Ο φασισμός δεν ήταν ένα περιθωριακό φαινόμενο του Μεσοπολέμου, αλλά είχε πανευρωπαϊκές διαστάσεις και λίγο έλειψε να επιβληθεί. Βρήκε όμως απήχηση στην Ελλάδα την ίδια εποχή;
Ποια κινητήρια πάθη και ποια πολιτικά συναισθήματα διευκόλυναν την ανάπτυξή του; Πώς συνδεόταν η άκρα δεξιά αυτής της περιόδου με την παλαιότερη αντικοινοβουλευτική παράδοση και με τις ιδέες του Περικλή Γιαννόπουλου και του Ίωνα Δραγούμη;
Σε ποιό βαθμό παρέπεμπε στον φασισμό το αντιβενιζελικό καθεστώς του 1921-1922, και πώς τον απηχούσαν τα στρατιωτικά κινήματα των επόμενων χρόνων; Για ποιούς λόγους απέτυχε να ριζώσει η άκρα δεξιά τη δεκαετία του 1920, και ποιοι παράγοντες διευκόλυναν την ανάπτυξή της την επόμενη δεκαετία;
Πώς αναπτύχθηκαν, τόσο μεταξύ των Φιλελευθέρων όσο και στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο, οι φασιστικές τάσεις που εξέφραζαν ο Κονδύλης, ο Πλαστήρας και ο Μεταξάς, και πώς απέσπασαν την πρωτοβουλία κινήσεων από τις δημοκρατικές ομάδες;
Η απάντηση σ' όλα αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί παρά να δοθεί σε αντιπαραβολή με τις μορφές που πήρε την ίδια εποχή ο φασισμός στην Ιταλία του Μουσσολίνι και στις μικρές χώρες της Ευρώπης.
Ο Σπύρος Μαρκέτος σπούδασε νομικά στο ΑΠΘ και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, ενώ από το 2001 διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ με γνωστικό αντικείμενο «Ιστορία των Νεώτερων και Σύγχρονων Πολιτικών και Κοινωνικών Ιδεών». Ασχολείται ερευνητικά με τη μελέτη των ιδεολογιών, με έμφαση στον σοσιαλισμό και τον φασισμό, καθώς και με την ιστορία του φύλου.
Με αυτό το βιβλίο ο καθηγητής Σπύρος Μαρκέτος έρχεται να γκρεμίσει στα «εξ ων συνετέθη» όλες τις αναπαραστάσεις για τον δημοκρατικό χαρακτήρα του ελληνικού μεσοπολέμου και του ελληνικού αστισμού. Ανατρέπει με τέτοιο τρόπο το ιστοριογραφικό παράδειγμα για τον φασισμό στον μεσοπόλεμο που καμία νεότερη ιστορική μελέτη δεν μπορεί να μη λάβει στο εξής υπόψη της. Κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου επιτελεί το ρόλο του «myth buster» σε ένα διαφορετικό στερεότυπο με τέτοιο τρόπο που καθιστά την ανάγνωσή του απολαυστική.
Κεντρικό λοιπόν πόρισμα είναι πως οι φασιστικές ιδέες είχαν εξαπλωθεί στην Ελλάδα ως τα μέσα του 1933, όχι μόνο μεταξύ των μικροαστικών και των περιθωριακών στοιχείων αλλά και μεταξύ της μέινστριμ αστικής ελίτ, ιδιαίτερα εκείνων των κύκλων της που ήλεγχαν τα μέσα ενημέρωσης και των πολιτικών που ασκούσαν την εξουσία στο ανώτατο επίπεδο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Μαρκέτο στην Ελλάδα ο κορμός του πολιτικού κόσμου οικειοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό τα περισσότερα από τα μοτίβα του φασισμού ώστε να μην υπάρξει πολιτικός χώρος για την ανάπτυξη κανενός αυτόνομου φασιστικού κινήματος.
Φασισμός σύμφωνα με τον Μαρκέτο (και τον Ρόμπερτ Ο. Πάξτον που αποτελεί το βασικό του υπόδειγμα) δεν είναι μόνο τα δύο τυπικά παραδείγματα της Ιταλίας και της Γερμανίας, αλλά πολλές άλλες περιπτώσεις αποτυχημένων φασισμών, που όμως παραμένουν φασισμοί. Έτσι, το βιβλίο παρουσιάζει ακριβώς όλους αυτούς τους μικρούς ανολοκλήρωτους φασισμούς ή τις απόπειρες εγκαθίδρυσης φασισμών στην Ελλάδα που μπορεί στην εκκίνησή τους να μην παρουσιάζονταν ως τέτοιοι, αλλά έφεραν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν μια τέτοια εξέλιξη.
Σε αυτό το μάλλον πρωτότυπο για την ελληνική ιστοριογραφία έργο, ο Σπύρος Μαρκέτος περιγράφει με εξαιρετικά γλαφυρό στυλ και πειστικό τρόπο τη γοητεία που άσκησε ο φασισμός στις πολιτικές ελίτ της χώρας μας για ένα μεγάλο μέρος της διάρκειας του μεσοπολέμου. Η πυκνή παρουσία των φασιστικών ιδεών στην ελληνική πολιτική ζωή της περιόδου, παραδόξως, δεν ήταν αποτέλεσμα ύπαρξης ενός συγκροτημένου και ισχυρού φασιστικού κινήματος στο περιθώριο ή στο επίκεντρο της πολιτικής -κοινοβουλευτικής- ζωής της χώρας. Τέτοιου είδους κινήματα δεν πήραν ποτέ αξιοσημείωτες διαστάσεις στην Ελλάδα, με την εξαίρεση ίσως της διαβόητης "Τρία Έψιλον" (Εθνική Ένωσις Ελλάς) που διακρίθηκε με θλιβερό τρόπο στη Θεσσαλονίκη κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Αντίθετα, πολλές φασιστικές θεωρίες και πρακτικές υιοθετήθηκαν από όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους της χώρας, με την εξαίρεση φυσικά των κομμουνιστών και λίγων δημοκρατικών, αριστερών πολιτικών του αστικού κόσμου. Ο πειρασμός δε ως προς την υιοθέτηση και εφαρμογή ενός καθεστώτος φασιστικού τύπου ήταν εξαιρετικά έντονος στους πολιτικούς χώρους της κοινοβουλευτικής Δεξιάς-Κεντροδεξιάς, τόσο στο Λαϊκό Κόμμα όσο και στο αντίστοιχο των Φιλελευθέρων (βενιζελικοί) σε διάφορες περιστάσεις και καταστάσεις.
Στο βιβλίο, αυτή η προδιάθεση αναλύεται και παρακολουθείται με φόντο την Ελλάδα της περιόδου 1920-1932. Δεν πρόκειται για μια περίκλειστη στον χρόνο και στον χώρο αφήγηση. Σε κάθε σημείο υπάρχει το στοιχείο της εξέλιξης όπως και το στοιχείο της σύγκρισης. Η προϊστορία των φαινομένων, οι πρόδρομες ιδεολογίες και πρακτικές δεν εντάσσονται σε ένα σχήμα γραμμικής εξέλιξης, αλλά οριοθετούν τον χώρο πάνω στον οποίο στηρίχθηκαν οι μετέπειτα ιδέες και πρακτικές. Το πέρασμα από τον πολύμορφο εθνικισμό των αρχών του εικοστού αιώνα στις αναταράξεις του «διχασμού» και στις ακόμα μεγαλύτερες του Μικρασιατικού Πολέμου αλληλοσυνδέονται όχι ως νομοτελειακή ενότητα αλλά ως εξωτερικά γνωρίσματα μιας βαθύτερης πολιτικής αντίληψης, η οποία παράγει φαινόμενα μέσα στην εκάστοτε φόρμα που οι περιστάσεις και οι ιστορικές συγκυρίες διαμορφώνουν.
Η Ελλάδα ποτέ δεν εκλαμβάνεται ως ένας ξεχωριστός τόπος με τη δική του μοναδική ιδιαιτερότητα, απομονωμένος από τα όσα κοσμογονικά συμβαίνουν στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο. Οι συγκρίσεις με ανάλογα φαινόμενα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι πυκνές και οξυδερκείς, προσδιορίζοντας με ευστοχία τα όμοια ή κοινά χαρακτηριστικά και τονίζοντας τις διαφορές εκεί που υπάρχουν. Για να γίνει αυτό δυνατό δεν αρκεί η γνώση της νεότερης και σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, την οποία ο συγγραφέας διαθέτει σε άριστο βαθμό. Χρειάζεται κάτι περισσότερο: η βαθιά γνώση της θεωρητικής γραμματείας, των έργων δηλαδή που αναλύουν το φασιστικό φαινόμενο και προσπαθούν να το σχηματοποιήσουν ταξινομώντας τα επιμέρους στοιχεία του σε ένα γενικό θεωρητικό σχήμα με επιστημονικά κριτήρια. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αποτελεί μια εξαιρετικά χρήσιμη περιπλάνηση ανάμεσα στις θεωρήσεις του φασιστικού φαινομένου έτσι όπως οι πλέον σημαντικοί των μελετητών του τις έχουν διατυπώσει. Δεν είναι συχνό φαινόμενο στην απόκεντρη χώρα μας να προσεγγίζονται ακαδημαϊκά τα θέματα της εθνικής μας ιστορίας με τέτοιο κοσμοπολίτικο τρόπο και αυτό αποτελεί σίγουρα ένα ακόμη από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της εργασίας του Σπύρου Μαρκέτου.
Mία εξαιρετική ματιά στα ιστορικά γεγονότα του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα μέσα από το πρίσμα της ανάδυσης του φασιστικού φαινομένου και της ενσωμάτωσής του από τη mainstream εγχώρια πολιτική κονίστρα. A state of art για το είδος του!
Το βιβλίο του Σπύρου Μαρκέτου «Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ελληνική ιστοριογραφία για την κατανόηση της γένεσης και της εδραίωσης του φασισμού στην Ελλάδα. Με αναλυτική δεινότητα και ευρύ τεκμηριωτικό υπόβαθρο, ο Μαρκέτος εξετάζει πώς οι πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες του μεσοπολέμου δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση φασιστικών κινημάτων στη χώρα.
Στα βασικά σημεία του βιβλίου είναι ο ρόλος των ελληνικών ελίτ για τις οποίες συγγραφέας επισημαίνει τη συμμετοχή και τη στήριξη του φασισμού από συγκεκριμένους κύκλους της ελληνικής αστικής τάξης, οι οποίοι τον προώθησαν ως εργαλείο αντιμετώπισης των λαϊκών διεκδικήσεων και των σοσιαλιστικών κινημάτων. Παράλληλα οι ιδεολογικές επιρροές με την εισαγωγή φασιστικών ιδεών από την Ιταλία του Μουσσολίνι, όπως και τη διαδικασία προσαρμογής τους στην ελληνική πραγματικότητα. Οι κοινωνικές συνθήκες όπως η φτώχεια, η ανεργία, η πολιτική αστάθεια και οι μνήμες της Μικρασιατικής Καταστροφής οι οποίες αναδεικνύονται ως παράγοντες που συνέβαλαν στην αποδοχή αυταρχικών και αντιδημοκρατικών λύσεων. Τέλος η πολιτισμική διάσταση με την οποία Μαρκέτος φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο τα φασιστικά κινήματα καλλιέργησαν την εικόνα του εθνικισμού και της "ελληνικής ανωτερότητας", με εργαλείο τη θρησκεία, την εκπαίδευση και τον στρατό.
Το έργο ξεχωρίζει για τη λεπτομερή του τεκμηρίωση, βασισμένο σε αρχεία, δημοσιεύσεις της εποχής και δευτερογενείς πηγές. Παράλληλα, ο Μαρκέτος υιοθετεί μια κριτική προσέγγιση απέναντι στους μύθους περί του «ανοσοποιημένου» ελληνικού λαού απέναντι στον φασισμό, υποδεικνύοντας τις συνειδητές επιλογές που οδήγησαν στην άνθηση του φαινομένου.
Με γραφή του συνδυάζει ακαδημαϊκή αυστηρότητα με αφηγηματική ζωντάνια, το βιβλίο αποτελεί θεμέλιο λίθο για την κατανόηση του ελληνικού φασισμού, προσφέροντας πολύτιμες γνώσεις για την πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Είναι ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για όσους ενδιαφέρονται για τον φασισμό, τον εθνικισμό και τη μεσοπολεμική Ευρώπη.
Εδώ έχουμε μια θεμελιώδη ιστορική μελέτη που φωτίζει την άγνωστη ιστορία της φασιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Με πλούσια τεκμηρίωση και συγκριτική ματιά, ο συγγραφέας εξετάζει πώς φασιστικά ρεύματα, ιδέες και πρακτικές βρήκαν απήχηση σε πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ, καθώς και σε τμήματα της ελληνικής διανόησης. Δεν περιορίζεται σε στενά κομματικά σχήματα, αλλά αποκαλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα αντικοινοβουλευτικής και αυταρχικής σκέψης στο αστικό στρατόπεδο που προετοίμασε το έδαφος για τον Μεταξά και το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου με τις ευλογίες του Γεωργίου Β΄ και των Βρετανών.
Κεντρική θέση στο βιβλίο έχει η ανάλυση του πώς η ήττα του 1922, οι πολιτικές κρίσεις και η ανασφάλεια της εποχής έθρεψαν φαντασιώσεις για εθνική «αναγέννηση» μέσω αυταρχισμού, τάξης και ενότητας. Ο Μαρκέτος ανιχνεύει τις ιδεολογικές απαρχές του ελληνικού φασισμού σε φιγούρες όπως ο Ίων Δραγούμης, αλλά και στη ρητορική περί «παρακμής» της αστικής «δημοκρατίας», που μετατράπηκε σταδιακά σε λατρεία του ηγέτη και της βίας.
Η μελέτη τοποθετεί την ελληνική εμπειρία σε διάλογο με τον ιταλικό και ευρύτερο ευρωπαϊκό φασισμό. Δεν ισχυρίζεται ότι ο ελληνικός φασισμός αντέγραψε απλώς το μοντέλο του Μουσολίνι, αλλά δείχνει πώς υπήρξε εγχώρια επεξεργασία αυταρχικών λύσεων που αντανακλούσαν τις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Το βιβλίο δεν αναλύει μόνο πολιτικά κόμματα, αλλά εξετάζει και τον ρόλο του Τύπου, της διανόησης και της στρατιωτικής ηγεσίας στην εξάπλωση τέτοιων ιδεών.
Μέσα από αυτή τη ματιά, το έργο του Μαρκέτου αμφισβητεί την κυρίαρχη αφήγηση που παρουσιάζει τον φασισμό ως ξένο σώμα για την Ελλάδα. Αντιθέτως, δείχνει πώς υπήρξε οργανικό κομμάτι του πολιτικού λόγου και της κρατικής πρακτικής, πολύ πριν τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Η συμβολή του βιβλίου στην ελληνική ιστοριογραφία είναι σημαντική, γιατί επιμένει σε μια ανάλυση μακράς διάρκειας και αποκαλύπτει μηχανισμούς ιδεολογικής προετοιμασίας της κοινωνίας.
Πρόκειται για ένα έργο αυστηρά τεκμηριωμένο αλλά ταυτόχρονα ζωντανό και αποκαλυπτικό, ιδανικό τόσο για ακαδημαϊκούς όσο και για αναγνώστες με ενδιαφέρον για την πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ο τίτλος, με την ειρωνική του διάθεση, υπαινίσσεται τον τρόπο με τον οποίο οι ιδέες του φασισμού ασκήθηκαν και στην ελληνική περίπτωση όχι μέσω επιβολής από έξω, αλλά συχνά με ενθουσιώδη αποδοχή από μέσα και από τα πάνω.