La poesia di Manolis Anaghnostakis è la cronaca di un uomo e di una generazione nella successione delle Stagioni e delle loro Continuazioni, cui alludono i titoli di diverse raccolte che il poeta pubblicò dal 1945 al 1971. La generazione è quella, legata all’ideologia marxista, che perse la guerra civile e conobbe le deportazioni e le torture. L’uomo è un poeta di grande statura morale che, pur segnato dall’amarezza dell’incomprensione, culminata nell’espulsione dal partito comunista, non rinnegò mai la sua fede politica. Un poeta custode della memoria, che individuò nella guerra civile l’origine della disgregazione di una comunità sempre più minata dall’inganno e dall’ignavia. E poiché nella scrittura di Anaghnostakis il collettivo non è mai scisso dall’individuale, la sua è anche un’analisi esistenziale dell’uomo contemporaneo, condotta in uno stile diretto e quasi prosastico. Con il tempo, si acuì la sfiducia del poeta nella parola, ritenuta inadeguata a rispecchiare l’essenza e la “sostanza delle cose”. L’unica strada percorribile gli sembrò, quindi, quella del silenzio, quasi profetizzata negli anni “Verrò un giorno, nudo d’amore e di odio/ Inflessibile e inesorabile, con il silenzio come guida e compagno”. Una decisione sofferta, a cui Anaghnostakis si attenne nell’ultima parte della sua vita.
Μία συλλογή με έντονη υπαρξιακή διάσταση από έναν στρατευμένο ποιητή. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρά τις πολιτικές του πεποιθήσεις καταφέρνει να ξεπεράσει τις κομματικές ταμπέλες και αυτό θεωρώ τον καθιστά έναν από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Προσωπικά ξεχώρισα τις συλλογές "Εποχές"(1945-1953) στις οποίες παράλληλα με την μελαγχολία και σε ορισμένες στιγμές αίσθηση απελπισίας, ο Μ. Αναγνωστάκης αφήνει μία χαραμάδα αισιοδοξίας και ελπίδας. "Προσπάθησε μ’ όση καρδιά σ’ απομένει, χάραξε τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά Ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου ακόμα μιαν Άνοιξη· δεν είναι μάταιο."
Λατρεμένος Αναγνωστάκης...Ιδιαίτερη διάθεση και να μην υπάρχει για κάποιο βιβλίο, πάντα υπάρχει χρόνος για ποίηση! Ξεκίνησα να το διαβάζω εχθές ως αφιέρωση για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του.
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Σαν κάθε νύχτα Καίοντας την ανάμνηση πικρών θανάτων Ανημποριά των γηρατειών, τρόμος της γέννησης, Σε τρώγλες σκοτεινές, στην αγκύλη της ηδονής Πέρα απʼ τους άδειους κάμπους των αποσπασμάτων Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Α πώς θα ζούσες Εσύ κι εγώ μια τέτοιαν εποχή Σάπιο φορτίο στʼ αμπάρι ενός Μεθυσμένου καραβιού που πέθαναν όλοι Βουλιάζοντας με χίλιες τρύπες στα κορμιά μας Μάτια θολά που χλεύασαν το φως Στόματα αδέσποτα στη φλούδα της ζωής Καίοντας την ανάμνηση – Νεκροί Σε μια εποχή ανέκκλητου θανάτου Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Κι ούτε ένα νεύμα Μια λέξη, όπως η σφαίρα στο στίγμα του λαιμού Ούτε μιʼ ανθρώπινη φωνή γιατί δεν είχε Ακόμα γεννηθεί καμιά φωνή Δεν είχε γεννηθεί τʼ άγριο ποτάμι Που ρέει στις άκρες των δακτύλων και σωπαίνει.
Ανάμνηση ζωής – πότε νʼ αρχίζεις Αδίστακτος και πράος να βγάζω λόγους Να εκφωνώ στα κενοτάφια τους θρήνους Φθαρμένους στων φθόγγων την πολυκαιρία Και να κλειδώνεις τις μικρές μικρές χαρές Όχι πατώντας στους νεκρούς σου πάνω στίχους Γιατί αν είναι κόκκαλα, έρωτες ή χαμόσπιτα Με την κουβέρτα στην ξώπορτα χωρίζοντας τον κόσμο Στα δυο, κρύβοντας τον σπασμό και την απόγνωση Κι έξω να ψάλλουν οι περαστικοί στο πείσμα των πιστών Στο πείσμα του άρρωστου παιδιού και του χειμώνα Α πως θα ζούσες μια εποχή. Κι αυτός αδίσταχτος, Ο χρόνος, θρυμματίζοντας τη σκέψη Τα στέρεα σχέδια και τις βίαιες αποφάσεις Τα αιωρούμενα γιατί, τα υγρά χαμόγελα Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Μη με γελάσεις Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει Αυτές οι κρύπτες που ριγούν τα τρωκτικά Δεν έχουν τίποτε απʼ τʼ άρωμα της λάσπης Ούτε απʼ το χάδι των νεκρών στα όνειρα μας Γιατί έχει μείνει κάτι – αν έχει μείνει – Πέρα από θάνατο, φθορά, λόγια και πράξη. Άφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανάτων Πικρών και ανεξήγητων θανάτων Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις.
Αν και οι πρώτες συλλογές του βιβλίου δεν έχουν τη δύναμη που περίμενα από το όνομα του Αναγνωστάκη, όσο προχωράς τα έργα γίνονται όλο και πιο δυνατά, η θεματολογία όλο και πιο συγκεκριμένη, με αποκορύφωμα τις δύο τελευταίες συλλογές, Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 3 και Ο ΣΤΟΧΟΣ όπου φαίνεται πια καθαρά η ιδεολογική συνέπεια και το καλλιτεχνικό προφίλ του ποιητή σε βάθος τριών δεκαετιών.
Είχε την τύχη αυτή η χώρα, σε εποχές άγριες και δύσκολες, να "γεννήσει" πολλούς και σημαντικούς ποιητές οι οποίοι μέσα από το έργο τους θα πρόσφεραν παρηγοριά και ελπίδα στον απλό λαό. Ένας από αυτούς και ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Οι στίχοι του πολυεπίπεδοι, μελαγχολικοί, θλιμμένοι, νοσταλγικοί, πολιτικοί, υπαρξιακοί, απαισιόδοξοι, προφητικοί, καταγγελτικοί, ειρωνικοί, γεμάτοι πόνο για τους χαμένους αγώνες και τα όνειρα της νιότης. Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ένα ταξίδι στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Εξάλλου αυτό ισχύει για όλους, τους σύγχρονους του Αναγνωστάκη, ποιητές.
Σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο... Το τελευταίο εξάμηνο με βασάνιζε ένα προσωπικό δίλημμα, εν τέλει η απόφαση πάρθηκε όμως μετά από λίγο καιρό δεύτερες σκέψεις άρχισαν να εμφανίζονται. Ακριβώς εκείνο το διάστημα έπεσα πάνω στο επόμενο ποίημα το οποίο με βοήθησε να κατασταλάξω σε μια επιλογή. Είναι πάντα ωραίο να σε συμβουλεύουν οι ποιητές επί προσωπικών θεμάτων.
Τώρα
Κι όμως, Δημήτρη, ξανά πίσω δεν πρέπει να γυρίσουμε Χρέος μας είναι πια να μη γυρίσουμε.
Ας ξανατραγουδήσουμε πάλι εκείνο το τραγούδι που λέγαμε στην αρχή Ας ξανασκεφτούμε τα ίδια πάλι πράγματα όπως όταν ξεκινήσαμε Γιατί όλα, ξέρεις, πως τελειώνουνε και μόνο ένα δεν τελειώνει Γιατί κι η ίδια η ζωή, Δημήτρη, είναι κι αυτή όμορφη Όσο κι αν έζησε κανείς μέρες πολύ κακές Όσο κι αν είν’ μοιραίο να τις ζήσει ή κι αν τις ζει ακόμα.
Τώρα που φτάσαμεν εδώ δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε. Πιο καλά να σταθούμε εδώ, μα όχι πάλι πίσω.
Διαβάστηκε με ένταση. Έζησα μαζί του το φοιτητικό κίνημα του '06-07. Ποιήματα που έγιναν τραγούδια (ίσως μέτρια) κι αφηγήσεις (ίσως εξαιρετικές). Στίχοι που κρεμάστηκαν στους τοίχους του σπιτιού μου σε Α4 τεχνητά κιτρινισμένα. Όταν ξενοίκιασα το φοιτητικό διαμέρισμα ήμουν ένας νέος στο ξεκίνημα της κρίσης. Ήξερα πια καλά μέσα μου ότι δεν μου ανήκει τίποτα. Τίποτα, πέραν ίσως αυτού του βιβλίου.
Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους Βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας Απ’ τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι Κάτω απ’ τις αψίδες των κραυγών Περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες Χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια. Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Così leggero e superfluo me ne sono andato per le strade ho incontrato Kleri all'uscita della sinagoga e abbracciati sotto le arcate delle grida siamo passati all'altra sponda con le tasche ormai senza terra, fotografie e cose simili. Non c'era più nulla da vendere.
3.5, κάποια ποιηματα απο τις πρωτες συλλογές ήταν αρκετά κουραστικα και επαναληπτικα, ωστόσο υπήρχαν κάποια ειδικα απ την τελευταία συλλογή που με άγγιξαν αρκετά
Θυμάμαι να πέφτω τυχαία πάνω σε ένα ποίημα του στο Γυμνάσιο που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση ενώ παράλληλα αναρωτιόμουν γιατί δεν επιλέγονται (τουλάχιστον από τους δικούς μου φιλολόγους στο σχολείο με εξαίρεση 1-2) για ανάγνωση στην τάξη τέτοιου είδους ποιήματα. Βέβαια φτάνοντας στο λύκειο μπόρεσα να ενώσω τα κομμάτια του παζλ και να συνειδητοποιησω πως τους συγγραφείς και τους ποιητές με έντονο πολιτικό υπόβαθρο τους απέφευγαν οι καθηγητές πάρα πολύ διακριτικά, για να αποφεύγονται και οι συζητήσεις που ανοίγονται μετά. Για εμένα είναι ίσως από τα πιο ωραία του Αναγνωστάκη:
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι, Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας. Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να’ναι οι τελευταίοι Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δεν ζούνε πια Αυτοί που θα μιλούσανε πέθαναν όλοι νέοι Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά Σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος Γενήκανε άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα Και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.
Μου άρεσαν πολλά από τα ποιήματα του Αναγνωστάκη. Μόνη εξαίρεση ήταν ίσως τα εκτενή ποιήματα της συλλογής Εποχές 2, που τα βρήκα κάπως κουραστικά στην ανάγνωση. Η ποίηση του είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί, είναι ένα κράμα απαισιοδοξίας, μελαγχολίας, αντικομφορμισμού, ενώ παράλληλα είναι έντονα πολιτικοποιημένη και αντιπολεμική. Το κράμα αυτό είναι σπάνιο και από αυτό δημιουργήθηκαν πολλά μοναδικά ποιήματα.
Ξεχώρισα τα ακόλουθα: Απροσδιόριστη χρονολογία, Θα 'ρθει μια μέρα, Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Όττο V, Το σκάκι, Τη νύχτα έρχονται, Η απόφαση, Κάτω απ' τις ράγες, Αφιέρωση, Ο ουρανός, Νέοι της Σιδώνος 1970.