"Ήταν αυτοί οι δυνατοί νοτιάδες με τις καθημερινές ατέλειωτες βροχές, συχνά κοβόταν το ηλεκτρικό και στα φώτα των περαστικών αυτοκινήτων φαίνονταν αλυσίδες νερού που κρατούσαν δεμένο τον ουρανό με τη γη... Μέσα στη νύχτα συχνά φωταψίες από τις αστραπές που ζιγκ-ζαγκ, μήπως ήταν καμία πρόβα γιορτής στη μνήμη του πλανήτη; Μήπως γιορτές ανεξήγητες για ένα σύμπαν κοίλο που έγινε κυρτό; Και πολλούς θα τους πετάξει έξω. Λίγοι το ζούσαν σαν μια περιπέτεια της ψυχής. Για εκείνον και για την Έλλη ένας έρωτας τρέχει φτύνοντας-φυσώντας νερά. Τρέχει καταπάνω τους μουσκεμένος. Ακόμα και στο φλυτζάνι, στο πιο νερουλό κατακάθι του καφέ φαινόταν η διαδρομή του, σαν μια αστραπή που τους φώτισε, μόνο αυτούς και θα τους κρατούσε δεμένους, μέσα σε ηλεκτρική θύελλα, σημαδεμένους τον έναν από τον άλλον για πάντα".
Ανεξήγητοι πόλεμοι πλησιάζουν, οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ανησυχητικές. Στην πολιορκημένη Μητρόπολη ο έρωτας του Άλκη και της Έλλης θα κάνει να ξεσπάσει στους δρόμους και στις πλατείες μια γιορτή στα όρια της εξέγερσης και θα φωτίσει τον ουρανό ολόκληρο.
« Ναι Άλκη , μου είναι πολύ εύκολο να εξημερώνω τα σκυλιά. Υπάρχουν γύρω μου δαίμονες, που μάλλον εξαγριώνω. ..Ζω πάλι για λίγο στη σιωπή. Θέλω να θυμάσαι ότι με ξεκόλλησες από τη σιωπή και μου γέμισες το μυαλό με το βουητό μιας μυστικής γιορτής. Ποτίζω τα φυτά μου στη βεράντα και ξέρω ότι τώρα υπάρχουν και οι αόρατες γλάστρες που έχεις τοποθετήσει εσύ, λέω για τις γλάστρες με το φυτό των χαδιών. Κάποτε έτσι ονόμαζα τους βασιλικούς. Αλλά τότε ήμουν ακόμα αφελής, ως προς το πείσμα,την ένταση και τον ηλεκτρισμό του έρωτα. Γιατί είναι έρωτας τόσο απόλυτος και τόσο ημιτελής; Τόσο αλαζονικός και τόσο εύθραυστος; Γιατί να μην μπορώ να κάνω μια γενναία, μεγάλη κίνηση; Θυμάσαι που καθόμαστε στο τρίτο παγκάκι, αυτό που μπορεί μαζί μ’ εμάς να γίνεται αόρατο, και ξαφνικά με ρώτησες γιατί πενθούσα; Αλήθεια, μέχρι που μου χάιδεψες ένα απόγευμα το μέτωπο, χωρίς να ξέρω γιατί, αλλά για κάτι πενθούσα. Μαζί σου έπαψα να είμαι τόσο μοναχική. Ήρθε η ώρα λοιπόν να δοκιμάσω την τύχη μου και σ’ έναν άλλο πόνο, που είναι από τη μεριά της ζωής. Να μη μου έχεις μόνο έρωτα, να έχεις και αγάπη και φιλία και κατανόηση. Τα θέλω όλα κατά συρροή και κατ΄εξακολούθηση, κατάλαβε το επιτέλους.
Η Έλλη για κάτι του ζητούσε συγνώμη. Η Έλλη τον φοβόταν και τον παρακαλούσε να μην την κάνει να χάσει την πίστη της στο φτωχό δαίδαλο που ήταν η ζωή της. Προσπαθούσε να μείνει χτισμένη μέσα. Με δάκρυα τον παρακαλούσε να μην της πάρει τοίχους της αυτοσχέδιας φυλακής της. Τους προτιμούσε από τον έρωτα, από τη συνεννόηση. Η Έλλη τον σκεφτόταν τώρα μ’ έναν έρωτα γεμάτο επιδέσμους και ο Άλκης αποφάσισε πως αν από τον έρωτα διάλεγε τη στοργή δε θα της συγχωρούσε ποτέ.
Το να επιλέξεις ένα βιβλίο είναι θέμα ζαριάς. Τα βιβλία της Μήτσορα είναι οπωσδήποτε εξάρες
"Μια προσμονή, σαν θάλασσα, μεγάλη", για να δανειστώ τον στίχο από τους τεφλόν. Υπάρχουν ελάχιστα βιβλία που είναι χαρούμενα, χαρμόσυνα. Ειδικά από την Μήτσορα, δύσκολα θα περίμενε κανείς τέτοιο βιβλίο. Έλεγες "να, να, τώρα δα, στην επόμενη σελίδα η φτερωτή ευτυχία θα κολλήσει σε κάποιον βούρκο από πίσσα". Περίμενες υπομονετικά. Κι ο Άλκης περίμενε, η Έλλη πάντα ήταν και είναι το υποκείμενο του πόθου. Και στο βιβλίο του Μπαμπασέισιον "Αγάπη/Love" Έλλη δεν την έλεγαν; Πάει καιρός. Τέλος πάντων.
Παραθέτω απόσπασμα-μίνι κεφάλαιο: Ζαριά/ Άλκης/ Ο πλανήτης των εστιατορίων, σελ. 91 [...] Εσύ θα διασκεδάζεις μία ερωτική μελαγχολία με τον άντρα σου και τους φίλους του στον πλανήτη των εστιατορίων. Εγώ, για να περάσει η ώρα της ζήλιας, θα φωτίσω με φαναράκια τον οισοφάγο σου και θα παρατηρήσω τις μπουκιές να γλιστράνε η μία μετά την άλλη.
Το ότι βρήκα το συγκεκριμένο βιβλίο ανάμεσα σε άλλα μελαγχολικά που είχα βάλει στην βαλίτσα μου ήρθε σαν βάλσαμο. Η ίδια η Μήτσορα το είχε χαρακτηρίσει "χαρούμενο βιβλίο", βεβαίως αυτό δεν ισχύει τελείως. Είναι ένα βιβλίο με ατελείωτη ερωτική προσμονή, αυτήν που σε κάνει να τρελαίνεσαι. Λυσιμελής πόθος; Έτσι τον λένε; Δηλώνω θύμα του. Τέλος πάντων, αδιάφορο, αδιάφορο.
Να θυμάμαι την κυρία Ευαγγελία Μαρτίνη.
Υ.Γ. Ο κύριος Ναπολέοντας υπάρχει. Οι γλάροι του βρίσκονται κρεμασμένοι σε κάποιο δέντρο στο δρομάκι με τις σκάλες μεταξύ Ασκληπιού και Νικηφόρου Ουρανού. Άραγε ξέρει ο αμίλητος, μπλε γέρος ότι αναπνέει παράλληλα μέσα σε ένα βιβλίο;