Η φυγή είναι μια ιστορία για έναν απαγορευμένο έρωτα που γίνεται πραγματικότητα μόνο και μόνο επειδή τα δύο πρόσωπα δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Η Άννα και ο Αποστόλης -δυο άνθρωποι που φαινομενικά ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους- αψηφούν τα σκληρά ήθη της επαρχίας διεκδικώντας το δικαίωμά τους στην ευτυχία. Αλλά, η ευτυχία τούς ξεγλιστράει: στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, ανάμεσα σε μνήμες πολέμου και εγκλημάτων, σε κλίμα δηλητηριασμένο, γεννιέται αυτός ο απρόσμενος έρωτας, ένας έρωτας σκανδαλώδης και μοιραίος. Καθώς η Άννα κι ο Αποστόλης αναζητούν έναν τρόπο να ζήσουν, ο κόσμος καταρρέει γύρω τους και μέσα τους. Και παρά τις δεσμεύσεις μιας αμείλικτης επαρχιακής κοινωνίας, παρά τα παιχνίδια της τύχης, παρά τις τύψεις και τις αμφιβολίες, η φυγή τους είναι ένα γεγονός που τους θυμίζει το δικαίωμά τους στην προσωπική ελευθερία.
Στη νουβέλα αυτή -που είναι πράγματι το χρονικό μιας φυγής- οι ήρωες παίρνουν μια πικρή γεύση για το τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε πόλεμο με τον κόσμο. Έναν πόλεμο, όχι λιγότερο άγριο και καταστροφικό από εκείνον που στέρησε από τους ανθρώπους την ειρήνη και την ελευθερία τους. Με φόντο τη Φωκίδα του 1950 -ένα τόπο φτωχό, άγονο κι αδυσώπητο- η Άννα κι ο Αποστόλης κυνηγούν ένα άπιαστο όνειρο. Και η γενναιότητά τους, η εμπιστοσύνη τους στη ζωή και τον έρωτά τους δεν αρκούν για να τους εξασφαλίσουν ούτε μια μέρα αληθινής ευτυχίας.
Δεν μου άρεσε. Η γραφή της είναι ωμή, καθόλου του γούστου μου. Επίσης κάθε σελίδα σχεδόν με έκανε triggered λόγω των απαρχαιωμένων αντιλήψεων της εποχής. Καταλαβαίνω ότι τοποθετείται αρκετά χρόνια πίσω αλλά καλό θα ήταν μιας που το βιβλίο γράφτηκε το 2004, να γίνονται και μερικά σχόλια από τη συγγραφέα που να δείχνουν ότι πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει.
..."Είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι". Η Άννα ήθελε να καγχάσει, να πει κάτι ειρωνικό και πικρόχολο, κάτι σας "Από πότε γίναμε ελεύθεροι άνθρωποι; Από πότε;" αλλά δεν είπε τίποτα...
"Ελεύθεροι άνθρωποι", ξανασκέφτηκε και της ερχόταν να ουρλιάξει.
Τι "ελεύθεροι άνθρωποι:" Ποιος ήταν ελεύθερος άνθρωπος; Ξαφνικά, είδε τον Αποστόλη σαν έναν ονειροπαρμένο που δεν καταλάβαινε πως ήταν πραγματικά φτιαγμένος ο κόσμος.
Με τη «Φυγή» η Σώτη Τριανταφύλλου ρίχνει μια σύντομη ματιά στα χρόνια τα παλιά, τα εμφυλιοπολεμικά. Μια ματιά υπογείως αλλά αρκούντως ειρωνική.
Το βιβλίο αυτό μιλά για έναν έρωτα. Ένα παράνομο έρωτα, ανάμεσα σ’ ένα ταχυδρομικό υπάλληλο, που φτάνει στην Άμφισσα μετά από δυσμενή μετάθεση, λόγω ανέκφραστων φρονημάτων, και μιας όμορφης κοπέλας, που έχοντας πατήσει τα δεκαεννιά θεωρείται ήδη γεροντοκόρη, και «ποιος θα το πάρει το κορίτσι;»
Ο Αποστολής και η Άννα είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Ο έρωτάς τους γεννήθηκε αστραπιαία, είναι κεραυνοβόλος, ωστόσο, δε φαίνεται να έχει πολύ μέλλον μπροστά του, καθώς ο πρώτος είναι παντρεμένος. Εντάξει, είναι ωραίο που περνούν καλά μαζί, αλλά για πόσο θα αντέξουν να ζούνε χώρια; Πρέπει να πάρουν τις αποφάσεις τους. Κάποιες οδυνηρές αποφάσεις. Μπροστά τους βρίσκεται ο δρόμος προς τον παράδεισο ή την καταστροφή.
Η φαντασία της συγγραφέως δημιούργησε δύο ήρωες που αγωνίζονται να ξεφύγουν απ’ τις συμβάσεις και τα καθιερωμένα. Αποφασισμένους να ζήσουν μαζί κι ευτυχισμένοι. Ο ένας, όμως, απ’ αυτούς έχει περισσότερο κουράγιο απ’ τον άλλο. Κι αυτός είναι ο Αποστόλης. Αυτός είναι που κινεί τα νήματα, που είναι αποφασισμένος να θυσιάσει τα πάντα για τον έρωτά. Θα σταθεί η Άννα αντάξιά του;
Ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία αυτού του βιβλίου είναι η ειρωνεία. Μια ειρωνεία ελαφριά, που δε γίνεται σαρκασμός, αλλά που ωστόσο καταφέρνει να ισοπεδώσει τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα. Η Τριανταφύλλου ειρωνεύεται αυτά που ειρωνευόταν πάντα: τη ξεροκεφαλιά, το κόλλημα στο χθες και το... τι θα πουν οι γείτονες. Μέσα από τα λόγια και τις πράξεις του Αποστόλη φαίνεται να θέλει να μας δείξει πως, κατά τη γνώμη της, είναι οι αληθινοί ήρωες και επαναστάτες: «Μπορεί να ’τανε δειλός, αλλά όχι, γενναίοι δεν ήτανε ούτε όσοι είχανε λυμένο το ζωνάρι τους για καβγά. Η γενναιότητα ήτανε ένα άλλο πράμα, ένα πράμα ήσυχο...». Και η επανάσταση κάτι που συμβαίνει μέσα σου, κάτι σαν έκρηξη που σου ανοίγει τα μάτια, κάτι που σου δίνει τη δύναμη ν’ αλλάξεις και να προχωρήσεις με γενναία βήματα προς τη νέα ζωή. Ο Αποστόλης: «...Ίσως να ’κανε κάτι καλό για τον κόσμο, μιας και δεν είχε κάνει τίποτα ως τα τώρα, εκτός από το να πάρει δυσμενή μετάθεση, να διαλύσει την οικογένειά του και να ερωτευτεί. Χαμογέλασε με την τελευταία σκέψη: ξαφνικά, ένιωθε ευτυχισμένος. Θα ’κανε κάτι καλό για τον κόσμο και την Άννα.»
Οι ήρωες σ’ αυτό το βιβλίο είναι σαν ήρωες της Τριανταφύλλου. Αγαπούν τη φυγή. Αγαπούν την ελευθερία. Αλλά, κάποιοι όταν την αποκτούν δεν ξέρουν τι να την κάνουν, ενώ κάποιοι άλλοι νιώθουν ότι τώρα πια όλος ο κόσμος τους ανήκει. Ένα μικρό διαμάντι που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, όπως όλα εξάλλου τα βιβλία της Σώτης.
Σαν παλιό ασπρόμαυρο ελληνικό δράμα: η αποπλάνηση ενός νεαρού κοριτσιού της επαρχίας από τον πρωτευουσιάνο. Όμως αντίθετα από τις ταινίες, η ιστορία του αμαρτωλού αυτού έρωτα δεν ειναι ανιστορική, δεν είναι ξεκομμένη από το τι συμβαίνει γύρω, αλλά τοποθετείται σε μια ιστορική συγκυρία, τον χρόνο που τελειώνει ο Εμφύλιος Πόλεμος και το αμέσως μετά διάστημα όπου ο κόσμος αρχίζει να μεταναστεύει από την ρημαγμένη επαρχία στην Αθήνα. Αυτό το στοιχείο, που είναι έντονο στην αφήγηση της Τριανταφύλλου, κάνει και το βιβλίο πιο αξιόλογο από μια ανάλογη ταινία, απ' αυτές που κατέκλυσαν τις κινηματογραφικές αίθουσες. Η επιτυχία του θέματος δεν ήταν τυχαία. Αντιστοιχούσε σε μια ορισμένη κατάσταση• το τέλος της αθωότητας είχε σημάνει για τα καλά στην Ελλάδα του 1950. Η Αθήνα ερχόταν σε επαφή, αναμιγνυόταν με την επαρχία• και την κατάπινε. Εδώ συνέβη κάπως διαφορετικά: η επαρχία ήρθε σε επαφή με την Αθήνα. Η ασυμβατότητα δεν ξεπεράστηκε.
Είχα ξεχάσει τη σύντομη και δύνατή γραφή της Σώτης. Απλή ιστορία, απλή γραφή αλλά με μια απίστευτη εσωτερική δύναμη. Με παρέσυρε και με απογοήτευσε το τέλος. Εκεί που πήγαιναν όλα καλά...Αλλά έτσι είναι η ζωή. Σίγουρα πιο κοντινό σε μας από τη Συγχώρεση, αλλά και παλι μας χαρίζει άφθονα ερωτήματα πάνω στη ζωή. Αναρωτιέμαι πώς να είναι τα εκτενέστερα μυθιστορήματά της.
Δεν είναι σπάνια τα βιβλία που ασχολούνται με απαγορευμένους έρωτες. Όμως δεν έχω ξαναδιαβάσει βιβλίο που να το συνδυάζει με την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Έχει πολλές πολιτικές αποχρώσεις δίχως να χάνει σε ουσία. Μολονότι διαβάζεται σε ένα δίωρο, η περιγραφή είναι απλή, λιτή, μεστή.
Καιρό τώρα ήθελα να διαβάσω κάτι από Τριαντάφυλλου και παρότι η συγκεκριμένη νουβέλα δεν θεωρείτε και από τα καλύτερα της, μου προσέφερε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της γραφής της, το οποίο και με ικανοποίησε αρκετά θα έλεγα. Τα δυο αστεράκια τα δίνω καθαρά για την πλοκή του βιβλίου η οποία με άφησε παγερά αδιάφορη. Πολλή ματαιότητα για τα γούστα μου.
Το βιβλίο είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει,τίποτα παραπάνω τίποτα λιγότερο.
Βλεπουμε μια παράνομη ιστορία αγάπης να εξελίσσεται στην μεταπολεμική ύπαιθρο της Ελλάδας όπου υπάρχει έντονος διχασμός,μίσος και αμάθεια μεταξύ των ανθρώπων. Όλοι έχουν χωριστεί σε δυο στρατόπεδα,βασιλικούς και κομουνιστές,και το χάος που δημιουργούν μετά την λήξη του πολέμου δεν δίνει καμία εικόνα πραγματικής νικης αλλά περισσότερα εικόνα κατάντιας και ξεπεσμού. Παρόλα αυτά,μέσα σε όλη αυτή την κτηνωδία ο έρωτας βρίσκει χώρο και ξετρυπώνει,χτυπώντας με τα βέλη του δυο άτομα που δεν θα επρεπε να έρθουν κοντά εκτός αν θα ηθελαν να εξωστρακιστουν από την κοινωνία. Αξίζει όμως η αγάπη το ρίσκο; Μπορεί να γίνει η αρχή για κάτι καινούριο,για κάτι καλύτερο;
Και τώρα μερικά λόγια για το πως βρήκα εγώ το βιβλίο: Θεωρώ ότι ήταν μια τίμια προσπάθεια χωρίς να με έχει κερδίσει τόσο όσο περίμενα ότι θα με κερδίσει. Επειδή ξεκινάς να διαβάζεις το βιβλίο έχοντας στο νου σου την ιστορία του Απόστολου και της Αννας δεν περιμένεις τις κοινωνικές,πολιτικές και πολιτισμικες πληροφορίες που κατακλύζουν την ιστορία αυτή. Έτσι,ενώ διαβάζεις για ένα θέμα τελικά καταλήγεις να παίρνεις περισσότερες πληροφορίες για ένα άλλο,πιο σημαντικό θέμα,χωρίς να το συνειδητοποιείς μέχρι το τέλος του βιβλίου. Ισως η ιστορία να ήταν περισσότερο για την διχόνοια που αναπτύχθηκε μεταξύ των ανθρωπων κατά την μεταπολεμική περίοδο παρά για την αγάπη και τον ερωτα μεταξύ δυο ανθρώπων που πάνε κόντρα στις κοινωνικές νόρμες και τους κοινωνικούς κινδύνους. Αλλά όσον αφορά τους δυο ήρωες,δεν ξετρελάθηκα με κανέναν από τους δυο ιδιαίτερα αλλά αν έχω να κρατήσω κάτι καλό από τον καθένα είναι οι εσωτερικοί,σχεδόν καταθλιπτικοί,μονόλογοι του Απόστολου και το νάζι της νεαρής Αννας που ολο προσπαθούσε να κρύψει και ολο έβγαινε στην επιφάνεια,γινόταν κομμάτι της. Σαν love story,θεωρώ είχε potential για κάτι πολύ καλύτερο και πιο δυνατό απ’αυτο που οντως είδαμε. Όλα εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα για να είναι τόσο έντονα όσο μας παρουσιάστηκαν αλλά ίσως έτσι ανθίζε η αγάπη μεταξύ δυο ατόμων τότε,ειδικά όταν ο καθενας προσπαθούσε να ξεφύγει από μια δυσμενή κατάσταση. Άλλωστε,όπως ήδη ανέφερα,δεν θεωρώ ότι αυτό ήταν και το main κομμάτι του βιβλίου. Well played tho,well played.
Η Άννα Πέππα είναι μια μικρή Άννα Καρένινα του νομού Φωκίδας. Νιώθει φυλακισμένη στην μίζερη επαρχειακή μετεμφυλιακή ζωή και στερημένη από την προοπτική των σπουδών της. Γνωρίζει τον Απόστολο που πάντρεμενος με δύο παιδιά έχει πάρει δυσμενή μετάθεση στο ταχυδρομείο Αμφίσσης. Παρ'όλο που είναι παντρεμμένος το game του δεν είναι καθόλου δυσμενές και με πολύ smooth τρόπο ξελογιάζει την επαρχιωτοπούλα, της οποίας κλέβει την καρδιά και ποιος ξέρει τι άλλο σε κάτι χωράφια με ελιές. Τελικά αποφασίζει να παρατήσει την γυναίκα του (ε φαίνεται δεν του άρεσαν και πολύ οι φακές) και τα δυο παιδιά του, και να πάει στην Αθήνα να πουλήσει λαχεία μαζί με την Άννα. Αντίστοιχα, η Άννα δεν χάνει ευκαιρία να γλιτώσει τα προξενιά της μάνας της (τουλαχιστόν ήθελε δημόσιο υπάλληλο και όχι γιδοβοσκό!) και λύνει τα μαλλιά της (ντροπής πράγματα) και επιβιβάζεται στο ΚΤΕΛ χαράματα με τον αγαπητικό της. Παρ'όλα αυτά, καθώς δεν είναι από λιμάνι ,δεν μπορεί να αντέξει το στίγμα της γυναίκας ελαφρών ηθών και όπως η Ρωσίδα συνονοματή της με το που απομακρύνεται λίγο ο Απόστολος φοβάται οτι θα τον χάσει. Σε μία εποχή χωρίς κινητά τηλέφωνα ή viber μια αλλαγή στα πλάνα μετακίνησης του τέως ταχυδρομικού υπαλλήλου και μία επίσκεψη του καημένου του Πέππα, οδηγεί την Άννα στην τραγική απόφαση να γυρίσει πίσω στην Άμφισσα και να κλειστεί στο δωμάτιο της. Κάποιος έπρεπε να της πει ότι υπάρχουν και τα μοναστήρια. Αντίθετα, ο Απόστολος αφου γλίτωσε από του χάρου τα δόντια κάνοντας το Αμφισσά-Αθήνα ως συνεπιβάτης νέου οδηγού, γιορτάζει το διαζύγιο του με ένα θερμό λουτρό ανίδεος για την φυγή της Άννας. Νικητής της όλης υπόθεσης; Ο Ψυχίατρος του νομού Φωκίδας που από ότι φαίνεται γράφει τα τότε Xanax στην Ειρήνη.
Ένα πολύ όμορφο μικρό μυθιστόρημα, με ενδιαφέρουσες ιστορικές αναφορές που σκιαγραφεί πολύ ωραία μία εποχή και μια περιοχή λίγο άγνωστη στον νέο αναγνώστη. Το στενάχωρο/τραγικό τέλος σε κάνει να απορείς. Αν ο Απόστολος είχε πει στην Άννα "σ'αγαπώ" θα τον περίμενε άλλο λίγο; Είναι ο έρωτας κάτι επιπόλαιο; Ποιο θα είναι το μέλλον της 19χρονής Άννας; Γιατί ο Απόστολες ένιωθε ελεύθερος ενώ η Άννα όχι, παρ'όλο που αυτός ήταν δεσμευμένος;
Ελληνική επαρχία, μετεμφυλιακή περίοδος, απαγορευμένος έρωτας. Πολύ απλοϊκή, μελό και προβλέψιμη η ιστορία. (Η Σώτη Τριανταφύλλου μας έχει δώσει στο παρελθόν εξαιρετικά βιβλία.)Δεν ενθουσιάστηκα. Ωστόσο, συγκινήθηκα και ένιωσα μια γλυκιά νοσταλγία διαπιστώνοντας ότι ο τόπος της ιστορίας είναι ο τόπος των παιδικών μου χρόνων, η Άμφισσα και η γύρω περιοχή της...
Μικρή φόρμα. Ένα αφήγημα για μια δυνατή αλλά εντελώς αποτυχημένη ερωτική ιστορία, μια ιστορία για 2 ανθρώπους μου αμφιβάλουν για τις επιλογές τους στην μετεμφυλιακή Φωκίδα. Μου άρεσε!
Θέλει κότσια, δύναμη και γνώση του εαυτού μας για να διαχειριστούμε τον φόβο απέναντι στην ελευθερία. Ποιος είναι αλήθεια ελεύθερος; Πόσο εύκολα κάνει κανείς το οριστικό βήμα που θα τον χωρίσει από τη μόνη ζωή που γνώριζε ως τώρα; Πώς αντιμετωπίζει κανείς τον εαυτό του και τις επιλογές του, όταν αυτές αντιστρατεύονται τον περίγυρο; Θέλει κότσια και δύναμη. Ή απελπισία.