Ο Μενεστρέλ του Μιραβάλ, ψευδώνυμο κάποιου συμπολίτη μας, ανακαλύπτει ένα χειρόγραφο ημερολόγιο κάποιας Ευγενίας Βασιλικού. Έπειτα από εντατικές έρευνες, ο Μενεστρέλ ανακαλύπτει πληροφορίες για το εν λόγω κορίτσι και μας μεταφέρει τους καρπούς των ενεργειών του. Τι έχει ανακαλύψει; Υπάρχουν δύο παράλληλες δράσεις – μία στην αληθινή Αθήνα και μία σε κάποιον ονειρότοπο που ονομάζεται Αντάκρη. Τι συμβαίνει στους δύο αυτούς κόσμους και πώς αλληλοεπηρεάζονται; Τι ρόλο παίζουν κάποια σκοτεινά κι αμφιλεγόμενα πρόσωπα; Ποια είναι η Μάγισσα του Μπιλθόρ; Ποιος είναι ο ρόλος του Μενεστρέλ και πώς μπλέχτηκε σε όλη αυτή την ιστορία που μας καταμαρτυρεί;
Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα αναδύονται μέσα από την ανάγνωση. Κάποια από αυτά τα ερωτήματα απαντώνται, κάποια άλλα μένουν αναπάντητα έως την επόμενη περιπέτεια. Όλα παίζουν σε μια ιστορία με έντονη φαντασία, χιούμορ και απροσδόκητη τροπή…
Πολύ ασυνήθιστο ένας συγγραφέας να γράφει review για ένα έργο του. Μπαίνω στη διαδικασία μόνο και μόνο επειδή αυτό το βιβλίο το έγραψα πριν πολλά χρόνια και πλέον έχω την πολυτέλεια να το διαβάζω (και να μιλώ γι αυτό), σαν να το έγραψε κάποιος άλλος.
Αν εξαιρέσει κανείς το έντονο βερμπαλιστικό του ύφος και μερικά ατοπήματα στην πλοκή και στην τεχνική (ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο...), ακόμα θεωρώ ότι είναι μία αξιοπρεπής δουλειά για τα δεδομένα της εγχώριας παραγωγής και σίγουρα μοναδική ανάμεσα στα ελάχιστα Ελληνικά young adult της κοντινής περιόδου. Μετά το 2009 κυκλοφόρησαν τελικώς ορισμένα συμπαρομαρτούντα βιβλία κι από άλλους συγγραφείς, κυρίως ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής -την οποία εκτιμώ ότι ακόμη διανύουμε. Η κλασική soft fantasy λογοτεχνία έχει την τιμητική της στην χώρα μας (επιτέλους).
Δηλώνω απόλυτα ένοχος για τις πρόδηλες επιρροές μου απ' τα αγγλοσαξονικά πρότυπα, και τη δυτική λογοτεχνία του είδους. Όμως παρ' όλ' αυτά το βιβλίο κατάφερε να εισάγει και κάτι καινούριο στην Ελληνική εφηβική λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας την Αθήνα ως σκηνικό και όλο το υφαντό των αστικών της θρύλων για πρωτογενές υλικό. Είχα αρκετά ξεκάθαρο όραμα για το τι ήθελα να γράψω και αυτό έπρεπε να υλοποιηθεί οπωσδήποτε σε Ελληνικό έδαφος. Οπότε, παρακαλώ... μη δίνετε σημασία στα Τρολς πίσω απ' την κουρτίνα. :)
Σίγουρα η Μάγισσά μου, η Ουρμπούλ είναι μία πεντακάθαρη Βαλκάνια χαγκομπαμπαγιαγκαδογιαγιάκα και οι νεράιδες είναι νεράιδες, είτε λέγονται Κορνουάλης ή Μπέρφιλς. Ο Γρυλάκος μου είναι φόρος τιμής στον Κολόντι και τον Πινόκιο, το σπουδαιότερο παραμύθι όλων των εποχών! Ο Τόμυ προφανώς είναι ένα κουλουράκι φτιαγμένο από διάφορα ζυμάρια, όπως Μέρλιν, Γκάνταλφ, Ντάμπλντορ. Ο αφηγητής των Χρονικών ο δανδής με τη Γαλλική αμφίεση σωματοφύλακα του 18ου αιώνα, Μενεστρέλ, είναι φόρος τιμής στον αγαπημένο μου Ιάν Άντερσον (αν και δε μου επέτρεψαν το γιγάντιο σπασουάρ, χαίρομαι που επέτρεψαν το φαλλικό φλάουτο) Η θεία Άννα, που αγαπάς να σιχαίνεσαι είναι στην πραγματικότητα μία δαιμονική Λουκά. Οι βρυκόλακες είναι -και επιμένω σε αυτό- ΦΡΙΚΤΟΙ. Όχι όμορφοι και τσαχπίνηδες. Ένα πλάσμα που βγαίνει απ' τον τάφο είναι κακό, τσαντισμένο και έχει ατζέντα εναντίον της ζώσας πλάσης. Τελεία και παύλα. Μπορεί κανείς να πει πολλά για τα βιβλία αυτού του είδους, αλλά τελικά αυτό που μένει στο τέλος είναι ότι, αναμφίβολα, αποτελούν μία ευχάριστη αναγνωστική εμπειρία ως έχουν. Αν ήταν κάτι άλλο... θα ήταν απλώς κάτι άλλο! Και με αυτή την ανόητη ταυτολογία περνώ σε μερικές αναμνήσει, για όλους όσους απολαμβάνουν να κοιτούν μέσ' απ' τα φινιστρίνια του μυαλού των δημιουργών.
Ακόμη θυμάμαι τις συζητήσεις για το αν ο χάρτης πρέπει να είναι ένθετος ή μέσα στα τυπογραφικά, ποιες εικόνες θα μπουν και που, τον ακριβοθώρητο -μα και εξαίσιο- χάρτη του Μπιλθόρ (καταπληκτικός ο Λαγουβάρδος όπως πάντα) που τελικά δεν τα κατάφερε να συμπεριληφθεί στο τελικό προϊόν. Τις άπειρες ώρες που φάγαμε πάνω από γραμματοσειρές και μικρολεπτομέρειες του κειμένου. Θυμάμαι τις ώρες της επιμέλειας με τον ταλαντούχο Δημήτρη Καραδήμα -πιο οξυδερκής κι από πολύπειρος αστρονόμος! Θυμάμαι όταν μου ζήτησαν να αλλάξω το φύλλο της κεντρικής ηρωίδας και πόσο ανακουφίστηκα όταν με διαβεβαίωσαν πως τελικά δεν χρειάζεται. Θυμάμαι ξεκάθαρα την μελαγχολία που ένιωσα όταν το 2008 το ψηφιακό αρχείο με το τελικό κείμενο που έγραφα και ξαναέγραφα για 4 ολόκληρα χρόνια σε γραφεία, σπίτια, καφετέριες, διακοπές, ρεσεψιόν ξενοδοχείων, πούλμαν, καράβια και αεροπλάνα, έφυγε απ' τα χέρια μου και πήρε το δρόμο του τυπογραφείου... σαν παιδί που ξεκινά την πρώτη μέρα του στο σχολείο. Και τι σχολείο!
Τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία. Το βιβλίο εμφανίστηκε με ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο στα ράφια και με μηδενική προσπάθεια από μέρους μας έκανε τον εμπορικό του κύκλο και όπως θα λέγαμε τελικά, έβγαλε τα λεφτά του. Ακόμη και σήμερα που το βιβλίο θεωρείται παλιό, σημειώνει πωλήσεις (πράγμα που με κάνει να ξύνω το κεφάλι μου με αληθινή απορία). Το 2009 η αποδοχή ήταν ξαφνική και απροσδόκητη. Φαν κλαμπ στο Ηράκλειο της Κρήτης! Πρώτο σε πωλήσεις στον Ιανό της Θεσσαλονίκης! Fun fiction και crossovers με άλλες αγαπημένες σειρές. Ένας μικρός στρατός από αναγνώστες είχε δημιουργηθεί απ' το πουθενά. Κάποια πράγματα με συγκινούν ακόμα. Τα μηνύματα που λαμβάνω συχνά πυκνά από τους κατά τόπους Αντακριανούς. Όλα εκείνα τα παιδιά που μου είπαν σε παρουσιάσεις, με περισσή χαρά, ότι διάβασαν το βιβλίο μου πάνω από 4-5 φορές μέσα σε ένα χρόνο και ότι το θεωρούν το αγαπημένο τους. Δε θα ξεχάσω κατά το πρώτο δίμηνο κυκλοφορίας που Τα Χρονικά πάτησαν τον «Σπασίκλα» στα charts διάφορων βιβλιοπωλείων (βεβαίως βεβαίως). Έχω σε εξέχουσα θέση της μνήμης μου τους πραγματικούς επαίνους από συλλόγους και εκπαιδευτικούς για τον ριζοσπαστικά θετικό ρόλο της ηρωίδας ως παρουσίαση του γυναικείου φύλου σε φανταστικό βιβλίο. Τόσα πολλά μέσα σε τόσα λίγα χρόνια.
Τα ταξίδια δε σταματούν, το βιβλίο έκλεισε τον κύκλο του στον Μίνωα και όσο η ολοκλήρωση του δεύτερου μέρους (πείτε γεια στους Γιους της Αριζάν) πλησιάζει, ένιωσα την ανάγκη να καταχραστώ λίγο απ' τον χρόνο σας, καλοί άνθρωποι του Goodreads! Σας εύχομαι, λοιπόν υπέροχα ταξίδια από Άκρη σε Αντάκρη! Αφήστε τη φαντασία σας να ανοίξει διάπλατα τα φτερά της σαν αγουροξυπνημένος δράκοντας! Αμιάρ νεβάλ άινεν!
Σημείωση: Αυτή η κριτική γράφτηκε από έναν δεκαοχτάχρονο βλάκα που προσπαθούσε να κάνει τον έξυπνο. Μην την πάρετε πολύ σοβαρά.
Ξεκίνησα να διαβάζω αυτό το βιβλίο ελπίζοντας να βρω μια πρωτότυπη, ευχάριστη ιστορία φαντασίας χωρίς την αμηχανία και αδέξια αφήγηση που προκύπτουν από μια κακή μετάφραση. Περίμενα έφηβους χαρακτήρες που θα μπορούσα να συμπαθήσω, και μια πλοκή που θα μου τραβούσε την προσοχή, και ίσως θα εκμεταλλευόταν το ελληνικό σκηνικό για να δημιουργήσει κάτι νέο. Με απογοήτευσες, κε Ζαφειρίου. Με απογοήτευσες οικτρά. Το βιβλίο αυτό δεν είναι απλά αδιάφορο, αλλά γεμάτο προβλήματα που είναι δύσκολο να αγνοηθούν. Πρόβλημα πρώτο: η αφήγηση. Ο κος Ζαφειρίου έχει κάνει την ενδιαφέρουσα επιλογή να φιλτράρει την ιστορία του από την οπτική γωνία δύο χαρακτήρων: της Ευγενίας, που την έζησε και κατέγραψε, και του ερευνητή Μινεστρέ ντε Μιραβάλ, ο οποίος είναι ο αφηγητής. Παρ'όλα αυτά, το βιβλίο είναι γραμμένο σε παντογνώστη αφηγητή. Δε βλέπουμε μόνο τι συμβαίνει στην Ευγενία και ποιες είναι οι δικές της προσωπικές αντιδράσεις, αλλά επανελλειμμένα πληροφορούμαστε τις ιδιωτικές σκέψεις και συναισθήματα άλλων χαρακτήρων! Πώς τα ήξερε αυτά η Ευγενία, και γιατί ένιωσε την ανάγκη να τα καταγράψει στη βιογραφία της, δεν εξηγείται σε κανένα σημείο της ιστορίας, με αποτέλεσμα ο αφηγητής να μην είναι απλά περιττός, αλλά επιζήμιος για τη λογική της ιστορίας. Και είναι ενοχλητικός! Διακόπτει την πλοκή σε άτακτα σημεία για να εξαπολύσει ένα κατεβατό λογοδιάρροιας που είτε θα έπρεπε να μας παρουσιαστεί ομαλά μέσα από την ίδια την ιστορία (show, don't tell) είτε είναι εντελώς άσχετη με οτιδήποτε άλλο. Το όλο πράγμα θυμίζει το αγαπημένο στυλ αφήγησης του Ντάνιελ Χάντλερ, μετη διαφορά πως η ιδιόρρυθμη φωνή του Λέμονι Σνίκετ ταιριάζει γάντι με το ημι-κωμικό, αυτο-παρωδιακό ύφος μιας εξωφρενικής ιστορίας, ο Μιραβάλ αποσπά από την πλοκή, η οποία παρουσιάζεται σαν κάτι το εντελώς σοβαρό, καταστρέφοντας ατμόσφαιρα και σασπένς. Δεύτερο πρόβλημα: οι χαρακτήρες. Κανείς τους δεν έχει συναισθηματικό βάθος και, με εξαίρεση την Άννα, κανείς δεν αντιμετωπίζει τις ψυχολογικές συνέπειες των γεγονότων της ιστορίας. Ας ξεκινήσουμε με την πρωταγωνίστριά μας. Η Ευγενία είναι ένας εξαιρετικά βαρετός χαρακτήρας: σε όλη την ιστορία, ποτέ δε λέει ή κάνει οτιδήποτε ενδιαφέρον. Ο αφηγητής μας πληροφορεί ότι είναι υπομονετική και περίεργη, και πάλι καλά γιατί εγώ τουλάχιστον δεν υπήρχε περίπτωση να το συμπεράνω αυτό από το κείμενο. Ακόμη χειρότερα, είναι στατική: τίποτα από όσα συμβαίνουν στην ιστορία δεν έχει επιπτώσεις στο χαρακτήρα της. Η μητέρα της πεθαίνει, και μετά από μια δραματική λιποθυμία φαίνεται να το έχει ξεπεράσει εντελώς (μέχρι το τέλος, αλλά ως τότε η ζημιά έχει γίνει). Ένα ασαφές χρονικό διάστημα συμβίωσης με τη Μπάμπα Γιάγκα τη θεία της, η οποία την κακοποιεί ψυχολογικά, της φορτώνει αγγαρείες και γενικά την κακομεταχειρίζεται δεν την πτοούν στο ελάχιστο. Υπομένει τα πάντα χωρίς να αντιδράσει ή να εκφράσει τη διαφωνία της, και καθώς η αφήγηση επικεντρώνεται πάνω της, αυτό γίνεται γρήγορα κουραστικό. Οι άλλοι χαρακτήρες δεν είναι καλύτεροι. Για την ακρίβεια, είναι εντελώς ίδιοι. Οι δύο φίλοι της Ευγενίας είναι εξίσου αδιάφοροι με την ίδια την Ευγενία: ο τρόπος ομιλίας τους είναι πανομοιότυπος, και δεν έχουν ούτε μια σοβαρή διαφωνία που θα μπορούσε ν'��ναδείξει τις διαφορές τους. Ο μάγος είναι προφανέστατα εμπνευσμένος από άλλους μάγους κλασικών ιστοριών φαντασίας, αλλά ο κος Ζαφειρίου δεν έχει την αναγκαία συγγραφική ικανότητα για να του δώσει τ�� δική του, ξεχωριστή προσωπικότητα, κάνοντάς τον να μοιάζει περισσότερο με αντιγραφή παρά φόρο τιμής. Το ίδιο πρόβλημα έχει ο Γρύλος, ο οποίος μιμείται τον χαρακτήρα του Κολόντι επιφανειακά, αλλά μοιάζει κατά κάποιο τρόπο εσωτερικά κενός και ασύνδετος με το γενικότερο περιβάλλον της ιστορίας. Όλοι οι χαρακτήρες είναι έτσι σε ένα βαθμό, και νομίζω πως ένας μεγάλος παράγοντας σε αυτό είναι η πλήρης απουσία τριβής μεταξύ τους. Αν δεν υπάρχουν διαφωνίες και συγκρούσεις, είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι υπάρχει οποιαδήποτε επαφή. Τρίτο πρόβλημα: η πλοκή. Το βιβλίο αυτό είναι πολύ, πολύ αργό. Σχεδόν τίποτα δε συμβαίνει μέχρι το τέλος του βιβλίου. Στο μεταξύ, η ιστορία σέρνεται, παρακολουθώντας αδιάφορους χαρακτήρες που δεν κάνουν τίποτα. Μέχρι τα μισά της ιστορίας, η Ευγενία έχει χάσει τη μητέρα της, υιοθετηθεί από μια στρίγκλα θεία που κάνει ό,τι μπορεί για να το κάνει σαφές στους πάντες ότι είναι ο υπηρέτης του Εωσφόρου και κανείς δεν το προσέχει, και βλέπει στον ύπνο της την φίλη της και το γκόμενο της φίλης της, που την πληροφορούν ότι βρίσκεται σε μια ονειροχώρα ονόματι Αντάκρη και προσφέρονται να την ξεναγήσουν. Για τις πρώτες διακόσιες σελίδες ενός βιβλίου, αυτά είναι πολύ λίγα πράγματα. Ο Ζαφειρίου επιχειρεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη ξεκινώντας το βιβλίο με μια δραματική σκηνή που θα βγάλει νόημα αργότερα και βάζοντας σφήνα μια προφητεία για να βεβαιώσει τον αναγνώστη πως κάτι πρόκειται να συμβεί μέχρι το τέλος της ιστορίας, αλλά δεν είναι αρκετό. Όσο για το ίδιο το τέλος, φαινόταν να έρχεται σχεδόν από το πουθενά και δεν πρόσφερε καμιά κάθαρση, ίσως γιατί δεν υπήρχε τίποτα να καθαρθεί. Αν δε δίνεις δεκάρα για τους χαρακτήρες, και οι ίδιοι οι χαρακτήρες δε φαίνονται να δίνουν δεκάρα για οτιδήποτε, είναι δύσκολο να σκοτιστείς όταν η κακιά μάγισσα της δύσης προσπαθεί να σκοτώσει την πρωταγωνίστρια επειδή μπλα μπλα μπλα διάδοχος μπλα μπλα μπλα θρόνος. Όταν οι χαρακτήρες είναι αδιάφοροι και η πλοκή είναι αδιάφορη και ο αφηγητής υποφέρει από εκρηκτική λογοδιάρροια, το μόνο που μπορεί να διασώσει την ιστορία είναι ένας ενδιαφέρων κόσμος. Δυστυχώς, ο κόσμος της Αντάκρης αντιετωπίζει τα ίδια προβλήματα με τα άλλα στοιχεία του βιβλίου. Δανείζεται πάρα πολλά από άλλες ιστορίες φαντασίας και δεν παρουσιάζει τις ιδιαιτερότητές του αρκετά καλά για να ξεχωρίσει. Αντί να επιτρέψει στον αναγνώστη να εξερευνήσει τον μαγικό κόσμο μέσω της Ευγενίας, ο συγγραφέας απλά εξηγεί ότι πρέπει να ξέρουμε με τη μορφή τεράστιων κατεβατών φλυαρίας που θυμίζουν κεφάλαιο του βιβλίου της Ιστορίας προς απονημόνευση παρά κάτι που θα διάβαζες για πλάκα. Σχεδόν όλα όσα ξέρουμε για τον κόσμο και τους χαρακτήρες είναι γραμμένα έτσι, και ο χρυσός κανόνας "show, don't tell" έχει πεταχτεί απ'το παράθυρο. Δεν βιώνουμε τον κόσμο και τους χαρακτήρες, πληροφορούμαστε γι'αυτούς. Σε κάθε ιστορία φαντασίας υπάρχουν στοιχεία της πλοκής που πρέπει να μεταφερθούν στο κοινό με αυτό τον τρόπο, αλλά ένας καλός συγγραφέας θα έπρεπε να φροντίζει να τα περιορίσει κατά το δυνατόν, και να δώσει στον αναγνώστη ένα λόγο να συνεχίσει την ανάγνωση, όπως ενδιαφέρον για τους χαρακτήρες, την ιστορία, ή μια ενδιαφέρουσα φωνή στην αφήγηση. Η μάγισσα του Μπιλθόρ δεν είναι ένα καλό βιβλίο. Είναι βαρετό, αδέξια γραμμένο, και δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τα ατέλειωτα άλλα βιβλία για καρτερικούς ήρωες και μαγικούς κόσμους. Δεν είναι ούτε ένα απαίσιο βιβλίο: κάποιες από τις ιδέες είναι καλές, και θα μπορούσαν να γίνουν ενδιαφέρουσες με περαιτέρω ανάπτυξη. Υπό άλλες συνθήκες, θα του έδινα δύο αστέρια, ή δε θα έμπαινα καν στον κόπο να το βαθμολογήσω. Μετά είδα ότι ο κος Ζαφειρίου έχει γράψει κριτική για το βιβλίο του και το έχει βρει άριστο. Θα μπορούσα να συγχωρήσω τα πολυάριθα σφάλματα του βιβλίου αν είχα τη δυνατότητα να πιστέψω ότι ο συγγραφέας είχε συνείδηση της απειρίας του και την πρόθεση να βελτιωθεί. Αντ'αυτού, αφιερώνει μια σύντομη παράγραφο στα σφάλματα του βιβλίου, τα οποία είναι τόσο ασήμαντα ώστε δεν χρήζουν ανάλυσης ή αφαίρεσης άστρου, και εννιά ακόμη παραγράφους στο πόσο έξυπνος είναι. Αναλύει τις επιρροές του, λες και δεν ήταν ήδη εμφανείς στο κείμενο, πετάει μια μπηχτή στο έργο της Στέφενι Μέγιερ που δεν έχει κανένα λόγο να βρίσκεται εκεί εκτός απ'το να αναδείξει το πόσο καλύτερος συγγραφέας είναι (πίστεψέ με, Κώστα, αυτό δεν είναι κατόρθωμα) και μετά μιλάει για την εμπειρία του κατά τη συγγραφή του βιβλίου, που ίσως είχε θέση στην εισαγωγή της επανέκδοσης, αλλά όχι εδώ. Εν ολίγοις, είναι λιγότερο ειλικρινής κριτική του βιβλίου και περισσότερο αυτοδιαφήμιση και κομπασμός. Δεν ξέρω ποια ήταν η λογική του κ.Ζαφειρίου όταν έγραψε αυτό το μικρό κείμενο, αλλά για εμένα δείχνει ότι δεν έχει βελτιωθεί καθόλο σε τέσσερα χρόνια, και δεν έχει την πρόθεση να βελτιωθεί. Αν βρω τη συνέχεια του βιβλίου, θα τη διαβάσω. Στην καλύτερη περίπτωση οι νέες εξελίξεις θα επιτρέψουν στους χαρακτήρες να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους και στον κόσμο της Αντάκρης ν'αποκτήσει δομή και εσωτερική συνάφεια. Στη χειρότερη, θα παρακολουθήσω μια θεαματική πτώση.
Δυστυχώς δεν ενθουσιάστηκα, ούτε και με κέρδισε η Αντάκρη. Σκεφτόμουν να γράψω ότι το βιβλίο είναι μια τίμια προσπάθεια για τα ελληνικά δεδομένα στο χώρο του φανταστικού - όμως τι θα πει "ελληνικά δεδομένα" και γιατί θα πρέπει να αξιολογήσω το βιβλίο ανάλογα με τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε ή την χώρα όπου εκδόθηκε; Ναι, είναι ευχάριστο να βλέπεις Έλληνες συγγραφείς να ασχολούνται με αυτόν τον χώρο. Ναι, η ιστορία τούτου του βιβλίου έχει αμέτρητες επιρροές από άλλες, "ξένες" (και εκτιμώ την απόφαση του συγγραφέα να τοποθετήσει την ιστορία του στην Αθήνα, όμως αν δεν μου το έλεγε ξεκάθαρα, δεν θα την αναγνώριζα την πόλη - δεν υπάρχουν στοιχεία που να "μυρίζουν" Αθήνα ή Ελλάδα, εξαιρουμένων ίσως των ονομάτων που, όμως, από μόνα τους δεν λένε και πολλά...) Ναι, οι χαρακτήρες είναι αρκετά μονοδιάστατοι, δεν ταυτίζεσαι μαζί τους γιατί η ιστορία τους και τα συναισθήματα τους είναι επιφανειακά, λείπει το βάθος, λείπουν οι λεπτομέρειες που θα σε εντάξουν στην πλοκή, λείπει το σασπένς, η απορία του τι θα γίνει μετά. Ναι, το βιβλίο είναι "αργό" και η κλιμάκωση ελλιπής και αδιάφορη. Οι λέξεις του συγγραφέα, η σύνταξη τους, προδίδουν την αμηχανία του, τη δυσκολία που εμφανώς είχε στις περιγραφές τόσο των χώρων όσο και της δράσης. Κάπως έτσι φτάνω και στον λόγο μου με έκανε να κλείσω αυτό το βιβλίο νευριασμένη, να αναρωτηθώ γιατί κάποιος μου το πρότεινε, και να ξανακοιτάξω στην αρχική του σελίδα για να θυμηθώ πόσα πλήρωσα για να το αποκτήσω. Είναι απαράδεκτο και, κατά τη γνώμη μου, μία από τις κυριότερες ενδείξεις έλλειψης σεβασμού προς τον αναγνώστη όταν το βιβλίο έχει κακή επιμέλεια. Και σε αυτό εδώ, ήταν κάκιστη. Η ιστορία του Ζαφειρίου, ίσως να μην είναι η πιο πρωτότυπη, η πιο αξιόλογη, η πιο συναρπαστική, η πιο οτιδήποτε. Όμως θα μπορούσε να σταθεί αξιοπρεπώς ως ένα παιδικό/εφηβικό μυθιστόρημα αν ένας/μία καλός/ή επιμελητής/ρια είχε επισημάνει όλα αυτά τα σημεία όπου η αφήγηση "σκαλώνει" και γίνεται αμήχανη, όλες τις άστοχες λεξιλογικές επιλογές ώστε το αποτέλεσμα να ήταν από γλωσσικής και αφηγηματικής πλευράς άρτιο.
Το πώς έφτασε το βιβλιαράκι στα χέρια μου είναι μικρή ιστορία (5 λεπτά σε ένα βιβλιοπωλείο, για την ακρίβεια), αλλά το πώς έμαθα γι'αυτό και ξεκίνησα να το διαβάζω είναι πολύ μεγάλη, περίεργη και με πολλές διακλαδώσεις (όπως οι περισσότερες ενδιάφερουσες ιστορίες άλλωστε!) και μάλλον δεν θα ταίριαζε να την γράψω εδω :) .
Αν και στο είδος της φανταστικής λογοτεχνίας έχω εντρυφήσει από πολύ μικρή, συνεχίζοντας ακόμα και σήμερα να είμαι φανατική αναγνώστρια, ομολογώ ότι με το young-adult fantasy οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει εδώ και αρκετά χρόνια, εκεί κάπου στην Τριλογία του Κόσμου, τον Χάρι Πότερ και τον Αρτέμη Φάουλ.
Δεν είναι κοινό μυστικό ότι η ελληνική παραγωγή τόσο adult fantasy όσο και young-adult fantasy είναι σχεδόν μηδαμινή, και τα δείγματα που υπάρχουν δεν είναι και τα καλύτερα. Στα περισσότερα γίνεται μια μείξη αρχαιοελληνικής μυθολογίας με επικό τρόπο και μιας, όχι τόσο καλής, μίμησης ξένων προτύπων (βλ. Τόλκιν, Κινγκ, Τζόρνταν κλπ...)
Η περίπτωση των ''Χρονικών της Αντάκρης'', είναι αρκετά ιδιαίτερη. Θα μπορούσα να πώ ότι είναι ένα βιβλίο-πρότυπο για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο στο fantasy είδος όσο και γενικά στο εφηβικό βιβλίο.
Για την εντόπια φανταστική λογοτεχνία, είναι η απόδειξη ότι οι επιρροές ενός συγγραφέα μπορούν να λειτουργήσουν ως ελατήριο έμπνευσης για κάτι μοναδικά καινούριο και ευφάνταστο, και όχι ως μια ακόμα προσπάθεια αντιγραφής που καταλήγει σε έντυπη φαρσοκωμωδία (τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους αναγνώστες).
Για το εφηβικό βιβλίο, από την άλλη, είναι πρότυπο γιατί εισάγει τον κόσμο του φανταστικού στα ελληνικά δεδομένα. Οι έλληνες συγγραφείς-τέρατα (Ζ. Σαρρή, Άλκη Ζέη, Λότη Ανδουτσοπούλου κλπ) του είδους κυμαίνονταν για αρκετά χρόνια σε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο. Ακόμα και όσοι άγγιξαν τον τομέα της ''επικής'' φαντασίας, σίγουρα δεν μπορούν να αγγίξουν τόσο σε δομή όσο και σε ολότητα, τον κόσμο και τους χαρακτήρες της Αντάκρης.
Επίσης, εντυπωσιακή είναι η προσεγμένη γλώσσα, ειδικά στις εκτενείς περιγραφές του παράλληλου κόσμου (της Αντάκρης, περιγραφές οι οποίες τον κάνουν και περισσότερο κατανοητό στον αναγνώστη.
Τα ''Χρονικά της Αντάκρης'' είναι από κάθε άποψη μία πολλά υποσχόμενη ουβερτούρα του πρώτου καλοδομημένου young-adult fantasy saga στα Ελληνικά δεδομένα.
Σπάνια διαβάζω νεανική λογοτεχνία. Σπανιότερα διαβάζω νεανική λογοτεχνία που να απευθύνεται σε νέους ή παιδιά κι όχι σε άτομα μειωμένη αντιλήψεως. Ματώνω να βρω κάποιον τέτοιον συγγραφέα που να γράφει κατανοώντας τι θα πει παιδικός εγκέφαλος: άμαθος κι όχι ηλίθιος.
Ο Μενεστρέλος είναι ένας τέτοιος συγγραφέας, δόξα στο Κρομ. Είναι σοβαρός, δε ζαχαρώνει τίποτε κι αν κάτι μοιάζει υπερβολικό, ε, εντάξει, μπορούμε να του το δικαιολογήσουμε.
Υπάρχουν κάποιες μικρές ασάφειες, όπως το πώς τελικά πηγαίνει η Ευγενία από τον έναν κόσμο στον άλλο, και μικρές τρύπες στην πλοκή εδώ κι εκεί, αλλά γενικά είναι ένα στέρεο κι εποικοδομητικό ανάγνωσμα.
Δεν ξέρω κατά πόσο θα έπρεπε ένας μαντράχαλος να γράψει κριτική για ένα βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά, αλλά όπως και να έχει, η γνώμη μου με συντομία είναι ότι η μάγισσα του Μπιλθορ είναι ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο από έναν συγγραφέα που γνωρίζει και τιμάει όλες τις συμβάσεις του είδους (φαντασία για παιδιά). Έχει γραφή με ζωντάνια και χιούμορ, ζωντανούς χαρακτήρες, πλοκή σωστά δοσμένη και στέρεη κοσμοπλασία.
Αλλά: παραμένει βιβλίο παιδικό/εφηβικό. Αν δεν επιθυμείτε να διαβάσετε κάτι τέτοιο δεν είναι για εσάς. Οι έφηβοι κάθε ηλικίας όμως θα περάσουν πολύ καλά μαζί του.
Στην αρχή πίστευα ότι το πρόβλημα μου με το βιβλίο ήταν ότι δεν το προσέγγισα όπως έπρεπε. Περίμενα εφηβική περιπέτεια φαντασίας ενώ είναι περισσότερο ένα παραμύθι για παιδιά. Σαν το ολοκλήρωσα, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν ακριβώς αυτό το πρόβλημα.
Υπάρχει δυσαρμονία μεταξύ του τι συμβαίνει στην ιστορία και στο πως παρουσιάζεται. Η μάγισσα, οι αράχνες, και ο άρχοντας της νύχτας είναι κλασικά αρχέτυπα του κακού σε επικές περιπέτειες. Το πώς παρουσιάζονται μέσω της αφήγησης όμως είναι πολύ παιδικό και σχεδόν αθώο, κάτι που δεν δένει με αυτά που κάνουν. Για να το πω πιο σταράτα, το ύφος των γεγονότων συνεχώς χοροπηδάει από φρίκη και θάνατο σε αστειάκια και παραμύθι. Είναι λες και οι ήρωες μπήκανε κατά λάθος σε άλλο κόσμο από αυτόν που τους προοριζόταν γιατί παραείναι αθώοι με όλα όσα γίνονται. Η πλοκή είναι επίσης υπερβολικά απλοϊκή σε σημείο που νιώθεις ότι ο συγγραφέας αφηγείται μια σκοτεινή ιστορία τύπου Game of Thrones ενώ απευθύνεται σε 10χρονα.
Ένα άλλο θέμα είναι το χτίσιμο του κόσμου, που γίνεται κυρίως με τα παιδιά-πρωταγωνιστές να περιγράφουν ιστορίες από το παρελθόν της Αντάκρης. Πέρα του ότι καταπατά τον χρυσό κανόνα του «δείξε, μη το λες», συν αυτού, γίνεται τόσο συχνά και τόσο βεβαρυμμένα που αυτό που απομένει να γίνεται στο παρόν δεν έχει κανένα ενδιαφέρον από μόνο του. Είναι τόσο απλό και τζούφιο σε σχέση με όλα όσα μαθαίνουμε στα γρήγορα, που κάνει την περιπέτεια των ηρώων βαρετή. Με πιο απλά λόγια, καταντάς να επιθυμείς το βιβλίο να ήταν για όλα εκείνα τα τζαμάτα γεγονότα της αρχαίας ιστορίας, παρά για τα μουντά παιδάκια που κάνουν βόλτα στο δάσος μιλώντας για το παρελθόν.
Μιας που ανάφερα το δάσος, υπάρχει ένας χάρτης που περιγράφει τα μονοπάτια που το διασχίζουν. Ξέρετε πόσο χρήσιμος ήταν στην ιστορία; Καθόλου! Το τι μονοπάτια ακολουθήσανε δεν είχε τίποτα να κάνει με το να κοιτάς τον χάρτη. Υπάρχει κι ένας δεύτερος χάρτης που δείχνει τις περιοχές γύρω από το δάσος. Ξέρετε πόσο χρήσιμος ήταν αυτός; Επίσης καθόλου, γιατί δεν φαίνονται οι αποστάσεις μεταξύ των περιοχών. Όλα είναι μέσα σε φούσκες λες και είναι αυτόνομες μίνι διαστάσεις, με το χώρο γύρω τους να είναι ένα κενό.
Και θα το πω κι αυτό. Γιατί το βιβλίο έχει πάρει το όνομά του από την κακιά της ιστορίας, ενώ δεν την βλέπουμε για το 99% της ιστορίας; Την αναφέρουνε δύο-τρεις φορές πριν την νικήσουνε πανεύκολα στο τέλος. Δεν έχουμε ιδέα για την προσωπικότητα ή τα σχέδιά της, ήταν ένας μονοδιάστατος κακός που σε μια οποιαδήποτε άλλη ιστορία θα ήταν ένα τσιράκι της πλάκας. Και να που το βιβλίο έχει πάρει το όνομά της! Από εδώ και μόνο καταλαβαίνεις ότι ο συγγραφέας δεν έχει με τι να γεμίσει την πλοκή σε παροντικό χρόνο.
Όσο για τους χαρακτήρες καθαυτούς, δεν μου τράβηξαν καθόλου το ενδιαφέρον. Τους βρήκα μια από τα ίδια που συναντώ σε όλα τα παραμύθια, με όλα τα χιλιομασημένα στερεότυπα να τους ακολουθούνε. Να το ορφανό που η θεία του το κακομεταχειρίζεται, που η μητέρα του ήταν μάγισσα και έχει κι αυτό κρυφές σούπερ δυνάμεις, που ταξιδεύει σε άλλους κόσμους και πολεμάει το κακό με μαγικά κειμήλια, και κάνει φίλους στην πορεία πριν μάθει ότι υπάρχει μια προφητεία που έχει να εκπληρώσει, και ότι είναι από τζαμάτη βασιλική γενιά οπότε έχει έναν κόσμο να κυριαρχήσει. Και όχι, δε σποιλάρω τίποτα που σας τα λέω όλα αυτά γιατί είναι σαν να αποκαλύπτω ότι η σούπα φτιάχνεται με νερό.
Ακούγομαι πολύ αρνητικός για ένα κατά τα άλλα ευχάριστο παραμυθάκι που είμαι σίγουρος ότι θα ευχαριστήσει τον μέσο αναγνώστη του φανταστικού, ιδίως αν είναι Έλληνας, αλλά δε θα αρχίσω να χοροπηδάω κι από χαρά για κάτι που θα μπορούσε να ήταν δέκα φορές καλύτερο αν ήταν πιο σκοτεινό και ανελέητο. Πέρασα ώρες διαβάζοντας ασταμάτητα τους χαρακτήρες να λένε πόσο τζούφιοι είναι σε σχέση με όλα όσα γίνονται ολόγυρά τους, να ξεπερνάνε όλες τις δοκιμασίες με χαζούλικα ξόρκια μέσα σε δύο σελίδες ανιαρής δράσης, και να ανασταίνουνε όσους καλούς πεθάνανε στην μάχη ώστε να χειροκροτήσουνε τα παιδάκια που το διαβάζουνε επειδή δεν υπήρχε καμία απώλεια για την καλή πλευρά.
Γιατί δε μπορεί κανείς να γράψει όπως ο Τόλκιν; Όχι κάτι σαν τον Άρχοντα, κάτι σαν το Χόμπιτ. Μια κουλ περιπέτεια που στο τέλος έχουν όλες οι πλευρές τα θύματά τους και οι ήρωες δεν επισκιάζονται από τους προκατόχους τους στο μακρινό παρελθόν. Κάτι τέτοιο θέλω για να πω ότι άξιζε την ανάγνωση, όχι ένα ανθολόγιο με κουτουρού ιστορίες και παιδάκια να περπατάνε στο δάσος.
«Τα Χρονικά της Αντάκρης, Η Μάγισσα του Μπιλθόρ», ο πρώτος τόμος της σειράς φαντασίας που γράφει ο Κώστας Ζαφειρίου, κυκλοφόρησε ξανά πρόσφατα από τις εκδόσεις Momentum (πρώτη έκδοση: Μίνωας, 2009) μαζί με τον δεύτερο τόμο «Οι Γιοι της Αριζάν». Έτσι, έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε εκ νέου αλλά και να διαβάσουμε τη συνέχεια μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες ελληνικές σειρές νεανικής φαντασίας που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, βασική ηρωίδα στα βιβλία της Αντάκρης είναι η δωδεκάχρονη Ευγενία Βασιλικού, η οποία θα γνωρίσει το άσχημο πρόσωπο της μοίρας όταν η μητέρα της θα χαθεί σε μια σφοδρή καταιγίδα, χτυπημένη όπως όλα δείχνουν από κεραυνό, και θα αναγκαστεί έτσι να βγει από την πρότερη ομαλή ζωή της και να γνωρίσει τον μεγάλο κόσμο, ο οποίος δεν φαίνεται να έχει πάντα φιλικές διαθέσεις. Η Ευγενία θα αναγκαστεί να ζήσει μαζί με τη μακρινή εξαδέλφη της μητέρας της Άννα Βασιλικού, μια θεούσα γεροντοκόρη αυστηρών αρχών, που από την πρώτη στιγμή την αντιμετωπίζει σαν ένα αχρείαστο βάρος και της απευθύνει παγερές προσταγές. Στο παλιό πατρικό σπίτι, όμως, και αφού βρει όσα η μητέρα της έχει αφήσει πίσω για εκείνη, η Ευγενία θα αρχίσει να ανακαλύπτει κάποια μυστηριώδη στοιχεία που θα την απελευθερώσουν από την τωρινή της στενάχωρη κατάσταση και θα την οδηγήσουν πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι φαντάζεται.
Πού βρίσκεται ο μαγικός κόσμος της Αντάκρης; Πώς μπορεί να ταξιδέψει κανείς μέχρι εκεί; Πόσα μαγικά πλάσματα και θαυμαστά μέρη περιλαμβάνει; Πώς κατανέμονται οι δυνάμεις του Καλού και του Κακού μέσα στον κόσμο; Και τι πρέπει να κάνει κανείς όταν ένα φοβερό Κακό ξυπνά και μας απειλεί; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα τίθενται και απαντώνται σταδιακά σε ένα γοητευτικό ταξίδι ενηλικίωσης, περιπέτειας, θαυμασμού, φιλίας και θάρρους.
Στη «Μάγισσα του Μπιλθόρ» ο Κώστας Ζαφειρίου χτίζει την ιστορία του αντλώντας στοιχεία από διάφορα έργα της φανταστικής λογοτεχνίας, του παραμυθιού και των λαογραφικών παραδόσεων, πετυχαίνοντας να δώσει τη δική του ιδιαίτερη, συνεκτική πρόταση σε ένα μυθιστόρημα καλογραμμένο και λειτουργικό. Το αποτέλεσμα είναι μια καλά δομημένη ιστορία, με ευχάριστους χαρακτήρες, ζωντανές και πειστικές περιγραφές, γραμμένη σε έναν σωστό και ισορροπημένο αφηγηματικό τόνο, ώστε να παρακολουθείται με ενδιαφέρον από τους μικρότερους αναγνώστες αλλά και το ενήλικο κοινό αυτών των βιβλίων.
Εν κατακλείδι, μπαίνοντας στον παραμυθένιο κόσμο της Αντάκρης μαθαίνουμε κι εμείς –ξανά– να παρακολουθούμε την πραγματικότητα από το ύψος των παιδιών, μακριά από την γκρίζα καθημερινότητα με τους άκαμπτους κανόνες, και αρχίζουμε να περιπλανιόμαστε με μια αίσθηση φρεσκάδας και επιρρέπειας προς την περιπέτεια, με εκείνη την ανανεωμένη τέρψη που προσφέρουν οι προκλητικές δοκιμασίες και οι νέες ανακαλύψεις. Με μια τέτοια διάθεση λοιπόν θα περιμένουμε και τα επόμενα βιβλία της σειράς.
Η Μάγισσα του Μπιλθόρ αποτελεί κατα την δική μου εκτίμηση μία γνήσια,ισχυρή και ελπιδοφόρα αρχή της γνωριμίας του αναγνωστικού κοινού με το ελληνικό fantasy στη χώρα μας,κατα συνέπεια και της επιθυμητής διάδοσής του.Ο συγγραφέας αν και φαινομενικά βρίσκεται στα χνάρια άλλων συναδέλφων που είτε γνώρισαν μεγάλη επιτυχία σε περασμένες εποχές(δες C.S.Lewis) είτε αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού σε χώρες μαζικής κατανάλωσης(δες Stephenie Meyer)καταφέρνει με διακριτικό αλλά ταυτόχρονα "θρασύ" τρόπο να διαφοροποιηθεί και να επαναστατήσει ενάντια στην ξενομανία που μας διακατέχει ως έθνος τοποθετώντας την πλοκή του έργου του κατά το ήμισι στην Ελλάδα,συγκεκριμένα στην Αθήνα,μία πόλη με αστικούς μύθους που παραμένουν ανεξερεύνητοι. Αν και η όλη ιστορία ξυπνά μέσα μας εκφράσεις του τύπου "αυτά μας τα είπανε και άλλοι"το αποτέλεσμα εκπλήσει.Και αυτό γιατί το έργο κατορθώνει να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο κόσμους.Δεν εννοώ βεβαίως λέγοντας κόσμους τον δικό μας χώρο και τον ονειρικό της Αντάκρης αλλά τον παιδικό και αθώο κόσμο των πρωταγωνιστών που σιγά σιγά εξαφανίζεται όμως τελικά δεν χάνεται και αυτόν της εφηβείας,τον δύσκολο,ευμετάβλητο και εξίσου έυθραυστο με τον παιδικό.Η Ευγενία Βασιλικού είναι τόσο θύμα της μοίρας όσο και των σκοτεινών όντων που την περιτριγυρίζουν.Ως ηρωίδα βρίσκεται υπό εξέλιξη.Ακριβώς όπως και οι φίλοι της ακροβατεί ανάμεσα στον κόσμο της αθωότητας και της ενηλικίωσης.Ίσως το τέλος του βιβλίου αποτελεί το πρώτο σημάδι μίας απαραίτητης αλλά πρώιμης ωριμότητας.Με αυτό το τρόπο το βιβλίο κατορθώνει να παραμένει παραμυθένιο για τους μικρούς αναγνώστες αλλά και ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τους ενήλικες φίλους που προσεγγίζουν περισσότερο την αλληγορική σημασία γεγονότων και καταστάσεων. Το κακό στην Αντάκρη ακολουθεί το κλασικό μοτίβο.Υπάρχει παντού,παίρνει μορφές και τελικά καταδιώκει τους ήρωες.Ωστόσο πιστεύω ότι οι αναγνώστες θα μαγευτούν περισσότερο από το αέναο,βιβλικό κακό που υπονοείται κάνοντας σπάνια ζωντανές εμφανίσεις αλλά κατορθώνει να κινεί απόλυτα τα νήματα της πλοκής.Αν είστε οπαδοί του λόρδου Βόλντεμορτ και του Άρχοντα Σάουρον,αυτό το βιβλίο θα σας συστήσει σε έναν κακό που αν και μιμείται,στο τέλος τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από αυτούς τους supervillains! Τελειώνοντας την κριτική μου θέλω να τονίσω ότι αν και βρήκα το βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον με μοναδικό ίσως ψεγάδι την αναπόφευκτη πλέον για τον fantasy χώρο υποψία μίμησης από έργα όπως ο Άρχοντας των δακτυλιδιών ότι ως έργο που συνεχώς προχωρά και εξελίσσεται,η Μάγισσα του Μπιλθόρ αποτελεί μόνο την παιδική αλλά ομαλή αρχή ενός σκοτεινού έπους αξιοθαύμαστου επιπέδου.Το καλύτερο?Ο Κώστας Ζαφειρίου είναι Έλληνας!
Διάβασα αυτό το βιβλίο πιο πολύ επειδή ήξερα το συγγραφέα παρά επειδή έτυχε να το ακούσω από κάποια άλλη πηγή. Έχοντας γαλουχηθεί στο "ευρωπαϊκού τύπου" fantasy ήμουν πολύ διστακτικός στο να εμπιστευτώ έναν έλληνα συγγραφέα. Ωστόσο, δε μετανιώνω για αυτή μου την απόφαση. Η Μάγισσα του Μπιλθόρ είναι ένα μαγικό βιβλίο γραμμένο με ένα λυρισμό που ταξιδεύει τον αναγνώστη "από την Άκρη στην Αντάκρη", όπως θα μας έλεγε και ο συγγραφέας. Ο κόσμος είναι πλασμένος με αγάπη και αυτό φαίνεται στην κάθε σελίδα. Ίσως η καλύτερη εντύπωση που μου δημιούργησε αυτό το βιβλίο ήταν η αίσθηση του βάθους. Κάθε φορά που ανακάλυπταν οι πρωταγωνιστές ένα ακόμα στοιχείο για τον κόσμο της Αντάκρης κάτι ακόμα έμοιαζε να υποβόσκει από πίσω μυστικό και καλά συγκαλυμμένο μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Ανεπιφύλακτα το προτείνω στους νεαρούς αναγνώστες για τη μαγεία και το λυρισμό του. Συγχαρητήρια στο συγγραφέα και αναμένω σύντομα την επόμενη δουλειά του στα χρονικά της Αντάκρης.
Ομορφη Μυθοπλασία. Στο πρώτο κεφάλαιο η αφήγηση του Συγγραφέα μου έφερνε στο νου την φωνή του Παραμυθά απο τις εκπομπές της ΕΡΤ.
Θα το προτεινα σε οποιον θέλει να διαβασει κάτι αξιολογο απο τον χώρο της Ελληνικής Λογοτεχνίας του Φανταστικού αλλα με μια επιφύλαξη, είναι το πρώτο έργο του συγγραφέα με οτι αυτο μπορει να συνεπάγεται.
Το δεύτερο βιβλίο της σειράς ειναι πιο ώριμο, κατι το οποιο παρατηρεις απο το πρωτο κιολας κεφάλαιο.
Όταν ένα βιβλίο που απευθύνεται σε παιδικές και εφηβικές ηλικίες καταφέρνει να σου κρατήσει το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, τότε ο συγγραφέας του έχει κάνει καλή δουλειά. Μου άρεσε η ιστορία της Ευγενίας και των φίλων της στον μαγικό κόσμο της Αντάκρης σε σημείο που αποφάσισα να αποκτήσω και τη συνέχεια της ιστορίας τους. Η φαντασία του Κώστα Ζαφειρίου έχει επιρροές από τον Στηβεν Κινγκ (Μαύρος Πύργος), τον Τόλκιν και ίσως του George R.R. MArtin. Θα μπορούσε ίσως να εισάγει στο έργο του ο συγγραφέας περισσότερα στοιχεία από την Ελληνική και Βαλκανική παράδοση. Γενικά πρόκειται για μια καλά δομημένη ιστορία που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα κι αν το απόλαυσα εγώ όντας ενήλικος, φαντάζομαι ότι θα ενθουσιάσει τις μικρότερες ηλικίες. Μια παρατήρηση μόνο που θέλω να κάνω κλείνοντας είναι ότι ίσως θα έπρεπε να δώσει λίγο περισσότερο χώρο στη δράση, αλλά από την άλλη αυτό είναι το πρώτο μέρος της ιστορίας του συγγραφέα οπότε και είναι λογικό να αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του στην προσπάθεια να μας εισαγάγει στον κόσμο που δημιούργησε.
Ένα ισορροπημένο, καλογραμμένο σύμπαν, δομημένο από ένα μυαλό που φαίνεται ότι έχει μεράκι και φαντασία η οποία πατάει πότε τα γκάζια και πότε τα φρένα τη κατάλληλη στιγμή. Μου άρεσε πολύ και η ποικιλία στους χαρακτηρισμούς. Με εκτίμηση, Μηνάς Τσαμπάνης, Antakris's newest resident. ;)
Αγαπημένο βιβλίο, αγαπημένος συγγραφέας! Κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο από την πρώτη έως την τελευταία λέξη και σε ταξιδεύει σε κόσμους που πίστευες ότι έχουν χαθεί μαζί με την παιδική μας φαντασία!