Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε την πολιτική, οικονομική και ένοπλη συνεργασία με τον κατακτητή, όπως εκδηλώθηκε στον νομό Αττικής. Μέσα από τη μελέτη αρχείων που για πρώτη φορά δημοσιοποιούνται, περιγράφεται η δράση αυτών που συνεργάστηκαν, εξετάζονται οι λόγοι και οι μηχανισμοί ανάπτυξης του φαινομένου της συνεργασίας καθώς και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που ευνόησαν την εμφάνισή της. Οι πολιτικές που ακολούθησαν οι τρεις ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, ο ρόλος εμπόρων, βιομηχάνων, πολιτικών μηχανικών και άλλων στις οικονομικές συναλλαγές με τους κατακτητές, η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των Ελλήνων πρακτόρων των Ες-Ες και άλλων, που συγκρότησαν το ένοπλο σκέλος της συνεργασίας, και η δικαστική τους αντιμετώπιση μετά το τέλος της κατοχής, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της μελέτης.
Η συνεργασία με τον κατακτητή χαρακτήρισε την καθημερινότητα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες, δήμαρχοι, δικαστές, ιερείς, δημοσιογράφοι, συνεργάστηκαν στενά με τις αρχές κατοχής, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Η αρχικά διαφαινόμενη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο, ο αντικομμουνισμός, η απόκτηση γρήγορου και εύκολου πλούτου, η ιδεολογική ταύτιση με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, η ανάγκη επιβίωσης, ήταν μερικοί από αυτούς. Στην Ελλάδα, αν και έχουν περάσει 80 ολόκληρα χρόνια από το τέλος της κατοχής, το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή εξακολουθεί να αποτελεί θέμα-ταμπού. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής λήθης που ακολούθησαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες του πρωτόγνωρου, σε ένταση και έκταση, συλλογικού τραύματος που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η συνεργασία. Η συνεργασία με τον κατακτητή υπήρξε η αφετηρία του νέου διχασμού, ο οποίος, με τη συμβολή και άλλων παραγόντων, οδήγησε στις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχής, των Δεκεμβριανών και τελικά στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940.
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης (γεν. στην Αθήνα το 1970) έλαβε πτυχίο οικονομικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο Πειραιά και στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο τομέα της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αρθρογραφεί σε επιστημονικά περιοδικά και έχει διοργανώσει, ως ιδρυτικό μέλος του Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, δύο συνέδρια για τη δεκαετία του 1940 και για την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στην περίοδο της Κατοχής ενώ παράλληλα ασχολείται με την τοπική και προφορική ιστορία και την ιστορία της Αθήνας.
Κοντά μήνα έκανα να διαβάσω το βιβλίο. Υπήρχαν βράδια που δεν μπορούσα να γυρίσω τις σελίδες, που ένιωθα ένα μεγάλο βάρος στο στήθος, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ (οκ, έχω ένα θέμα με τον ύπνο, αλλά και πάλι). Με έκανε να συνειδητοποιήσω ξανά το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην Ιστορία των σχολικών βιβλίων και στην ιστορική έρευνα εκεί έξω. Και κάπως ένιωσα ξανά άσχημα όχι μόνο για αυτά που μας μάθαιναν, αλλά κυρίως για αυτά που δεν μας έλεγαν.
Τι κρατάω από το βιβλίο; Σε γενικές γραμμές, τρία πράγματα. Ότι δεν αντισταθήκαμε όλοι απέναντι στους Γερμανούς -υπήρχαν άνθρωποι που συνειδητά συνεργάστηκαν μαζί τους, και δεν ήταν μειοψηφία. Ότι η ατιμωρησία των δωσίλογων ήταν εγκληματική; Δεν ξέρω ποια είναι η κατάλληλη λέξη. Και ότι ανέδειξε το πως ο αντικομμουνισμός αποτέλεσε τη βάση για τη συνεργασία με τους κατακτητές. Με λίγα λόγια, κρατάω ότι Οι δωσίλογοι δημιουργούν ρωγμές στο εθνικό μας αφήγημα.
Με ζόρισε πολύ αυτό το βιβλίο. Από την άλλη, χαίρομαι -αν είναι αυτή η σωστή λέξη- που το διάβασα.
Διαβάζοντας αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο γίνεται εύκολο να αντιληφθεί και να καταλάβει κανείς ποιες είναι οι σημαντικότερες αιτίες που έχουν οδηγήσει σήμερα την Ελλάδα στην κατηγορία failed state.
Καταπληκτικό βιβλίο. Για το πως κάποιοι συνέλληνες έχτισαν περιουσία μέσω της φρικωδιας, πως έμειναν ατιμώρητοι, και πως τελικά το ελληνικό κράτος έχει συνέχεια ακόμα και υπό ναζιστική διοίκηση.
Σοβαρή και τεκμηριωμένη έρευνα πάνω στο φαινόμενο της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις, δεν μπορεί παρά να αφήσει με αισθήματα θλίψης τον αναγνώστη για μερικές από τις χειρότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Από τα βιβλία που πρέπει να διαβαστούν και να αποτελέσουν βάση για συζήτηση και σκέψη. Το συστήνω σε όλους, ειδικά στους φίλους της ιστορίας και σε όσους πιστεύουν ότι πρέπει να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε με ειλικρινή και εποικοδομητικό τρόπο και τις σκοτεινές πτυχές του συλλογικού μας παρελθόντος.
1) Μένουμε Ελλάδα (βασικό!). Οι πιο προχωρημένοι μένουν Ελλάδα 2.0.
2)Ρίχνουμε στην κατσαρόλα λίγο "Οι Δωσίλογοι: Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής" και ανακατεύουμε για κάνα μήνα.
3)Όσο το μάτι είναι αναμμένο για τα επόμενα 96' βάζουμε να δούμε "Μάθε παιδί μου γράμματα" και μαζί με τον Τσάκωνα κάνουμε τους δικού μας υπολογισμούς.
4)Για να ανέβει το κέφι βάζουμε να ακούσουμε λίγο "Να δεις τι σου 'χω για μετά" από Παπακωνσταντίνου και Μαχαιρίτσα.
5) Αισθάνεσαι μια δυσφορία και λες να ανοίξεις το παράθυρο, αλλά αν είναι καλοκαίρι μπαίνουν στάχτες στο σπίτι σου και αν είναι χειμώνας κινδυνεύεις να πλημμυρίσεις, οπότε το κλείνεις και πας για ύπνο μήπως και φτιάξει η κατάσταση.
Συγχαρητήρια, μένεις κι εσύ Ελλάδα!
...
Τι γράφεις για ένα βιβλίο που κάθε σελίδα του ρίχνει μάπες που θα ζήλευε και ο Μάικ Τάισον; Είναι ευανάγνωστο και η έρευνα του Χαραλαμπίδη καταπληκτική. Στα κάνει όλα ταλιράκια.
Τώρα, αν είχαμε Υπουργείο Παιδείας με κοχόνες (και όχι Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων) θα έπρεπε από τη μέρα κυκλοφορίας του βιβλίου να τα έσκαγε χοντρά στις εκδόσεις Αλεξάνδρεια ώστε κάθε μαθητής να πάρει τσαμπέ το βιβλίο σπιτάκι του -και ας το διαβάσει σε δέκα χρόνια, ίσως το διαβάσουν οι γονείς του, δεν έχει σημασία. Αλλά όχι, τι είναι τα βιβλία για να τα σκάσει η κυβέρνηση; Μεγάλος περίπατος; Άσε που μετά όλοι αυτοί θα έπρεπε να κάνουν μερικές δύσκολες κουβεντούλες με τους ψηφοφόρους τους, οπότε είναι καλύτερη τακτική να ενσαρκώσουν λίγο τον ρόλο του Διαμαντόπουλου στο "Μάθε παιδί μου γράμματα" και να πουν απλά "μα αυτά τα λένε οι κομμουνισταί" και να συνεχίσουν τα δικά τους.
Τέλος πάντων, τι άλλο να πει κανείς; Αγοράστε το, διαβάστε το και δώστε το σε όποιον ενδιαφέρεται να το διαβάσει. Για εμένα είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει το 2024.
Αδικία. Αυτή η λέξη «τριβέλιζε» το μυαλό μου από τις πρώτες γραμμές ανάγνωσης αυτού του βιβλίου. Αδικία για τα ατιμώρητα εγκλήματα της εποχής, αδικία γιατί στα σχολεία δε γίνεται καμία ιστορικά ακριβή περιγραφή της σύγχρονης ιστορίας, αδικία γιατί μέχρι σήμερα δεν έχει τολμήσει κανείς να αγγίξει το ευαίσθητο αυτό θέμα ώστε να γίνουν τα πρώτα βήματα για να επουλωθεί η πληγή του Εμφυλίου μέσα από αμοιβαίες επιτροπές, αποδοχή των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν, μνημεία και κατανόηση, όπως έπραξαν, με κόπο, οι Ισπανοί μετά το δικό τους αιματηρό εμφύλιο.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα με τεράστια ιστορία την οποία δυστυχώς δε γνωρίζουμε. Μια ιστορία με πολλά μελανά σημεία που κανείς δε θέλει να έρθει αντιμέτωπος με αυτές και διαχρονικά οι κυβερνήσεις επέλεξαν τα σχολικά βιβλία να είναι ωραιοποιημένα ή γραμμένα με τέτοιο τρόπο που να απωθεί τη περαιτέρω ενασχόληση με την ιστορία μας.
Μία από τις πιο «μαύρες» σελίδες της ιστορίας είναι και το διάστημα της Κατοχής όπου χιλιάδες συμπολίτες δε δίστασαν να συνταχθούν με τον κατακτητή, όχι από επιβολή, αλλά από επιλογή. Πρέπει να τονιστεί ότι σε αυτή τη σύμπραξη δε συμμετείχαν μόνο άτομα που αποτελούσαν τα τάγματα ασφαλείας ή προδότες με κουκούλα, ένας βολικός κατά τα άλλα μύθος, αλλά άτομα από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Εργοστασιάρχες, έμποροι, βιομήχανοι, στρατιωτικοί, πολιτικοί, Χωροφυλακή και φυσικά καθημερινοί πολίτες που ήταν εκεί για τη «βρώμικη» δουλειά ώστε να μη λερώνονται κάποιοι σε ανώτερα κλιμάκια.
Ο κύριος Χαραλαμπίδης, έχοντας εμβαθύνει στη περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, μας προσφέρει ένα βιβλίο εξαιρετικά δομημένο, και ιστορικά ακριβές, μέσα από ενδελεχή έρευνα στα αρχεία των Αθηνών, μαρτυρίες, βιβλία και εφημερίδες τις εποχής! Στο βιβλίο βλέπουμε την ευκολία με την οποία συμπολίτες μας συνεργάστηκαν με τους Ναζί, τις δοσοληψίες που γινόντουσαν, τον τρόπο δράσης της Χωροφυλακής, των ταγμάτων ασφαλείας, τα βασανιστήρια εις βάρος κομμουνιστών και αντιστασιακών, τα περίφημα «μπλόκα» που έσπερναν τον τρόμο, καθώς και τα δικαστήρια – παρωδίες που είχαν φτάσει σε σημείο να αποκαλούνται χλευαστικά ως «αθωοτήρια» για τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τους δωσίλογους εθελοτυφλώντας μπροστά σε καταφανή εγκλήματα!
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για αυτό το διαμάντι που πρέπει να κοσμεί όλες τις βιβλιοθήκες και να διαβαστεί από όλους, αλλά τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη, προς τον υφυπουργό των Εργατικών στην Αγγλία, συμπυκνώνουν τα συναισθήματα της αδικίας και του θυμού που «κόχλαζε» στα στήθια του λαού:
«Κι όταν έφυγε ο καταχτητής και περιμέναμε όλοι ελευθερία και δικαίωση των εθνικών μας ελπίδων έγινε κάτι το απροσδόκητο, μοναδικό στον κόσμο: Οι προδότες κι οι δοσίλογοι πήραν ουσιαστικά την εξουσία κι οι ελευθερωτές φυλακίστηκαν, ξορίστηκαν κι ο λαός πεινά και τα εθνικά μας δίκαια κινδυνεύουν. Η αντεπανάσταση, που τη γέννησε ο τραγικός Δεκέμβρης, λυμαίνεται σήμερα την Ελλάδα – το στρατό, τη χωροφυλακή, την αστυνομία, τον κρατικό μηχανισμό. Στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή μας επικρατούν οι δυνάμεις του σκοτεινού αναχρονισμού, της άπληστης οικονομικής ολιγαρχίας και της πατριδοκάπηλης ξετσιπωσιάς.»
Το παρόν βιβλίο αναλύει την πολυεπίπεδη συνεργασία Ελλήνων με τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές κατά τη διάρκεια της Κατοχής, από τους μαυραγορίτες και κατοχικούς πρωθυπουργούς μέχρι τη χωροφυλακή και τα Τάγματα Ασφαλείας. Είναι πραγματικά εξοργιστική αφενός η ατιμωρησία αυτών που ευθύνονται για το θάνατο εκατοντάδων αντιστασιακών και απλών αμάχων, αφετέρου το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς που είχαν οικονομικές συναλλαγές με τον κατακτητή θησαύρισαν και απέκτησαν πάμπολλα ακίνητα-φιλέτα στην Αθήνα. Όπως και το βιβλίο για τα Δεκεμβριανά του ίδιου συγγραφέα πρόκειται για αντικειμενική προσέγγιση βασισμένη σε πηγές της εποχής.
Εξαιρετική αποτύπωση του φαινόμενου του δωσιλογισμού στην Αθήνα στα χρόνια της κατοχής καλύπτοντας το πολιτικό, οικονομικό και ένοπλο κομμάτι, με το τελευταίο να είναι και το πλέον ενδιαφέρον για εμένα.
Ένα βιβλίο σταθμός για την νεότερη ιστορία της Ελλάδας στα μαύρα χρόνια της κατοχής το οποίο πρέπει να διαβαστεί απ' όλους! Γραμμένο χωρίς συναίσθημα αλλά με αυστηρή τεκμηρίωση εκατοντάδες παραπομπές, μια χρονοβόρα και δύσκολη επιστημονική εργασία που σπάνια συναντάμε.
Το πιο συγκλονιστικό βιβλίο το οποίο έχω διαβάσει ποτέ. Είναι απίστευτα τα εγκλήματα τα οποία έγιναν από τους ίδιους τους Έλληνες στην κατοχή και έπειτα όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν ποτέ, αλλά και επιβραβεύτηκαν.
Τι έγραψε ο άνθρωπος. Αυτό το βιβλίο θα πρέπει να διαβαστεί από όλους. Οργή θα έπρεπε να λέγεται. Πάντα θα επιστρέφω, σαν σε φόρο τιμής, για τους αληθινούς ήρωες της αντίστασης: τους αγωνιστές του ΕΑΜ, τους άδικα δολοφονημένους αθώους, για τους Εβραίους, τα παιδιά, τους Αρμένιους, σε όλους αυτούς που τα αποβράσματα οι γερμανοτσολιάδες έκλεψαν βίασαν σκότωσαν. Πάντα θα λέω το όνομα Ηλέκτρα Αποστόλου, θα σκέφτομαι τους τρεις αγωνιστές στο κάστρο του Υμηττού, την εκατόμβη στην Κοκκινιά και στα άλλα μπλόκα, τους βασανισμούς, τα κελιά, το μίσος πάλι, πάντα απέναντι στο ναζισμό, στην αποκτήνωση, στη θηριωδία, πάντα απέναντι στη λήθη
Στο βιβλίο υπάρχουν ονόματα, υπομνήσεις, πηγές, αναφορές και άλλες τεκμηριώσεις. Είναι ένα διαμάντι
Ένα συγκλονιστικό βιβλίο που σκαλίζει σαν πυρωμένο σίδερο την μνήμη του λαού μας. Όσο κι αν ανοίγει πληγές, είναι απαραίτητο ανάγνωσμα για την κατανόηση όλης της μετέπειτα πορείας της χώρας. Δυσάρεστο και προς το τέλος αποτρόπαιο, σε κάνει να κοιτάξεις την ιστορική αλήθεια κατάματα. Κι αυτό που βλέπεις είναι τόσο φρικαλέο που εύχεσαι (φοβάμαι μάταια) να μην ξαναζήσει κανείς στον κόσμο τέτοιες στιγμές. Η τελευταία λέξη του βιβλίου είναι η σκληρή σύνοψη των γεγονότων: Αδικία.
Πόση αδικία μπορεί να αντέξει ένας λαός; Όπως φαίνεται, μέσα από τις ιστορικές πηγές, τα μάλα. Και όταν αυτοί που Τον κυβερνούν, τάσσονται με τα συμφέροντα του κατακτητή / του δωσιλόγου / του ισχυρού, τα πράγματα φτάνουν σε κωμικό τραγικές καταστάσεις όπως οι δικές των δωσιλόγων. ( "όλοι" αθώοι)
Βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί από όλους και ιδίως από τη νέα γενιά, για να καταλάβουν πως λειτουργεί η δικαιοσύνη στην Ελλάδα και όχι μόνο.
Ότι και να πεις ειναι λίγο, αγανάκτηση, αδικία, σιχαμαρα, φρίκη, αηδία και άλλα τέτοια ήταν όσα ένιωθα ενω διάβαζα το βιβλίο αυτό, από την αρχή του βιβλίου μέχρι στη κυριολεξια το τελος διαβάζεις για εγκληματιες οι οποίοι στο τέλος αθωώθηκαν, πέρα από ελάχιστους που δικαίως εκτέλεσε το ΕΑΜ όλοι οι συνεργάτες των Γερμανών αθωώθηκαν, πως είναι δυνατόν να έχει συμβεί κάτι τετοιο! και πως είναι δυνατόν στην πορεια να ενσωματωθηκαν σχεδόν όλοι στον κρατικό μηχανισμο, για άλλη μια φορά αποδυκνειεται περίτρανα ότι το ελληνικό κράτος οφείλει να καταστραφει, το οφείλει σε όλους μας.
Η πρώτη μου επαφή με τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη, έγινε μέσα από τους εξαιρετικούς περιπάτους που διοργάνωνε στο κέντρο της Αθήνας, φωτίζοντας σημεία της πρωτεύουσας στα οποία συνέβησαν σημαντικές στιγμές, οι οποίες χρονικά είχαν να κάνουν κυρίως με την περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Το βιβλίο εστιάζει στην ίδια περίοδο, αναλύοντας διεξοδικά ένα συγκεκριμένο θέμα, τη συνεργασία πολλών με τους κατακτητές, μια συνεργασία που ήταν απαραίτητη για τους γερμανούς σε κάθε χώρα που πάτησαν το πόδι τους, κάτι που προφανώς όχι μόνο έδωσε έναυσμα για νέο διχασμό εντός της χώρας, αλλά άφησε και πολλά ανεπούλωτα τραύματα, τα οποία ποτέ δεν συζητήθηκαν επίσημα, όχι σε επίπεδο σχολικών αναφορών σίγουρα, αφού κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με το εθνικό αφήγημα πολλών κυβερνήσεων που ακολούθησαν μετά την κατοχή.
«Είδε τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Λάμπου, ο οποίος βαστούσε στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας και έλεγε “με την διαταγήν αυτής θα πιω αίμα”…»
Ο Χαραλαμπίδης έχει κάνει λεπτομερή τεκμηριωμένη έρευνα χρόνων, παρουσιάζοντας συγκεκριμένα στοιχεία και μέσα από πολλές δυσκολίες που είχε να κάνει με την πρόσβαση στα επίσημα αρχεία της εποχής. Φυσικά δε λείπουν μαρτυρίες και αναφορές σε κείμενα από βιβλία και εφημερίδες. Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των ανθρώπων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, όχι μόνο των τριών κατοχικών κυβερνήσεων, αλλά και πλήθος άλλων πολιτικών, δικαστών και δημάρχων, μέχρι ιερείς, επιχειρηματίες και δημοσιογράφους.
Οι λόγοι που κάποιος το έκανε αυτό δεν ήταν ίδιοι για όλους, αλλά σε κάθε περίπτωση ο εύκολος πλουτισμός, ο αντικομουνισμός αλλά και η ιδεολογική ταύτιση με αυτούς που φαινόταν πως θα κέρδιζαν τον πόλεμο οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα. Το γεγονός πως η συν��ργασία δεν έγινε από επιβολή αλλά από επιλογή είναι και το πιο στενάχωρο όσο διαβάζεις το βιβλίο, αφού κάποιοι πάτησαν κυριολεκτικά επί πτωμάτων. Αλλά δεν ήταν μόνο οι δολοφονίες ή η παράδοση στους Γερμανούς όλων όσων θεωρούνταν “αντιφρονούντες”, ήταν η δημιουργία τεράστιας περιουσίας για κάποιους μέσω της υφαρπαγής ακινήτων για ένα κομμάτι ψωμί.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να πιάσει σε κάθε κεφάλαιο και μια διαφορετική πτυχή της ανίερης συνεργασίας, την πολιτική συνεργασία, της κατοχικές κυβερνήσεις, την οικονομική συνεργασία, την ένοπλη συνεργασία, το ρόλο της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των Ελλήνων πρακτόρων των Es-Es, ενώ γίνεται και μια αναδρομή σε κάποια από τα μπλόκα της κατοχής.
Η τοποθέτηση του Χαραλαμπίδη έχει συγκεκριμένη ιδεολογική αφετηρία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν προσπαθεί να εκβιάσει το συναίσθημα του αναγνώστη, μένει πιστός σε συγκεκριμένα στοιχεία, χωρίς να βγάζει αυθαίρετα συμπεράσματα, σε σοκαριστική αντίθεση με πολλές δικαστικές αποφάσεις της εποχής που οδήγησαν στην ατιμωρησία της πλειοψηφίας των δωσίλογων παρά τα εγκλήματα τους (είναι εξοργιστικό ότι ακόμα και αυτοί οι λίγοι που καταδικάστηκαν βρέθηκαν στην πλειοψηφία τους εκτός φυλακής μέσα σε λίγα χρόνια).
Τελικά πόσοι ήταν οι συνεργάτες των ναζί; Μια θλιβερή μειοψηφία λίγων προδοτών και τυχοδιωκτών; Ή κάπως περισσότεροι; Πόσοι όμως; Και τι απέγιναν μετά την απελευθέρωση;
Απ τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου καταρρέουν με πάταγο οι ψευδαισθήσεις με τις οποίες μεγαλώσαμε γενιά μετά τη γενιά στην μεταπολεμική περίοδο. Οι δωσίλογοι ήταν πολλοί, παρά πολλοί. Μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες ενήλικες που συνειδητά επέλεξαν να στραφούν κατά των συμπολιτών τους. Σε κάθε επίπεδο, πολιτικό, οικονομικό και επιχειρησιακό/στρατιωτικό.
Δεν εμφανίστηκαν απ το πουθενά. Υπήρχαν ρίζες βαθιές στην προπολεμική πολιτική και κοινωνική σκηνή της χώρας. Και αφορούσαν και τις δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής. Άλλωστε οι άνθρωποι τους στελέχωσαν τις κυβερνήσεις συνεργασίας και τις κατοχικές δυνάμεις ασφαλείας. Σε τέτοιο βαθμό που μπορούμε να μιλάμε και για την ελληνική κατοχή.
Η συντριπτική πλειοψηφία των δεκάδων χιλιάδων συνεργατών όχι μόνο επιβίωσε μετά την απελευθέρωση αλλά επιβραβεύτηκε κιόλας στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής αντικομμουνιστικής εκστρατείας. Η πολιτική και η αγορά τους αγκάλιασαν. Αφού πρώτα η δικαιοσύνη τους απάλλαξε από κάθε ευθύνη. Επρόκειτο για συνειδητή συγκάλυψη. Και αδικία.
Το βιβλίο του Χαραλαμπίδη ρίχνει όσο φως μπορεί στο φαινόμενο της συνεργασίας με τον κατακτητή στα γεωγραφικά πλαίσια της Αττικής. Βασισμένο σε διασταυρωμένα στοιχεία από αρχεία και μαρτυρίες, με κείμενο ζωντανό γεμάτο προσωπικές ιστορίες, το βιβλίο διαβάζεται σαν καλό σκληρό αστυνομικό. Χωρίς δηλαδή να αφήνει ελπίδα για κάτι καλύτερο απ το να προσπαθήσει κανείς να σώσει ό,τι μπορεί απ την αξιοπρέπεια του.
Σε ένα παιχνίδι στημένο απ την αρχή. Όπου οι μεγάλοι παίχτες γνωρίζουν καλά γιατί έκαψαν τα αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γιατί εξαφάνισαν όλο το ανακριτικό υλικό από τις δίκες φάρσα των δωσίλογων και γιατί, ακόμα και σήμερα, τα αρχεία των σωμάτων ασφαλείας εκείνης της περιόδου παραμένουν κλειδωμένα.
Μία από τις πιο τεκμηριωμένες και συστηματικές μελέτες για το ζήτημα της συνεργασίας με τους κατακτητές κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Πρόκειται για ένα έργο που βασίζεται σε πρωτογενείς πηγές, αρχειακό υλικό, μαρτυρίες και προσεκτική ανάλυση των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών παραμέτρων που οδήγησαν Έλληνες πολίτες να συνταχθούν με τις δυνάμεις του Άξονα.
Ο Χαραλαμπίδης δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή των δοσίλογων και των εγκλημάτων τους, αλλά εξετάζει τις βαθύτερες αιτίες της συνεργασίας. Αναλύει τις κοινωνικές διαστρωματώσεις των συνεργατών των κατακτητών, τη σύνδεσή τους με προπολεμικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ, καθώς και τη στάση του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας απέναντί τους μετά την απελευθέρωση. Το βιβλίο αναδεικνύει ότι ο δοσιλογισμός δεν ήταν ένα τυχαίο ή μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά μια πολιτική και ταξική επιλογή, που συνδέεται με τον αντικομμουνισμό, τον εθνικισμό και τη διατήρηση της εξουσίας των προπολεμικών ελίτ.
Παρουσιάζει το ζήτημα του δοσιλογισμού όχι μόνο ως πράξη προδοσίας, αλλά και ως μέρος μιας βαθύτερης πολιτικής διαμάχης που κορυφώθηκε στα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Επιπλέον, αναδεικνύει πώς πολλοί από τους συνεργάτες των Γερμανών όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν μετά την Κατοχή, αλλά συχνά ενσωματώθηκαν στον κρατικό μηχανισμό της μετεμφυλιακής Ελλάδας, αξιοποιούμενοι στον αντικομμουνιστικό αγώνα.
Είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται να κατανοήσει τη σύγχρονη ελληνική ιστορία μέσα από μια κριτική και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση. Δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, καθώς φέρνει στο φως μια επώδυνη αλήθεια, αλλά είναι απαραίτητο για όσους θέλουν να ξεφύγουν από τις εύκολες αφηγήσεις και να κατανοήσουν τις συνέπειες του δοσιλογισμού στην ελληνική κοινωνία.
Απαραίτητη η συμβολή τέτοιων βιβλίων όπως του Μενέλαου Χαραλαμπίδη και απολύτως αναγκαία η πώλησή τους σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός και η γραφή της ιστορίας από ανθρώπους όπως ο Στάθης Καλύβας που προωθούνται από συγκεκριμένα συστημικά κέντρα, δεξιά και ακροδεξιά, έχουν κάνει μεγάλη ζημιά στη δημόσια ιστορία και μνήμη. Η δεξιά ξαναγράφει την ιστορία και επαναπροσδιορίζει τη μνήμη, με σκοπό να αποβάλλει από πάνω της την ίδια της την ιστορία του 20ου αιώνα, μια ιστορία γεμάτη προδοσία, δολοφονίες, βασανιστήρια, βιασμούς φυλακίσεις, εκκαθαρίσεις, διαφθορά, αρπαγές, κατάλυση του κράτους και δημιουργία τζακιών που κρατούν μέχρι σήμερα. Η χώρα εκδημοκρατίστηκε ως ένα βαθμό από το 1981 και μετά από τη σοσιαλδημοκρατία. Μέχρι τότε ήταν άντρο των δεξιών δωσίλογων-μετεμφυλιακών-χουντικών δολοφόνων, οι οποίοι καθόριζαν κατά το δοκούν την τύχη των ανθρώπινων ζωών στην ελληνική κοινωνία και του πλούτου αυτής της χώρας. Σήμερα, ο Μητσοτακισμός, αυτός ο ιδιότυπος αυταρχισμός, απόλυτου ελέγχου και διαφθοράς, ασκεί μια άλλου είδους αλλά εξίσου έντονη βία, συμπιέζοντας τη διαβίωση της γενιάς των Millenials και των Gen-Z.
Μια διεξοδικη μελετη των αρχειων του κρατους, για ενα τεραστιο εγκλημα που δεν τιμωρηθηκε ποτε: τη συνεργασια με εναν κατακτητη.
Ο συγγραφεας μπορει σε καποια σημεια να δωσει την εντυπωση οτι μεροληπτει, μεχρι να τα διαβασει καποιος δευτερη φορα. Οταν υπαρχει ξεκαθαρα θυμα και θυτης, δεν τιθεται ζητημα μεροληψιας στο να πεις ποιος ειναι τι.
Σε γενικες γραμμες ισχυει οτι η ιστορια δεν ειναι ασπρο ή μαυρο, καμια φορα ομως οι ενδιαμεσες αποχρωσεις φερνουν ξεκαθαρα στο ενα απο τα δυο. Μια τετοια περιπτωση ειναι και η κατοχη, και το μετακατοχικο σκουπιδοκρατος που αθωωσε πρακτικα ολους τους προδοτες, δινοντας τους μαλιστα ανταλλαγματα επειδη ανηκαν στο αντικομμουνιστικο στρατοπεδο.
Μόλις τελειώσεις το διάβασμα της εξαιρετικής δουλειάς του Μενέλαου Χαραλαμπίδη νιώθει την ανάγκη να το διαβάζεις ξανά . Και αυτό γιατί με μια καταπληκτική τεκμηρίωση καταρρίπτει έναν προς έναν τους εθνικούς μύθους γύρω απο το εύρος, τα επίπεδα και τις μορφές της συνεργασίας με τους Γερμανούς κατακτητές. Επειδή σαν λαός μας αρέσει να βαυκαλιζόμαστε με εύσχημα παραμύθια, ας αποφασίσουμε, μεσα απο τέτοιες δουλειές, να δούμε την πραγματικότητα ακόμα και αν χρειαστεί να χάσουμε για λίγο (;) τον μακάριο ύπνο μας .
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης ολοκληρώνοντας την εκπληκτική τριλογία του για τη δεκαετία του 1940 έρχεται να αναπτύξει κι εδώ το θέμα σε όλες του τις διαστάσεις. Πως προέκυψαν οι δοσίλογοι, πως έδρασαν και πως απέφυγαν την τιμωρία που σε άλλες χώρες ήταν αυτονόητη. Το βιβλίο μας ταξιδεύει στο παρελθόν «διαβάζοντάς» μας μερικές από τις πιο ντροπιαστικές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας και παραθέτοντας αδιαμφισβήτητα στοιχεία για τον δοσιλογισμό και τα Τάγματα Ασφαλείας.
Μια ενδελεχοτατη ανάλυση της συνεργασιας με τον κατακτητή. Ο συνδυασμός προσωπικών αφηγήσεων με μια ευρύτερη ανάλυση του φαινομένου παρουσιάζει την πραγματικότητα αυτή από κάθε μεριά και καθιστά το βιβλίο ιδιαίτερα ευδιαβαστο αναλογικά με τις πληροφορίες που παρέχει και βαρύτητα τους. Πολλές ήταν βέβαια οι φορές που η φρικαλεότητα και η αδικία με έκαναν να σταματήσω να διαβάζω.
Η ασυδοσία και ατιμωρησία δεν παύει να εκπλήσσει και να προκαλεί οργή ποτέ.
Αριστούργημα που διαβάζεται με κόμπο στο στομάχι οσο η αφήγηση προχωρά από την οικονομική και πολιτική συνεργασία στην ένοπλη σύγκρουση. Η ωμή βία στα μπλόκα αντηχεί την απόλυτη περιφρόνηση στην ανθρώπινη ζωή μέσα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Διόλου τυχαία, το βιβλίο έχει κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις: ο κόσμος θέλει να διαβάσει για την περίοδο που διαμόρφωσε τη σύγχρονη Ελλάδα.
Μια σημείωση: το βιβλίο αναφέρεται σχεδόν ολοκληρωτικά στην περιοχή Αθηνών και Πειραιώς.