Τ' απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη, δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί, -μα 'ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη μπορεί ν' απαντηθεί!
Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι, τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά, -μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει τα ξένοιαστα πουλιά...
Κι άλλοτε μού' τυχε ξανά, -στο διάβα κάποιου δρόμου, να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά, -μ' αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου, σα μια μικρή καρδιά...
Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι κι αυτό δεν έχει πιο καλό κοστούμι να ντυθεί, τότε γυρίζει τη ματιά -και μου χαμογελάει, να παρηγορηθεί...
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε επίσης μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε κανονικά, δεν άσκησε όμως ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου.
Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο Νουμά το ποίημα Έκσταση. Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα Εσπερινή και το περιοδικό Ελλάς του Σ.Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με το Χρηστομάνο και το Σικελιανό. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά Δάφνη και Ανεμώνη (1909-1910) με την εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα (από το 1924) με το περιοδικό Η Διάπλασις των παίδων (1925), με το περιοδικό Μπουκέττο (1931), με τη Νέα Εστία (1933 - όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου), την Πνευματική Ζωή (1938) και τα Νεοελληνικά γράμματα (1940).
Το 1917 συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Μετά τα Νοεμβριανά γεγονότα του 1920 κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή. Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε ήταν η Τα πρώτα ποιήματα (1939).
Εθισμένος στις ναρκωτικές ουσίες αναγκάστηκε να ξεπουλήσει τη βιβλιοθήκη του και αυτοπυροβολήθηκε το 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση με σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού (νεανικά του πρότυπα στάθηκαν οι Walter Pater και Oscar Wilde). Δημοσίευσε μανιφέστα για τον αισθητισμό και προσπάθησε να αντιδράσει στο ασφυκτικά συντηρητικό κλίμα της εποχής του με τολμηρούς στίχους και προκλητικές εμφανίσεις. Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές με έντονα μελαγχολικό τόνο και σταθερή πάντα την επιμελημένη μορφή των ποιημάτων του.
Έγραψε επίσης λογοτεχνικές μεταφράσεις και θεατρικά έργα (Νέρων ο τύραννος [1900], Η τιμή της συζύγου [1901], Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα [1908]) και ασχολήθηκε με το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση.
…Στην αγκαλιά να σ’ έσφιγγα, να σ’ έσφιγγα και με τα δυο μου χέρια, ώσπου να νιώσω να στάξει σε χειμάρρους όλη η ψυχούλα σου στους πόρους της δικής μου, σαν τη δρόσο…
Τα χείλη μου ν’ αγγίζουν τα ματάκια σου τόσο απαλά, τόσο γλυκιά κ’ αγάλια, που όταν τα κλείνεις να θαρρείς πως κύματα και ζέφυροι φυσούν από τ’ ακρογιάλια…
Κι ένα φιλί στο στόμα τόσο ατέλειωτο, που οι ώρες να μας πλέξουνε στεφάνι, και τόσο ηδονικό που να φιλιόμαστε κι όλοι να λεν πως έχουμε πεθάνει…
Κι όταν θ’ απαλοσβήνει αυτό το φίλημα, και ιδείς κλειστά τα μάτια μου στη φύση, θα με σαλέψεις με τα δυο χεράκια σου, κι εγώ θα’ χω στ’ αλήθεια ξεψυχήσει…
Languere D’ Amour
Αχ, να φιλούσα τα δυο σου χείλη, τα πορφυρά σου χείλη, τόσο, τόσο τρελά και τόσο αχόρταγα, που απ’ τα φιλιά να τα ματώσω…
Να τα ματώσω τα δυο χείλη σου! Τα χέρια σου να πλέξω γύρω και μες στα βάθη τα ολοσκότεινα των μαύρων ίσκιων να σε σύρω…
Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου! Μην τα ματώνεις, τι σου φταίνε; Αχ, μου πόνεσαν τα χειλάκια μου! Σώνει, γλυκέ μου αγαπημένε!…»
Και να περνάνε τα μεσάνυχτα, οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι, και να σου λέω: «Ακόμα, αγάπη μου, ακόμα, αγάπη μου…Δε σώνει!…»
Θα φύγω πάλι
Θα φύγω πάλι, θα χαθώ στα τρίσβαθα του δρόμου, σα μια ψυχική χιμαιρική, σα μια ψυχή χαμένη. Τώρα σαν ένα βλέφαρο, που σφάληξε θα μείνει τ’ αντικρινό, το γνώριμο σε σε παράθυρό μου.
Θα φύγω, ναι, και θα χαθώ, καθώς είχα προβάλει ζητώντας, ίσως μια κρυφή παρηγοριά κοντά σου! Θα βυθιστώ στη λησμονιά - κι ίσως τα βήματά σου, σ’ αυτή τη ζήση τη μικρή να μη με βρούνε πάλι…
Κάλλιο να πεις ότι ποτέ δεν θα με δεις εμπρός σου, πως ήμουν ένα σύννεφο περαστικό, το δείλι, - και πως το φως που μυστικά, για μας, έχει ανατείλει, το δες στον ύπνο της αυγής, απλώς μες στ’ όνειρό σου…
Γιατί, στο τέλος, τίποτα, στ’ αλήθεια δεν υπάρχει κι όλα τα πλάθει το μυαλό κι η νύχτα τα’ χει φέρει… Μπορεί και συ, σα φάντασμα, να πέρασες- ποιος ξέρει! Κι αν ήσουν Λάουρα, μια φορά - κι ας μ’έκανες Πετράρχη.
Πράγματι, μία συλλογή των ποιημάτων του Ναπολέωντα Λαπαθιώτη. Όσο για το ποιόν των ίδιων των ποιημάτων ακροβατούν στην απροσδιόριστη γραμμή του πικρού ρομασντισμού και του γλυκού πεσσιμισμού.
Δεν είχα διαβάσει Λαπαθιώτη και με οδήγησε σε αυτόν η αγάπη μου για τον Καρυωτάκη. Οφείλω να πω ότι η επιλογή μου δε με δικαίωσε. Αισθάνθηκα να με κουράζει και να αποπνέει μια αίσθηση βαριά και μίζερη.