"Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το "Άσιμος" με γιώτα. Ουχί Ασίμος· ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμοφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το "Άσιμος" με γιώτα. Γιατί όταν λέμε "ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής..." η λέξη "άσημος" παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη "τραγουδιστής" και γράφεται με ήτα. Ενώ το "Άσιμος" είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί ο επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου".
"Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ' ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα 'μαι πια εγώ. Θα 'ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. 'Οσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. 'Οσο υπήρχα με φοβόσουν. 'Οσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν την δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν' αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαινόταν γελοίο".[...]
Ο Νικόλας Άσιμος (20 Αυγούστου 1949 - 17 Μαρτίου 1988, πραγματικό όνομα: Νικόλαος Ασημόπουλος) ήταν στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής του ελληνικού ροκ και όχι μόνο. Τραγούδησε και πολλά άλλα τραγούδια σε λαϊκό ύφος. Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά. Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που ιδεολογικά δεν ανήκε σε κάποιο χώρο. O ίδιος ποτέ δεν αποδέχτηκε την "ταξινόμηση" σε κάποια ιδεολογία. Ο Άσιμος ήταν αρχικά αριστερός, απέκτησε όμως αναρχική συνείδηση λίγο αργότερα και στη συνέχεια ξεπέρασε και τον αναρχισμό, καθώς δεν επιθυμούσε να του "κολλούν ταμπέλες".
Πολύ καλό πολύ καλό πολύ καλο. Δεν αρκεί για να δούμε τι έπαιζε στο κεφάλι του Άσιμου, αλλά μας βοηθά να πάρουμε μια μικρή ιδέα. Αυτό που μένει είναι πως ο ίδιος μπορεί να μην τα είχε καλά με κανέναν, αλλά τα είχε καλά με τον κόσμο.
Δεν μπορώ να πω ότι το βιβλίου του Νικόλα Άσιμου, Αναζητώντας κροκανθρώπους, με ενθουσίασε. Κάποια από τα ποιήματα του παρόλα αυτά, που βρίσκονται στην αρχή του βιβλίου, μου άρεσαν αρκετά, όπως το Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, Θέλεις να πατάς σταθερά, Δεν έδωσα σε άλλον, Ρώτησε κάποιος κάποτε, Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος, Τα ζώα μπορεί να φωνάζουνε, Εμείς είμαστε πλασμένοι για να υποφέρουμε.
Τα πεζά του δεν με ενθουσίασαν, ειδικότερα το πρώτο του πεζό, Ιστορίες με γιατρούς, μου έβγαλε το λάδι μέχρι να το τελειώσω, δεν μου άρεσε καθόλου. Το επόμενο του πεζό, Ιστορίες με γιατρούς ξανά, ήταν κάπως καλύτερο, ίσως γιατί πραγματεύεται τις σουρεαλιστικές καταστάσεις που συμβαίνουν στον ελληνικό στρατό.
Από τους στίχους των τραγουδιών οι περισσότεροι δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα. Ο εξερευνητής, Ο μαραθωνοδρόμος, Σαν θα με καλέσει η Πατρίδα, Η Επανάσταση αποδείχθηκε ένα όνειρο, Μπαταρία, Δωμάτιο στο Άμστερνταμ, Μοναχός μου, ήταν οι εξαιρέσεις.
Οι αφίσεις και οι αγγελίες που επίσης περιέχονται στο βιβλίο ήταν κατά κανόνα ένα βαρετό ανάγνωσμα εκτός ίσως από αυτή των Αντιπολεμικών-Αντικαπιταλιστικών εκδηλώσεων.
Το πρώτο μισό του βιβλίου με κούρασε αρκετά. Σταδιακά, όμως, άρχισε να αναδύεται ο Άσιμος που γνωρίζουμε από τα τραγούδια του, ένας Άσιμος αγωνιστής και καλλιτέχνης ταυτόχρονα. Ορισμένα από τα τελευταία τραγούδια που παραθέτει είναι αριστουργήματα. Επίσης, παρατήρησα ότι οι στίχοι του βγάζουν πολύ περισσότερο νόημα και μοιάζουν πιο ωραίοι όταν έχεις ακούσει το αντίστοιχο τραγούδι, ακούγοντας έτσι τη φωνή του να τους τραγουδά, ενόσω τους διαβάζεις.