Greek writer of the "Generation of the '30s". He wrote short stories, novels and plays.
He was born in Nafplion in 1907 and lived there until 1915, when he moved to Athens, where he finished school and studied law at the University of Athens. He made his first appearance in Greek literature in 1925 with the short story collection The Forgotten. He took part in the war of 1940 and documented this experience in some of his short stories and especially in his book April. In 1969 he was awarded the prize of Literary Excellence (Αριστείο Γραμμάτων) of the Athens Academy.
He died on 3 August 1979 in Athens.
His son, Dimitri Terzakis, is a noted composer.
Novels Prisoners (Δεσμώτες, 1932) The Decay of the Tough Ones (Η παρακμή των Σκληρών, 1933) The Purple City (Η Μενεξεδένια Πολιτεία, 1937) Princess Isambo (Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, 1945) Journey with Esperus (Ταξίδι με τον Έσπερο, 1946) The Twilight of Men (Το λυκόφως των ανθρώπων, 1947) Without God (Δίχως Θεό, 1951) The Secret Life (Η μυστική ζωή, 1957) The Novel of the Four (Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, 1958) (written together with Karagatsis, Myrivilis and Venezis)
Short story collections The Forgotten (Ο ξεχασμένος, 1925) Automn SYmphony (Φθινοπωρινή συμφωνία, 1929) Of Love and of Death (Του έρωτα και του θανάτου, 1943) April (Απρίλης, 1946) Affection (Η στοργή, 1944)
Plays Emperor Michael (Αυτοκράτωρ Μιχαήλ, 1936) Wedding March (Γαμήλιο Εμβατήριο, 1937) The Cross and the Sword (Ο σταυρός και το σπαθί, 1939) Helots (Είλωτες, 1939) The Master (Ο εξουσιαστής, 1942) The Great Game (Το μεγάλο παιχνίδι, 1944) Pure (Αγνή, 1949) Theofano (Θεοφανώ, 1956) Night in the Mediterranean (Νύχτα στη Μεσόγειο, 1957) The Happiness Ransom (Τα λύτρα της ευτυχίας, 1959) Thomas the Two-Souled One (Θωμάς ο δίψυχος, 1962) The Ancestor (Ο πρόγονος, 1970)
Όλο σημείωνα σκέψεις, υπογράμμιζα, σταματούσα, ξαναδιάβαζα. 118 σελίδες μου πήραν πολύ χρόνο να τις διαβάσω. Ένας διαφορετικός Τερζάκης, στο κατώφλι μιας νέας εποχής: 1944. Όλη η Ελλάδα ρημαδιό, όλος ο κόσμος συντρίμμια. Είχε μόλις τελειώσει ένας ακόμα πόλεμος χωρίς λογική. Αναρωτιέται, θα αναρωτιόταν ο καθένας: έζησα ανάμεσα σε δυο πολέμους, στοχάστηκα, έγραψα, χτυπήθηκα και χτύπησα. Τι θα γίνει αύριο;
Ο Τερζάκης κοιτάει ευθεία, για άλλη μια φορά με το δάχτυλο αποφασιστικά σέρνει το ρόδουλο της γραφομηχανής σε μια νέα γραμμή, ή κρατάει το στιλό του ίσια, σταθερά. Πιάνει ξανά τους αγαπημένους του ανθρώπους, τους αστούς και τους μικροαστούς, αυτούς που αποτελούν τον πυρήνα του τόπου μας, το λαό. Οι δικές τους διαπροσωπικές σχέσεις καθρεφτίζουν το dna της χώρας μας.
Ένας Τερζάκης διαφορετικός όπως έγραψα. Έτοιμος να παραδοθεί στην ουτοπία των νατουραλιστών του 30, με τους οποίους συχνά τον συγχέουν επειδή έγραφε την ίδια εποχή. Ο παραλογισμός ενός ακόμη πολέμου, του αγριότερου που είδαν τα μάτια του ( παρότι θα περάσουν σχεδόν 25 χρόνια για να βρεθεί στη δίνη και της ολέθριας χίμαιρας των στρατιωτικών, ξανά μάρτυρας, ποτέ σιωπηλός, αλλά με την ματιά πλέον του δοκιμιογράφου ) τον κάνει ασταθή. Ανησυχεί, μήπως τελικά όλα εξαρτώνται απ’ τα γονίδια, μήπως δεν είμαστε παρά αυτό που το αίμα επιτάσσει. Αλλά όχι! Δεν το δέχεται. Σε αυτή την ερώτηση απαντάει με άλλες ερωτήσεις. Σιγά σιγά σταθεροποιείται. Για άλλη μια φορά όσο προχωράει το κείμενο, η φιλοσοφία του Σοπενάουερ, ο Πλούταρχος, ο αξεπέραστος Πλάτωνας, ο θεϊκός Αριστοτέλης θα του ανοίξουν τα μάτια, διάπλατα.
Ο ίδιος συγγραφέας που 20 χρόνια πριν τον Ιονέσκο αναγνώρισε ανάμεσα στον πόνο και την πλήξη, την Τέχνη ως το όχημα για να γίνει ο εαυτός μας συνοδοιπόρος και να μην τρέμουμε τη σιωπή ενός απαίδευτου εγώ, εδώ χώνει το κεφάλι του στη λάσπη, έτοιμος να τα παρατήσει και όμως δεν το κάνει. Γίνεται ξανά ο εκφραστής των φιλοσόφων μέσω των παραβολών του. Θυμάται πως τελικά έχει απόλυτη λογική να αναζητούμε τις αιτίες μέσα μας, τα αίτια στη ζωή μας, όχι απέξω. Και ένα γονίδιο, μια ‘’έτοιμη στερεοτυπική ιδιοσυγκρασία’’ μπορεί να φαντάζει έσω, αλλά είναι έξω. Ο άνθρωπος είναι πολύ περισσότερα, ο άνθρωπος όπως τόνισαν άλλωστε ο Βολταίρος και ο Σοπενάουερ παίρνει τις αποφάσεις του, κατόπιν των συμβάντων και όχι πριν.
Πιάνει λοιπόν για άλλη μια φορά μια διαπροσωπική σχέση ο συγγραφέας. Πολλά πλοκάμια. Ένα απ’ αυτά, χαρακτηριστικό σε κάθε εποχή: το μονήρες ζευγάρι. Μόνο η οικογένεια με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ενότητα και τη δύναμη της, τη συνοχή. Η ανάγκη, η λαχτάρα να διευρυνθεί ο κύκλος, ανθρώπινη επαφή, επικοινωνία. Εκείνο το όχημα που θα τα πούμε και θα μας τα πουν, θα ανταλλάξουμε, θα μοιραστούμε.
Μια κοινωνία ακρωτηριασμένη απ’ τους πολέμους, ανεγείρεται απ’ την αρχή και όμως τα θεμέλια είναι σάπια, ξεκομμένα από άλλους καιρούς φαντάζουν εκτός τόπου και χρόνου και όμως κρίνονται απαραίτητα για να υπάρξει τακτικότητα, να δημιουργηθούν νέες ζώνες. Το ζευγάρι μας είναι απόβλητο. Την έχει σπιτώσει. Αυτή και το παιδί της. Δεν έχει σημασία πόσο δύσκολα βόλτα τα φέρνει, είναι λίγος, είναι ανώμαλος, είναι μαλάκας για να το κάνει. Διότι αυτό αμέσως μας κάνει σπουδαίους στα ίδια μας τα μάτια. Εμείς είμαστε καλύτεροι. Ακολουθούμε τη φόρμα της μενεξεδένιας πολιτείας που όλο πλαταίνει και πλαταίνει και πλαταίνει, αποδέχεται τους ουραγούς, μα τους άλλους τους φτύνει, τους σπρώχνει σε ατοπήματα για να τους καταπιεί μετά.
Ο έρωτας. Πόση δύναμη έχει η προσωρινότητα του μπροστά στην ήρεμη χωρίς εξάρσεις - αλήθεια χωρίς; Ο Τερζάκης διαφωνεί. Όταν πέφτεις στα μάτια αυτού που αγαπάς, που γευόσουν την αγάπη του είναι το ίδιο φορτικό με οποιοδήποτε έρωτα να κερδίσεις πάλι την εκτίμηση, τη ζεστασιά της αγάπης, σαν όταν μετακινείσαι απ’ τη σκιά στον ήλιο γιατί κρύωσες – δύναμη της αγάπης με τη στοργή και τη μονιμότητα της, με το συναίσθημα και τη λογική της, με την ψυχή που δίνει και παίρνει.
Αλλά είναι και έρωτας. Όχι εκείνο το παχύσαρκο μωρό για να πουλάνε ευχετήριες κάρτες του Αγ. Εμπορίου ( εμ συγνώμη μπερδεύτηκα Αγ. Βαλεντίνου ήθελα να πω ) αλλά η φούρκα με την οποία ένας άλλος άνθρωπος, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος εραστής, φίλος, αδερφός γίνεται το πάθος μας, για κάποιο χρόνο.
Μα είναι και κάτι περισσότερο αυτό το βιβλίο: θέτει το ερώτημα που σε κανένα χρόνο δεν έχει ξεχαστεί, ποιος είναι πατέρας, αυτός που τίκτει ή αυτός που κηδεμονεύει; Το σπέρμα, ή η έγνοια, η φροντίδα, η αγάπη; Και πόσο μετρούν σ’ αυτό τα γονίδια; Πόσο λίγο ή πολύ μετράει αυτό που πήρες απ’ τον κηδεμόνα σου; Κάποιοι απάντησαν σ’ αυτό, ο Τερζάκης όχι. Ίσως γιατί ξέρει πως οι αποστροφές του μέλλοντος θα θυμίσουν στη νεαρή Λιλή όσα ξέχασε πολύ εύκολα.
Το βιβλίο αυτό μας λέει πως κάποιοι έχουν το ταλέντο να δημιουργούν γενικά, άλλοι όμως σε όλη τους τη ζωή ό,τι πιάνουν γίνεται σκατά. Το νοιάξιμο όμως έχει τη δύναμη να τους κάνει αγωνιστές, ήρωες, ή Μικελάντζελο.