Σαν πρόλογος ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΙ ΘΕΟΙ Οι στίχοι μου Γυρισμός Ευγένεια Δον Κιχώτες Πολύμνια Ποιητές Μπαλλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων Η ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ Δέντρο Χαρά Σε παλαιό συμφοιτητή Στροφές Είκοσι χρόνια παίζοντας... Απ' όλα θέλω ελεύτερος... Για τη ζωή σου μούλεγες... Τι χάνω εγώ τις μέρες μου... Η νύχτα μας εχώρισεν... Λεύκες, γιγάντοι καρφωτοί... Χαρά! Η χαρά! Στα νέα χαρά... -Ποιητή, κυλάει το γέλιο μου Αντίο! Αντίο! Με τα ουρανιά... Μπρούτζινος γύφτος - τράλαλα! Το φεγγαράκι απόψε... Γραφιάς Αθήνα Πάρε τα δώρα... Πεθαίνοντας ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ Μόνο Δρόμος Η ψυχή μου Παλιό η ψυχή μου γράμμα... Με τον καιρό που πρόσχαρη... Είσαι, ψυχή μου, η κόρη... Ύπνος Αφιέρωμα Τώρα που μήτε ο έρωτας... Εσπέρα Μοναξιά Κι αν έσβυσε σαν ίσκιος... Του αδελφού μου ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Τώρα ανοιξιάτικο... (H. Heine) Η αγάπη του Βικέντιου (Fr. Mistral) Στον Francis Jammes (C. Guerin) Ένα ποιηματάκι (M. v. Ebner-Eschenbach) Ultima (Fr. Despax) Επίλογος (G. Rodenbach)
Kostas Karyotakis (Greek: Κώστας Καρυωτάκης) is considered one of the most representative Greek poets of the 1920s and one of the first poets to use iconoclastic themes in Greece.
His poetry conveys a great deal of nature imagery and traces of expressionism and surrealism. The majority of Karyotakis' contemporaries viewed him in a dim light throughout his lifetime without a pragmatic accountability for their contemptuous views; for after his suicide,the majority began to revert to the view that he was indeed a great poet. He had a significant, almost disproportionately progressive influence on later Greek poets.
Αχ βρε Καρυωτάκη, βασανισμένη η ψυχούλα σου, υπέφερες πολύ, θαρρώ. Παρά τον πόνο και τη θλίψη, μου βγάζουν μια ομορφιά τα ποιήματα αυτά, μια ομορφιά στέρεη και αληθινή. Πολύ τα αγάπησα.
Ποίηση που καίει σαν αλάτι στην πληγή. Δεν σε παρηγορεί, σε ταρακουνά με την αλήθεια της. Κι όμως, μέσα στη σκληρότητά της κρύβει μια παράξενη ομορφιά που δεν ξεχνιέται.
"Με αδιάφορο το μέτωπο και πράο, τα δείλια, τις αυγές θα χαιρετάω.
Δέντρο θα στέκομαι, όμοια να κοιτάζω τη θύελλα ή τον ουρανό γαλάζο.
Είναι ζωή, θα λέω, το φέρετρο όπου λύπη, χαρά τελειώνουνε του ανθρώπου."
The sweet bitterness of nostalgia—addictive and provocative—in harmony with the vulnerable beauty of everyday life, unwillingly captured in the poet’s ink, on a few weary pages. And all finiteness is mourned by the glory of what’s gone, of what in us lies, infinite and dead.