα άπληστος ,εγωιστής.Πουλά τα πάντα και καταφεύγει στην κεντρική Αφρική ,όπου αγοράζει ένα σπίτι και το διακοσμεί όπως ακριβώς το σπίτι του στην Ευρώπη, τελικά όμως φοβάται να μένει εκεί και νοικιάζει μόνιμα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Ατλάντικ στο κέντρο της πόλης .Εκεί στον εξώστη αυτού του ξενοδοχείου περνά τον περισσότερο χρόνο του καταγράφοντας σε ένα ημερολόγιο την ζωή του ,όπως του έρχεται στον νου ,μια το παρόν μια το παρελθόν και ποτέ δεν είναι σίγουρος για την σωστή ημερομηνία ,είναι απλά χαμένος στις σκέψεις του και στις ενοχές του, που τον κυνηγούν σαν ερινύες και φτάνει σε σημείο να μην κοιμάται σχεδόν καθόλου και τελικά να έχει παραισθήσεις ότι κάποιος αναπνέει κρυφά πίσω στον τράχηλο του και του ψιθυρίζει διάφορα που δεν μπορεί να καταλάβει .Από την μια προσπαθεί να μας κάνει να τον λυπηθούμε και να τον συμπαθήσουμε για να του συγχωρήσουμε τις αμαρτίες του και από την άλλη ο ίδιος πιστεύει ότι είναι ασυγχώρητος και πρέπει να τιμωρηθεί με τον χειρότερο τρόπο. Διαπιστώνουμε όμως ότι πρόκειται για ένα αναξιόπιστο άτομο που δεν μπορούμε να πιστεύουμε αυτά που μας λέει. Εκεί λοιπόν στον εξώστη κάθεται και βουλιάζει στην προσωπική του κόλαση .φαίνεται ότι δεν λυπάται καθόλου για όσα εγκλήματα έκανε ,αντίθετα η λύπη του είναι αποκλειστικά για τον εαυτό του και την επικείμενη τιμωρία που περιμένει από το σύμπαν.Eχει την αίσθηση ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον του. "Το φως που έπεφτε από τον ουρανό έδινε σ' όλα τα πράγματα ένα χρώμα εχθρικό ( πως να το πω ) σα να έριχναν έναν προβολέα πάνω μου, και να με περιεργαζόταν, με υποψία, ολόκληρος ο κόσμος. " Είναι μια νουβέλα με ένα ιδιαίτερο ύφος ,σίγουρα πρωτοποριακό για την εποχή που γράφτηκε και ακόμη και για το σήμερα.
Η γραφή σε πρώτο πρόσωπο δεν είναι κάτι καινούριο στη λογοτεχνία. Η γραφή του Καχτίτση όμως ήταν κάτι ιδιαίτερο. Ξεχνάς το συγγραφέα διαβάζοντας, κάθεσαι στο τραπέζι με τον ήρωα. Αφήνεις να σε παρασύρει το μπέρδεμα του, οι εναλλαγές στη διάθεση του, η εύθραυστη ψυχική του κατάσταση. Κατανοείς ακόμα και τα πίσω μπρος του και τα πότε έτσι πότε αλλιώς του. Φανταστικό βιβλίο, όχι άδικα στη μεγάλη λίστα με τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ένα από τα βιβλία που απέφευγα να διαβάσω λόγω του δέους που μου προκαλούσε η φήμη του συγγραφέα. Και αποδείχθηκε ότι ήταν μια χαρά, πολύ πιο ανάλαφρο απ' ότι φανταζόμουν, χασκογέλασα κιόλας σε πολλά σημεία. Μια χαρά τα έλεγε ο Καχτίτσης, ωραίος.
Το διάβασα από ένα παλιότερο αντίτυπο από τις εκδόσεις Στιγμή.
«…ένα ταξίδι τόσο μακρινό, δεν κατάφερε να μου εξασφαλίσει τη γαλήνη που ζητούσα [...] αργά το κατάλαβα πως το σαράκι το κουβαλάω μέσα μου όπου και να βρεθώ.» http://maitrandmargarita.wordpress.co...
Note to self : Μου θύμισε το "Death and the Dervish", του Meša Selimović και το "Serotonin", του Michel Houellebecq
Σε όλες τις περιπτώσεις άνθρωποι με ένοχο παρελθόν αναμετρώνται με τις τύψεις τους. Στη Σεροτονίνη, βέβαια, η ανάλυση του παρενθόντος και οι πράξεις συνάδουν, ενώ στα άλλα έργα έχουμε μια διαφορά φάσης (στον Selimović τα γεγονότα αναλύονται ενδελεχώς, αλλά αποστασιοποιημένα, και o πρωταγωνιστής δεν οδηγείται σε αλλαγή συμπεριφοράς όταν η κατάσταση είναι κρίσιμη // ενώ στον Καχτίτση ο πρωταγωνιστής όλο μιλάει για το παρελθόν χωρίς να καταφέρει ποτέ να εστιάσει στα "μεγάλα" γεγονότα, σαν να χτίζει μια νοητική άμυνα που τον εμποδίζει να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο ό,τι έχει διαπράξει, αλλά παρόλα αυτά οι πράξεις του μαρτυρούν την επίγνωση της ενοχής του - με την αυτοεπιβαλλόμενη απομόνωση και τη φθίνουσα πορεία του προς την παράνοια).
Δεν μπορώ να του βάλω 3🌟 γι'αυτό και μόνο το λογο στρογγυλοποιώ στα 4⭐.
Η ιστορία φλατ. Δεν υπάρχει καμία πλοκή και καμιά ένταση. Περίμενα μέχρι τέλους για κάποια αποκαλύψη, η οποία δεν ήρθε ποτε. Ο ήρωας μας (ή καλύτερα αντιήρωας μας) κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν του προσπαθώντας να μας κάνει μάρτυρες εξομολογησεων μέσω ασυνδετων σκέψεων και ασυνέχειας του λόγου. Του πιστώνω τη συνοχή της ασυνέχειας.
Ιδιαίτερο βιβλίο. Το πρωτο μισο μου άρεσε πολύ, ανατρίχιασα με κάποιες περιγραφές του. Το δεύτερο μισό με κούρασε λίγο και με απογοήτευσε. Θα το πρότεινα όμως και πάλι.
Αυτό το βιβλίο με μπέρδεψε. Μελαγχωλικό και σχεδόν μακάβριο. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύ μεγάλες προτάσεις που κουράζουν. Έχει όμως καταπληκτική καλλιτεχνική επιμέλεια από τον καλύτερο εκδοτικό οίκο της Κρήτης.