Ο "Κέδρος" σαν δείγμα αγάπης και θαυμασμού προς τον ποιητή, αφιερώνει αυτή την έκδοση του "Επιτάφιου" στα εβδομηντάχρονα του Γιάννη Ρίτσου. Ο Α. Τάσσος χάραξε αποκλειστικά για την τιμητική αυτή έκδοση έξι ξυλογραφίες, προσφορά στον ποιητή.
Yiannis Ritsos (Greek: Γιάννης Ρίτσος) is considered to be one of the five great Greek poets of the twentieth century, together with Konstantinos Kavafis, Kostas Kariotakis, Giorgos Seferis, and Odysseus Elytis. The French poet Louis Aragon once said that Ritsos was "the greatest poet of our age."
Yannis Ritsos was born in Monemvassia (Greece), on May 1st, 1909 as cadet of a noble family of landowners. Born to a well-to-do landowning family in Monemvasia, Ritsos suffered great losses as a child. The early deaths of his mother and his eldest brother from tuberculosis, the commitment of his father who suffered with mental disease and the economic ruin of losing his family marked Ritsos and affected his poetry. Ritsos, himself, was confined in a sanatorium for tuberculosis from 1927–1931.
These tragic events mark him and obsess his œuvre. In 1931, Ritsos joined the Communist Party of Greece (KKE). During the Axis occupation of Greece (1941–1945) he became a member of the EAM (National Liberation Front), and authored several poems for the Greek Resistance. These include a booklet of poems dedicated to the resistance leader Ares Velouchiotis, written immediately upon the latter's death on 16 June 1945. Ritsos also supported the left in the subsequent Civil War (1946-1949); in 1948 he was arrested and spent four years in prison camps.
"(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών — των απερ- γών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):
I
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου, που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο."
Προφανώς από τα αριστουργήματα αλλά και από την πλέον πολυδιαφημισμένη συλλογή στην ελληνική ποίηση. Σε πολλούς, για διαφόρους λόγους, τους άγγιξε αυτή η συλλογή. Είμαι σ αυτούς που δεν με άγγιξε το΄τη δω η συλλογή. Προφανώς επειδή δεν μ΄ αρέσει η ποίηση....
Inspirational - not just as a lament of a mother towards its child - but as a hymn to revolution and to resistance against those who hold power, as well as a remainder of the burning passion of those who never give up on their dreams - which, even if these people die, are continued by others.
Ο ποιητικός 'Επιτάφιος' του Γιάννη Ρίτσου, συνιστά ένα από τα πλέον ιδιαίτερα ποιήματα της ελληνικής ποίησης, έχοντας έναν έντονο ρυθμό προφορικής αφήγησης, όντας παράλληλα 'εικονοκλαστικό.' Το υπόβαθρο της ποιητικής συλλογής καθίσταται ουσιαστικά η πραγματοποίηση της εργατικής-απεργιακής κινητοποίησης του Μαϊού του 1936 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, και η κρατική καταστολή που τη συνόδευσε, κάτι που επέφερε έναν αριθμό νεκρών και τραυματιών μεταξύ των απεργών. Άρα, δύναται να αναφέρουμε ό,τι ο 'Επιτάφιος' του Μονεμβασιώτη ποιητή τροφοδοτείται από ένα συγκρουσιακό συμβάν που, εν προκειμένω, άπτεται των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης για σημαντικά τμήματα της εργατικής την περίοδο του Μεσοπολέμου. Έχοντας προσεγγίσει ήδη τις ιδέες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), ο ποιητής παρακολουθεί στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας 'Ριζοσπάστης' (εφημερίδα του ΚΚΕ), μία γυναίκα να στέκεται πάνω από έναν νεκρό και να θρηνεί, φορώντας μαύρα ρούχα. Εκ των υστέρων, αποκαλύφθηκε πως επρόκειτο για την μητέρα του νεκρού στην απεργιακή κινητοποίηση, αυτοκινητιστή Τάσου Τούση με καταγωγή από το Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό, προξενεί έναν συνειδησιακό (όσο και βαθύτερα, πολιτικό) συγκλονισμό στον ποιητή (υιοθετούμε τον όρο του Λουί Μπλανκί), κάτι που διαφαίνεται και στα μορφολογικά μοτίβα που υιοθετεί ο ποιητής για την συγγραφή του ποιήματος. Προτού καταστεί κοινοποιήσιμος μέσω της ποίησης ή του Ριτσικού ποιητικού λόγου, ο 'Επιτάφιος' έχει συλληφθεί νοηματική βοηθούσης μίας εικόνας που καθίσταται, εικόνα μητρικού θρήνου. Έτσι, ο 'Επιτάφιος,' συναρθρώνει και εκ-διπλώνει εμπρόθετα τον ομοιοκατάληκτο στίχο με την διάχυτη προφορικότητα-λαϊκότητα, στοιχεία του Μανιάτικου-δημοτικού μοιρολογιού με θρηνητικές τελετουργίες που άπτονται της ίδιας και άμεσης σχέσης μητέρας και υιού, με τέτοιον τρόπο προσδιορισμένα, ώστε να αναδειχθεί, σχετικά ισόρροπα, ένα διττό περιεχόμενο που περιλαμβάνει, αφενός μεν το κοινωνικο-πολιτικό στοιχείο, με τον αναγνώστη να μαθαίνει για το 'γιατί' της φόνευσης του υιού, και, αφετέρου δε, την μητρική μαρτυρία. Την μητρική μαρτυρία που όντας εκφραστική λεκτικά, εφευρετική ως προς τον τρόπο (ίδια τροπικότητα) με τον οποίο προσεγγίζεται ο χρόνος, καθιστάμενος εκκρεμές μεταξύ παρελθόντος και παρόντος (και όχι 'γέφυρα' προς ένα μέλλον που δεν υπάρχει διότι στερήθηκε), δύναται να μετασχηματισθεί σε ένα φορτισμένο πένθος που εγγράφει διαλεκτικά χαρακτηριστικές στιγμές από τον βίο του νεκρού υιού, έτσι ώστε να συγκροτηθεί ένα ευρύτερο σχεσιακό πλαίσιο, δίχως μάλιστα να εκ-λείπει η ανοιχτή του επιτέλεση. Ως προς αυτό, θεωρούμε πως συμβαίνει το αντίθετο.Έτσι, διαθέτουμε τον δημόσιο χώρο που μετασχηματιζόμενος σε χώρο πένθους δεν χάνει την πρωταρχική του σήμανση ως χώρος απεργιακής συγκέντρωσης και διεκδίκησης, τον χρόνο του θανάτου (εντός κινητοποίησης) που αποτελεί έναυσμα πολιτικής-ηθικής και περαιτέρω αξιακής καταδίκης (λαϊκότροπο μοτίβο της 'κατάρας'), της εξουσίας, διανθισμένα με μοτίβα που δείχνουν προς την κατεύθυνση έγκλησης και αναφοράς μίας κοινωνικής-ταξικής ταυτότητας που δεν είναι παρά εργατική. Έτσι, ο ποιητικός λόγος τροφοδοτείται από λεκτικές φόρμουλες που έχουν να κάνουν με την διαβίωση και τους όρους διαβίωσης ('ψωμί' ως συστατικό στοιχείο ζωής), με την αίσθηση του εργατικού 'ανήκειν' (διεκδίκηση του 'ψωμιού'), διευρύνοντας παράλληλα τον θρήνο και δη τον μητρικό θρήνο για τον θάνατο με τους όρους της αμφισβητησιακής πρακτικής που πλέον, σχετίζεται με την μορφή της μητέρας. Και αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο πραγματοποιείται όχι γραμμικά ή 'μεταφυσικά,' αλλά, αντιθέτως, ανασύρεται και θεμελιώνεται πάνω στις ίδιες συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατο του υιού τον οποίο και θρηνεί η μητέρα, παράγοντας τις συνδηλώσεις της απώλειας και ακόμη, του νανουρίσματος που παραπέμπει σε αντίστοιχες πρακτικές παιδικής ηλικίας, όταν η μητέρα νανουρίζει το παιδί για να κοιμηθεί. Κι όμως, στον 'Επιτάφιο' του Γιάννη Ρίτσου που επίσης αντλεί από την θρηνητική επιτέλεση της Παναγίας για τον δικό της υιό (Χριστός), ο θάνατος δεν θεωρείται 'προσωρινό στοιχείο,' όπως επίσης δεν διαφαίνεται και η αναστάσιμη προοπτική. Απεναντίας, η αναφορά στον 'ύπνο' (αντί για θάνατο) νοηματοδοτεί χαρακτηριστικά οικειότητας και αγάπης, σημασιοδοτώντας την μεταβολή ή αλλιώς, την αλλαγή που ήδη έχει συντελεσθεί: Εντός αυτού, η μητέρα είναι αποφασισμένη να λάβει την θέση του υιού στον στίβο του κοινωνικού-ταξικού αγώνα, εσωτερικεύοντας την μορφή του, αναπαράγοντας τις δικές του ιδέες, και μεταπλάθοντας την δράση του σε δράση 'μητέρας' (τρία επίπεδα), με έναν τρόπο που ισοδυναμεί με την ανατροπή των έμφυλων σημάνσεων περί θρήνου. Όταν ο κόσμος της μητέρας ανατρέπεται και καταρρέει, ανατρέπονται τα διακυβεύματα και οι προσδοκίες της μητέρας για μία ζωή κοινή, μαζί με τον υιό. Το θρηνητικό υποκείμενο μετασχηματίζεται, και 'βίαια,' σε διεκδικητικό υποκείμενο, έχοντας διαπαιδαγωγηθεί σε ό,τι νοείται ως θυσία και ως μαρτυρία. Διπλή όψη που ανάγεται στη σφαίρα του σκοπού που δεν απουσιάζει από τον 'Επιτάφιο,' εντάσσοντας την μητέρα εντός της εργατικής κοινότητας. Ο θάνατος διαμορφώνεται ποιητικά ως καταλύτης εξελίξεων.
He leído ya varias obras de este autor y, la verdad, no puedo decir que me haya decepcionado nunca. Me parece asombrosa la capacidad que tiene para expresar emociones, para ponerse en el papel de un tipo de persona en concreto (en este caso de una madre que ha perdido a su hijo en una protesta) y plasmar tan bien lo que podría haber sentido. Todo esto a raíz de una fotografía que vió en el diario de la mencionada desgracia. Una pasada. Aparte, me parece también emocionante como ensalza las características del hijo muerto equiparándolas con las más bellas de la naturaleza, haciendo ver que personas y entorno somos uno mismo ❤ El mensaje final es esperanzador también: no se olvida a los que mueren ni se les deja de querer ni se abandona la lucha, se sigue más fuerte precisamente por aquellos que se han perdido en ella.
Poems normally never speaks to me, but when I read the words of this mother loosing her son I was deeply and thoroughly moved. Ritsos gives her the most beautiful words put together in an amazing way making you feel her loss and sorrow into your bones. He expresses the love of a devastated mother in a rhythm and in pictures that are unforgettable. And the music of Theodorakis from the 1950s just goes into the heart. This is an excellent piece of work ❤️
And with this in mind, try to understand that this book, about the love of a mother, was burnt at the base of Acropolis by the people of Greek dictator Metaxas.
I also want to say that the translation into English by Rick Newton deserves all cred there is. Unfortunately I have yet not seen any translations of Greek poems into Swedish that are worth reading.
Προσπάθησα να διαβάσω αυτό το ποίημα των 20 σελίδων στο σχολείο αναγκαστικώς για το GCE A Level Greek αλλά δεν μου άρεσε καθόλου.
Τώρα, ως ενήλικας, έχοντας χάσει την μητέρα μου, το λάτρεψα. Ένιωσα τον πόνο της μάνας που χάνει το παιδί της, και μου λείπει το ότι δεν έχω πια τη μάμα μου να με αγαπάει τόσο δυνατά.
Ξαναδοκίμασα αυτό το βιβλίο ως προσπάθεια να διαβάσω ποίηση που γενικώς δεν μ’αρέσει. Θα προσπαθήσω να μάθω 2 στίχους αφού μου έκαναν τρομερή εντύπωση.
Excellent translation of a very moving poem: This important early poem of Ritsos is here provided with an outstanding translation. The translation is "aimed for the ear," as the translator puts it, allowing the reader to experience the work much as it was intended. I do not read Greek, but after comparing this poetic translation with an earlier, very literal, prose translation (in the Journal of Hellenic Diaspora, also by Rick Newton), it seems clear to me that the new translation more potently conveys the power of the original because it aims "to capture the mostly iambic rhythm of Ritsos' poem with English iambs."
While Newton's earlier translation captured the lexical meaning of the original, which has inherent poetic power in itself, we must remember that Ritsos chose to write the poem in a very traditional meter (and he used rhyme as well). The sound of the poem thus provides a whole other crucial dimension to the experience of reading the poem. Mr. Newton renders his new translation in iambic lines of seven feet (often referred to as "fourteeners"), and from what I can gather, this meter comes the closest in English to capturing the metrical force of the original. And, just as Ritsos varies the rhythm in many parts of the poem, Mr. Newton does the same. He does not, however, use rhyme in his translation. I think this compromise is a wise decision, allowing him to stay close in lexical meaning to the original, while still writing a translation very much "aimed for the ear."
Additionally, Mr. Newton provides a very informative introduction. I particularly appreciate how well he explains the poem's place in Greek consciousness. We owe Mr. Newton a debt of gratitude for rendering Ritsos' poem so effectively and movingly as a poem in English, and for writing such an insightful introduction to this significant work of art.
[Incidentally, Mr. Newton translates the version published in 1956, in which year Ritsos added six more sections to the fourteen sections first published in 1936. -- I might also add that Rick Newton has also translated a late work of Ritsos, 3 x 111 Tristichs, that I highly recommend, but which seems to be out of print. Perhaps it will someday be reprinted—it certainly deserves to be.]
I think the English translation isn’t very good :/. And the Greek is a bit dated but no less poignant. The ending in both is a resounding embrace of political action to grieve
Το μοιρολοι μιας μητερας! Οποτε το διαβαζω με πιανουν κλαματα ειδικα απο οταν απεκτησα κ εγω εναν γιο! Μοναδικος Γιαννης Ριτσος που ορμομενος απο μια φωτογραφια εγραψε αυτο το αριστουργημα!
Γενικώς λατρεύω όσα έχω διαβάσει του Ρίτσου, αλλά την ανάγνωση τούτου του ποιήματος δεν μπόρεσα καν να την τελειώσω. Παιδικές ομοιοκαταληξίες και εκφράσεις που καθόλου δεν με γέμισαν.
Το διάβασα ολόκληρο, φωναχτά, και άλλαξα γνώμη. Σαν να διάβασα δημοτικό τραγούδι, μαντινάδα.