Αυτό το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφία, αν και μοιάζει. Ούτε ιστορικό κείμενο είναι, αν και μοιάζει. Και θα ήταν λάθος να το εκλάβει κανείς σαν δοκίμιο, αν και μοιάζει. Όμως, ούτε λογοτεχνικό κείμενο είναι, αν και μοιάζει. Θα μπορούσε να το πει κανείς Χρονικό, αλλά δεν καταγράφει λεπτομερειακά τα γεγονότα. Γίνεται μια αυθαίρετη και εν πολλοίς συναισθηματικής τάξεως επιλογή μερικών μόνο απ' τα πάμπολλα περιστατικά, άλλοτε εντελώς ευτράπελα και άλλοτε ιλαροτραγικά έως τραγικά, που συνέβησαν στην πορεία της δύσκολης ζωής ενός ταλαίπωρου Έλληνα. Και προτείνονται για ανάγνωση, όχι γιατί η ζωή αυτού του συγκεκριμένου Έλληνα θα άξιζε να βιογραφηθεί, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά διότι έτυχε να είναι ένας πολύ τυπικός εκπρόσωπος της λεγόμενης "χαμένης γενιάς". Αυτής που στον πόλεμο ήταν παιδιά, στον εμφύλιο πόλεμο έφηβοι, στην πρώτη καραμανλική περίοδο νέοι άνδρες, στη διάρκεια της χούντας άνδρες απλά, και σήμερα, που όλα καταρρέουν, είτε ώριμοι είτε ετοιμόρροποι άνδρες, έτοιμοι είτε για την συγκομιδή είτε για την κατεδάφιση.
Αυτός που υπογράφει τούτα τα κείμενα έτυχε να ζήσει ολόκληρη αυτή τη δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο από μέσα και να βιώσει καταστάσεις που συχνά ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του ρεαλισμού, για να αγγίξουν αυτά του σουρεαλισμού. Κατά κάποιον τρόπο, αυτά τα κείμενα είναι η σουρεαλιστική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Σε μια πρώτη μορφή, πρωτοδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Έθνος". Σε τούτον τον τόμο παρουσιάζονται σε μια δεύτερη γραφή, περισσότερο φροντισμένη.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν Έλληνας κριτικός κινηματογράφου, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δοκιμιογράφος.
Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 στην Αθήνα. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Κωνσταντινούπολη, την οποία και ο ίδιος αναγνώριζε ως πατρίδα του (κυρίως διότι του άρεσε ως πόλη). Εξάλλου είχε και άλλες "πατρίδες". Κατεξοχήν, την Καστοριά στην οποία πέρασε την εφηβεία, λόγω μετάθεσης των γονέων του. Σημειωτέον, οι γονείς του ήταν αμφότεροι εκπαιδευτικοί - φιλόλογος ο πατέρας (Απόστολος), δασκάλα η μητέρα του (Ελένη).
Σπούδασε το 1959 κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου στην Αθήνα και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε σαν βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη, ενώ το 1962 γύρισε και ο ίδιος δύο ταινίες - ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το Βυζαντινό μνημόσυνο και τους Γουναράδες της Καστοριάς και την τέχνη τους. Η πρώτη του ταινία, γυρισμένη με πενιχρά και πεπαλαιωμένα μέσα, ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη, αλλά ο ίδιος την απέρριψε αμέσως ως αισθητικά απαράδεκτη και έκτοτε αδιαφόρησε παντελώς για την τύχη της παρότι βραβεύτηκε αργότερα από διεθνές φεστιβάλ.
Το 1963 αποφασίζει να εγκαταλείψει την προοπτική του επαγγελματία σκηνοθέτη για να γίνει επαγγελματίας κριτικός κινηματογράφου. Αρχικά εργάστηκε σ' αυτό το πόστο σε έντυπα της Αριστεράς στην οποία ιδεολογικά ανήκε, αρχικά την "Επιθεώρηση Τέχνης" και αργότερα στη "Δημοκρατική Αλλαγή". Στη συνέχεια εξέδωσε το περιοδικό "Ελληνικός Κινηματογράφος" το οποίο έκλεισε η Χούντα για να το επανεκδώσει στη συνέχεια με τον τίτλο "Σύγχρονος Κινηματογράφος".
Με τη Μεταπολίτευση εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες όπως "Το Βήμα" (1974 - 1983), το "Έθνος" (1983 - 1998) και η "Ελευθεροτυπία" (1998 ως το θάνατό του το 2000), μη περιοριζόμενος στην κριτική κινηματογράφου, αλλά γράφοντας σχόλια και επιφυλλίδες που άπτονταν ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων.
Επίσης παρέδιδε σεμινάρια και δίδαξε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, στο Ινστιτούτο Γκαίτε και αλλού. Επιπλέον εργάστηκε και σε ραδιοφωνικό σταθμό σε εκπομπές διαλόγου. Στη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών βασανίστηκε και εκτοπίστηκε στις φυλακές της Αίγινας. Υπήρξε συνειδητοποιημένος μαρξιστής-κομμουνιστής και μέσα από τα βιβλία του ανέλυσε τη μαρξιστική θεωρία με τρόπο απλό αλλά όχι απλουστευτικό.
Απεβίωσε το 2000 σε ηλικία 66 ετών από καρκίνο και κηδεύτηκε στην Πάτρα. Κατοικούσε στα Εξάρχεια επί της οδού Ιπποκράτους.
Ανεπανάληπτος Ραφαηλίδης η πως να διαβάσεις την ιστορία της Ελλάδας και να μην ούρλιαξεις από τα γέλια.
Το βιβλίο συστήνεται θερμά στο υπέρ ειδωλο, Γιάννα Αγγελοπουλου, με την ελπίδα πως η ανάγνωση του θα την κανει να αγαπήσει κατα μια ποσοστιαία μονάδα λιγότερο και τους Μεγάλους Έλληνες, αλλα τι να μας πει μωρέ ο βρωμοκουμουνιστης, σιγά τα αυγά μην σπάσουν κι είναι και μελάτα.
Επίσης δεν συστήνεται σε ψεκασμενους και έθνοσωτηρες. Θα πάθουν έμφραγμα.
Αγαπώ την αλήθεια και αυτό το βιβλίο ξεχειλίζει από δαύτη. Ειλικρίνεια και ωμότητα και χιούμορ. Ο λόγος του Βασίλη Ραφαηλίδη είναι πηγαίος, αναβλύζει. Αξίζει να το διαβάσετε... ειλικρινά.
Το εν λόγω ίσως είναι από τα καλύτερα, αν όχι το καλύτερο, του συγγραφέα. Όπως και στα υπόλοιπα, δεν μασάει τα λόγια του όχι μόνο όταν είναι να επικρίνει τους ιδεολογικούς του αντιπάλους, αλλά κυρίως όταν στρέφεται κατά των υποτιθέμενων ομοϊδεατών του. Παρόλα αυτά, σε πολλά σημεία γίνεται επαναλαμβανομενος και ίσως υποκειμενικά επικριτικός, που ίσως τον κάνουν να φαίνεται πικροχολος, αφού σε κάθε πράξη των υπολοίπων υποτιμά κάποια θετικά στοιχεία, αντιπαραβαλλοντας μομφή καιροσκοπισμου.
Ο Ραφαηλίδης αφηγείται τη ζωή του – από την παιδική ηλικία και τα νεανικά του χρόνια, μέχρι τις εμπειρίες του στη φυλακή, τις πολιτικές του δράσεις και τη διαρκή του μάχη με τις ιδεολογίες, τα αδιέξοδα και τις μικρές καθημερινές ήττες. Δεν καταγράφει γεγονότα για να τα απαθανατίσει, αλλά για να τα ξαναζήσει μέσα από τη γραφή, να τα κρίνει, να τα διαλύσει και να τα επαναδομήσει.
Ο τίτλος «ημιτελής θάνατος» είναι ενδεικτικός του υπαρξιακού τόνου του βιβλίου: η ζωή, για τον Ραφαηλίδη, δεν είναι παρά μια διαρκής ταλάντευση ανάμεσα στη βιολογική επιβίωση και τη νοητική φθορά. Η ταυτότητα του «ταλαίπωρου Έλληνα» γίνεται σύμβολο του σύγχρονου ανθρώπου που ασφυκτιά σε μια κοινωνία που αδυνατεί να υπερβεί τον επαρχιωτισμό της – πνευματικό, πολιτικό και ιστορικό.
Αν αναζητάτε ένα κείμενο που να συνδυάζει τον πολιτικό στοχασμό με μια σπαρακτική αυτογνωσία, τότε αυτό το βιβλίο είναι μια εμπειρία αναγνωστική που δύσκολα ξεχνιέται.
Μπορείς να γράψεις ιστορία μέσα από την περιγραφή των παιδικών και νεανικών σου βιωμάτων; Ο Βασίλης Ραφαηλίδης το πέτυχε αριστοτεχνικά: ο Β'Παγκόσμιος, ο Εμφύλιος, η Χούντα περνούν μέσα από τα μάτια του μικρού Βασίλη σε ένα κράμα βιογραφίας/ιστορικών χρονογραφημάτων που κυλάει σαν νερό. Αριστούργημα, προτείνεται να διαβαστεί φανατικά από νέα άτομα που ξεκινούν στη δημοσιογραφία και από όσους έχουν θέλουν να μάθουν την ιστορία του 20ου αιώνα με μια ειλικρινή αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο.