Ο Μενέλαος Λουντέμης με τις «Βουρκωμένες Μέρες» ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο, στον κόσμο του μίσους, της αγάπης, της προσμονής. Τα 14 διηγήματα, με ήρωες ανθρώπους του μόχθου, της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, ανθρώπους καθημερινούς, κυνηγημένους από το παρακράτος, θύματα μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας, στέκονται εκεί αντίκρυ μας με μάτια απορημένα σ' ένα ατέλειωτο «γιατί». Με αδρό, πλούσιο, παραστατικό λόγο καταγράφει τις ταλαιπωρίες ενός λαού που υφίσταται τη βία μες στις φυλακές και στις εξορίες, ενός λαού όμως αλύγιστου, περήφανου, που ψάχνει για φως κι ελπίδα.
Ο Μενέλαος Λουντέμης (αγγλικά: Menelaos Lountemis) ήταν Έλληνας λογοτέχνης που γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή του Αιγιαλού της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τάκης Βαλασιάδης, ενώ το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του. Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν» και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Επίσης τιμήθηκε και με το βραβείο "Μενέλαου Λουντέμη" που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών (της οποίας ήταν μέλος) και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους. Προς τιμήν του, στο Βουκουρέστι δόθηκε το όνομα του σε δημόσιο κτίριο (Λουντέμειο Μέγαρο). Σύμφωνα με το Βασίλη Βασιλικό, «θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη».
Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άι Στράτη, μαζί με τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Κατράκη, τον Θέμο Κορνάρο και πολλούς άλλους.
Το 1958 δικάζεται εκ νέου για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Μετά τη δίκη εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, ως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Μεταφράσεις και μελοποιήσεις των έργων του Βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.ά. Επίσης κάποια απ' αυτά μεταφράστηκαν στα κινεζικά και στα βιετναμέζικα. Στην Ευρώπη δημοσιεύθηκαν αρκετά αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Tο μυθιστόρημα του «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά.
Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. Ο Λουντέμης ανήκει στους Έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Το έργο του καθίσταται ιδιότυπο λόγω του "ερασιτεχνικού" τρόπου γραφής του συγγραφέα, τον οποίον υπηρέτησε με πλήρη συνείδηση, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η Τέχνη. Αντίθετα, σκοπός του είναι η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Το έργο του εντάσσεται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Μαξίμ Γκόρκι, Κνουτ Χάμσουν). Χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία, που αγγίζει κάποτε και το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Ο Λουντέμης έχει την τάση να στρέφεται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο - αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και μας δίνει την προσωπική οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου.
Για αυτό το βιβλίο ο Λουντέμης κατηγορήθηκε για έσχατη προδοσία και χωρίς δίκη, τον έστειλαν εξορία στον Άη Στράτη και άλλα ξερονησια. Το έψαξα πολύ, μιας που είναι σπάνιο, αλλά είχα τεράστια περιέργεια να μάθω τι ήταν αυτό που τους ώθησε να τον κυνηγούν. Νομίζω ότι αυτό ήταν όχι η απόλυτη απόδοση της σκληρότητας των δυνατών, αλλά η απλή περιγραφή της ηρεμίας και της αλήθειας που χαρακτήριζε τους αδύναμους. Η γραφή του είναι απέριττα συγκινητική και περιγράφει τερατώδεις σκηνές με απίστευτα ποιητικό ύφος. Το βιβλίο είναι διαχρονικά βαθύ κι αληθινό. Δυστυχώς.
Διηγήματα του Μενελάου Λουντέμη, όλα τους αναφέρονται στην εποχή του εμφυλίου πολέμου της Ελλάδας. Μικρά σπαράγματα ζωών κατεστραμμένων λόγω της πολιτικής και της φτώχειας. Το 1956 και αφού ο Λουντέμης είχε περάσει οκτώ χρόνια εξορία για τις αριστερές του ιδέες, μεταφέρεται στην Αθήνα για να δικαστεί για αυτές τις 160 σελίδες διηγημάτων. Ο συγγραφέας στην απολογία του θα πει: "Ναι, είμαι ένοχος. Όχι για αυτά που έγραψα αλλά για αυτά που δεν έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για απλούς ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Δίπλα τους γεύτηκα και εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν." Μάρτυρας υπεράσπισης του Λουντέμη, ο Κώστας Βάρναλης. Για την ιστορία, ο Λουντέμης καταδικάστηκε σε απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του. Αργότερα η χούντα του Παπαδόπουλου, του αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια. Νιώθω τυχερή που μπορούμε και τα διαβάζουμε ελεύθερα χωρίς να στιγματιζόμαστε.
Μικρές ιστορίες από την περίοδο του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, όπου ο Λουντέμης με λίγες λέξεις, καθεμία από τις οποίες κρύβει ένα χείμαρρο από εικόνες,νόηματα και συναισθήματα, περιγράφει τις καταστάσεις και τον πόνο των ανθρώπων. Ένα "γιατί?..." που βασανίζει τον Λουντέμη πλανιέται ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, προτρέποντας μας να σκεφτούμε το μάταιο,αδιέξοδο και τραγικό αλληλοσπαραγμό της τότε εποχής.
"Βάλε βουνά μπροστά. Πολλά βουνά. Βάλε δρόμο. Δρόμο μακρύ, που να παλιώνει ο άνθρωπο. Βάλε λογγά. Βάλε κρακούρα. Βάλε να κόψεις ένα ζευγάρι παπούτσια και να χύσεις ένα ποταμό ιδρώτα.. Και θα φτάσεις. Εκεί είναι η θάλασσα."