Εικοσιτέσσερις ποιητικές συνθέσεις (κατά το ομηρικό πρότυπο) αποτελούν το Μυθιστόρημα. Ο ελεύθερος στίχος, οι σκηνικές αλλαγές, η χρήση του αρχαίου μύθου ώστε να συγχωνευθούν το παρελθόν και το παρόν του ελληνισμού, οι εναλλαγές του ποιητικού υποκειμένου συμβάλλουν στη θεώρηση του Μυθιστορήματος ως βασικότατου έργου του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού. Εθνικές μνήμες και ιστορικά βιώματα συνυπάρχουν με υπαρξιακές κορυφώσεις. "Οι πολλές αναφορές στο ταξίδι, ειδικά στη θάλασσα, ενισχύουν την εντύπωση του αναγνώστη ότι αυτό που διαβάζει είναι η "οδύσσεια" της σύγχρονης Ελλάδας"
George Seferis, pen name of Georgios Seferiadis, Greek: Γιώργος Σεφέρης
Awarded the 1963 Nobel Prize in Literature "for his eminent lyrical writing, inspired by a deep feeling for the Hellenic world of culture." First Greek to win the Nobel Prize in Literature.
"Ἐμεῖς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τοῦτο κοιτάξαμε τα σπασμένα ἀγάλματα ξεχαστήκαμε και εἴπαμε πως δε χάνεται ἡ ζωη τόσο εὔκολα πως ἔχει ὁ θάνατος δρόμους ἀνεξερεύνητους και μία δική του δικαιοσύνη·"
«Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να το ακουμπήσω. Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.
Κοιτάζω τα μάτια· μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα. Δεν έχω άλλη δύναμη·
τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα.»
Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω. Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.
Κοιτάζω τα μάτια· μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα. Δεν έχω άλλη δύναμη·
τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα.
«πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως κάτω απ' τα φύλλα εκείνου του Πλατάνου και μάθε του να μελετά τα δέντρα» * «λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.» * «ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δεν χάνεται η ζωή τόσο εύκολα πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους και μια δική του δικαιοσύνη»
Η΄ μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας ούτε δική σας.
Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά ένα ελάχιστο διάστημα.
ΙΣΤ΄ ὄνομα δ’ Ὀρέστης Οι αφροί των αλόγων με χτυπούν, τ’ άλογα πότε θ’ αποστάσουν; Τρίζει ο άξονας, πυρώνει ο άξονας, πότε ο άξονας θ’ ανάψει; Πότε θα σπάσουν τα λουριά, πότε τα πέταλα θα πατήσουν μ’ όλο το πλάτος πάνω στο χώμα πάνω στο μαλακό χορτάρι, μέσα στις παπαρούνες όπου την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα. Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα εγώ που μάχομαι εδώ πέρα, πόσοι γύροι; και νιώθω τα γόνατα να λυγίζουν πάνω στον άξονα πάνω στις ρόδες πάνω στον άγριο στίβο, τα γόνατα λυγίζουν εύκολα σαν το θέλουν οι θεοί, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, τί να την κάνεις τη δύναμη, δεν μπορείς να ξεφύγεις τη θάλασσα που σε λίκνισε και που γυρεύεις τούτη την ώρα της αμάχης, μέσα στην αλογίσια ανάσα, με τα καλάμια που τραγουδούσαν το φθινόπωρο σε τρόπο λυδικό, τη θάλασσα που δεν μπορείς να βρεις όσο κι αν τρέχεις όσο κι αν γυρίζεις μπροστά στις μαύρες Ευμενίδες που βαριούνται, χωρίς συχώρεση.
ΙΖ΄ Αστυάναξ Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει, πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου και μάθε του να μελετά τα δέντρα.
ΙΘ΄ Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά· μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν.
“[…]In my breast the wound opens again when the stars descend and become kin to my body when silence falls under the footsteps of men.
These stones sinking into time, how far will they drag me with them? The sea, the sea, who will be able to drain it dry? I see the hands beckon each drawn to the vulture and the hawk bound as I am to the rock that suffering has made mine, I see the trees breathing the black serenity of the dead and then the smiles, so static, of the statues[…]”