Jump to ratings and reviews
Rate this book

Δεσμώτες

Rate this book
Ο αναγνώστης ας φανταστεί τα γεγονότα του έργου να ξετυλίγονται εκεί στα 1924 με 1926. Η πληροφορία τούτη μου φαίνεται αναγκαία για να εξηγηθούν τα ήθη και τα πρόσωπα. Αντικειμενικά κρίνοντας τώρα που ξαναδιάβασα το κείμενο, το βλέπω τοποθετημένο σε μιαν αμέσως μεταξενοπουλική εποχή. Δεν ήταν πολλά τα μυθιστορήματα που γράφονταν εκείνο τον καιρό, είχε σχεδόν εξαφανιστεί το είδος. Θυμάμαι πως χρειαζόταν κάποια δόση αφροσύνης, ή νεανική τρέλα, για να καταπιαστείς με το μυθιστόρημα. . . Μόνο που κάτι στον αέρα σε ειδοποιούσε πως το είδος αυτό ήταν φορτισμένο με το μήνυμα των νέων καιρών.

344 pages, Hardcover

First published January 1, 1933

36 people want to read

About the author

Angelos Terzakis

26 books51 followers
Greek writer of the "Generation of the '30s". He wrote short stories, novels and plays.

He was born in Nafplion in 1907 and lived there until 1915, when he moved to Athens, where he finished school and studied law at the University of Athens. He made his first appearance in Greek literature in 1925 with the short story collection The Forgotten. He took part in the war of 1940 and documented this experience in some of his short stories and especially in his book April. In 1969 he was awarded the prize of Literary Excellence (Αριστείο Γραμμάτων) of the Athens Academy.

He died on 3 August 1979 in Athens.

His son, Dimitri Terzakis, is a noted composer.

Novels
Prisoners (Δεσμώτες, 1932)
The Decay of the Tough Ones (Η παρακμή των Σκληρών, 1933)
The Purple City (Η Μενεξεδένια Πολιτεία, 1937)
Princess Isambo (Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, 1945)
Journey with Esperus (Ταξίδι με τον Έσπερο, 1946)
The Twilight of Men (Το λυκόφως των ανθρώπων, 1947)
Without God (Δίχως Θεό, 1951)
The Secret Life (Η μυστική ζωή, 1957)
The Novel of the Four (Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, 1958) (written together with Karagatsis, Myrivilis and Venezis)

Short story collections
The Forgotten (Ο ξεχασμένος, 1925)
Automn SYmphony (Φθινοπωρινή συμφωνία, 1929)
Of Love and of Death (Του έρωτα και του θανάτου, 1943)
April (Απρίλης, 1946)
Affection (Η στοργή, 1944)

Plays
Emperor Michael (Αυτοκράτωρ Μιχαήλ, 1936)
Wedding March (Γαμήλιο Εμβατήριο, 1937)
The Cross and the Sword (Ο σταυρός και το σπαθί, 1939)
Helots (Είλωτες, 1939)
The Master (Ο εξουσιαστής, 1942)
The Great Game (Το μεγάλο παιχνίδι, 1944)
Pure (Αγνή, 1949)
Theofano (Θεοφανώ, 1956)
Night in the Mediterranean (Νύχτα στη Μεσόγειο, 1957)
The Happiness Ransom (Τα λύτρα της ευτυχίας, 1959)
Thomas the Two-Souled One (Θωμάς ο δίψυχος, 1962)
The Ancestor (Ο πρόγονος, 1970)

Ratings & Reviews

What do you think?
Rate this book

Friends & Following

Create a free account to discover what your friends think of this book!

Community Reviews

5 stars
5 (13%)
4 stars
16 (43%)
3 stars
13 (35%)
2 stars
3 (8%)
1 star
0 (0%)
Displaying 1 - 2 of 2 reviews
Profile Image for Paradoxe.
406 reviews154 followers
June 7, 2018
<< Έσκυψε και την κοίταξε. Περίεργο! Πόσο είταν κοντύτερη του, μικρότερη, αδύναμη και - ναι – ασήμαντη… Ένα φτωχό εκεί πλάσμα, αφημένο μ’ εμπιστοσύνη στη δική του σκιά. Και κάθεται φρόνιμο εκεί μπροστά στο τζάμι, κι αναπνέει. Είναι ένα ζωάκι, σα μια γατούλα να πεις – τίποτ’ άλλο.
Έπλεξε στη ράχη τα χέρια του και σκέφτηκε με χαμόγελο ειρωνικό: ‘’ Αυτή λοιπόν είναι η απρόσιτη. Αυτή… Ένα σάλι απλό, πράσινο, σκεπάζει τους ώμους της που σιγανασαίνουν. Η αναπνοή της θολώνει ελαφρά το τζάμι και σβήνεται πάλι αμέσως. Και τα χέρια της; Τα χέρια της τα βελούδινα και λάγνα, που τα μάλαζε με πυρετό τόσα βράδια μέσα στα δικά του; Είναι εκεί, ακουμπισμένα στο τζάμι, σαν ενός μικρού παιδιού που κοιτάζει έξω, κι έχουν μια τέτοια στάση έκπληξης, έτσι με τα δαχτυλάκια τους λίγο ανοιχτά…
Σκύβει το κεφάλι του και τα κοιτάζει τώρα προσεχτικά, στο φως του φεγγαριού που τα φωτίζει. Λοιπόν τα χέρια της είναι ωχρά κι όχι τόσο τέλεια όσο του φαίνονταν πρώτα. Είναι σα λίγο μαλθακά, μαραμένα, γραμμούλες τα διασχίζουν άπειρες, πολύ λεπτές, μα που τους δίνουν κάτι το καθημερινό, σα να έχουν κι αυτά ακόμα κουραστεί, να είναι βασανισμένα. Κι όχι από δουλειά, αλλά από μιαν αδράνεια φιλήδονη, μιαν αμαρτωλή προσδοκία που έσβησε μάταια και τα έφθειρε σε μάταια απαντοχή.
Χαμογελάει, την αγγίζει πάντα με το στήθος του, σα για να την κρατήσει στην εξουσία του. Και νιώθει βαθιά ικανοποιημένος.
Όλα γύρω είναι ακίνητα, ναρκωμένα. Αμίλητη, λες και δε θα ‘ξερε τι να πει, είναι αδειανή από σκέψη. Κοιτάζει αυτός το κεφάλι της, το παιδιάστικο τώρα χαμηλά του, με τα καστανά μαλλιά. Μια χωριστρούλα στη μέση, δεξιά κι αριστερά τα μαλλιά χτενισμένα φρόνιμα, στρωτά και κατεβαίνουν στα μηνίγγια, στ’ αυτάκια, στο σβέρκο τον άσπρο και τρυφερό. Αναπνέει, θολώνει λίγο το τζάμι, οι ώμοι της ανεβοκατεβαίνουν. Λες κι αναπνέει με την άδεια του, και το κεφαλάκι αυτό ζει γιατί αυτός το θέλησε. Να μια κίνηση μονάχα να κάνει, λίγο απότομη, ξερή, κάτι βαρύ να σηκώσει και να το χτυπήσει εκείνο το κεφάλι, το τσάκισε! Ή πάλι, πιο ρομαντικά, ένα περίστροφο και τσαφ, τσαφ! Δυο μαύρες τρυπούλες, σχεδόν αόρατες. Και η θερμή ζωή της θα εξατμιστεί από ‘κει μέσα, το κορμί θα παγώσει.
‘’Τι συλλογιέμαι!’’ είπε μέσα του και ξύπνησε, τινάχτηκε. ‘’Φίλε μου, να μην πλησιάζετε ποτέ από πολύ κοντά τη γυναίκα που αγαπάτε’’ >>



Έχετε αισθανθεί ποτέ έτσι; Όχι για μια γυναίκα, γενικά, για κάποιον που αγαπάτε; Κάποτε είχα ρωτήσει ένα ψυχολόγο γιατί νιώθω έτσι όταν για κάποιους ανθρώπους, ή για τα ζωάκια μου πάει να σπάσει η καρδιά μου από ένα φόβο πως θα χαθούν, πως θα ‘ταν αδιανόητα εύκολο να κάνω εγώ να πάψουν να υπάρχουν. Μου είχε πει πως αυτό δείχνει κατάθλιψη. Μπορεί να είχε δίκιο, δεν ξέρω. Όμως, έχω νιώσει έτσι. Να με γεμίζουν τόσο τα συναισθήματα μου που να πονάνε και να νιώθω ανησυχία, τρόμο και να σφίγγω τα μάτια για να φύγει κάτι που μοιάζει με κακή σκέψη, ή μάλλον με μια αρνητική προβολή της δύναμης που νιώθω και που όμως είναι πλαναίσθηση στην πραγματικότητα της δύναμης που προκαλούν τα συναισθήματα, ειδικά όταν τον άλλο τον έχουμε στη ζωή μας, τον εκτιμούμε και δε θέλουμε να χαθεί. Ίσως ο προσωποποιημένος φόβος, να είναι προτιμότερος απ’ τον απρόσωπο πανικό του να φοβάσαι κάθετί που πλησιάζει τ’ αγαπημένο σου.


Ένα μυθιστόρημα απλό, μια ιστορία καθαρή, επηρεασμένη κατά κάποιο τρόπο απ’ τους ξένους συγγραφείς που μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή. Ο ενήλικος Τερζάκης στήνει άχρονα σκηνικά που όμως φαίνεται να συνθέτουν τη συνθήκη της εποχής ανάμεσα στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο. Αυτό το πρώτο του, γραμμένο το 1932 γράφτηκε εκείνη την εποχή και βγάζει μια ανάγκη να μιλήσει για τη μετά εποχή κι όχι για ‘κεινη. Είναι όμως συνειδητοποιημένος, ακούει τον αναβρασμό, το κύμα που φουσκώνει. Κάπου αναφέρεται και σε μια επιφυλλίδα για τις επανορθώσεις που αρνιόταν η Γερμανία. Μόνο που το 1932, δεν ήταν μόνο η Γερμανία που σιγόβραζε, αλλά σε κάθε χώρα υπήρχε μια δραστηριότητα αντάρτικη, διαφορετική και κατά κάποιο τρόπο τυφλή. Παρόλ’ αυτά είναι ένας Τερζάκης που μοιάζει να φιμώνει τον εαυτό του, να βάζει κόφτη σε κάποιο σημείο, σα να φοβάται ν’ αγγίξει όλο το εύρος των σκέψεων του, να τις λεξοποιήσει, ώστε να αποκτήσουν κόκαλα. Όχι ακόμα. Και όμως μέσα από μια ιστορία απλή αναδύεται το κλίμα μιας εποχής που ακολούθησε εκείνη που τόσο στρωτά οριοθετεί ο Ξενόπουλος στον Πόλεμο και στην Παρούσα Ώρα, ίσως ακόμη και στη Νύχτα του εκφυλισμού.


Είναι η εποχή που εμφανίστηκε και το πρώτο κρούσμα παράκρουσης με το μωρό των Λίντμπεργκ και το σάλο που διαιωνίστηκε για χρόνια, είναι η εποχή της τυφλής οργής που ακολούθησε ένα πόλεμο χωρίς νόημα, για να βυθιστεί σε ένα άλλο πόλεμο χωρίς νόημα, ως απάντηση.


Και στα δικά μας είναι η εποχή εκείνη που ακολούθησε τις συνθήκες εκβιασμού της γυναίκας που άριστα πάγωσαν στο χρόνο μέσα απ’ την Τιμή και το χρήμα. Η γυναίκα ήδη φωνάζει για όσα δικαιούται. Είναι ο μόνος αγώνας που έχει νόημα, όλοι οι υπόλοιποι δε φαίνονται να έχουν καμιά ουσία.


Μαζί συναντάμε την ανάγκη του συγγραφέα να μην αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Ακόμα δε δίνει ερμηνείες, δε σκιαγραφεί απολύτως, αλλά παρόλ’ αυτά καταγράφει κάθε κόκκο αντίδρασης, σκέψης, βλέμματος, αλληλεπίδρασης.


Κατά τ’ άλλα στα βασικά συστατικά υπάρχει ένα παιδί που μεγάλωσε χαϊδεμένο λόγω κάποιας ευπάθειας και που όπως πολύ λανθασμένα πολλές οικογένειες ακολουθούν ακόμα και σήμερα, συγχέουν το να μην τον ζορίζουν και να μην τον σπρώχνουν να βγει προς τα έξω, με το να μην το στηρίζουν, να τον θεωρούν λίγο. Είναι ο πρώτος τυφλός, που μάχεται τυφλά, στρέφεται ενάντια στους δικούς του, τους μόνους που μπορεί να αγγίξει και οι αναπόφευκτες τύψεις που ακολουθούν ωθούν τα πράγματα προς ναδιρένιες κορυφώσεις.


<< Βίασα, αφού πρώτα τη βασάνισα, μια γυναίκα.
Σιωπή απόλυτη ακολούθησε τα λόγια του. Πέρασαν στιγμές. Στη σκιά που τον εμπόδιζε να ιδεί, τέντωνε με πάθος τις κόρες των ματιών του, με δίψα. Περίμενε την ταραγμένη της έκπληξη. Μόνον όμως η δική του ανάσα ακουγόταν, αλαφιασμένη, κατεστραμμένη, αξιοθρήνητη.
Τότε κατάλαβε πως είχε χάσει το παιχνίδι.
Έγειρε περισσότερο, Το μακρύ λευκό χέρι του που αλαφρότρεμε, έπιασε την καρέκλα, την τράβηξε κοντά του. Κάθισε. Τέλος άρχισε να γελάει άφωνα, μ’ ένα γέλιο σπασμωδικό, που του τράνταζε τους ώμους.
- Υπάρχει κάποιος άλλος ανάμεσα μας, είπε, το νιώθω. Ναι, μη διαμαρτύρεσθε, είταν ένας καιρός που σας είχα κάτω από την επιρροή μου. Τότε που με φοβόσασταν, που η παρουσία μου σας τρόμαζε. Τότε, δεν είχα παρά να θελήσω. Δεν το θέλησα. Μη ρωτάτε το γιατί. Τώρα είναι αργά πια. Όλα τελείωσαν. Δε με φοβόσαστε. Ποτέ λοιπόν δε θα σας αποχτήσω.
Σηκώθηκε αργά κι έκανε ξανά δυο – τρία βήματα πέρα – δώθε μακριά της. Ύστερα στάθηκε, χαμογέλασε τρυφερά, στον αέρα.
- Ξέρετε ποια είναι η διαστροφή μου; Είπε. Θα σας το πω, κι έτσι θα τα καταλάβετε όλα. Θέλω να ξεπαρθενεύω. Μόνο τότε μπορώ να λυτρωθώ.
Είχε σταθεί ξαφνικά και την κοίταζε. Εκείνη άντεχε το βλέμμα του, το άντεχε δίχως να κάνει εξαιρετική προσπάθεια. Δεν ήξερε κι η ίδια αν νιώθει αηδία, ή λύπηση, είταν κάτι αξεδιάλυτο, αβυθομέτρητο. Τέλος, αμίλητη, όρθωσε το κεφάλι της, όχι μ’ έπαρση, ή καταφρόνια, μονάχα με αξιοπρέπεια λιτή. Γύρισε ήσυχα και βγήκε από το δωμάτιο, από το σπίτι. Άκουσε την εξώπορτα να κλείνεται πίσω της βαριά >>



Αυτό που αγαπώ στον Τερζάκη, είναι πως αγγίζει μέσα μου την ανάγκη να τραβήξω τις δικές μου σκέψεις, να τις απλώσω και να τις αναγνωρίσω. Να παρατηρήσω και να παρατηρηθώ. Νιώθω, πως με βοηθάει, με κάνει καλύτερο, ή με βάζει σε δρόμο τέτοιο.


<< Δεν ξέρω αν κάνω καλά που παίρνω το θάρρος να σας μιλώ έτσι για τον άνθρωπο που στάθηκε φίλος μου και που είναι κουνιάδος σας, αλλά κι εγώ ο ίδιος δεν έχω κατορθώσει να ξεδιαλύνω τα συναισθήματα μου. Ποτέ μου δε μπόρεσα να καταλάβω αν τον αγαπούσα πραγματικά, ή αν, ανεπίγνωστα, τον αντιπαθούσα… >>


<< Σηκώθηκε στα γόνατα με πολύ κόπο, έτριψε το μέτωπο του, τα βλέφαρα του. Ένιωθε μεγάλη κούραση, σα να είχε πολύ αγαπήσει, ή πολύ δουλέψει >>



Ίσως το βιβλίο να μην έχει αξία ανάλογη των κατοπινών του έργων παρά μόνο για όσους αγαπάμε τον Τερζάκη, τις αξίες του και όσα κρυστάλλωσε, ή αποκρυστάλλωσε μέσα στην πορεία της Τέχνης του. Πρόκειται περισσότερο για έργο διερεύνησης, ψηλάφησης και που χτυπάει ευγενικά την πόρτα για να δώσει το μήνυμα του και λίγο μοιάζει στον αδυσώπητο Τερζάκη των μεθύστερων μυθιστορημάτων, διηγημάτων, νουβέλας και δοκιμίων. Είναι όμως ένα βιβλίο για τις ερμηνείες μας και τις αλήθειες του κόσμου και για τις αλήθειες μας και τις ερμηνείες του κόσμου. Είναι για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη που ντυμένες στη φορεσιά του υποκειμενικού, ή του αντικειμενικού, ή έστω κοινά αποδεκτού, πολλές φορές δεν παύουν να λένε το ίδιο πράγμα, που όμως εκλαμβάνεται διαφορετικά και της αδυναμίας των περισσοτέρων από μας, μόλις απογοητευτούμε να το ψάξουμε περισσότερο. Σαν μπει η αμφιβολία…


<< Πέρασε παραμερίζοντας τον ευγενικά, με το καπέλο στο χέρι.
��α μπήκε στο δωμάτιο της, τα μάντεψε όλα, με την πρώτη ματιά.
Η σκιά του δειλινού είχε πυκνώσει. Το κρεβάτι είταν ανάστατο, στον αέρα έκλωθε ακόμα η ζέστή μυρωδιά της ξαναμμένης σάρκας >>



<< χίμηξε στη μεγάλη στριφτή σκάλα αλαφιασμένη από τη φοβερή είδηση. Στα χέρια της κρατούσε ακόμα την εφημερίδα. Αγόραζε πάντα εφημερίδα τ’ απομεσήμερο, φεύγοντας για το γραφείο της. Είχε αρχίσει, από τότε που δούλευε έξω, ν’ αποκτά συνήθειες κάπως αρσενικές >>


Με ευχαρίστησε όμως, που δε λείπει έστω κι αν είναι πειραματική, η υπαινικτική κι η διφορούμενη γραφή του.


<< Πάλεψαν για λίγο. Ο κόρφος της ίδρωνε, άχνιζε, λιβάνιζε. Θόλωναν τα μάτια του. Την αναποδογύρισε μέσα στα μπράτσα του και πνίγοντας με το στόμα του το δικό της, το μισανοιγμένο, την έσυρε στο κρεβάτι. Με μια του κίνηση γοργή, επιδέξια, λευτέρωσε το κρυφό της μπουμπούκι, έπεσε πάνω της, βυθίστηκε μαχαίρι στο μυχό της. Οι ανάσες τους μπλέχττηκαν. Και τα μάτια της που τον κοίταζαν γεμάτα μίσος, θόλωσαν, βασίλεψαν, αναστράφηκαν προς άλλους ουρανούς >>
Displaying 1 - 2 of 2 reviews

Can't find what you're looking for?

Get help and learn more about the design.