Το βιβλίο αυτό χρωστάει την ύπαρξή του σε μια παρεξήγηση και μια απαίτηση. Παρεξήγηση γιατί, αυτός που το 'γραψε δεν είχε ιδέα ότι πως οι σημειώσεις που κράτησε για να βοηθηθεί στην προφορική ανάπτυξη μιας σειράς μαθημάτων για τον κινηματογράφο, που οργάνωσε τον Οκτώβριο του '69 το Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Κέντρο "Ώρα", θα περνούσαν στο χαρτί μέσω ενός μαγνητοφώνου, κι απαίτηση γιατί, οι 120 τακτικοί ακροατές ζητούσαν επίμονα και έγγραφη μαρτυρία για τα πολλά και σκόρπια που λέχτηκαν κείνα τα βράδια, μέσα σε μια φιλική ατμόσφαιρα, που ούτε σχολείο θύμιζε, ούτε σοβαροφανή, από καθέδρας, διάλεξη.
Όταν ανέλαβα την υποχρέωση να μιλήσω για τον κινηματογράφο σε μια σειρά σεμιναρίων με το γενικό θέμα "Η τέχνη και οι σύγχρονες τάσεις", δεν είχα και πολύ σαφή ιδέα για το τι έπρεπε να πω και πώς έπρεπε να φερθώ σ' ένα ακροατήριο που πλήρωνε για ν' ακούσει πράγματα που για μένα ήταν κοινοτοπίες. Για να εξιλεωθώ απέναντί τους και ν' απαλύνω την ενοχή μου για γνώσεις που υποτίθεται πως θα μετέδιδα επί χρήμασι σ' ανθρώπους που, αν μου το ζητούσαν οι ίδιοι, θα τους έλεγα περίπου τα ίδια στο σπίτι μου -και μάλιστα δωρεάν-, θεώρησα υποχρέωση να βάλω τα καλά μου στο πρώτο μάθημα, κι επιπλέον να φορέσω και γραβάτα! [...]
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν Έλληνας κριτικός κινηματογράφου, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δοκιμιογράφος.
Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 στην Αθήνα. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Κωνσταντινούπολη, την οποία και ο ίδιος αναγνώριζε ως πατρίδα του (κυρίως διότι του άρεσε ως πόλη). Εξάλλου είχε και άλλες "πατρίδες". Κατεξοχήν, την Καστοριά στην οποία πέρασε την εφηβεία, λόγω μετάθεσης των γονέων του. Σημειωτέον, οι γονείς του ήταν αμφότεροι εκπαιδευτικοί - φιλόλογος ο πατέρας (Απόστολος), δασκάλα η μητέρα του (Ελένη).
Σπούδασε το 1959 κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου στην Αθήνα και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε σαν βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη, ενώ το 1962 γύρισε και ο ίδιος δύο ταινίες - ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το Βυζαντινό μνημόσυνο και τους Γουναράδες της Καστοριάς και την τέχνη τους. Η πρώτη του ταινία, γυρισμένη με πενιχρά και πεπαλαιωμένα μέσα, ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη, αλλά ο ίδιος την απέρριψε αμέσως ως αισθητικά απαράδεκτη και έκτοτε αδιαφόρησε παντελώς για την τύχη της παρότι βραβεύτηκε αργότερα από διεθνές φεστιβάλ.
Το 1963 αποφασίζει να εγκαταλείψει την προοπτική του επαγγελματία σκηνοθέτη για να γίνει επαγγελματίας κριτικός κινηματογράφου. Αρχικά εργάστηκε σ' αυτό το πόστο σε έντυπα της Αριστεράς στην οποία ιδεολογικά ανήκε, αρχικά την "Επιθεώρηση Τέχνης" και αργότερα στη "Δημοκρατική Αλλαγή". Στη συνέχεια εξέδωσε το περιοδικό "Ελληνικός Κινηματογράφος" το οποίο έκλεισε η Χούντα για να το επανεκδώσει στη συνέχεια με τον τίτλο "Σύγχρονος Κινηματογράφος".
Με τη Μεταπολίτευση εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες όπως "Το Βήμα" (1974 - 1983), το "Έθνος" (1983 - 1998) και η "Ελευθεροτυπία" (1998 ως το θάνατό του το 2000), μη περιοριζόμενος στην κριτική κινηματογράφου, αλλά γράφοντας σχόλια και επιφυλλίδες που άπτονταν ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων.
Επίσης παρέδιδε σεμινάρια και δίδαξε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, στο Ινστιτούτο Γκαίτε και αλλού. Επιπλέον εργάστηκε και σε ραδιοφωνικό σταθμό σε εκπομπές διαλόγου. Στη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών βασανίστηκε και εκτοπίστηκε στις φυλακές της Αίγινας. Υπήρξε συνειδητοποιημένος μαρξιστής-κομμουνιστής και μέσα από τα βιβλία του ανέλυσε τη μαρξιστική θεωρία με τρόπο απλό αλλά όχι απλουστευτικό.
Απεβίωσε το 2000 σε ηλικία 66 ετών από καρκίνο και κηδεύτηκε στην Πάτρα. Κατοικούσε στα Εξάρχεια επί της οδού Ιπποκράτους.
Η μεταφορά του προφορικού λόγου σε γραπτό μπορεί να κάνει λίγο κουραστική την ανάγνωση αλλά δεδομένου ότι μιλάμε για εγχειρίδιο και όχι για μυθιστόρημα, η απουσία ευχάριστης γραφής δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Με λίγη η υπομονή είναι σαν ακούς τον τεράστιο Ραφαηλίδη να μιλάει για την μεγάλη του αγάπη, τον κινηματογράφο, κάνοντας ένα διάλλειμμα από το πετσόκομμα της απανταχού συντήρησης. Και τι καλύτερο από έναν βαθειά μορφωμένο άνθρωπο και διανοητή να αναλύει τον κινηματογράφο με την δύναμη της διαλεκτικής. Για όποιον θέλει να ασχολειθεί σοβαρά με τον κινηματογράφο είτε ως θεατής είτε ως δημιουργός είναι ένα περιεκτικό εισαγωγικό textbook που ξεκινάει από την ιστορία, προχωράει στην τεχνική και στην αισθητική του κινηματογράφου αφήνοντας στο τέλος σημαντικά εφόδια στον αναγνώστη για να παρακολουθεί πλέον κινηματογράφο με τελείως διαφορετική οπτική από ότι πριν. Προσωπικά με εξέπληξε το γεγονός ότι μαζί με τη ριζοσπαστικοποίηση, τα κινήματα και τις επαναστάσεις των 60s αρχές 70s, ο κινηματογράφος γνώρισε τη δική του αισθητική επανάσταση κι ότι η μετέπειτα ήττα των ανατρεπτικών κοινωνικών διεργασιών επέφερε μία γενική στασιμότητα μέχρι και οπισθροδρόμηση στον κινηματογράφο -πάντα με εξαιρέσεις- που φτάνει μέχρι και σήμερα.
Το βιβλίο είναι παλιό και δυστυχώς σε σημεία φαίνεται, καθώς έχει κάποια πολύ ξεπερασμένα μαθήματα. Αλλά έχει ακόμα κάποια ενδιαφέροντα που σου μαθαίνουν κλασσικά σημαντικά πράγματα. Αλλά ένα πράγμα που με ενόχλησε ήταν η αναφορά σε συγγραφείς άλλων παρόμοιων βιβλίων και όχι σε σκηνοθέτες, ηθοποιούς και γενικά καλλιτέχνες στο σινεμά. Δεν είναι κακό αλλά όχι και κάτι ιδιαίτερο. Τα ενδιαφέροντα μαθήματα φεύγουν πολύ γρήγορα αλλά στα βαρετά εμένα για μέρες.