What do you think?
Rate this book


288 pages, Paperback
First published January 1, 1986
Πίσω στα 1922, τότε που την πόλη του Μεξικού διαφέντευε ο υπόκοσμος και το έγκλημα αποτελούσε αξεδιάλυτο κομμάτι της καθημερινότητας των κατοίκων του (σάμπως να μην συμβαίνει το ίδιο και σήμερα;), τέσσερις ωραίοι τύποι, ένας δημοσιογράφος του κοινωνικού ρεπορτάζ, ένας μάχιμος δικηγόρος, ένας ποιητής εκ του προχείρου κι ένας Κινέζος οικοδόμος, που όλοι τους αρέσκονται να παίζουν ντόμινο, μέσα από μια σειρά απίθανων συμπτώσεων θα γίνουν η σκιά της σκιάς, οι διώκτες τριών συνωμοτών συνταγματαρχών που, σε συνεννόηση με αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, σχεδίαζαν επανάσταση στο Μεξικό για να αποσπάσουν από τη χώρα την πετρελαιοπαραγωγό ζώνη.
Η ιστορική πραγματικότητα εντός της οποίας εκτυλίσσεται η σκιά της σκιάς είναι απόλυτα ακριβής, η πόλη του Μεξικού ο ιδανικός μυθιστορηματικός της καμβάς κι οι τέσσερις τυχοδιώκτες που προαναφέρθηκαν οι απόλυτοι ήρωες ενός πολιτικού – ιστορικού noir μυθιστορήματος, από εκείνα που εκ των προτέρων γνωρίζεις ότι η αναγνωστική εμπειρία που θα σου προσφέρουν θα είναι (το λιγότερο) μοναδική. Ίσως γιατί στην ούγια γράφει PIT II.
Τι ακριβώς σημαίνει PIT II; Οι μύστες γνωρίζουν, για τους λοιπούς ιδού ένα παράδειγμα, από το κεφάλαιο 55 του βιβλίου, που επιγράφεται «Ωραίες ιστορίες από το παρελθόν: Τομάς Βόνγκ»:«...Εγώ δεν είμαι από δω. Δεν είμαι απ’ αυτή τη γη όπου γεννήθηκα∙ και στη ζωή μαθαίνεις, μαθαίνει αυτός που θέλει να μάθει, ότι κανένας δεν είναι από κει που γεννήθηκε, από κει που τον μεγάλωσαν. Ότι κανένας δεν είναι από πουθενά. Μερικοί προσπαθούν να συντηρήσουν τις αυταπάτες και δημιουργούν νοσταλγίες, ιδιοκτησίες, ύμνους και σημαίες. Ανήκουμε όλοι στους τόπους που δεν γνωρίσαμε. Αν υπάρχει νοσταλγία, είναι για τα πράγματα που ποτέ δεν είδαμε, για τις γυναίκες που μαζί τους δεν κοιμηθήκαμε κι ούτε ονειρευτήκαμε και για τους φίλους που δεν αποκτήσαμε ακόμα, τα βιβλία που δεν διαβάσαμε, τα φαγητά που αχνίζουν στη χύτρα κι ακόμα δεν τα δοκιμάσαμε. Αυτή είναι η αληθινή νοσταλγία, η μοναδική.
Και μαθαίνεις ακόμα πως κάποια στιγμή ο δρόμος στράβωσε, και πως τα πράγματα δε θα ‘πρεπε να ‘ναι έτσι. Κανένας δε θα ‘πρεπε να τρώει ρύζι με μαμούνια και μισοσαπισμένο καλαμπόκι στις περιοχές με τα διυλιστήρια, πληρώνοντας τρεις φορές πάνω την τιμή τους γιατί τα μαγαζιά τα διαχειρίζονται οι εταιρείες∙ κανένας δε θα ‘πρεπε να παλεύει μες στη βροχή για να κλείσει τις βαλβίδες στο φρέαρ επτά∙ να τσαλαβουτάει στη λάσπη της ζούγκλας με τους αγωγούς, να βολοδέρνει με το τρυπάνι μες στους βάλτους, να ανατινάζει με δυναμίτη, να κοιμάται στο υγρό έδαφος, να του βγαίνει η ψυχή την ώρα που ο εργοδηγός τρώει ζαμπόν και βούτυρο από δύο κονσέρβες που εμείς τις μεταφέραμε μέχρι εκεί∙ και το αφεντικό ακόμα πιο μακριά μας, να κοιμάται σε κρεβάτι δίχως να μας ξέρει, δίχως να αναγνωρίζει πως από μας πηγάζει όλη του η ευημερία κι η εξουσία, δίχως να μαντεύει πως εμείς είμαστε τα μυρμήγκια που σπρώχνουν με τους ώμους τους την άνοδο των μετοχών του στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης…»