Προσπαθώντας να φτάσει πάση θυσία στο αποκορύφωμα της ηδονής, μια όμορφη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Αθηνών έρχεται αντιμέτωπη με μια εφιαλτική όψη της λαγνείας.
Ένα μυθιστόρημα για τον γυναικείο οργασμό και την απουσία του. Για τη χρήση της ινδικής κάνναβης. Για σεξουαλικές διαστροφές. Για τη λαγνεία ως εφιάλτη της Aνατολής. Για βρικόλακες στην Aχαΐα του προηγούμενου αιώνα. Για κόσμους άλλων διαστάσεων στη σύγχρονη Aθήνα. Kαι για τον κόσμο των ψυχώσεων.
«H Λούλα δύσκολα κατατάσσεται. Aφήγημα ρεαλιστικό, σχεδόν πορνογράφημα στην αρχή, λογοτεχνία τρόμου και θρίλερ στο μέσον, ψυχωσικό παραλήρημα ή βιντεοκλίπ στο τρίτο μέρος… H Λούλα είναι ένα βήμα στη θολή περιοχή όπου κανένας από τους “φτασμένους” μας λογοτέχνες δεν έχει πατήσει. Πού ανήκει, τελοσπάντων, αυτός ο ταλαντούχος όσο και απρόβλεπτος πεζογράφος;» ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ
«Συναρπαστική δεινότητα στο στήσιμο αναπάντεχων καταστάσεων. Δεξιοτεχνική εμβάθυνση του προφανούς και μετατροπή του ευτελούς σε απέραντο ταμείο ψυχογραφίας. Σε παρόμοια τολμήματα απαιτείται συγγραφική πείρα, ψυχική αντοχή και κυρίως χαρακτήρας… O Pαπτόπουλος μπορεί δίκαια να πιστέψει ότι κέρδισε ένα δύσκολο στοίχημα. Mε βιβλία σαν τη Λούλα μια γενιά μπορεί να δείξει τα δόντια της». ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (English: Vangelis Raptopoulos) είναι Έλληνας συγγραφέας με περίπου τριάντα βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα, που έχουν εκδοθεί και σε ξένες γλώσσες και έχουν διασκευαστεί για θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση. Έχει εργαστεί ως σεναριογράφος, αρθρογράφος, σύμβουλος λογοτεχνίας και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, ενώ διδάσκει δημιουργική γραφή.
Τι ήταν αυτό που διάβασα; Πού κρυβόταν αυτό το διαμαντάκι όλα αυτά τα χρόνια; Τι γραφή! Τι δομή! Τι αφήγηση! Οκ οκ, σταματάω το παραλήρημα και εξηγώ...
Δεν θα μπω στον κόπο να γράψω την υπόθεση. Εκτός από το ότι μπορείτε να τη διαβάσετε οπουδήποτε, δεν νομίζω καν ότι μπορεί κάποιος να περιγράψει επαρκώς την υπόθεση χωρίς να σποϊλεριάσει ανεπανόρθωτα το βιβλίο. Εδώ μιλάμε για ένα πολυσύνθετο μυθιστόρημα που περνάει μέσα απ' τις σελίδες του πολλά είδη. Κάποιος θα το έλεγε πορνογράφημα και πιθανότατα δεν θα είχε άδικο. Βέβαια το να το χαρακτηρίσεις απλά πορνογράφημα είναι σαν να λες ότι ο Μπετόβεν ήταν κωφός. Στην πραγματικότητα, ο Ραπτόπουλος επιχειρεί κάτι παράτολμο. Δεν έχω όμως παρά να του δώσω τα σέβη μου που όχι μόνο το επιχείρησε, ούτε που πέτυχε, αλλά και για το υστερόγραφο που έγραψε στο τέλος του βιβλίου. Εκεί, με περίσσεια μαγκιά, εξηγεί τη θέση του. Όπως γράφει κι ο ίδιος εξηγώντας την τολμηρότητα του βιβλίου του, "Tα τελευταία χρόνια στην Eλλάδα ζούμε μια παραίσθηση εκσυγχρονισμού ευρωπαϊκής κατεύθυνσης, ο οποίος, δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις παίρνει το χαρακτήρα ενός μικροαστικού καθωσπρεπισμού και συντηρητισμού. H πορνογραφική πλευρά του βιβλίου και κυρίως το γεγονός ότι είναι γραμμένο σε μια ωμή, αθυρόστομη γλώσσα, τσαλακώνει και χαλάει αυτή ακριβώς την υποκριτική βιτρίνα.(...)Eίναι σαν να προσπαθούν κάποιοι να διατηρήσουν καθαρό και καλογυαλισμένο το κοινωνικό «παρκέ» και η Λούλα να μπαίνει σ’ αυτό με λασπωμένα παπούτσια λερώνοντάς το. Kαι για να τελειώνουμε με τα περί πολιτικής, πορνό εμένα μου φαίνεται ότι είναι η νεοελληνική πραγματικότητα – η Λούλα απλώς την καθρέφτισε." Μάγκας. End of story.
Η Λούλα λοιπόν ξεκινάει ανάλαφρα, με μια φοιτήτρια και τα προβλήματά της. Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην εν λόγω κοπελιά και την ανάλυση της ψυχολογίας της, καθώς και της (ανοργασμικής) ερωτικής της ζωής. Πιστέψτε με, δεν βρίσκω τίποτα το ενδιαφέρον στο να διαβάζω για μια γκόμενα που το μόνο που την απασχολεί είναι το πώς θα έρθει σε οργασμό με το υπερμεγέθες όργανο του γκόμενού της. Όμως ακόμα και αυτό το πρώτο μέρος που είχε αυτό το στυλ, ήταν τόσο καλά φτιαγμένο, που ήξερες ότι υπάρχει βάθος πίσω από την αφήγηση. Επίσης ξέρεις εξ αρχής ότι η Λούλα θα εξαφανιστεί, άρα περιμένεις ότι αργά ή γρήγορα θα αλλάξει το πράγμα. Οπότε όταν μπαίνουμε στο 2ο μέρος, καλωσορίζεις το μυστήριο που έρχεται με τη μορφή του νέου χαρακτήρα, όμως τίποτα δεν σ' έχει προετοιμάσει για αυτό που θα ακολουθήσει.
Ξάφνου η "Λούλα" μετατρέπεται σε ένα παραλήρημα κοινωνικού σχολίου και πριν καλά καλά το καταλάβεις, σε Λαβκραφτιανό, μεταφυσικό αφήγημα. Ταυτόχρονα το μυαλό κάνει όλες τις απαραίτητες διεργασίες και έχεις μπει σε μια τροχιά περί του τι θέλει να πει ο ποιητής. Βλέπεις τους συμβολισμούς, το κοινωνικό σχόλιο περί σεξουαλικής καταπίεσης που οδηγεί σε μη υγιή σεξουαλική ζωή και εν τέλει αυτοκαταστροφή, και γενικά τους μηχανισμούς που τόσο περίτεχνα χρησιμοποιεί ο συγγραφέας τόση ώρα κάτω απ' τη μύτη σου χωρίς να χεις πάρει χαμπάρι τίποτα. Και ενώ χειροκροτείς κουνώντας το κεφάλι σου σε ένδειξη επιδοκιμασίας και έχοντας ψυλλιαστεί ότι τα περισσότερα θα στα αφήσει μετέωρα να τα καταλάβεις μόνος σου Murakami-style, ξεχνάς το γεγονός ότι έχεις ακόμα ένα μέρος μπροστά σου αποτελούμενο από 70 περίπου σελίδες. And that's when...
"Ώπα Ραπτόπουλε! Τι πας να κάνεις εκεί αδερφέ; Είσαι σίγουρος; Μήπως να το άφηνες εκεί που είναι;" Αλλά είναι πλέον αργά. Ο συγγραφεύς έχει αρχίσει ήδη να τραβάει για άλλες πολιτείες κι εσύ σκέφτεσαι ότι ήταν πολύ καλό για να ναι αληθινό. Πού να ξερες!
Στο τρίτο μέρος, ο Ραπτόπουλος κάνει βουτιά στο κενό φωνάζοντας Jeronimo. Επιχειρεί να εξηγήσει τα όσα διάβαζες σε όλο το βιβλίο και μάλιστα με έναν τρόπο που τίποτα μέχρι τώρα δεν προμήνυε. Με άλλα λόγια, παίζει με τη φλόγα... και της δίνει και καταλαβαίνει! Η "Λούλα" αλλάζει για άλλη μια φορά ύφος και γίνεται αμιγώς ψυχολογική. Με μια μαεστρική και ενδοσκοπική εσωστρέφεια, σε πάει μέσα στα πιο βαθιά δωμάτια του μυαλού όπου, εκτός από καταπληκτικές και προσεγμένες εικόνες, βρίσκεται και όλη η αλήθεια, καθώς και η απάντηση στην ερώτηση "τι διαβάζω τόση ώρα;". Κάπως έτσι λοιπόν ο Ραπτόπουλος ολοκληρώνει ένα εντυπωσιακό μαγικό τρικ με τον πιο συνειδητοποιημένο και σεμνό (αλλά όχι δειλό) τρόπο κι εσύ απλά κοιτάζεις με ύφος "τι είπε τώρα;"
Με λίγα λόγια, η "Λούλα" με την συγκλονιστική της ατμόσφαιρα που κατι μου λέει ότι θα με στοιχειώσει για κάμποσο καιρό, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τόσα και τόσα διεθνή best seller, τα οποία μάλιστα κατά την ταπεινή μου άποψη τρώνε τη σκόνη της σε πολλούς τομείς. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία και δηλώνω εντυπωσιασμένος.
Υ.Γ.: Τα 5 αστέρια φυσικά είναι πάντα σχετικά με το είδος και τα στάνταρ του βιβλίου. Δεν σημαίνει ότι το τοποθετώ στο ίδιο επίπεδο με τον Ντοστογιέφσκι πχ.
Οι νευρώσεις των Ελληνικών 90's συναντούν τον υπερφυσικό τρόμο σε μία όχι πολύ μακρινή από σήμερα Αθήνα.
Το βιβλίο αυτό ήταν έκπληξη, παρόλο που είχα ακούσει πολύ καλά σχόλια για αυτό. Η γραφή εξαιρετική, αποστασιοποιημένη αλλά όχι και απρόσωπη, οι χαρακτήρες ωραία αναπτυγμένη, η αίσθηση της καθημερινότητας δεν κούραζε στιγμή, το Πρόβλημα της πρωταγωνίστριας γραμμένο με τρόπο που έπειθε.
Το δεύτερο μέρος, όπου το βιβλίο από σοβαρό πορνογράφημα περνάει στον υπερφυσικό τρόμο, είναι εκπληκτικό, με πολύ σωστό ρυθμό. Ο συγγραφέας είναι αναμφίβολα διαβασμένος στο είδος και δεν φοβάται να κάνει αναφορές σε αγαπημένους συγγραφείς (Λαβκραφτ, Πόε, Γκίμπσον).
Με χάλασε το τρίτο μέρος, παρόλο που ήταν πολύ δυνατό αφαίρεσε κάτι από τα όσα είχαν χτιστεί ως τότε (και δένει επίσης εκπληκτικά όλο το υπόλοιπο μυθιστόρημα).
Συνολικά, ένα καλογραμμένο ταξίδι στα διάφορα είδη της λεγόμενης παραλογοτεχνίας (πορνογράφημα, υπερφυσικός τρόμος, θρίλερ) που αποτυπώνει εξαιρετικά την εποχή του και προσφέρει τροφή για προβληματισμό.
Τελειώνοντας αυτό το βιβλίο έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό με το εντελώς ανατρεπτικό τέλος του.Το ξεκίνησα σε μια δύσκολη προσωπική στιγμή ,θέλοντας να διαβάσω κάτι χαλαρό και αφήνοντας αρκετά βιβλία μετά απο λίγες σελίδες γιατί δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ.Αυτό το βιβλίο λοιπόν,φάνηκε ιδανικό γι'αυτή τη δουλειά(τουλάχιστον στην αρχή). Ξεκινάει σαν φτηνή τσόντα και η αλήθεια είναι οτι γελάσαμε πολύ με κάποιες φίλες διαβάζοντας αποσπάσματα .H ηρωίδα,η Λούλα, είναι μια πανέμορφη νέα κοπέλα που συγκατοικεί με μια φίλη της και έχει σχέση με έναν βλάκα που της φέρεται ψυχρά κι αδιάφορα.Το βασικό πρόβλημα στη ζωή της Λούλας είναι το γεγονός πως είναι ανοργασμική.Αυτό το θέμα της έχει γίνει ψύχωση και θεωρεί πως ο μόνος που μπορεί να τη βοηθήσει είναι ο βλάκας φίλος της λόγω...προσόντων.Η κοπέλα βασανίζεται απο την αδιαφορία του,απο τις σκέψεις της,απο τη ζήλια και απο τη χαζομάρα της και βασανίζει κι εμάς γιατί καταντάει εκνευριστική.Mέχρι που μια μέρα πάνω σε ένα καυγά καταφέρνει να πει στο φίλο της να χωρίσουν.Αμέσως μετά παρουσιάζεται μπροστά της ένας γοητευτικός μυστηριώδης άγνωστος με ένα διαβολικό χαμόγελο,που δείχνει να γνωρίζει τις πιο μύχιες σκέψεις και τα μυστικά της και η κοπέλα τον ακολουθεί μαγεμένη σε ένα ταξίδι σε μια άλλη διάσταση τυλιγμένη σε ένα σύννεφο λαγνείας(το βιβλίο συνεχίζει να είναι σε φτηνή τσόντα mode ).H Λούλα εξαφανίζεται.Αυτό είναι γεγονός και ο συγγραφέας μας το λέει απο την πρώτη σελίδα δείχνοντάς μας το απόκομμα της εφημερίδας που γράφει την είδηση.Το πέρασμα σε άλλη διάσταση όμως είναι αληθινό ή αποκύημα της φαντασίας της μαστουρωμένης Λούλας?Οι συγκλονιστικές ιστορίες που αφηγείται ο Αγνωστος για τη ζωή του είναι αληθινές? Οταν αρχίζουμε να βλέπουμε την ιστορία απο την οπτική γωνία του Άγνωστου τα πράγματα δείχνουν να ξεκαθαρίζουν αλλά αμέσως μετά μπλέκονται χειρότερα μέχρι να φτάσουμε στο τέλος που αλλάζει τα πάντα!
Ο ειδολογικός πλουραλισμός κατέχει ιδιαίτερη θέση στο συγκεκριμένο έργο το οποίο ανοίγει διάλογο αφενός με την ερωτική λογοτεχνία του Σαντ και του Εμπειρίκου, κι αφετέρου με τη λογοτεχνία τρόμου, του Λάβκραφτ και του Πόε, περνώντας επιδέξια από το πορνογράφημα στο αστυνομικό θρίλερ και από την κοινωνική κριτική στην παραλογοτεχνία.
Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, σεξουαλοκεντρικό, με πολλή δόση σασπένς και μυστικισμού, με προβληματισμούς γύρω από τη λαγνεία και τον έρωτα, με γραφή και ύφος που κεντρίζει και καθηλώνει τον αναγνώστη.
Η ιστορία εκτυλίσσεται γραμμικά, χωρίς χρονικά άλματα στο μέλλον αλλά με καίριες αναφορές σε παρελθοντικά γεγονότα, η έμφαση δίνεται στο παρόν της πλοκής και κυρίως στη ψυχολογία των ηρώων· η ψυχογράφηση είναι εκτεταμένη, οι σκέψεις, τα μύχια της ψυχής, οι επιθυμίες των χαρακτήρων, είναι ο κινητήριος μοχλός της αφήγησης και της εξέλιξης της πλοκής.
Ως προς την ίδια την αφήγηση, ο αποστασιοποιημένος συγγραφέας παρουσιάζει - σχολιάζοντας ταυτόχρονα - τις εμπειρίες των ηρώων του, τους αφήνει φαινομενικά μόνο ελεύθερους, κινώντας φανερά τα νήματα, ενώ η καθημερινή, σε στιγμές ωμή, γλώσσα κάνει το κείμενο παραστατικό, ειλικρινές και προσεγγίσιμο. Η δομή είναι αυστηρή, τα γεγονότα που παρουσιάζονται έχουν άμεση σχέση με τον πυρήνα της ιστορίας, δεν είναι περιττά, χτίζουν κομμάτι κομμάτι το οικοδόμημα-έργο.
Στόχος του συγγραφέα είναι ξεκάθαρα η απεικόνιση του σύγχρονου ανθρώπου, των επιθυμιών, των νευρώσεών του εκθέτοντας διαχρονικές απόψεις πάνω στην εμπορευματοποίηση του έρωτα, σχετικά με την αυτοϊκανοποίηση και εν τέλει σε σχέση με τη φύση της διαστροφής.
Ο Ραπτόπουλος είχε αναφέρει, πως αρχικά σκόπευε η Λούλα να αποτελείται μόνο από δύο μέρη (τα 2 πρώτα της δηλαδή). Ολοκληρώνοντάς τα, σκέφτηκε ότι όχι, αυτό δε θα μπορούσε να είναι το τέλος της Λούλας κι έτσι έγραψε το τρίτο μέρος. Κατά την άποψή μου, πάλι καλά που του ήρθε αυτή η αναλαμπή! Χωρίς το τρίτο μέρος, η Λούλα θα ήταν ένα βιβλίο που απλά θα καταχώνιαζα στη βιβλιοθήκη μου και ίσως δεν ανέσυρα ποτέ ξανά. Τώρα, τολμώ μέχρι και να το προτείνω, με κάθε επιφύλαξη βέβαια! Παρόλο, που βρήκα το τρίτο μέρος εξαιρετικό, του βάζω 3 αστεράκια, γιατί το πρώτο κι ένα κομμάτι του δεύτερου μέρους με άφησαν αδιάφορη. Καταλαβαίνω, ότι εξυπηρετούσαν κάποιο σκοπό, όμως ορισμένες περιγραφές προσέβαλαν την αισθητική μου. Δηλαδή, οκ, οι παρενέργειες της μαριχουάνας στις κενώσεις της Λούλας θα μπορούσαν να απουσιάζουν. Και τέλος πάντων, το πολύ σεξ σεξ σεξ μέχρι και τον ίδιο το Σάτυρο θα τον κούραζε. Πορνογράφημα ναι μεν, αλλά υπάρχει κι ένα μέτρο ρε Ραπτόπουλε! Συμπέρασμα; Η Λούλα αξίζει να διαβαστεί! Δε θα καταγοητευθούν όλοι, αυτό είναι το μόνο βέβαιο, άλλα όλοι θα καταλάβουν έστω και σε μικρότερο βαθμό πόσο αληθινή είναι!
Απογοήτευση. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους μέρη και η ξεχωριστή ατμόσφαιρα του καθενός μου έδινε την εντύπωση ανάγνωσης τριών διαφορετικών βιβλίων. Αυτό θα μπορούσε να είναι θετικό αλλά για μένα λειτούργησε αρνητικά: κάθε μέρος αποδυνάμωνε την ένταση του προηγούμενου και το τέλος μου φάνηκε εντελώς ανεπαρκές, ενώ παράλληλα μέσα απ’ αυτό καταργήθηκε για μένα και οποιοδήποτε σχόλιο πάνω στη λαγνεία και τη σεξουαλικότητα. Έτσι, σκεφτόμενη εκ των υστέρων πάνω στο πρώτο μέρος, νομίζω πως πρόκειται απλώς για ένα πορνογράφημα, πλασαρισμένο ως κάτι άλλο. Και η άποψή μου για τα πορνογραφήματα είναι ανάλογη με αυτήν για τα σκυλάδικα: γουστάρω την αυθεντικότητα, όταν δηλαδή ένα έργο ή ένας δημιουργός υποστηρίζει αυτό που κάνει και δεν προσπαθεί να καλυφθεί με έναν μανδύα ποιότητας.
Το παράτησα κάπου στην μέση. Βαρέθηκα. Το προβλημά μου ειναι ότι δεν έχω υπομονή πια για να μπορώ να δωσω πολλές ακόμα ευκαιρίες σε ένα βιβλιο. Ισως κάποια στιγμη να το τελειωσω. Ισως.
Το βιβλίο «Λούλα» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου ήταν σίγουρα από τις πιο ενδιαφέρουσες αναγνώσεις μου τελευταία, αν όχι η πιο ενδιαφέρουσα. Η «Λούλα» πρωτοκυκλοφόρησε το 1997 από τις εκδόσεις Κέδρος, ενώ πλέον η νέα εκδοτική στέγη του συγγραφέα καθώς και της «Λούλας» είναι οι εκδόσεις Καστανιώτη.
Με μια βελτιωμένη έκδοση που περιλαμβάνει και υστερόγραφο του συγγραφέα με πολλές απαντήσεις σε ερωτήματα των αναγνωστών που δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και με ένα εξώφυλλο απαράμιλλης αισθητικής που του ταιριάζει απόλυτα, η Λούλα ήρθε να μας ξανασυστηθεί...
Είναι σίγουρα ένα από τα σύγχρονα ελληνικά βιβλία με τον περισσότερο απόηχο, λόγω της προφανούς αυθεντικότητας του. Διαβάζοντάς το, δεν μπόρεσε να μη με συνεπάρει η γραφή που θυμίζει κάτι από ιστορία μυστηρίου, θρίλερ, αστυνομικού και πορνογραφήματος, όλα μαζί και στις σωστές δόσεις, ικανά να σε κάνουν να μη θες να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια.
Η Λούλα είναι μια κοπέλα 20 χρόνων που αφήνει τη Χαλκίδα για να μετακομίσει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική σχολή. Μένει μαζί με τη φίλη της, Εύη, σε ένα διαμέρισμα στα Εξάρχεια. Η Λούλα είναι μια πολύ όμορφη μα γεμάτη ανασφάλειες κοπέλα... Αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι ότι είναι άβουλη και αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στις σχέσεις τις με τους άνδρες που δεν είναι καλές. Αντίθετα, η φίλης της, Εύη, είναι ο ορισμός της γυναίκας που ξέρει να χειρίζεται οποιονδήποτε άνδρα...
Η Λούλα δεν έχει φθάσει σε οργασμό και αυτό το «πρόβλημά» της το έχει μεγενθύνει σε τέτοιο βαθμό που ούτε τα προσόντα του φίλου της, ούτε η συμπαράσταση και οι συμβουλές της Εύης αλλά και ούτε το χόρτο που πολύ συχνά καταναλώνουν μπορούν να τη βοηθήσουν.
Η αρχή του βιβλίου μας προετοιμάζει για την εξαφάνιση της Λούλας από τη πρώτη κιόλας σελίδα, όπου μας πληροφορεί μέσω ενός αποκόμματος εφημερίδας γι' αυτή. Τι μπορεί να έχει οδηγήσει σε αυτή;
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος έχει συγγράψει με τρομερά έντεχνο τρόπο κάθε κομμάτι αυτής της ιδιαίτερης ιστορίας, σε σημείο που αναρωτιέσαι αν πρόκειται για πραγματικά γεγονότα ή παραισθήσεις ενός αρρωστημένου μυαλού. Αν όντως όμως πρόκειται για παραισθήσεις τότε για ποιόν λόγο η Λούλα εξαφανίζεται στην ιστορία; Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να οδηγήσει η ασταμάτητη επιθυμία ενός ανθρώπου να φθάσει στο αποκορύφωμα της ηδονής του;
Το βιβλίο αυτό όπως γράφει και το οπισθόφυλλό του αναφέρεται στον γυναικείο οργασμό και την απουσία του. Αποτελεί ένα μυθιστόρημα με τρομερά προκλητικές σκηνές και αναφέρομαι στη λέξη «σκηνές» γιατί είναι τόσο περιγραφικές που αμέσως βρίσκουν χώρο στην φαντασία κάθε αναγνώστη όσο προκλητικές και αν είναι...
Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στο συγκεκριμένο βιβλίο τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές προσπαθώντας να το δω από μία απόσταση είναι θα έλεγα η δυσκολία στο θέμα του. Ο Ραπτόπουλος πήρε έναν κεντρικό άξονα που άνετα θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει «φθηνό». Αντιθέτως, κατάφερε να συγγράψει ένα βιβλίο που άνετα θα μπορούσε να σταθεί σε οποιαδήποτε εκδοτική στέγη του εξωτερικού καθώς έχει στοιχεία avant-garde που το καθιστούν ικανό να επηρεάσει ανθρώπους με οποιαδήποτε κουλτούρα και το σημαντικότερο, χωρίς να χάνει από τη σημαντικότητα του.
Αποτελεί ένα από τα βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που αξίζει να διαβαστεί. Το νέο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου με τον τίτλο «Μοιρολατρία» θα κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2014 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το περιμένουμε!
Η Λούλα είναι το καλύτερο βιβλίο τρόμου που έχω διαβάσει από Έλληνα συγγραφέα. Τα τρία μέρη του βιβλίου, ξεκάθαρα διακριτά στο ύφος, την τεχνική και την τέχνη τους, δένουν όλα μαζί στο τέλος, σε ένα αποκορύφωμα δυνατό και εκπληκτικό. Οι περιγραφές των σκηνών, των σκέψεων και του ψυχισμού των πρωταγωνιστών καθηλώνουν και συναρπάζουν. Οι χαρακτηρισμοί που διάβασμα για το βιβλίο (πορνογράφημα κ.λπ.) δεν στέκουν σε καμία περίπτωση. Οι άκρως περιγραφικές ερωτικές σκηνές δεν θα μπορούσαν να είναι λιγότερο έντονες γιατί το βιβλίο θα έχανε το σκοπό του. Πράγματι η Λούλα είναι ένα βιβλίο που "δείχνει τα δόντια του" από την πρώτη σελίδα του ως την τελευταία.
Δεν ξέρω πως μου ήρθε και εμένα, αλλά θέλησα να διαβάσω τη Λούλα την Κυριακή του Πάσχα. Αυτή ήταν η στιγμή που με επέλεξε η Λούλα. Το μόνο αρνητικό ήταν ότι κυκλοφορούσε κόσμος στο σπίτι όπου διέμενα και κάθε φορά που σταματούσα το διάβασμα, η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο άνδρας μου και ο μικρός μου γιος έκαναν το λάθος να θελήσουν να διαβάσουν λίγο από το κείμενο ακριβώς εκεί που σταματούσα. Και ΟΛΟΙ με κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια και με ρωτούσαν "Μα ΤΙ διαβάζεις;;;; Τσόντα;;;" Δεν μπορούσα να τους πω όχι γιατί ότι έτυχε να διαβάσουν ήταν τσόντα. Πέρα όμως από την τσόντα, εμένα αυτό το βιβλίο μου άρεσε πάρα πολύ. Είχα πολύ καιρ�� να διαβάσω ένα έργο έλληνα συγγραφέα και να θαυμάσω πόσο ωραία υπηρέτησε την τέχνη του μυθιστορήματος. Η Λούλα είναι ένα καλογραμμένο γοητευτικό μυθιστόρημα όπου οι χαρακτήρες όλων των ηρώων μας παρουσιάζονται ταυτόχρονα όπως οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους και όπως βιώνουν ότι βιώνουν ανάλογα τη στιγμή, την ψυχοσύνθεση, την ψυχοπάθεια, τις ουσίες που είχαν καταναλώσει, ή τα κοινωνικά ταμπού που κουβαλούσαν, και όπως τους βλέπει και βιώνει το τι βιώνουν ένας αναγνώστης ως απλός παρατηρητής ή ως δημοσιογράφος ερευνητής-κριτής.
Δύσκολα κατατάσεται σε κάποιο λογοτεχνικό είδος αφού είναι ένα μίγμα ελαφρού πορνογραφήματος, υπερφυσικού, ψυχολογίας, ψυχιατρικής και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη, με κυρίαρχο είδος το πορνογραφικό. Το σεξ είναι παρόν σ’όλο το βιβλίο και η χρησιμοποιούμενη γλώσσα ωμή. Δεν έχω πρόβλημα με την πορνογραφία αλλά μ’ ενοχλεί η προσπάθεια να καλυφτεί πίσω από “επιστημονικές εξηγήσεις” και ψυχιατρικές διαταραχές. Πάντως με όση καλή διάθεση και να θέλω να δω το βιβλίο, αυτό που τελικά μένει είναι η πορνογραφική πλευρά του.
Προσωπικά το βιβλίο δεν μου άρεσε γιατί δεν το βρήκα αρκετά δεμένο. Είχε μια υπερανάλυση σε κάποια χαρακτηριστικά των ηρώων του που κατά τη γνώμη μου δεν χρειαζόταν και μια υπερβολή στην περιγραφή των ψυχωσικών καταστάσεων του ήρωά του. Μου άρεσε μόνο το γεγονός ότι πραγματικά δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία κατηγορία μυθιστορημάτων που γνωρίζω και αυτό από μόνο του είναι αρκετά προκλητικό για να το διαβάσει κάποιος.
Εντυπωσιακό γράψιμο για τρόμο από Έλληνα συγγραφέα. Ειδικά το τέλος μου έκανε την κοιλιά μου να στριφογυρίσει. Φαίνονται πολύ οι επιρροές από Lovecraft. Η αγαπημένη μου στιγμή είναι η περιγραφή των δρόμων του κέντρου της Αθήνας μέσα από "διαφορετικές διαστάσεις". Μακάρι κι άλλοι γνωστοί Έλληνες συγγραφείς να τολμήσουν να γράψουν σε αυτό το είδος.
Ενδιαφέρον και άνισο βιβλίο που δεν θα "βαθμολογήσω". Ελπίζω να γράψω μια γνώμη σύντομα.
28/1/2025: Τα κατάφερα.
Το σεξ είναι σαν την κόκα κόλα: με ό,τι και να το βάλεις, το αποτέλεσμα θα είναι σεξ. Οπότε ναι, από ένα σημείο μη αναγκαίας περιγραφικότητας και μετά, μπορούμε να μιλάμε για πορνογράφημα σε κάποια σημεία του βιβλίου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, συν ή πλην, για τον κάθε αναγνώστη. Δεν ξέρουμε αν το βιβλίο θα ήταν καλύτερο χωρίς κάποιες από αυτές τις ιδιαίτερα περιγραφικές περιγραφές, αλλά σίγουρα θα μιλούσαμε λιγότερο γι’ αυτό. Έτσι όπως είναι το βιβλίο, είτε δίκαια είτε όχι και τόσο, τραβάει περισσότερη προσοχή. Πολλή περισσότερη. Από κει και πέρα, το βρήκα πολύ άνισο. Πολύ καλό γράψιμο, και σίγουρα ο Ραπτόπουλος ξέρει πως να ανάγει το ευτελές και καθημερινό σε σημαντικό –αποκορύφωμα η σκηνή στην τουαλέτα– αλλά είναι και (πολύ) φλύαρος. Ο αναγνώστης βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με υπερβολικά λεπτομερείς αναλύσεις των σκέψεων των χαρακτήρων, αφού ο συγγραφέας επιλέγει μια πολύ βαθιά εστιασμένη αφήγηση. Τα πάντα γίνονται νιανιά. Κάθε μικρή λεπτομέρεια και σκέψη. Αν το βιβλίο είχε καμιά εκατοστή λιγότερες σελίδες, θα ήταν πολύ πιο δυνατό. Ωραίο για μένα το γύρισμα στον τρόμο στο δεύτερο μέρος, αλλά όχι, Βαγγέλη μου, αυτό που έκανες στο τρίτο μέρος ήταν φάουλ. Όχι τεράστιο, επειδή γράφεις πολύ καλά – με μία μέτρια γραφή θα ήταν καταστροφικό. Ήταν όμως φάουλ. Είναι από αυτά που οι συγγραφείς (πρέπει κανονικά να) μαθαίνουν γρήγορα ότι δεν τα κάνουμε στον αναγνώστη. Στην ουσία πρόκειται περί αναγνωστικής εξαπάτησης, η οποία, τονίζω, και ενδιαφέρον είχε και καλογραμμένη ήταν, αλλά στην ουσία δεν αλλάζει, αφού ισοδυναμεί με ένα κατόπιν εορτής «έλα τώρα, αναγνώστη, να σου αποκαλύψω τι διάβαζες επί τετρακόσιες σελίδες». Τελευταία φορά που είχα δει κάτι τέτοιο σε ολόκληρο μυθιστόρημα (αυτό το φάουλ πιο πολύ συνηθίζεται στα διηγήματα) ήταν στο «Ο αριθμός του Θεού» του Κώστα Αρκουδέα. Κι εκεί ήταν χειρότερο. Συνολικά πάντως, υποψιάζομαι ότι αυτό το βιβλίο θα το θυμάμαι για καιρό. (Άσχετο: Εντυπωσιάστηκα από την ενθουσιώδη κριτική του πολύ Κωστή Παπαγιώργη σε ένα genre βιβλίο.)
Τελικά αυτό το βιβλίο δεν έχω αποφασίσει αν μου άρεσε ή όχι και όπως θα διαπιστώσετε οι γνώμες διΐστανται εδώ. Εγώ θα πρότεινα να διαβάσετε όλες τις κριτικές πριν αποφασίσετε αν θα του αφιερώσετε χρόνο.
Εκείνο στο οποίο φαίνεται ότι συμφωνούμε όλοι είναι ότι αν αισθάνεσθε άβολα με το σεξ, την ηδονή και το σχετικό λεξιλόγιο καλύτερα να μείνετε μακριά. Αν ισχύει αυτό, βέβαια, η προσωπική μου άποψη είναι ότι καλό θα ήταν να σκεφτείτε πέντε πράγματα για τον εαυτό σας αλλά ΟΚ ο καθένας με τις απόψεις του.
Όπως έχουν γράψει και άλλοι στην αρχή το βιβλίο μιλάει για σοβαρά πράγματα αλλά με ύφος και φρασεολογία φτηνού ερωτικού μυθιστορήματος αλλά μετά (χωρίς να αλλάζει πολύ ύφος) φέρνει τα πάνω κάτω στον αναγνώστη. Από αυτό το σημείο και μετά συνεχίζεις για να δεις "πού το πάει". Προσωπικά είχα δυο-τρεις ιδέες για το τι συμβαίνει και στο τέλος επιβεβαιώθηκα. Το τέλος ευτυχώς είναι συνεπές και ολοκληρώνει το βιβλίο χωρίς να αισθάνεται ο αναγνώστης ότι τον κορόιδεψαν.
Εκείνο που δεν μου αρέσει γενικά και δυστυχώς ισχύει και σε αυτό το βιβλίο είναι η φλυαρία. Πιστεύω πως θα μπορούσε να μεταφερθεί το ίδιο κλίμα και να επιτευχθεί η ίδια εμβάθυνση στους χαρακτήρες με πολύ λιγότερες λέξεις. Όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι απεχθάνομαι ιδιαίτερα τους ατελείωτους εσωτερικούς μονολόγους των χαρακτήρων σε ένα βιβλίο και υπάρχουν αρκετοί σε αυτό. Κατά τα άλλα κύλησε ευχάριστα και χαίρομαι που το διάβασα.
Αν ηταν το βιβλιο ελαχιστα πιο κακογραμμενο, θα μιλουσαμε για τεραστια "πατατα".
Ευτυχως, ομως, ειναι τοσο καλογραμμενο που καταφερνει να σε κρατησει μαζι του μεσα στις πιο αμφιβολες σκηνες (πχ ), και στο τελος το twist με εντυπωσιασε- ειχα καποια θεματα με το βιβλιο () που ομως εξηγουνται ΟΛΑ στο τελος μετα την ανατροπη. Δεν επροκειτο για κανενα τρελα ιδιαιτερο twist, θα μπορουσε κανεις να το πει μεχρι και λιγο κλισε, αλλα για εμενα προσωπικα δουλεψε πολυ.
Το μοναδικο μειονεκτημα του βιβλιου ειναι, οπως λεει και ο Μιχαλης, οτι ειναι πολυ φλυαρο. Το βιβλιο ειναι 474 σελιδες και, κατα την γνωμη μου παντα, θα μπορουσε να ειχε κοπει ενα μεγαλο μερος του, ειδικα απο το τριτο μερος. Ναι μεν περιεχει την ανατροπη που εχω παινεψει τοσο, οποτε δεν θα μπορουσε να μην υπαρχει (μερικοι αναγνωστες λενε πως τους ξενερωσε πολυ και πως καλυτερα να μην υπηρχε καθολου, διαφωνω) αλλα πιστευω οτι ο κυριος λογος ξενερας ειναι οτι ειναι μεγαλυτερο απο ο,τι θα επρεπε με αχρηστες, φλυαρες περιγραφες, που φαινονται ακομα πιο βαρετες μετα τον χαμο του δευτερου μερους, που μας εχει (μεχρι τοτε) αφησει μονο αποριες.
TL;DR: πολυ καλογραμμενο, καταφερνει να κανει πολλα πραγματα (αναμειγνυει ειδη μυθιστορηματος, σχολιαζει κοινωνικα και ψυχολογικα θεματα, εχει αγωνια που σε κανει να συνεχιζεις να διαβαζεις, εχει πετυχημενη ανατροπη στο τελος που δεν προκυπτει απο το πουθενα), αλλα ειναι λιγο φλυαρο και μακρυγορει. Εγω, παντως, εμεινα ευχαριστημενη.
Η Λούλα είναι ένα βιβλίο ολοκληρωμένο, '' γεμάτο '' αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι. Σίγουρα είναι ένα μυθιστόρημα που δεν μπορείς να το κατατάξεις εύκολα, αλλά δεν χρειάζεται κιόλας. Γιατί η Λούλα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου σέβεται κι εκφράζει απόλυτα την σημασία που δίνεται στον όρο λογοτεχνία και άποψή μου είναι πως πρόκειται για ένα από τα λίγα εκείνα κείμενα που μπορούν αβίαστα να χαρακτηρίζονται ως λογοτεχνικά. Είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζοντάς το μπόρεσα να καταλάβω γιατί είχε προκαλέσει τόσες αντιδράσεις την εποχή που κυκλοφόρησε και που προκαλεί μέχρι και σήμερα. Πιστεύω ότι είναι ένα βιβλίο που βρισκόταν πολύ μπροστά για την εποχή του κι αντίστοιχα αυτό ισχύει και για την δική μας. Μου άρεσε που είναι ένα κείμενο που δεν ωραιοποιεί καταστάσεις, απόλαυσα την τολμηρή του γλώσσα, όμως δεν θα κρύψω ότι μέχρι και το κεφάλαιο Me, Myself and I, πως έπιασα τον εαυτό μου να δυσανασχετεί σε κάποια σημεία παρά που γουστάρω στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία η γραφή να είναι ρεαλιστική και καθόλου δεν με ενοχλούν οι βρισιές ή οι αναλυτικές ερωτικές περιγραφές. Επίσης από το κεφάλαιο αυτό κι έπειτα και με την εμφάνιση του αγνώστου, το βιβλίο για εμένα απογειώνεται και θεωρώ πως είναι δύσκολο για έναν αναγνώστη να σταματήσει την ανάγνωσή του.
Συνήθως δε γράφω κριτικές διότι δεν είμαι ειδήμων αφενός, δεν έχω κάτι να προσθέσω από τις ήδη γραμμένες αφετέρου. Όμως, εδώ έχουμε ένα όντως διαμαντάκι, όπως το περιέγραψε ένας άλλος χρήστης. Λατρεύω τα βιβλία που δεν πραγματεύονται τα τετριμμένα, δεν θυμίζουν τηλεοπτικές σειρές ή ταινίες, βιβλία που με κάνουν να ταξιδεύω νοερά και που, υποσυνείδητα, αγγίζουν τις πιο βαθιές, κρυφές σκέψεις μου. Περισσότερο από όλα, ερωτεύομαι βιβλία που αναρωτιέμαι τί στο καλό διαβάζω τώρα (επί το αγγλικό, wtf?!), βιβλία που σε καμία μα καμία περίπτωση δεν έχω από πριν μαντέψει το τέλος. Το Λούλα είναι ένα τέτοιο ακριβώς βιβλίο, που προς μεγάλη μου έκπληξη αλλά και ευχαρίστηση, προέρχεται από Έλληνα συγγραφέα.
Το ξαναδιάβασα πρόσφατα, είκοσι δύο χρόνια μετά απ' όταν πρωτοβυθίστηκα στον κόσμο του. Κοινό και κριτικοί του 1997 που πρωτοεκδόθηκε το λοιδόρησαν, εγώ το βρήκα ευφυές. Σε μια εποχή όπου δεν μιλούσαμε πολύ για τα πατριαρχικά στερεότυπα και τα ψυχολογικά προβλήματα διαταραγμένων συναισθηματικά ανθρώπων, σε μια εποχή που όλα έπρεπε να είναι καλογυαλισμένα (από τα χαμόγελα μέχρι τα πόμολα) το μυθιστόρημα αυτό τόλμησε και γι' αυτό θάφτηκε επειδή ήταν κεραυνός εν αιθρία. Πιστεύω ότι αγαπιέται πλέον από την πλειοψηφία αλλά για τους λάθος λόγους. Ειδικά το τρίτο μέρος του βιβλίου και οι δύο τελευταίες σελίδες που δικαιολογούν και το point of view του τρόπου γραφής που έχει προϋπάρξει είναι ευφυές. Ακατάλληλο για πουριτανούς και συντηρητικούς και σκοταδόψυχους (σαν τον Σάββα Παταβούκα) κάθε ηλικίας.
Περίεργο βιβλίο. Το πρώτο μέρος κάπως βαρετό και υπερβολικά περιγραφικό, το δεύτερο μέρος δυνατό και πολύ ενδιαφέρον και το τρίτο μέρος, άσ'τα να πάνε! Ενώ ως θέμα φαίνεται εξ όψεως ενδιαφέρον, υπάρχουν πολλά άλλα μειονεκτήματα που δεν επιτρέπουν την κατάταξή του ως καλύτερο. Πχ στο δεύτερο κεφάλαιο η εξέλιξη της πλοκής διακόπτεται για να περιγραφεί μια γειτόνισσα της Λούλας και το σκυλί της, ούσα η τελευταία που είδε την Λούλα και ον το μόνο ον που μπορεί να "αφουγκράζεται" βρυκόλακες. Η περιγραφή διαρκεί τέσσερις σελίδες, και τελικά η γειτόνισσα δεν ξαναναφέρεται στο βιβλίο και ο "απαγωγέας" δεν είναι βρυκόλακας. Άρα η περιγραφή είναι άσχετη και άχρηστη, όπως και πολλές άλλες, όπως πως ήταν το ποτήρι του καφέ που είχε ζεσταθεί και δεν πινόταν. Και ένα τέλος που δεν φέρνει την λύτρωση, αλλά μάλλον την ξενέρα της ανάγνωσης 500 σελίδων για να καταλήξει σε έναν επιληπτικό ψυχάκια δολοφόνο γυναικών. Σαν αμερικάνικο/σκανδιναβικό ανάγνωσμα παραλίας δηλαδή. Εν τέλει, παρ'όλη την υπερανάλυση και υπερβολική περιγραφή καταστάσεων, συναισθημάτων κτλ και τον παντογνώστης αφηγητής, δημιουργείται λογικό χάσμα όταν στο δεύτερο μέρος ο αφηγητής μας λέει ότι η Λούλα ακολουθεί ασκεπτί τον Απόλλωνα/Εωσφόρο/Βρυκόλακα/Πάνα/Πρίαπο και χωρίζει τον Τελλόγλου λόγω ακύρωσης του ταξιδιού, ενώ στο τέλος, που γίνεται η αποκάλυψη, μας ανακοινώνεται ότι η Λούλα είχε καταλάβει ότι είναι ψυχάκιας, είχε συναντηθεί τρείς τέσσερις φορές μαζί του, και ουσιαστικά την σκότωσε όταν κατάλαβε ότι θα γύριζε στον Τέλλογλου. 2/5 για ένα άρλεκιν που προσπάθησε να γίνει λογοτεχνία. ΥΓ. Ασχολίαστες οι απορίες των αναγνωστών.
Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στη Λούλα, μια όμορφη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής στην Αθήνα. Η Λούλα είναι μια νεαρή γυναίκα με μια ακόρεστη δίψα για τη ζωή και την ηδονή, η οποία την ωθεί στα άκρα. Προσπαθώντας να φτάσει πάση θυσία στο αποκορύφωμα της σεξουαλικής και προσωπικής της απελευθέρωσης, μπλέκεται σε μια σειρά από ερωτικές περιπέτειες και καταστάσεις που φλερτάρουν με τον εφιάλτη. Η πλοκή ακολουθεί τη Λούλα καθώς βυθίζεται όλο και περισσότερο σε έναν κόσμο λαγνείας και εμμονών. Το μυθιστόρημα εξερευνά τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, καθώς η Λούλα βιώνει γεγονότα που μπορεί να είναι είτε αληθινά είτε απλές παραισθήσεις του νου της. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος θίγει τα θέματα της εμμονής, της απώλειας ελέγχου και των ορίων της ηθικής, μέσα από το πορτρέτο μιας γυναίκας που τολμά να ζήσει τη σεξουαλικότητά της χωρίς ταμπού, με τίμημα την ψυχική της ακεραιότητα. Η αφήγηση είναι γραμμένη με έναν εθιστικό και ωμό τρόπο, που κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία για το τι ακριβώς της συμβαίνει και αν τελικά ήρθε αντιμέτωπη με μια εντελώς ρεαλιστική, εφιαλτική όψη του πόθου και το θολό όριο μεταξύ πραγματικότητας και παραίσθησης μπορεί σας μπερδέψει ή να σας απογοητεύσει . Σύσταση:Μεγάλη απογοήτευση .