Την «κυρα-Σοφία» τη γνώρισα σ’ ένα χωριό της Κρήτης, μικρό παιδί εγώ τότε, γύρω στα 1950.
Θυμάμαι πόσο όμορφη μου φαινότανε τότε. Θυμάμαι που, όταν άπλωνε τα ρούχα στα σκοινιά, έμοιαζε σαν να χόρευε παράξενους χορούς.
Κι όταν άρχιζε το τραγούδι στο σιδέρωμα, όλα γίνονταν αλλιώτικα. Σαν να χαμογελούσανε. Σαν να λάμπανε...
Μέσα μου πίστευα πως ήταν μάγισσα. Μα τη φοβόμουνα πολύ να της το πω.
Περάσανε πολλά χρόνια... Κάποτε τη συνάντησα τυχαία στην Αθήνα. Με προσκάλεσε στο σπίτι της κι εκεί, κουβέντα στην κουβέντα, ξαναθυμήθηκε την ιστορία της. «Μια μπόρα ήταν η ζωή μου. Μια μπόρα δίχως έλεος... Ούτ’ εγώ δεν μπορώ να καταλάβω πώς βάσταξα. Να μη δίνει, παιδί μου, ο Θεός στον άνθρωπο όσα δύναται να σηκώσει...»
Προσπάθησα να γράψω αυτό το βιβλίο όπως θα το ’γραφε εκείνη, αν ήξερε γράμματα. Σαν να κρατούσε, ας πούμε, κάποιο ημερολόγιο σ’ αυτή την μπόρα, που δεν είχε έλεος...
Γεννήθηκα στο Νιο Χωριό, πολύ κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Η μάνα μου, ονειροπόλα... Όσο ήμουνα παιδί, η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες έως τραγικές καταστάσεις. Έτσι, αναγκάστηκα να ψάχνω από τότε τα μονοπάτια της φυγής. Εκείνη την εποχή μιλούσα με τα δέντρα, τις κάργιες που φώλιαζαν στα κυπαρίσσια του κήπου μας, τους θάμνους και τις πέτρες. Μου άρεσε, ακόμη, να φέρνω στο μυαλό μου διάφορες λέξεις και ν` ανακαλύπτω το χρώμα και τη μυρουδιά τους.
Τελείωσα τη Γαλλική Σχολή κι ύστερα ήρθα στην Αθήνα με τ` όνειρο ν` αλλάξω τον κόσμο. Άρχισα τις επαναστάσεις και τις ανατροπές και το μόνο που κατάφερα ήταν να σπάω συνεχώς τα μούτρα μου. Ευτυχώς που όλα έγιναν έτσι ακριβώς όπως έγιναν. Χαλάλι. Είδα, έμαθα κι ένιωσα τόσα πολλά!
Όταν κατάλαβα πως δεν μπορούσα ν` αλλάξω τον κόσμο, είπα: εντάξει, θ` αλλάξω τον εαυτό μου. Πολύ το διασκέδασα που την πάτησα κι εκεί. Τελικά σκέφτομαι, προς το παρόν δηλαδή γιατί πάντα το ψάχνω, πως επανάσταση είναι να `χεις τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά· να επιμένεις, ν` αγαπάς τη ζωή και να φροντίζεις να μην τη μολύνεις με το πέρασμά σου.
Όσο για το γράψιμο, έγραφα από παιδί. Το πρώτο μου γραφτό ήταν ένα ραβασάκι στο Θεό. Η αλήθεια είναι πως, όταν μεγάλωσα αρκετά, έκανα φιλότιμες προσπάθειες να μην μπλεχτώ στα γρανάζια της λογοτεχνίας. Φοβόμουνα μήπως κάποια μέρα αυτή η ιστορία με καπελώσει. Μάταιος κόπος! Φαίνεται πως μερικοί γεννιούνται με τούτη την περίεργη διαστροφή στο κεφαλάκι τους. Τουλάχιστον με παρηγορεί το γεγονός, πως το καπέλο μου δε μου `κρυψε ποτέ τα μάτια και τ` αφτιά μου.
Λατρεψα την Αλκυονη Παπαδακη οπως λατρεψα κ την ηρωιδα της! Η Σοφια Κανετακη, μια γυναικα χτυπημενη απο τη μοιρα. Απο τη στιγμη που χηρευει βιωνει μια ζωη γεματη ανηφορες. Αυτοθιαζεται για τα παιδια της. Θα ανταμειφθει ομως; Βιωνει τον ρατσισμο κ την κακεντρεχεια απο τους συγχωριανους της. Παρα τις δυσκολιες δε χαμηλωνει το κεφαλι, παλευει κ προσπαθει να επιβιωσει κ να αναθρεψει τα παιδια της. Αποφασιζει να εγκαταλειψει το χωριο κ να μετακομισει στην Αθηνα περιμενοντας να ζησει τη μεγαλη ζωη. Αναζητα ενα καλυτερο μελλον για την ιδια αλλα κ για τα παιδια της. Θα τα καταφερει;; Μια γυναικα που ζητουσε λυτρωση, συμπονοια, αγαπη,κατανοηση, ασφαλεια... Εξαιρετικη γραφη, επικοινωνιακη, ρεαλιστικη, αμεση κ συγκινησιακη. Γλωσσα που τσακιζει με τις αληθειες της αλλα ταυτοχρονα σε αγγιζει. Μια ιστορια χωρις υπερβολες που θα παρασυρει συναισθηματικα κ τον πιο σκληρο ανθρωπο. Υ.Γ. Θα διαβασω οπωσδηποτε και τα υπολοιπα της συγγραφεως!
Αντικειμενικά από τα πιο θλιβερά βιβλία που έχω διαβάσει. Είναι ενδιαφέρον πάντως πως η Α.Π. μπορεί μέσα από έναν λόγο απλό, "χωριάτικο" να φτάνει έναν λυρισμό που θα ζήλευαν και οι πιο "λόγιοι" πεζογράφοι.
Μέσα από μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, γνωρίζουμε την Σοφία Κανετάκη και γινόμαστε θεατές της μαρτυρικής ζωής της. Είναι 25 χρονών, χήρα, με δυο παιδιά τον Παρασκευά και την Άννα. Ζούνε σε ένα χωριό της Κρήτης και η καθημερινή ζωή τους είναι ένας αγώνας επιβίωσης, ένας Γολγοθάς. Δεν έχουν μόνο να αντιμετωπίσουν την φτώχεια, την πείνα και την ανέχεια, αλλά και την απόρριψη, την περιφρόνηση και την κατακραυγή του κοινωνικού συνόλου. Και ίσως τίποτα από αυτά να μην συνέβαινε αν η Σοφία δεν είχε τσαγανό και γλώσσα κοφτερή. Γυναίκα υπερήφανη, δεν σκύβει το κεφάλι, δεν καταπίνει προσβολές από κανέναν, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της και παλεύει με νύχια και με δόντια ενάντια σε όλους για να αναθρέψει τα παιδιά της. Άντρας και γυναίκα, μάνα και πατέρας μαζί. Μπορεί κάποιες στιγμές να λύγισε, να απελπίστηκε, να πόνεσε και να έκλαψε, αλλά δεν υπέκυψε, δεν έπεσε κάτω. Πάλεψε. Μια ζωή αυτό έκανε.
Η ζωή της την οδηγεί σε αδιέξοδο και μόνη λύση είναι ή ο θάνατος ή η φυγή. Οπλίζεται με κουράγιο και αποφασιστικότητα, παίρνει τα παιδιά της και φεύγει για την Αθήνα, διεκδικώντας μια καλύτερη ζωή για όλους. Ο Θεός δεν την είχε ξεχάσει, ίσως την λυπήθηκε, και η καινούργια τους ζωή ξεκίνησε με χαρούμενα χρώματα. Επιτέλους αντάμωσαν ένα κομμάτι γης και μια αχτίδα του ήλιου να χαϊδέψει γλυκά τα πρόσωπά τους και να ζωγραφίσει επάνω τους την χαρά και την ευτυχία. Πόσο όμως κρατάει η ευτυχία;
Μετά από 20 χρόνια ξαναδιάβασα αυτό το βιβλίο της κ. Αλκυόνης Παπαδάκη και τα συναισθήματά μου παραμένουν ακριβώς τα ίδια, όπως τότε. Με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή με την λυρική γραφή της, το αστείρευτο ταλέντο της και το χάρισμα που έχει μέσα από μια απλή γλώσσα να αποδίδει τα συναισθήματα και τον ψυχισμό των ηρώων της. Απλά μοναδική. Ότι και να γράψω για αυτή την συγγραφέα είναι πολύ λίγο, ωχριά μπροστά στο μεγαλείο και την δύναμη της πένας της. Συγχαρητήρια!!
Από τα καλύτερα της Παπαδάκη που έχω διαβάσει μέχρι τώρα. Όπως πάντα, η γραφή της είναι απλή, γλαφυρή, ατόφια, άμεση. Οι χαρακτήρες είναι ζωντανοί, πολυδιάστατοι, δύσκολο να πιστέψεις ότι δεν είναι υπαρκτά πρόσωπα. Η φωνή της Σοφίας μιλά απ' ευθείας στην καρδιά κάθε γυναίκας που έχει πονέσει στη ζωή της, που θυσιάστηκε για τα παιδιά της και βίωσε την αχαριστία, την αδικία και την μοναξιά.
Κάθε φορά που διαβάζω και ένα βιβλίο της την θαυμάζω για το αστείρευτο ταλέντο της.Είναι ένα βιβλίο γεμάτο με καθημερινά συναισθήματα και η αναφορά της προσφοράς της μάνας προς τα παιδιά της,θυσιάζοντας κάθε επιθυμία της είναι τόσο πολύ καλά δοσμένη που αγγίζει τον κάθε αναγνώστη.
Είναι το πρώτο βιβλίο που έχω διαβάσει από την Αλκυόνη Παπαδάκη.
Παρά τα στενάχωρα στοιχεία του και το πόσο "τοξική" μπορεί να φανεί σε κάποιες εκφάνσεις της η ηρωίδα του μυθιστορήματος, απόλαυσα το διάβασμα του, με το ύφος, τις περιγραφές και τη ροή.
«Αχ! Μάτια που δε βλέπονται, γρή��ορα λησμονιούνται. Αυτό ξέρω εγώ. Τα λόγια είναι σύννεφα. Μόλις φυσήξει αέρας, τα παρασέρνει... Αλίμονό του όποιος επίστεψε στα λόγια. Γιατί ο άθρωπος, σκέφτομαι πολλές φορές, μοιάζει σαν το σαλιγκάρι. ΄Οπου περνά, αφήνει σάλιο. Σάλιο που στεγνώνει και φαίνεται τη νύχτα με το φεγγάρι, σαν απλωμένο μετάξι. Πρέπει να μάθει κανείς να το γνωρίζει. Σάλιο είναι. Τίποτις άλλο...»
Η Αλκυόνη Παπαδάκη αποτυπώνει με γραφή απλή, γλαφυρή και άμεση, τη ζωή μιας γυναίκας δυναμικής και εξαιρετικά ανεξάρτητης, που ενώ δοκιμάζεται, καταφέρνει να κρατά το κεφάλι ψηλά σε μία κοινωνία που οι απόψεις της μεταβάλλονται με γοργούς ρυθμούς. Οι χαρακτήρες είναι ζωντανοί, πολυδιάστατοι, καθημερινοί, άνθρωποι της διπλανής πόρτας.
"Μωρέ, ο Χριστός που του κάνουνε τόσες δόξες και τιμές, σταυρώθηκε μια φορά. Κι εγώ που σταυρώνομαι κάθε μέρα, ποιος θα μ' ανταμείψει;" Αυτές οι δυο γραμμές συνοψίζουν πολύ όμορφα το βιβλίο.