Ο ιδιαίτερα οξύς τόνος που ενίοτε μετατρέπεται σε φωνή, εκφράζοντας τον πανικό του "δραπέτη" και "διωκόμενου", είναι μόνο ένα και ίσως το πιο εμφανές χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησης του Χρήστου Γκέζου. Παρά το νεαρό της ηλικίας του ποιητή (γ. 1988) υπάρχουν συσσωρευ-μένα βιώματα από καταστάσεις ορίων ή από καταστάσεις που η φαντασία του τις έσπρωξε σε οριακό σημείο, για να αποδώσουν την επιθετική διάθεση που συνήθως έχει η επική σχέση ρήξης της νεανικής ύπαρξης με τον γύρω της κόσμο. Ένα υποβλητικό φυσικό περιβάλλον ως αρχαϊκή σκηνογραφία όπου όμως "ανεβαίνουν" εν είδει μεταφυσικού θεάτρου κολαστήριες σκηνές. Γι" αυτό και ο γεμάτος άγχος και εσωτερική πίεση, ρητά καταγγελτικός λόγος. Από τη Χιμάρα της Βορείου Ηπείρου, έχοντας μάλλον ζήσει στο ψυχορράγημα του παλιού ολοκληρωτικού καθεστώτος της Αλβανίας, ο Γκέζος ξεχωρίζει από τις πρώτες του φράσεις για τον δυναμισμό της γραφής του. Μας θυμίζει με τον ιδιότυπο αντιλυρισμό του, με τον παλλόμενο ρυθμό της έκφρασής του, ότι προέρχεται από μια κοινότητα που παρέμεινε κλειστή ως γλωσσικός θύλακας για πολλά χρόνια, χωρίς ιδιαίτερες επικοινωνίες. Έτσι ώστε να διατηρεί πολύ έντονα ακόμα και τώρα η ποίησή του την αίσθηση μιας τραχύτητας η οποία δεν πρόλαβε να λειανθεί. Και ευτυχώς, διότι η διαπερατότητα, η ικανότητα να είναι απροσποίητα αιχμηρός ο λόγος του, κάτι που συμβαδίζει με τη δωρική απλότητά του, δίνουν μια άλλη ζωντάνια και πρωτοτυπία στην αίσθηση των ποιητικών εικόνων. Έτσι, τα τριανταοχτώ πυκνότατα στην έκφραση ποιήματα ή ποιητικές αφηγήσεις (καθώς συχνά έχουν μια δομή τριαδική, αρχής, μέσης και τέλους) συνδυάζουν την ελλειπτική αφήγηση με τη ρεαλιστική χοϊκότητα των πραγμάτων, την καταθλιπτική βύθιση με την ενορατική υπέρβαση. Και όλα αυτά, όπως είπαμε, με μια πρωτόκτητη θα έλεγε κανείς αίσθηση της γλώσσας, με αυθορμησία και τόλμη που προσελκύουν αμέσως το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Αλέξης Ζήρας, Αναγνώσεις της Αυγής, 20 Μαρτίου 2016
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε στη Χιμάρα το 1988 και είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Ανεκπλήρωτοι Φόβοι" (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013), το μυθιστόρημα "Η Λάσπη" (υποψήφιο για το Athens Prize of Literature 2015) και τη συλλογή διηγημάτων "Τραμπάλα", από τις εκδόσεις Μελάνι.
4,5* (πρέπει το goodreads κάποια στιγμή να μας επιτρέψει να βαθμολογούμε και με μισά) Δεν διαβάζω συχνά ποίηση, αλλά όταν διαβάζω, τέτοια θέλω να 'ναι. Πάντα αξιολογώ τα ποιήματα βάσει του αν μου ταιριάζουν/κουμπώνουν πάνω μου ή όχι. Τα -σκοτεινά- ποιήματα του Γκέζου μου ταίριαξαν.
Πίστευα, πάντοτε, ότι οι σκοτεινές αφηγήσεις ελάχιστα μπορούν να με αγγίξουν. Οργισμένοι, καχύποπτοι και εγωιστές ήρωες που διαμαρτύρονται για τον κόσμο γύρω τους, δεν έβρισκαν ποτέ κενή θέση μέσα μου να ξαποστάσουν, τους έδιωχνα μεμιάς (όρεξη για γκρίνιες δεν είχα).
Είναι όμως κάποιοι ήρωες, πιο ταπεινοί και πιο εσωστρεφείς από άλλους, όπως αυτοί των «Ανεκπλήρωτων Φόβων» τόσο λυρικά πλασμένοι, που η απέραντη θλίψη τους σε κάνει να νοιαστείς, ακόμη κι αν πιστεύεις πως τούτη η ποίηση δεν μπορεί να προέρχεται από Μούσες.
Ανήμπορος να αντιδράσεις (δεν σου αφήνουν περιθώριο, είναι σαρωτικοί), γίνεσαι ο ίδιος κομμάτι της μισητής ζωής τους, αναζητάς μαζί τους (στον ανάξιο τούτο κόσμο) τη διαφυγή, τη λύτρωση, την εκπλήρωση όλων των φόβων και των πόνων που κουβαλούν μαζί τους, μέσα τους.
Και παραμένεις (από την αρχή μέχρι το τέλος) θυμωμένος με τον σκοτεινό ποιητή για αυτά που γράφει, αλλά περισσότερο θυμώνεις με τον εαυτό σου. Γιατί αρχίζεις να αγαπάς και να νιώθεις φωτεινό αυτόν τον άριστα λεκτικά κατασκευασμένο σκιώδη κι άδικο κόσμο, που η λυρικότητα της αφήγησης και το γλωσσικό μετάλλευμα του Χ. Γκέζου έχει κατορθώσει να επικοινωνήσει μέσα σου. Τι άλλο μπορεί να ζητάει ένας ποιητής;
Για μένα, η αναγνωστική χρονιά του 2021 έκλεισε με τα τέσσερα βιβλία του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου. Μετά τα μυθιστορήματα "Η λάσπη" και "Χάθηκε βελόνι", ακολούθησε η "Τραμπάλα", συλλογή με διηγήματα που κυκλοφόρησε μετά τη "Λάσπη", και οι "Ανεκπλήρωτοι φόβοι", ποιητική συλλογή που βραβεύτηκε με το Κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου και την οποία εξέδωσε σε ηλικία μόλις 24 ετών.
Στην "Τραμπάλα" βρήκα τα γνώριμα, πλέον, στοιχεία της γραφής του, στοιχεία που είχα συναντήσει ήδη στα δύο μυθιστορήματά του, όπως τη, χωρίς τελείες και παύσεις, χειμαρρώδη ροή του λόγου με χαρακτηριστικό παράδειγμα το διήγημα "Ο μόνος πόνος". Και μπορεί ο ίδιος να μοχθεί κάθε φορά για να βρει τις σωστές λέξεις, το αποτέλεσμα όμως τον αποζημιώνει απόλυτα γιατί ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι το κείμενο γράφεται με μια ανάσα, μια κι έξω.
Στα δύο αυτά βιβλία βρήκα επίσης τα θέματα που φαίνεται να κυριαρχούν στο έργο του: θάνατος, αυτοκτονία, ασταθής ψυχολογική κατάσταση, ψυχοσωματικές παθήσεις, ψυχικά τραύματα, ψυχοθεραπεία, μοναξιά, αποξένωση, απομόνωση, απώλεια, απουσία, φόβος, διαψεύσεις, άγχος, αγωνία, μιζέρια, βιοπάλη, αδυναμία διαχείρισης του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος "γιατί πολύ απλά δεν μπορεί και δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τον κόσμο που του έτυχε, είναι λίγος και μικρός [...]". Οκ, όχι κι ότι πιο αισιόδοξο ή χαρούμενο, αλλά αυτά είναι τα θέματα που βασανίζουν και ταλαιπωρούν τον άνθρωπο της εποχής μας κι ο συγγραφέας εκφράζοντας τους δικούς του φόβους, εκφράζει ταυτόχρονα και τους δικούς μας, αρκετούς από τους δικούς μου σίγουρα "εγώ φοβάμαι και δεν θέλω να πεθάνω, δεν θέλω να πεθάνω εύκολα και ανυπεράσπιστα και παραδομένα, δεν θέλω να πεθάνω σε κανένα χώρο και σε κανένα χρόνο και με κανέναν τρόπο, [...] φοβάμαι, είναι αυτός ο μεγαλύτερος βρόχος της ύπαρξης, [...] κι είναι ο φόβος ο μόνος πόνος [...]".
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να κλείσει ο ποιητής/συγγραφέας τα ποιήματα και τα διηγήματά του. Πάντα στο τέλος υπάρχει μια φράση που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Ακόμη και στη "Λάσπη" συμβαίνει το ίδιο. Μοιάζει να παίζει με τον αναγνώστη ο ποιητής/συγγραφέας, σα να το απολαμβάνει, σα να σκέφτεται "διάβαζε, διάβαζε εσύ, το καλό σου το φυλάω για το τέλος!", σα να θέλει να ταρακουνήσει, να σοκάρει. Τις βρίσκω απολαυστικές αυτές τις τελευταίες φράσεις, από ένα σημείο κι έπειτα διάβαζα και σκεφτόμουν από που θα μου 'ρθει στο τέλος!
Κάτι ακόμη που ξαναβρήκα στα διηγήματα είναι οι αγαπημένοι ήρωες της "Λάσπης" και του "Βελονιού" κι ας μη κατονομάζονται άμεσα. Τον Αλέξανδρο, ο οποίος αποτελεί και το alter-ego του συγγραφέα, τον συναντούμε στο διήγημα "Ο μόνος πόνος" -το παραλήρημα του πρωταγωνιστή φέρνει στο μυαλό το παραλήρημα του Αλέξανδρου στη "Λάσπη"-, αλλά και στη "Μύγα", στο "Δώρο" και φυσικά στις "Καρδιές για φάγωμα" όπου εκτός από τον Αλέξανδρο, ξαναβρίσκουμε τη λατρεμένη Τέτα, τον Παύλο και την τραγουδιστή ντοπιολαλιά των Βορειοηπειρωτών Ελλήνων. Οι "Καρδιές για φάγωμα" -οι οποίες γυρίστηκαν και σε ταινία μικρού μήκους από την Ειρήνη Κούτουλα- είναι ένα από τα διηγήματα που ξεχωρίζω σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων μαζί με το "Κλεμμένο λουλούδι" -που και αυτό θα γυριζόταν άνετα σε ταινία μικρού μήκους- : "πάντα θαύμαζα την ικανότητά της να ξεχνάει, τη θεωρούσα χάρισμα, αλήθεια, μάλλον όχι να ξεχνάς, απλώς να ξεγαντζώνεις ελαφρώς τα νύχια σου από το πάτωμα καθώς σε σέρνει από τα πόδια μπροστά ο χρόνος" (τι έγραψε ο άνθρωπος!).
Στο διήγημα με τίτλο "Τραμπάλα" γράφει: "Πολλά τα μοναχικά βράδια και τα ακόμα πιο δύσκολα πρωινά που πρέπει να σταθείς όρθιος στα πόδια σου μετά από τόση απουσία".
Τα ποιήματα τα διάβασα ξανά και ξανά και αν μου ζητούσαν να ξεχωρίσω κάποια, αυτά θα ήταν: Ο ξεχασμένος Διγαμία ...και πάμε Εθελούσια τυφλότητα Τα βλέμματα πίσω από το τζάμι Τα παιδιά του χρόνου Ο Χρήστος στη χώρα των τραυμάτων
Το διάβασα από περιέργεια για το "κρατικό βραβείο". Καλή προσπάθεια, για πρώτη, και όμορφη έκδοση. Όμως, τρομερή "μαυρίλα", μιζέρια, απελπισία. Δεν την αντέχω σε τόσο μεγάλη δόση, λυπάμαι.