Στην οθωμανική Θεσσαλονίκη του 1885, ένα άνοστο αστείο, λίγα βλέμματα και κάποια παλιά μυστικά στέκονται αρκετά για να ξεκινήσει μια ερωτική σχέση ανάμεσα σ’ έναν αφελή και ονειροπόλο άνδρα και μια δυναμική γυναίκα. Στην Αθήνα βασιλεύει ο Γεώργιος Α΄, στην Ερμούπολη το εμπόριο και στη Θεσσαλονίκη η ομίχλη.
Οι δυο τους θα ταξιδέψουν στην παλιά Ελλάδα και θα επιστρέψουν στη συνέχεια στους τόπους αυτούς, που χρόνια αργότερα, μέσα από το ζεστό αίμα των πολέμων, θα ονομαστούν Νέες Χώρες.
Το Παλιές και νέες χώρες είναι ένα μυθιστόρημα για τις γυναίκες που ασφυκτιούν από το κοινωνικό περιλαίμιο, για τους αμήχανους άνδρες και τις άφωνες υπηρέτριες στα χρόνια της μπελ επόκ, της εποχής που ονομάστηκε χαρισάμενη από τους έχοντες πλούτο και δύναμη.
Είναι, επίσης, ένα μυθιστόρημα για τους παράκτιους φάρους που φωτίζουν τα σκοτάδια, για την ιερουργία του νερού και της θάλασσας, για τον Ιούλιο Βερν και τα βιβλία του, που εικονοποιούν τις αποκοτιές της φαντασίας, για το ερωτικό ανθρώπινο βλέμμα αλλά και την εξουσιαστική ματιά, για όσα, τέλος, παλιά θριαμβεύουν και για όσα νέα δεν έχουν ακόμη αρθρώσει το όνομά τους.
Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε Παιδαγωγικά και υπηρετεί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος. Έχει δυο παιδιά και σήμερα εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με διάφορα περιοδικά δημοσιεύοντας ποίηση και πεζογραφία, καθώς και βιβλιογραφικά κριτικά σημειώματα. Έχει επίσης ασχοληθεί με θέματα διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο δημοτικό σχολείο και ιστορίας της εκπαίδευσης. Το 1996 συμμετείχε στη συλλογική έκδοση κειμένων για την εκπαίδευση, με τον τίτλο Αναπνέοντας κιμωλία: Γραφές εκπαιδευτικών, από τις εκδόσεις Σαββάλα.
Ένα μυθιστόρημα, που ακολουθεί το γνωστό πετυχημένο μοτίβο του συγγραφέα. Πολύ μελέτη μιας ιστορικής περιόδου και των τόπων της, οι ανθρώπινες σχέσεις και οι προσωπικές αναζητήσεις των ηρώων του, όλα καλοδουλεμένα, συνθέτουν μια ιστορία, που διαβάζεται εύκολα. Πιστεύω όμως, ότι χρειάζεται ένα κλικ πιο πάνω η γραφή του, να έλθει πιο κοντά στις σημερινές αναζητήσεις και προβληματισμούς της κοινωνίας, να δοκιμάσει τη γραφή μιας ιστορίας στο σήμερα. Το έκανε με το Ανεμώλια, πολύ πετυχημένα κάποτε.
Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι ένας από τους πολύ αγαπημένους μου σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Παρακολουθώ εδώ και πολλά χρόνια το έργο του, αναγνωρίζοντάς του ότι κατέχει όσο λίγοι την τέχνη του λόγου, βάζοντας τις λέξεις σε μαγική σειρά και δημιουργώντας πραγματικά τεχνήματα του λόγου. Στο βιβλίο του αυτό, ο Ζουργός καταπιάνεται με μια περίεργη στη σύλληψη ιστορία, η οποία, ωστόσο, φαίνεται να στερείται πραγματικής συνοχής. Σε αντίθεση με άλλα του πονήματα, ο λόγος του δεν έχει τη σπιρτάδα και τη ζωντάνια στην οποία έχει συνηθίσει τους αναγνώστες, είναι αρκετά επίπεδος, χωρίς εξάρσεις. Λίγα είναι τα σημεία που θυμίζουν το ξεχωριστό του ύφος, ενώ οι χαρακτήρες που πλάθει έχουν μεν τον δικό τους, ιδιαίτερο χαρακτήρα, αλλά δεν αφήνουν εύκολα τον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί τους ούτε στο ελάχιστο. Όπως στα περισσότερα από τα έργα του, πάντως, είναι εμφανής η έρευνα που προηγήθηκε της συγγραφής, με την αναφορά στα ιστορικά γεγονότα και το κλίμα της εποχής, να αναδεικνύονται στο βασικό κίνητρο για να συνεχίσει κανείς την ανάγνωση ως το τέλος. Είναι σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να παράγει μόνο αριστουργήματα, οι συγγραφείς δεν εξαιρούνται του κανόνα αυτού. Ίσως να φταίνε οι προσδοκίες που έχει κανείς από έναν συγγραφέα αυτού του επιπέδου, οι οποίες κάνουν τον αναγνώστη να είναι άθελά του αυστηρότερος στην κριτική του. Αναμένω το επόμενο βιβλίο του Ζουργού, λοιπόν, ελπίζοντας ότι θα ξανασυναντηθώ με τον καλό του εαυτό, εκείνον που με έχει κάνει πραγματική του θαυμάστρια.
Η υπέροχη γραφή και τα πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία της Ελλάδας της περιόδου 1890-1910 και ιδιαίτερα της Σαλονίκης, σώζουν μια αρκετά εξωφρενική ιστορία αγάπης. Σε κάθε περίπτωση διαβάζεται απνευστί.
Όπως σε όλα του τα βιβλία, ο Ζουργός καταφέρνει και εδώ να δημιουργήσει μια ατμοσφαιρική αφήγηση που σε βυθίζει στην εποχή και την ιστορία. Απόλαυσα ιδιαίτερα τις περιγραφές της ελληνικής πραγματικότητας εκείνης της περιόδου και, κυρίως, το πολυπολιτισμικό σκηνικό της Θεσσαλονίκης, με σκηνές τόσο ζωντανές που σε κάνουν να περιδιαβαίνεις τους ίδιους δρόμους, νιώθοντας τη συνύπαρξη παρόντος και παρελθόντος. Με κέρδισε ιδιαίτερα η έμφαση που δίνει ο συγγραφέας στο ψυχογράφημα ακόμα και δευτερευόντων ρόλων, προερχόμενων από κοινωνικές ομάδες που εκείνη την εποχή ήταν αφανείς. Αν και η ίδια η ιστορία και οι πρωταγωνιστές μού άφησαν την αίσθηση ότι ήθελα κάτι παραπάνω, αυτό δεν με εμπόδισε να απολαύσω πλήρως το βιβλίο.
Έχω διαβάσει πολλά βιβλία του Ισίδωρου Ζουργου, και μπορώ να πω με μεγάλη βεβαιότητα αυτό το βιβλίο δεν είναι το καλύτερότερό του, παρόλα ταύτα είναι ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα και επιβεβαιώνεται η άποψή μου ότι ο Ζουργός είναι ένας εκπληκτικός παραμυθάς που σε σαγηνεύει με τη γραφή του και με την ιστορία του, παρόλο που δύσκολα μπορεί κανείς να ταυτιστεί με τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του.
7.5/10 Γράφει πολύ όμορφα ο Ζουργός, έχει μια αφηγηματική δεινότητα, μια ευκολία να σε ταξιδεύει στον χρόνο, να ταυτίζεσαι με τους χαρακτήρες. Η πλοκή του βιβλίου είναι ενδιαφέρουσα, η εποχή επίσης, ενώ με γοήτευσε η αναφορά στον αγαπημένο μου Βερν αλλά και το κλείσιμο του ματιού στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Ίσως να μου έλλειψε λίγο η περαιτέρω εμβάθυνση στην εποχή αλλά και η επική διάσταση των προηγούμενων μυθιστορημάτων του. Εδώ τα πράγματα είναι πιο απλά. Όχι όμως απλοϊκά.
Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ερμούπολη 1884 - 1912. Μία ενδιαφέρουσα ιστορική εποχή για την Ελλάδα και υπόβαθρο της υπόθεσης του έργου. Η υπόθεση αφορά την ιστορία δύο υιοθετημένων, του όμορφου Αθηναίου Μιχαήλ Δέδε και της Θεσσαλονικιάς Λεύκας Κηρομάνου, που με αφορμή ένα αστείο θα γνωριστούν και θα ερωτευτούν. Μάλλον το χειρότερο έργο του συγγραφέα, με εξωπραγματικούς ήρωες πχ ο αθώος και ιδεαλιστής Μιχαήλ αφήνει την αγαπημένη του Λεύκα για μια χήρα, η τοκογλύφος Λεύκα που σπάει δάκτυλα για να εισπράξει τα χρωστούμενα έχει καλή ψυχή.... "Οι νόμοι δεν είναι μόνο στα χαρτιά, οι νόμοι ξεχωρίζουν τους ανθρώπους από τα ζώα. Αν όχι οι νόμοι, τότε η συγχώρεση."
Ένα οδοιπορικό της Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Ερμούπολης του 1885 μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας δυναμικής,που δεν ταίριαζε στην εποχή της και τον έρωτα της με έναν άνθρωπο ποιητή,λάτρη του Ιουλίου Βερν,των ταξιδιών και της θάλασσας. Η υπέροχη γραφή του Ζουργού μας ταξιδεύει στις παλιές χώρες και τις νέες χώρες της Ελλάδας και μας αποκαλύπτει τη ζωή των ανθρώπων εκείνης της εποχής.
Θεσσαλονίκη -Αθήνα-Θεσσαλονίκη ( και ολίγη από Ερμούπολη) στο μυθιστορηματικό ταξίδι έχοντας στο προσκήνιο τις κυριάρχες αυτές πολεις που αναφέρονται .
Πρωταγωνιστικό ρόλο ,οι ζωές της Λέυκας και του Μιχαήλ. Δύο τοσο διαφορετικών αλλά και όμοιων χαρακτήρων .
Μια γυναίκα κι ένας άντρας που γνωρίζονται με αφορμή μια φάρσα προσπαθούν να ορθοποδήσουν σε μια εποχή και σε μια χώρα που αλλάζει. Παρεξηγήσεις και μυστικά, ανατροπές και εμπόδια ατσαλώνουν τον έρωτά τους και παλεύουν με τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που θα επιφέρουν οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Εκείνη στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, εκείνος στην Αθήνα. Δύο διαφορετικοί κόσμοι θα έρθουν κοντά και θα ταράξουν τα νερά.
Ο Ισίδωρος Ζουργός στο νέο του μυθιστόρημα ζωντανεύει με την οικεία αφηγηματική του τέχνη την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Δύο τόποι που βράζουν από τις εξελίξεις, με την πρωτεύουσα να είναι στην καρδιά των γεγονότων και τη νύμφη του Βορρά να επισκιάζεται από τις εξελίξεις στο κρητικό ζήτημα. Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται οι δύο πρωταγωνιστές, ο Μιχαήλ Δέδες και η Λεύκα Κηρομάνου, εκείνος μόλις επέστρεψε από τις σπουδές του στην Ευρώπη, ��κείνη ζει μια άνετη και τρυφηλή ζωή, μόνη και αποφασιστική. Μετά από ένα σοκαριστικό πρώτο κεφάλαιο, αρχίζει η ιστορία του Μιχαήλ Δέδε από την Αθήνα του 1884 και είναι τόσο γλαφυρή και παραστατική που ένιωθα πως διάβαζα αυθεντικά απομνημονεύματα περιηγητών και ταξιδιωτών της εποχής, όχι απλά ένα μυθιστόρημα. Ο Γεώργιος Δέδες διαβιεί με άφθαστο πλούτο τον οποίο δεν επιδεικνύει, μιας και αυτό θεωρεί πως είναι γνώρισμα των ετεροχθόνων, των Ελλήνων δηλαδή από το εξωτερικό. Κρατά τις αποστάσεις του από βουλευτές και υπουργούς και προτιμά τις αθέατες διασυνδέσεις. Η οικογένεια Δέδε έχει σημαντικό και διαπρεπή εμπορικό οίκο, με υποκαταστήματα σε Τεργέστη και Ερμούπολη, όπου μένουν τα αδέλφια Στέργιος και Περικλής αντίστοιχα. Ο Γεώργιος κράτησε «τον πνεύμονα της επιχείρησης» στην Αθήνα και παντρεύτηκε τη Βιλελμίνη, «σύζυγο ευειδή και μάνα τρυφερή». Το μοναχοπαίδι λοιπόν Μιχαήλ Δέδες παραδέχεται πως δεν τον ενδιαφέρει η οικογενειακή επιχείρηση, τι θα κάνει όμως και πώς θα το δεχτεί αυτό ο πατέρας του; Πρεσβεύει τις απόψεις των «κοινωνιστών», μιλάει για ισότητα και για σωστές συνθήκες εργασίας, πιστεύει στο μέλλον του κόσμου ότι θα περάσει σε εργατικά χέρια κλπ., απόψεις που αρχίζουν να ενοχλούν γνωστούς και φίλους: «Έβλεπε μπροστά του έναν άνθρωπο που έμοιαζε με δυσανάγνωστο χρεόγραφο, το οποίο δύσκολα κάποιος θα το πιστοποιούσε και θα το εξαργύρωνε…έναν άνθρωπο-γρίφο, ένα μπερδεμένο θαλασσοδάνειο, ένα πρόβλημα που ευτυχώς δεν ήταν δικό του» (σελ. 93). Γιατί παρ’ όλ’ αυτά δέχεται την πρόσκληση του θείου του από την Ερμούπολη να τον επισκεφθεί για λίγες μέρες στο πιο σημαντικό εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου;
Από την άλλη, η Λεύκα Κηρομάνου είναι μια γυναίκα που διαφέρει από τις άλλες της εποχής της, ζει σ’ έναν κόσμο με μελάνια, χρεόγραφα, ενέχυρα τίτλων, λογιστικά φύλλα, «ανάμεσα σε Εβραίους σαράφηδες και Ρωμιούς τοκογλύφους», διαφέρει από τις κυρίες της Φιλοπτώχου Αδελφότητας και τις εργάτριες των εργοστασίων. Είναι κόρη καταστηματάρχη, κτηματομεσίτη και σαράφη και συνεχίζει με χαρά και ταλέντο τη δουλειά του πατέρα της απ’ όταν εκείνος πέθανε. Σοκαρισμένη αρχικά από την αποκάλυψη των κρυφών εργασιών του πατέρα της, τελικά ακολουθεί τα χνάρια του και περιγράφει αντικειμενικά και ακριβοδίκαια τον τρόπο που δούλευε εκείνος, πώς διπλάρωνε στην ανάγκη τους όσους τον χρειάζονταν για δανεισμό, πώς επένδυε στη γη, πόσο μετρημένα ζούσε, πόσο στενά παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην οικονομία και στο εμπόριο κ. π. ά. Η Λεύκα μεγαλώνοντας μίσησε τη μιζέρια που εκείνος εκπροσωπούσε, γι’ αυτό φρόντισε να ζήσει αλλιώς. Έδωσε νέα πνοή στο μαγαζί-βιτρίνα με τα έλαια και τους σάπωνες κι έγινε αδίστακτη ως προς τους οφειλέτες, όλοι τους τιποτένιοι και ακόλαστοι, όχι αθώοι φουκαράδες. Δηλώνει απογοητευμένη από την αντροκρατία: «…όσοι κόσμοι γνωρίζω είναι φτιαγμένοι για τους άντρες. Τι είδους επαγγελματικά όνειρα μπορεί να κάνει μια γυναίκα;» (σελ. 246). Στα κεφάλαια που φωτίζουν τη δική της πλευρά της ιστορίας έχουμε πρωτοπρόσωπη αφήγηση με την οποία η Λεύκα απευθύνεται στον Μιχαήλ σε β΄ ενικό, ως δείγμα της επιθυμίας της να γράψει τη βιογραφία του ανθρώπου που αγάπησε. Γιατί θέλει να αποτυπώσει στο χαρτί τη ζωή του και τι συνέβη ανάμεσά τους; Έζησαν τελικά τον έρωτά τους;
Θεσσαλονίκη και Αθήνα, δυο σημαντικές πόλεις, οι οποίες, την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα στο βιβλίο, δεν έχουν μπει ακόμη στο ίδιο βαγόνι ανάπτυξης και προόδου. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι Ελλάδα: «Εδώ είναι η χώρα των σουλτάνων, Μιχαήλ, μια αυλή των θαυμάτων. Εδώ ήρθες πριν από χρόνια και με αναζήτησες» (σελ. 17), γράφει η Λεύκα Κηρομάνου και συνεχίζει: «…εδώ στη Σαλονίκη υπάρχει μια άλλη Ελλάδα, ξεχασμένη. Το μυαλό της κυβέρνησης των Αθηνών είναι μόνο στην Κρήτη, όμως εδώ υπάρχει ένα πλούσιο κοίτασμα ελληνικής γλώσσας και ορθόδοξης πίστης» (σελ. 163). Η Θεσσαλονίκη του 1911 με την οδό Σαμπρή πασά, το βιβλιοπωλείο του Μόλχο, τη λεωφόρο των Εξοχών, το Θεαγένειο, το Καραμπουρνάκι, τους Καπουτζήδες, τα παραθαλάσσια τείχη της που γκρεμίζονται για να χαραχτούν ευχάριστες λεωφόροι αντιδιαστέλλεται με την πρωτεύουσα, που έχει όμορφα μέγαρα στο κέντρο αλλά και χαμοκέλες στου Ψυρρή ή στο Μεταξουργείο, πολυτελή καταστήματα στη Σταδίου αλλά και παράγκες και σφαγεία, με τη σκόνη και τη λειψυδρία να πρωτοστατούν. «Ο πρώτος συγγενής που σε υποδέχεται στην αθηναϊκή πρωτεύουσα είναι η σκόνη, ένας ακλόνητος δεσμός αίματος ανάμεσα στους κατοίκους και στο τοπίο» (σελ. 36). Κάπου αποζητά την προσοχή μας και η Ερμούπολη της ίδιας εποχής, «μια γριά βαρόνη που φτώχυνε και δεν της δίνουν τόση σημασία», αφού με την επανάσταση της ατμοπλοΐας τα πλοία φεύγουν κατευθείαν για Πειραιά και δε σταματούν ενδιάμεσα στο λιμάνι της.
Σε αυτές τις πόλεις ζουν οι ήρωες του βιβλίου, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, οι φίλοι και οι γνωστοί τους. Ο μονόχνοτος Επτανήσιος σιόρ Λευτεράκης, το δεξί χέρι του Γεωργίου Δέδε, η υπηρέτρια και παραμάνα του Μιχαήλ, Όλγα, ο Παράσχος Δέδες, γιος του Περικλή και της Σταυρούλας (μια γυναίκα «ψηλή και αρχοντικά υπέρβαρη»), ο Λάζαρος και η Αρετή, ο αμαξάς και η μαγείρισσα της Λεύκας κ. π. ά. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό και απρόσμενο μυθιστόρημα, με πλούσιο λεξιλόγιο της εποχής και ολοζώντανους χαρακτήρες που φέρνουν στο φως έναν ανακατεμένο, άρτι ανανεωμένο ελληνικό 19ο αιώνα. Διαφορετικοί τόποι και άνθρωποι, διαφορετικά υπόβαθρα, διαφορετικές ιστορικές καταβολές, διαφορετικός ρυθμός ανάπτυξης ανάμεσα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κι αυτή είναι η μαγεία του μυθιστορήματος, ότι φέρνει κοντά ανισομέρειες και διαφορές που συγκροτούν έναν αναπάντεχο και ανατρεπτικό καμβά εξελίξεων, με άξονα την ιδιαίτερη σχέση των δύο πρωταγωνιστών. Φυσικά πάντα με τον λυρισμό του συγγραφέα: «Πέφτει μια βροχή κουμπωμένη, διστακτική, αφού κάθε τόσο αρχίζει και πολύ σύντομα σταματά» (σε. 14). Και στη συνέχεια: «Ο χειμώνας δεν καταφτάνει στις πόλεις μέσω κάποιας βασιλικής οδού…Στην Αθήνα στέλνει κάτι σαν ευγενικό τηλεγράφημα, συνήθως μια αιφνίδια βραδινή ψύχρα… στη Σαλονίκη ο χειμώνας καταφτάνει σαν ακάλεστος μουσαφίρης» (σελ. 219).
Οι «Παλιές και νέες χώρες» είναι ένα καλογραμμένο ιστορικό μυθιστόρημα που με αφορμή τον Μιχαήλ Δέδε και τη Λεύκα Κηρομάνου καταγράφει με ενάργεια και παραστατικότητα το ιστορικό μεταίχμιο της Ελλάδας, η οποία, ξεκινώντας με τους Βαλκανικούς πολέμους, θα αποκτήσει νέα εδάφη και θα μεγαλώσει την περιφέρειά της. Οι δύο πρωταγωνιστές περνάνε διάφορα στάδια, πηγαινοέρχονται ανάμεσα στις δύο πόλεις, είναι ευμετάβλητοι και άστατοι, ευεπηρέαστοι, με αποτέλεσμα να αναρωτιέμαι τι λείπει από αυτό το βιβλίο. Έχουμε μια διαφορετική ερωτική ιστορία που αργεί να εκδηλωθεί λόγω της φάρσας που φέρνει κοντά τους δυο χαρακτήρες αλλά ποιος ο λόγος να γνωρίζουμε τους άλλους, όπως την οικογένεια του θείου Δέδε στη Σύρο, αφού δε θα μας απασχολήσουν μετά και δε θα επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις. Πώς γίνεται η Λεύκα και ο Μιχαήλ να κάνουν κάτι, να το αφήνουν πίσω τους ελαφρά τη καρδία για να ξεκινήσουν κάτι άλλο αλλού κι από κει να φύγουν ξανά; Όσο κι αν αγάπησα την εποχή και τις πόλεις, δεν κατάφεραν να με κρατήσουν κοντά τους οι ήρωες του βιβλίου, των οποίων η ζωή ένιωθα πως πάσχει από συνέπεια και συνέχεια. Είχα την αίσθηση πως απλώς άγονται και φέρονται ώστε να γνωρίσουμε την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως την εποχή λίγο πριν το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων και να δώσουν χρόνο στις εξελίξεις να φέρουν τις αλλαγές που θα οδηγήσουν τους ήρωες σε νέα περιβάλλοντα. Υπέροχη γραφή, χαρακτήρες που φωτίζονται από κάθε πλευρά, καταπληκτικές και παραστατικές λεπτομέρειες, μάλλον λείπει όμως το «γιατί» και ο κινητήριος μοχλός πίσω από όλα αυτά.
Ένα γλυκό μυθιστόρημα που μπορεί να διαβαστεί σε μια μέρα. Η γραφή σε παραπέμπει αμέσως σε Ζουργο, όπως και η συγγραφική μελέτη. Δεν είναι απο τα "τοπ" του αλλά είναι συμπαθητικό. Ίσως αν δεν το είχε εκδώσει μετά το "Περί της εαυτού ψυχής" να το είχε αγκαλιάσει και ο ίδιος λίγο περισσότερο. Παρόλα αυτά είναι όπως πάντα πηγή γνώσης.
Για μια ακόμη φορά ο κ.Ζουργος έγραψε ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί. Μπορεί να μην ισάξιο του προηγουμένου βιβλίου του αλλά έχει την ποιότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή του συγγραφέα.
Όλα ξεκίνησαν το 1885 στην Θεσσαλονίκη τότε που η Λεύκα Κηρομάνου και ο Μιχαήλ Δέδες γνωρίστηκαν κάτω από περίεργες συνθήκες. Ένα ζευγάρι που ξέφυγε από τις κλασικές νόρμες της εποχής και ακολούθησε τα δικά του πιστεύω. Η πορεία τους καθορίστηκε από τρείς ιστορικές περιόδους που ήταν η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος το 1897 και η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη το 1890.
Η Λεύκα υπήρξε μία γυναικά δυναμική που δεν φοβήθηκε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις και να καταφέρει ο κόσμος ��α την εκτιμά και να την φοβάται. Ο Μιχαήλ υπήρξε μία ήρεμη δύναμη που το όνειρό του να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό από αυτό που τον προόριζε η οικογένεια του τον έφερε σε ρήξη με τους οικείους του.
Ποικίλα θέματα στο ανάγνωσμα παρουσιάζονται όπως είναι η καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο. Οι προσδοκίες που έχουν οι γονείς για τα παιδιά τους και ειδικά για τους γιους και πως η απόρριψη οδηγεί στην διάλυση των σχέσεων. Ακόμη οι ταξικές διαφορές που ήταν άμεσα συνυφασμένες με την ιστορικό κοινωνικό πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα δείχνει το πως διαμορφώθηκαν οι ανθρώπινες σχέσεις.
Ο Ισίδωρος Ζουργός με την εξαιρετική του πένα μας χαρίζει άλλο ένα σπουδαίο μυθιστόρημα που είναι πλούσιο σε περιγραφές της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Η ερωτική ιστορία της Λεύκας και του Μιχαήλ είναι γεμάτη αγάπη και κατανόηση.
Ο συγγραφέας έχει το χάρισμα από την πρώτη παράγραφο να σε κάνει κοινωνό σε μία ενδιαφέρουσα ιστορία. Αυτή είναι η μαγεία της πεζογραφίας και το πόσο τυχεροί είμαστε οι αναγνώστες που έχουμε έναν τόσο σπουδαίο πεζογράφο στα ελληνικά γράμματα.
Η ιστορία δύο ασυνήθιστων ηρώων, της σκληρής κόρης ενός τοκογλύφου από την (ακόμα υπό οθωμανικό έλεγχο) Θεσσαλονίκη, και του ονειροπαρμένου γόνου μιας πλούσιας οικογένειας από την Αθήνα, στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Οι δύο χαρακτήρες έχουν ενδιαφέρον και είναι πλήρεις σε βάθος, ειδικά η Λεύκα. Το ίδιο και η πλοκή, κυρίως στο μεταξύ των δύο κομμάτι, που ξεκινάει από μια αρκετά πρωτότυπη αφορμή.
Η γραφή του Ζούργου είναι η γνωστή, δηλαδή "ζεστή" και συναισθηματική, ενώ την ίδια ώρα δίνει με αμεσότητα το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, που πάντα απασχολεί τον συγγραφέα. Η αφήγηση κάπως ξενίζει, καθώς τα μισά κεφάλαια είναι σε δέυτερο πρόσωπο, σχεδόν σαν επιστολική μορφή.
Ψεγάδι το πρόχειρο κλείσιμο, με μια καθόλου αιτιολογημένη αλλαγή στη συμπεριφορά του Μιχαήλ, και ένα πολύ βιαστικό πέρασμα των τελευταίων ετών της ιστορίας. Αν το τέλος ήταν πιο "λογικό" και εκτενές, θα ανέβαζε αρκετά ένα ως εκεί προσεγμένο βιβλίο.
Είχα καιρό να ευχαριστηθώ τόσο ένα βιβλίο! Ο Ζουργός μας έδωσε ένα διαμαντάκι! Θαυμάσια γλώσσα, που μας θυμίζει τις αρετές της καλής λογοτεχνίας. Κείμενο που ισορροπεί μεταξύ δράσης κ συναισθήματος με φόντο την Θεσσαλονίκη, την Αθήνα κ την Ερμούπολη του 1880 - 1912. Πλοκή ικανή να σε κρατήσει, αλλά χωρίς να είναι αυτό το δυνατό χαρτί του βιβλίου. Ο Ζουργός έχει πλάσει χαρακτήρες αληθινούς, όχι αληθοφανείς, με βάθος. Ο ίδιος αναφέρεται στο επίμετρο στα δάνεια του από την "Ηλίθιο" του Ντοστογέφσκι. Υπάρχει αυτή η αύρα του κλασικού σε όλο το βιβλίο. Κλασικού με την έννοια ότι σε 50 χρόνια, μάλλον θα διαβάζεται ακόμη - το ίδιο άνετα όπως και σήμερα.
Άλλο ένα αρκετά καλό μυθιστόρημα του Ζουργού, το οποίο μας παρέχει πληροφορίες για την καθημερινότητα στην Ελλάδα των τελών του 19ου αιώνα και αρχών του 20ου. Παρόλαυτά, η πλοκή δε με τράβηξε όσο τα προηγούμενα μυθιστορήματα του, τα οποία είχα τη χαρά να διαβάσω. Εν αναμονή του επόμενου...
«παλιές και νέες χώρες» του Ισίδωρου Ζουργού. Η Λεύκα Κηρομάνου, η πρωταγωνίστρια μας, είναι μια γυναίκα ορφανή υιοθετημένη που η ζωή της έφερε έτσι τα πράγματα ώστε να γίνει σκληρή ,σχεδόν αναίσθητη και αυταρχική ,προκειμένου να επιζήσει σε μια κοινωνία που δεν έχει θέση για γυναίκες που δεν έχουν προστάτη τους έναν άνδρα. Όπως λέει και η ίδια : «Παράξενο! Να ζεις κάτω από την ανελέητη εξουσία της φτώχειας, αλλά ως γυναίκα να είσαι πιο ελεύθερη από την κάθε έγκλειστη δεσποινίδα καλής οικογενείας». Ο έτερος πρωταγωνιστής ο Μιχαήλ ,αντίθετα είναι ένας ρομαντικός και ευαίσθητος νέος ,σχεδόν αφελής και ονειροπόλος που επίσης δεν ταιριάζει στον κόσμο εκείνο που θέλει τους άνδρες δυναμικούς και σκληρούς επιχειρηματίες .Ένα ψέμα που ξεκινά σαν αστείο ένα βράδυ στα φοιτητικά στέκια του Παρισιού ,κάνει τον Μιχαήλ να ψάχνει απεγνωσμένα την Λεύκα και να την βλέπει σαν σανίδα σωτηρίας του, μετά την ρήξη που είχε με την οικογένεια του, που τον προόριζε για άλλα πράγματα. Ένα μυθιστόρημα 400 σχεδόν σελίδων στο οποίο έχει γίνει μεγάλη ιστορική μελέτη της εποχής 1880 έως την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Η κοινή πορεία των πρωταγωνιστών θα ξεκινήσει από τη Θεσσαλονίκη ,θα βρεθούν στην Αθήνα, θα φτάσουν στην άγονη γραμμή της ψαθούρας και θα ξανασυναντηθούν στην Θεσσαλονίκη.Oι ζωές των ηρώων ,είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγραφίζει την κοινωνία εκείνης της εποχής με τις άμαξες και τους αμαξάδες ,τις υπηρέτριες στα σπίτια που έπεφταν θύματα των ξαναμμένων αφεντικών ,την πατριαρχία ,την πλήξη των κοριτσιών της καλής κοινωνίας ,την καταπίεση της γυναίκας ,τις κοινωνικές και ταξικές διαφορές κτλ. Πολύ ενδιαφέρουσα και η τοπογραφική μελέτη της περιοχής της Θεσσαλονίκης ,εκεί που αγόραζε η Λεύκα χωράφια για να επενδύσει τα χρήματα της ,είναι σήμερα κτισμένα τα σπίτια μας στο Αρσακλή. Η γλώσσα με την οποία γράφει ο Ζουργός είναι χαρακτηριστική, λυρική, πλούσια σε ευφάνταστες παρομοιώσεις και γεμάτη περίτεχνες εκφράσεις ,πλέον ξέρουμε τι να περιμένουμε, ενώ το προηγούμενο βιβλίο του, το «Περί της εαυτού ψυχής» με κούρασε με το μέγεθος και την λυρικότητα της περιγραφής του 12ου αιώνα, αυτό διαβάζεται πολύ ευχάριστα με την γνωστή ατμόσφαιρα του τόπου και της εποχής που χτίζει ο Ζουργός.
Κριτική στα Ελληνικά πιο κάτω... 2½/5 Ridiculous plot and characters. Ornate writting style and extensive historical research doesn't suffice to make it a good read. 2½/5 Δυστυχώς παρά την ιδιαίτερη γραφή του Ζουργού και τη δεδομένα αρκετή ιστορική έρευνα που ρίχνει όταν γράφει τα βιβλία του, το βιβλίο αυτό ήταν μέτριο, για να μην πω κακό. Αρχίζει με μία εξωφρενική κι απίστευτη σκηνή και συνεχίζει με δύο κεντρικούς χαρακτήρες που δεν πείθουν με τίποτα, με μπρος-πίσω στο χρόνο και κάποιες αλλαγές στον τρόπο/πρόσωπο αφήγησης που ξενίζουν και πήγαινε-έλα της ιστορίας σε διαφορετικές τοποθεσίες που μοιάζουν εντελώς τεχνητά.
Είναι γνωστό σφάλμα στα ιστορικά μυθιστορήματα να προσθέτει ένας συγγραφέας κι ένα ακόμα γεγονός, κι έναν ακόμα τόπο, και μία ακόμα λεπτομέρεια που δεν κολλάει με την πλοκή απλά γιατί θέλει να βάλει αυτή την πληροφορία στο βιβλίο του. Το θέμα είναι ότι στο συγκεκριμένο βιβλίο, αυτό το σφάλμα δεν το ένοιωσα μόνο σε κάποιες στιγμές, αλλά συνεχώς. Η αφήγηση δεν είχε φυσική ροή.
Επιπλέον αναφορές στο έργο του Βερν πέρασαν και δεν ακούμπησαν, όπως και κλασσικά στοιχεία σαπουνόπερας με φτωχές πλην πιστές παραδουλεύτρες, τον γιό-"αδερφό"-γκόμενό μας τον σοσιαλιστή, την δυναμική γυναίκα σε μία πατριαρχική εποχή που όμως τελικά "λιώνει" για έναν άνδρα και θα ήθελε τα παιδιά του και διάφορες άλλες ασυναρτησίες που κάτι θα μπορούσαν να πουν, αλλά τελικά δεν είπαν και πολλά. Ακόμα και τα βασικά ιστορικά γεγονότα των δεκαετιών εκείνων τα ακουμπάει πολύ επιδερμικά ο συγγραφέας. Το τέλος ας μην το σχολιάσω καλύτερα...
Γενικά κάτι με χάλασε στις "Παλιές και νέες χώρες". Το σώζει όσο το σώζει ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής και μια κάποια ατμόσφαιρα του τόπου και της εποχής που χτίζει ο Ζουργός. Σαν να τον πίεζε ο εκδότης να παραδώσει ένα έργο που δεν ήταν ακόμα έτοιμο κι εκείνος να συνένωσε βιαστικά πρωτόλειο υλικό σε μία προσπάθεια να το παρουσιάσει σαν ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, έτσι μου έμοιασε το βιβλίο τελικά... 2½/5
Πρώτη επαφή με έργο του Ζουργού αυτή, χωρίς να με ενθουσιάσει. Το βιβλίο είναι άψογο από άποψη γραμματικής και συντακτικού και ο χειρισμός της γλώσσας είναι καλός, όμως... Κύριο πρόβλημα οι δύο βασικοί χαρακτήρες, οι οποίοι δεν πείθουν, δεν έχουν αληθοφάνεια. Και η πλοκή είναι κάπως επίπεδη, η κορύφωση είναι δύσκολο να ανιχνευτεί, μάλλον πρόκειται για μικρές κορυφώσεις, ίσως απλά να πρόκειται για σημεία καμπής και τίποτα παραπάνω. Το βασικότερο, ωστόσο, μειονέκτημα, είναι ότι δεν αισθάνθηκα να μπαίνω στο κλίμα της εποχής και συγκεκριμένα την περίοδο 1884 με 1890 που κατά βάση καλύπτει το έργο, πλέον κάποιων αναδρομών. Πολλή κουβέντα για τη (μη) θέση της γυναίκας στον χώρο των επιχειρήσεων και μια εντελώς επιφανειακή αναφορά στην εργατική τάξη της εποχής, μέχρι εκεί. Αρκετές πληροφορίες συνωστίζονται με τη μορφή ονομάτων ανθρώπων, κτιρίων και περιοχών αλλά μοιάζουν ξύλινες. Χώρια που με χαλάει αυτή η μόδα της παράθεσης "βιβλιογραφίας" στο τέλος. Δεν είναι δοκίμιο, ούτε ακαδημαϊκή εργασία, όποιες πηγές κι αν διάβασε ο συγγραφέας θα μπορούσαν να αναφερθούν πολύ πιο συνοπτικά, κατά τη γνώμη μου πάντα. Δεν προσδίδει κύρος η "επίδειξη" της "έρευνας" που έλαβε χώρα, είναι αυτονόητο, στο κάτω κάτω, όταν θες να γράψεις ιστορικό μυθιστόρημα να ερευνάς. Θα επιδιώξω να ξαναδιαβάσω Ζουργό, ο οποίος χαίρει εκτίμησης από μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού, ίσως αυτό να μην ήταν το καλύτερο βιβλίο του και να τον αδικώ. ΥΓ: ο τίτλος μάλλον άτυχος, οι "νέες χώρες", ως όρος, εμφανίστηκαν μετά τι τέλος των βαλκανικών πολέμων.
Όπως σε κάθε του βιβλίο, ο συγγραφέας κάνει εμπεριστατωμένη έρευνα και επιλέγει ιστορικό πλαίσιο που δεν συνηθίζεται ιδιαίτερα, όπως εδώ την εποχή που η Ελλάδα δεν συμπεριλάμβανε όλες τις περιοχές στα βόρεια και ιδίως την Θεσσαλονίκη. Η γραφή είναι λυρική με την ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα και μου άρεσε πολύ, όπως και η αναβίωση των περιοχών αυτών, της ντοπιολαλιάς, των συνηθειών, των ανθρώπων και μιας εποχής ολόκληρης που σήμερα δεν φαίνεται σχεδόν πουθενά. Η ιστορία βέβαια έχει μια βασική αδυναμία, τελειώνει με έναν τουλάχιστον αλλοπρόσαλλο τρόπο και από ένα σημείο και μετά μοιάζει σαν οι χαρακτήρες να περιφέρονται χωρίς ψυχολογική συνέπεια από περιοχή σε περιοχή μόνο και μόνο επειδή μοιάζουν ενδιαφέρουσες και είναι κρίμα να μην γραφεί κάτι γι' αυτές. Και ο τρόπος που τελειώνει, σαν να γράφηκε στο πόδι. Μου θύμισε εκείνες τις σειρές, τις σαπουνόπερες που ξεκινούν με όλες τις προσδοκίες, με ένα σωρό ηθοποιούς αλλά πατώνει σε ακροαματικότητα γι' αυτό και κόβουν την πλοκή όπως όπως σε ένα αχταρμά. Παρόλα αυτά, ο Ζουργός αποτελεί την συμπάθειά μου ως προς τον τρόπο γραφής του, καθώς και για το ιδιαίτερο ιστορικό πλαίσιο που επιλέγει.
Σπουδαία η γραφή του Ζουργού, όπως πάντα. Τώρα ίσως όχι τόσο λυρική όσο στο «Περί της εαυτού ψυχής». Πιθανόν λόγω της διαφοράς των αφηγητών. Εξαιρετικά δομημένοι χαρακτήρες, ζουν το δράμα τους σε ένα πλούσιο σκηνικό, γεμάτο ιστορικές και κοινωνικές αναφορές. Λόγος πλούσιος, λεξιλόγιο αξεπέραστο, ευφάνταστες παρομοιώσεις. Ο Ζουργός (εκ των κορυφαίων εν ζωή συγγραφέων, κατά την άποψή μου) πάλι μας έδωσε ένα σπουδαίο βιβλίο.
«Παράξενο! Να ζεις κάτω από την ανελέητη εξουσία της φτώχειας, αλλά ως γυναίκα να είσαι πιο ελεύθερη από την κάθε έγκλειστη δεσποινίδα καλής οικογενείας»
Τα 2 αστερια δίνονται μόνο για την γνώση της εποχής και την ερευνα πάνω στην περίοδο αυτή . Παλι Θεσσαλονίκη , παλι οθωμανική περίοδος, και αυτήν την φορα με μια γλώσσα υπερβολικά "δουλεμενη" , γεμάτη αχρείαστες μεταφορές πχ σελ 216 "οι λέξεις έστηναν θυμωνιες, ενω από κάτω οι αρουραίοι εκαναν φωλιές και γεννοβολούσαν" η λίγο πιο μετα " τα σκιρτήματα του ανάγλυφου στον χάρτη και τα οικόπεδα της στρατόσφαιρας άνωθεν" Με απώθησε τοσο το είδος της γραφης οσο και οι κεντρικοί χαρακτήρες που δεν με έπεισαν ουτε μια στιγμή. Από περιέργεια το τελείωσα και σίγουρα από οσα εχω διαβάσει το κατατάσσω ως το χειρότερο .Καμιά σχέση με Αλμονσινο η Ανεμωλια.
Όσοι αγαπούν τον Ζουργό θα διαβάσουν παραπάνω από ευχάριστα και αυτό το νέο του βιβλίο.
Το ύφος γνωστό, η διήγηση προσεγμένη και με πολλά ιστορικά στοιχεία που μπλέκουν ευχάριστα με την υπόθεση, η ανάγνωση κυλάει σαν νερό... Αλλά... Λείπει αυτή η σπίθα που υπήρχε στις κορυφές του συγγραφέα.
Η υπόθεση ευχάριστη αλλά όχι ιδιαίτερη. Τα καλολογικά, ενώ σε προηγούμενα βιβλία εντασσόταν αρμονικά στη διήγηση, πλέον μοιάζουν επιτηδευμένα, διάσπαρτα στρατηγικά, απλά για να τραβήξουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ας είναι. Περιμένω περισσότερα από τα επόμενα βιβλία του συγγραφέα. Αυτός μου δημιούργησε τις υψηλές προσδοκίες, άλλωστε.
Φανερά επηρεασμένος από τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, ο Ισίδωρος Ζουργός μας παρουσιάζει τον δικό του πρίγκιπα Μίσκιν, τον Μιχαήλ Δέδε, έναν ευαίσθητο άντρα που προσπαθεί να κάνει το καλό, που φέρεται ως παιδί, που γίνεται ο περίγελος των άλλων, επειδή ακριβώς είναι τόσο διαφορετικός από αυτούς. Όπως πάντα ο Ζουργός έχει κάνει μια σοβαρή ιστορική έρευνα και μας παρουσιάζει την Θεσσαλονίκη των τελών του 19ου αιώνα, μια εντελώς διαφορετική πόλη από αυτή που γνωρίζουμε: ένα ξένο κράτος γεμάτο Βούλγαρους, Τούρκους και Εβραίους.
Κλασσικός και αγαπημένος Ισίδωρος Ζουργός, βυθοσκοπεί τους βαθειά ανθρώπινους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες του και τους τοποθετεί σε συγκλονιστικές ιστορικές στιγμές. Οι χαρακτήρες του Ισιδώρου Ζουγρού είναι πάντα επαναστάτες της εποχής τους, εσωστρεφείς, διαφορετικοί από το περιβάλλον τους, γοητευτικοί και ανθρώπινοι και πάντα ταυτίζεις κομμάτια του εαυτού σου με αυτούς. Και πάντα παρούσα στα έργα του η Θεσσαλονίκη, πάντα η Θεσσαλονίκη της οποίας το φως δεν ημέρεψε από κανέναν Παρθενώνα, γι΄αυτό ίσως είναι τόσο άγριο, ανόθευτο και συναρπαστικό.
Ένα πολύ όμορφο μυθιστόρημα. Μια καταγραφή των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν στην Ελλάδα μέσω της ιστορίας του Μιχαήλ και της Λεύκας ( βέβαια,.όπως αναφέρει στο σημείωμα ο συγγραφέας κάποια γεγονότα συνέβησαν με λίγη διαφορετικής σειρά). Μιχαήλ: Ένας άνθρωπος αφελής αρκετές φορές αθεράπευτα ρομαντικός και εκνευριστικα ανόητος. Λευκά: μια γυναίκα που προσπαθεί να επιβιώσει σε μια ανδροκρατούμενη εποχή. Τα καταφέρνει γίνοντας και αυτή μια γυναίκα με παντελόνια. Ένα αστείο, μια φάρσα θα τους φέρει μαζί, αλλά τελικά τίποτα δεν μένει για πάντα...Αυτό που μενει είναι εμείς πως θέλουμε αυτό που πέθανε να το χωνέψουμε μέσα μας ώστε να προχωρήσουμε.
ενδιαφέρον, με πλήθος πληροφορίας και καλή γραφή όπως συνήθως στα βιβλία του, θα βοηθούσε λίγη ακόμα ένταση στην καταγραφή του ιστορικού πλαισίου όπου εξελίσσεται η μυθοπλασία. Αν και το κοινωνικό πλαίσιο αποδίδεται άρτια, σε αρκετά σημεία η οριζόντια, χωρίς εξάρσεις "απαρίθμηση" των ιστορικών γεγονότων κουράζει, δυσκολεύοντας τη ροή της μυθιστορίας. Δυνατή η σύνδεση με τους παράκτιους φάρους και τα σχετικά της μηνύματα.
Ο Ζουργός καταγράφεται πλέον ως ένας από τους μεγάλους συγγραφής της εποχής μας. Το νέο του βιβλίο ακολουθώντας το στυλ των προηγούμενων βιβλίων του, μας προσφέρει μια εκπληκτική ακόμα ιστορία βαλμένη μέσα στην Ιστορία.