Σέριφος, τέλη 19ου αιώνα. Ο Περσέας Κονόμος σκοτώνεται δουλεύοντας σε μια γαλαρία και ο φιλόδοξος Δρακούλης, δεξί χέρι του Εμίλ Γκρόμαν, αφεντικού των μεταλλείων αλλά και του νησιού, με απειλές, τιμωρίες και βία, απομακρύνει από πάνω τους όλες τις κατηγορίες για ελλιπή μέτρα ασφαλείας. Η χήρα του Κονόμου, φοβούμενη μήπως ο γιος της κάποτε ζητήσει εκδίκηση, δεν θα του αποκαλύψει ποιον θεωρεί υπεύθυνο και έτσι δεν θα μπορέσει να τον αποτρέψει, μεγαλώνοντας, να πιάσει δουλειά στα μεταλλεία. Εκεί, εμπνευσμένος από τον φλογερό επαναστάτη Κώνσταντη Σπέρα, θα προσπαθήσει να αφυπνίσει τους συμπατριώτες και συναδέρφους του να απαιτήσουν επιτέλους τα δικαιώματά τους. Την ίδια εποχή θα γνωριστεί με το μοναδικό κορίτσι του νησιού που ούτε τα μάτια του δεν θα ’πρεπε να σηκώσει πάνω της. Ένας δυνατός έρωτας, ενάντια σε όλες τις συμβάσεις της κοινωνίας, του τόπου και της εποχής, θα προκύψει στο σιδερένιο νησί.
Η Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες σε τομείς που αντικείμενό τους έχουν την επικοινωνία (μάρκετινγκ, δημόσιες σχέσεις, οργάνωση εκδηλώσεων/συνεδρίων, εκδόσεις). Σήμερα εργάζεται ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας της εταιρείας "Εγνατία Οδός" Α.Ε. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.
Με αφετηρία ένα ιστορικό γεγονός των αρχών του προηγούμενου αιώνα η συγγραφέας χτίζει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για τους ανθρώπους κ την εποχή.
Σέριφος ,το σιδηρονησι ,ένας βράχος στο Αιγαίο έγινε σημείο εμβληματικών γεγονότων το 1916 με την αιματοβαμμένη απεργία των μεταλλωρύχων. Η Κόντζογλου μας περιγράφει τον τρόπο ζωής των κατοίκων,τα ήθη κ τα έθιμα μ'ενα μαγικό τρόπο διεισδύοντας χαρισματικά στις ψυχές των ηρώων της έτσι ώστε οι χαρακτήρες να μας φαίνονται τόσο οικείοι όσο κ διακριτοί κάνοντας την διήγηση να κυλάει σαν ποτάμι που παρόλη τη φαινομενική ηρεμία του μας παρασέρνει να τ'ακολουθήσουμε.
Πολλοί απ'τους ήρωες ήταν υπαρκτά πρόσωπα κ υπάρχουν στο κείμενο με τα αληθινά ονόματα τους.Ο σεβασμός στα ιστορικά γεγονότα είναι χαρακτηριστικός προσδίδοντας στο κείμενο τη δύναμη κ τη μεστότητα της ιστορικής ματιάς μετά από 100 κ πλέον χρόνια. Στο θέμα της περιγραφής των τοπίων, των χώρων κ της φύσης δεν έχουμε υπερβολές, δίνονται ακριβώς όσα στοιχεία μας χρειάζονται για να δημιουργήσουμε τις εικόνες στη φαντασία μας.Εδώ θα ήθελα να κάνω μία διαπίστωση. Ψάχνοντας λίγο στο internet βρήκα πολλές πληροφορίες και σχημάτισα μία πλήρη εικόνα της Σερίφου που με βοήθησε αφάνταστα να προσδιορίζω εύκολα τους τόπους δράσεις ,δίνοντας μου μία κινηματογραφική εμπειρία. Κάτι που με στεναχώρησε είναι ότι το έργο κόβεται απότομα πριν την απεργία κ μην γνωρίζοντας ότι είναι διλογία με άφησε στα κρύα του λουτρού...Ευτυχώς κυκλοφόρησε ήδη το δεύτερο μέρος κ θα μπω αμέσως στη συνέχεια της ιστορίας πριν χάσω την αίσθηση του πρώτου.
Μη σας φοβίσει ο όγκος των 600 σελίδων διαβάζεται εύκολα κ ευχάριστα
Ο Γερμανός Εμίλ Γκρόμαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα, εγκαθίσταται στη Σέριφο, παρέα με τον Δρακούλη, το δεξί του χέρι και αναλαμβάνει τα μεταλλεία του νησιού. Σε μία από τις στοές, χάνει τη ζωή του ο Περσέας Κονόμος. Η Κατερινέτα, η χήρα του, μεγαλώνει το γιό της μαζί με τον θείο του άντρα της, τον μόνο που δεν τους γύρισε την πλάτη. Τα χρόνια περνούν, ο Δρακούλης παντρεύεται και χηρεύει, ο μικρός Περσέας μεγαλώνει και τα μεταλλεία συνεχίζουν να απομυζούν τους κατοίκους του νησιού, με τις άθλιες συνθήκες εργασίας και τους πενιχρούς μισθούς. Η συγγραφέας, σε αυτό το μέρος της διλογίας της, μας γνωρίζει τους κατοίκους του νησιού, τον τρόπο ζωής τους μα και την μυθολογική ιστορία του, μας συστήνει τους ήρωές της που θα οδηγήσουν στην ματωμένη απεργία που κύρηξαν οι μεταλλωρύχοι, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, τήρηση των μέτρων ασφαλείας και φυσικά αύξηση του πενιχρού ημερομισθίου, τηη αποία θα διαβάσουμε στο δεύτερο και τελευταίο μέρος της διλογίας. Έχοντας επισκεφτεί τη Σέριφο το καλοκαίρι του '23, οι περιγραφές του νησιού και των περιοχών ήταν τόσο ζωντανές και οικείες για μένα...
"Ο μύθος του Περσέα και της Ανδρομέδας ζωντάνεψε στον τόπο που γεννήθηκε....καλύτερα να χάσεις μιαν αγάπη, παρά να μην τη βρεις ποτέ.."
Σέριφος, ένα μικρό νησί με κατοίκους που αγωνίζονται να επιβιώσουν με ελάχιστες καλλιέργειες και με σκληρή καθημερινότητα. Η γη του όμως είναι πλούσια σε μετάλλευμα και γι’ αυτό μπαίνει στο στόχαστρο επιτήδειων που θέλουν να πλουτίσουν άκοπα και γρήγορα. Έτσι, το 1886 εγκαθίσταται στη Σέριφο ο Εμίλ Γκρόμαν κι αρχίζει να εξορύσσει ορυκτό πλούτο μέσα σε απάνθρωπες και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας για τους ανθρώπους που αναγκάζονται να μπουν στη δούλεψή του. Άνθρωποι που δουλεύουν από ήλιο σε ήλιο κι ευελπιστούν για ένα παραπάνω κομμάτι ψωμί πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και μέσα σε αυτό το πλαίσιο γεννιούνται και μεγαλώνουν οι ήρωες της νέας διλογίας της Μαίρης Κόντζογλου.
Στο πρώτο βιβλίο, στον «Αποσπερίτη», πιάνουμε το νήμα από την αρχή και γνωρίζουμε τις συνθήκες στο νησί από τα τέλη του 19ου αιώνα ως την πρώτη δεκαετία του 20ού. Με συγγραφική μαεστρία, διεισδυτικά ψυχογραφήματα, άφθαστη καταγραφή ανθρώπων και κουλτούρας, βιώνουμε τις συνθήκες εκμετάλλευσης του τόπου από τον Εμίλ Γκρόμαν και ταυτόχρονα την ανύπαρκτη θέση της γυναίκας σε μια κλειστή κοινωνία που πνίγει κάθε της πρωτοβουλία και όνειρο. Οι βασικοί πρωταγωνιστές του έργου είναι ο Περσέας και η Δανάη, που, σαν τους συνονόματούς τους ήρωες της σερφιώτικης μυθολογίας, ζουν έναν μεγάλο έρωτα που κινδυνεύει όταν μπαίνει στη μέση το κήτος του συμφέροντος. Μόνο που στο πρώτο βιβλίο της σειράς γνωρίζουμε τους γεννήτορές τους, οι οποίοι έχουν μια εξίσου συναρπαστική ιστορία και βάζουν τα θεμέλια της πλοκής που θα κορυφωθεί στο δεύτερο.
Το 1886 ο καιροσκόπος Εμίλ Γκρόμαν, με γνώσεις και επαγγελματική κατάρτιση, αποφασισμένος να πλουτίσει, έρχεται στην Ελλάδα και αναλαμβάνει τα μεταλλεία Σερίφου: δεν απαιτούνται υποδομές και επενδύσεις, η επιλογή του δε θα επηρεάσει τα σχέδια των ανθρώπων που εκμεταλλεύονται τα μεταλλεία Λαυρίου, θα απασχολήσει ανειδίκευτους και άρα κακοπληρωμένους εργάτες, αγνοώντας τα μέσα προστασίας και ό,τι ορίζεται για την αμοιβή τους, ελλείψει σωματείων, η Σέριφος είναι μακριά και το κράτος την παράτησε στην τύχη της, οπότε με αυτά τα σχέδια ο Γκρόμαν μπορεί να βγάλει πολύ μεγάλα κέρδη και μάλιστα κάτω από τη μύτη τυχόν επιτηρητών του! Σχεδιάζει πολύ προσεκτικά τα ύπουλα σχέδιά του, καταστρώνει τρόπους να ξεγελάσει τους εκπροσώπους, εφαρμόζει απάτες, συκοφαντίες, τα πάντα. Πώς όμως θα τον υποδεχτούν οι κάτοικοι του νησιού και πώς θα τους πείσει να εγκαταλείψουν ζώα και χωράφια για να έρθουν στη δούλεψή του, ειδικά από τη στιγμή που ήδη προσπάθησαν δύο εργολάβοι πριν από αυτόν με ολέθρια για την οικονομία του νησιού αποτελέσματα; Στο πλάι του Γκρόμαν βρίσκεται ο Ανδρεάκος Δρακούλης, ο γερμανόφωνος διερμηνέας που όρισε η Εταιρεία Λαυρίου με την οποία συνήψε τη συμφωνία για την εκμετάλλευση της Σερίφου, ένας άνθρωπος που συμπληρώνει σε κακία, μοχθηρία, δολιότητα το αφεντικό του. Εκμεταλλεύεται στο μέγιστο την ευκαιρία που βρήκε για μια πιο μόνιμη δουλειά ως δεξί χέρι του Γερμανού, προσπαθεί να βρει τρόπους να του φανεί απαραίτητος και χρήσιμος για να μείνει κοντά του όσο γίνεται περισσότερο. Σταδιακά γίνεται εξίσου άπληστος με αυτόν, διαφεντεύει σχεδόν τα πάντα, σκληραίνει, αποκτά από μόνος του εξουσία στους ντόπιους και στους εργάτες, μέχρι και για γυναίκα ψάχνει. Θέλει λεφτά, θέλει σταθερότητα, θέλει να εδραιωθεί.
Ποικίλες οι αντιδράσεις από την υποδοχή του ξένου, με τους περισσότερους να προσμένουν ψωμί, χωρίς να έχουν όμως ξεχάσει πως μόνο το αίμα τούς ήπιαν όσοι πάτησαν το πόδι τους στο νησί. Δάκρυζα από οργή όταν ο Γκρόμαν μοίραζε υποσχέσεις και αγαθοεργίες πατώντας πάνω στα όνειρα των ντόπιων. Απομονωμένοι, άνθρωποι αγνοί και αθώοι, δεν ξέρουν πως τέτοιες φιλανθρωπίες είναι πάγια τακτική των εταιρειών που εκμεταλλεύονται μεταλλεία. Σιδερένια πυγμή, χωρίς ευαισθησίες, «η φτώχεια κοφτερό δρεπάνι πάνω από τα κεφάλια» κι έτσι οι εργάτες ενδίδουν στις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Σοβαρά ατυχήματα και πνευμονοκονίαση οι συνέπειες, συνθήκες εργασίας που χώρισαν τελικά τους εργάτες και τους έκαναν να βλέπει ο ένας τον άλλον με μισό μάτι. Ο Ζαννής Κονόμος, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης έκτασης του νησιού, στην οποία ο Γκρόμαν θέλει να επεκταθεί, είναι ο μόνος πλούσιος κάτοικος, όπου στην οικογένειά του ο λόγος του Ευαγγέλιο και στο νησί νόμος. Ο γιος του όμως θα ερωτευτεί τη φτωχή και όμορφη Κατερινέτα («να τη φάει η μάνα της δε θα τη χόρταινε», σελ. 61), η οποία μεγαλώνει με τη μάνα και τ’ αδέρφια της, αφού ο πατέρας της δεν άντεξε την οικονομική απραξία, καθώς και τη ζήλια και τις βρισιές της γυναίκας του κι απομονώθηκε σε μια καλύβα να ψαρεύει, ώσπου χάθηκε τελείως. Μαύρη και λυπημένη η ζωή της Κατερινέτας, της κόρης του Λωλοκούτρη, μέχρι που ερωτεύεται τον γιο του Ζαννή Κονόμου κι από κει και πέρα μια σειρά από γεγονότα θα τους οδηγήσουν σε κοινές αποφάσεις που θα αλλάξουν την πορεία των γεγονότων του βιβλίου. «Όλα θα πήγαιναν μια χαρά γιατί ήταν οι δυο τους, σε λίγο τρεις. Για τα άλλα είχε ο Θεός. Έτσι ξέρει ο φτωχός» (σελ. 140).
Κι έρχεται στο προσκήνιο η επόμενη γενιά των πρωταγωνιστών που θα μας συντροφέψει ως το επόμενο βιβλίο της διλογίας: ο Περσέας, ορφανός από πατέρα («Μικρά τα όνειρά του, στο μέγεθος του νησιού. Όταν θα ξεπερνούσαν το μπόι του, λίγο αργότερα, θα έπρεπε να πολεμήσει σκληρά», σελ. 372) και η Ανδρομέδα, που η θεία της ήταν να παντρευτεί αλλά η μάνα της πήρε γαμπρό, ο Κώνσταντης Σπέρας που θα δεθεί με φιλία με τον Περσέα, μεγαλωμένος σε μια πάμφτωχη οικογένεια όπου «τα δυο μεγάλα παιδιά έγλειφαν τις πέτρες να χορτάσουν την πείνα τους», ένα παιδί με ιδέες και όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, καθώς και η φιλάσθενη και επιληπτική Λόττε. Παιδιά με διαφορετικές καταβολές, άμαθα από τα οικογενειακά μυστικά που θα τους βαρύνουν στη συνέχεια, παίζουν μεταξύ τους, κάνουν παρέα, μαθαίνουν και μεγαλώνουν. Δίπλα τους, ή μάλλον απέναντί τους, βρίσκεται ο Γκέοργκ Γκρόμαν που έγινε χειρότερος από τον πατέρα του, στριφνός, ακατάδεκτος, αγενής, απότομος, απάνθρωπος, ψηλομύτης, μεγαλωμένος σε άνετο περιβάλλον αλλά με προβληματική συμπεριφορά, με γονείς που αδιαφορούσαν ή φοβόντουσαν να ασχοληθούν με την προκλητική συμπεριφορά του: «Και φταίνε όλοι. Εκείνη που τον ανάθρεψε, ο Εμίλ που δεν τον ανάθρεψε, ο Γκέοργκ που δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες τους» (σελ. 375). Το βάζει πείσμα να ξεπεράσει τον πατέρα του, είναι αποφασισμένος να καθυποτάξει τους πάντες, να γίνει σταδιακά βασικός προμηθευτής της πανίσχυρης Γερμανικής Αυτοκρατορίας, πανίσχυρος και πάμπλουτος: «Όσο είχαν παίξει οι εργάτες στα μεταλλεία τους, είχαν παίξει, ώρα τέλος! Έπρεπε να δουλέψουν πιο σκληρά, να ματώσουν» (σελ. 288). Ξεσπάει έτσι ένας εμφύλιος μεταξύ πατέρα και γιου όσο οι κάτοικοι του νησιού, με μονόδρομο επιβίωσης τα μεταλλεία, παρακολουθούν γεμάτοι αγωνία τα αποτελέσματα και ταυτόχρονα η δουλειά αυξάνεται, οι άνθρωποι αργοπεθαίνουν στις στοές.
Από σελίδα σε σελίδα ξεδιπλώνεται το χρονικό της εξόρυξης των μεταλλευμάτων της Σερίφου, τα ατυχήματα, οι αλλαγές στον κοινωνικό ιστό του νησιού, η οικιστική ανάπτυξη, οι μεταμορφώσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού της χέρσας αυτής γης. Με τη συναρπαστική γραφή της η Μαίρη Κόντζογλου δίνει μια πλήρη καταγραφή των αλλαγών των εποχών και των μέσων εξόρυξης, χαρίζοντας ανατρεπτικά γεγονότα που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον και άφατο ρεαλισμό. Δε μένει τίποτα απ’ έξω, τονίζονται με αντικειμενικότητα οι συνθήκες στις οποίες δρουν οι ήρωες του βιβλίου και το περιβάλλον στο οποίο αγωνιούν, τσακώνονται, ονειρεύονται ώστε να δικαιολογηθούν οι πράξεις και οι αντιδράσεις τους. Πρόκειται για ένα χρονικό εξαπάτησης, εκμετάλλευσης, διχόνοιας, ευτελισμού των ανθρώπων που ζητούσαν ένα κομμάτι ψωμί από έναν τυχοδιώκτη που ήρθε για να γίνει πλούσιος αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα. Μικρές ιστορίες συνοδεύουν τον κύριο άξονα της πλοκής, αίτια και αιτιατά βγαίνουν στο φως, χαρακτήρες που έρχονται και φεύγουν ή στήνουν τα γερά θεμέλια που θα μας οδηγήσουν στο δεύτερο βιβλίο, όλα αυτά συγκροτούν ένα πλούσιο σε καλλιέπεια έργο, γραμμένο με άφθονα καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις και μεταφορές: «άνοιξη στα μέσα της και η μέρα χασομεράει» (σελ. 19), «…στην ηλικία τους η ζωή είναι ένα ατέλειωτο καλοκαίρι, ώσπου να πεις δέκα σ’ αγαπώ έφευγε ο χειμώνας» (σελ. 138), «…αρχή φθινοπώρου είναι αλλά η κάψα έχει γαντζωθεί στα βράχια της Σερίφου και δεν λέει να φύγει» (σελ. 300) κ. ά. Επιπλέον, η συχνή χρήση ενεστώτα διαρκείας δίνει ένταση και ρυθμό στο κείμενο, οι διακριτικές παρεμβάσεις της συγγραφέως στη ροή («αν θέλετε τη γνώμη μου», «και εδώ πρέπει να τονίσουμε πως…» κλπ.) κάνουν την εξιστόρηση πιο προσωπική και δένουν ανεπαίσθητα τον αναγνώστη με τα προσωπικά βιώματά της κατά τη συγγραφή. Συναρπαστικές λεπτομέρειες, ρεαλισμός και παραστατικότητα, καλομελετημένοι χαρακτήρες, ενδιαφέρουσες εξελίξεις, πιστότητα και αυθεντικότητα εποχής και τόπου είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα ενός ακόμη καλογραμμένου βιβλίου της Μαίρης Κόντζογλου.
«Από ήλιο σε ήλιο» δουλεύουν οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες κάτοικοι της Σερίφου και το μυθιστόρημα μας ξεναγεί σε αυτό το ανεμοδαρμένο, άγονο, φτωχό, κακοτράχαλο νησί. Πάνω Πιάτσα, Κάστρο, η κορυφή του Τούρλου, Χώρα, Μεγάλο Λιβάδι, Κουταλάς, Μία Χωριό, Μονή Ταξιαρχών είναι οι τόποι δράσης και πότε μπαίνουμε σε σπίτια κι εκκλησίες και πότε βυθιζόμαστε στις σκοτεινές στοές, σε κεκλιμένα, φρεάτια, ράμπες, σκάλες φόρτωσης, μηχανοστάσια. Με πόση φροντίδα και σεβασμό περικλείεται ο μεταλλωρύχος: «Στη δουλειά εκείνη κάθε λεπτό μπορεί να ήταν το τελευταίο, τα βάζεις με τη γη και νικάς, έτσι νιώθεις άτρωτος, θεός. Κι αυτό ίσως να σε παρασύρει σε ακόμη πιο επικίνδυνα πράγματα. Δεν ήταν μόνο αντικειμενικά επικίνδυνη η δουλειά του μεταλλωρύχου. Ήταν και υποκειμενικά επικίνδυνη» (σελ. 367). Παράλληλα με τα συναρπαστικά γεγονότα, απότοκα της εκμετάλλευσης των Γκρόμαν, που θα οδηγήσουν στα αιματηρά γεγονότα του επόμενου βιβλίου, σε δεύτερη ανάγνωση βλέπουμε τη δύσκολη και ανύπαρκτη ουσιαστικά θέση της γυναίκας που δεν έχει αντίλογο ούτε γνώμη και άποψη αλλά δουλεύει στο σπίτι και στα χωράφια, χωρίς δικαίωμα σκέψης και μάθησης: «Γιατί το φύλο τους να μαραίνεται κατά πώς θέλουν οι άλλοι;» (σελ. 593). Επίσης, ενδιάμεσα στα κεφάλαια εξελίσσεται και η αφήγηση της μυθολογίας του νησιού, με τον βασιλιά Πολυδέκτη, τον Περσέα και τη Δανάη, τον Κηφέα και την Κασσιόπη, να βιώνουν εξίσου σκληρές και δύσκολες συνθήκες που συνδέονται άρρηκτα με τις εξελίξεις στο σήμερα, καταφέρνοντας έτσι το βιβλίο να συνενώσει το απώτερο παρελθόν με το παρόν, γιατί η Σέριφος είναι τόπος άρρηκτα δεμένος με τη μυθολογία του. Όπως τονίζει και η συγγραφέας, λίγα γράμματα γνώριζαν οι άνθρωποι, όσοι γνώριζαν, μα από στόμα σε στόμα κι από γενιά έφτασαν ως αυτούς οι μύθοι του νησιού τους. Μάλιστα, βρήκα έξυπνο τον παραλληλισμό της ιστορίας του Περσέα που σώζει την Ανδρομέδα από το κήτος, όταν η Ανδρομέδα του σήμερα υποκύπτει στις προτάσεις του κήτους της ιστορίας κι αφήνεται να φαγωθεί! Το πρώτο βιβλίο της διλογίας με τίτλο «Αποσπερίτης» είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα πλούσιο σε εξελίξεις, συναισθήματα και προβληματισμούς και μια δυνατή αρχή που θα μας οδηγήσει στο επόμενο βιβλίο.
Ένα από τα πράγματα που με κερδίζουν στα βιβλία είναι το μεράκι που έχουν ρίξει οι συγγραφείς στην ίδια την ιστορία(στην συγκεκριμένη περίπτωση αληθινά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα συνδυάζονται με μυθοπλασία), στην ανάπτυξη των χαρακτήρων αλλά και στην αγάπη που φαίνεται να έχουν σ΄έναν τόπο και στην έπμνευση που τους ασκεί ο τόπος αυτός. Μυρίζει Σέριφο το βιβλίο, τέλειες περιγραφές. Επίσης, λολ, δεν περίμενα να τελειώσε σε cliffhanger.
1885: ο Γερμανός εργολάβος Εμίλ Γκρόμαν φτάνει στο νησί για να λειτουργήσει τα ορυχεία σιδήρου της "Εταιρείας Μεταλλείων Σερίφου και Σπηλιαλέζα Λαύριον Α.Ε". Μαζί του έρχεται κι ο Δρακούλης Ανδρεάκος ως διερμηνέας, στην πραγματικότητα τυχοδιώκτης που δε σταματά πουθενά προκειμένου να κερδίσει. Η Κατερινέτα Κούτρη είναι μια όμορφη νέα κοπέλα από φτωχή οικογένεια που ερωτεύεται τον Βενιαμίν της πιο πλούσιας οικογένειας του χωριού, τον Περσέα Κονόμο. Η δύο τους θα παντρευτούν κόντρα στη θέληση των οικογενειών τους και θα κάνουν έναν γιο, αλλά η ζωή θα είναι δύσκολη. Η γραφή της Μαίρης Κόντζογλου είναι αρκούντως ποιητική και παράλληλα με τη σύγχρονη ιστορία παρουσιάζει και τον αρχαίο μύθο του Περσέα, της Ανδρομέδας αλλά και της Μέδουσας, βεβαίως-βεβαίως. Έχει κάνει έρευνα για το βιβλίο και κάποια από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι ιστορικά. Παρουσιάζει τη ζωή στη Σέριφο, αλλά και την Αίγυπτο, όπου μεταβαίνει ένας ήρωας, πρωτεργάτης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, ο Κώνσταντης Σπέρας. Η συγγραφέας κάνει μικρά σπόιλερ γι' αυτά που θα ακολουθήσουν κι αυτό από μόνο του δε με πειράζει. Είναι ένας τρόπος γραφής. Αυτό που με πείραξε είναι ότι κάποιες απ' αυτές τις αποκαλύψεις είναι για πράγματα που θα γίνουν στο δεύτερο βιβλίο. Η αφήγηση σταματά σ' ένα σημείο, που δεν το λες χάπι εντ (όχι ότι είναι απαραίτητο, αλλά κορύφωση δεν υπάρχει) και ξέρεις ότι τα σημαντικά, όπως η ιστορική απεργία των μεταλλορύχων της Σερίφου έχει μείνει απέξω, προφανώς για τη συνέχεια. Δε λέω ότι έγινε επίτηδες, αλλά είναι σαν να εκβιάζει το ενδιαφέρον σου, τη στιγμή που νόμιζα ότι όλα αυτά, τουλάχιστον η απεργία θα χωρούσε σ' ένα βιβλίο 600 σελίδων, όπως είναι αυτός ο πρώτος τόμος.
Θυμάστε που πριν από κ��μποσο καιρό σας έλεγα πως υπάρχουν βιβλία, τα οποία έρχονται να αναδείξουν/''καλύψουν'' κομμάτια της ιστορίας που δεν έχουν λάβει, έως σήμερα, την πρέπουσα σημασία καί προσοχή που τους αρμόζει; Ε, λοιπόν, εγώ αυτά τα μυθιστορήματα τα αντιμετωπίζω ως μέσο για να λάβω επιπλέον γνώσεις, πέρα από την όποια αίσθηση ψυχαγωγίας, την οποία μπορεί να μου προσφέρουν... Σε αυτήν, λοιπόν, την κατηγορία ανήκει καί το νέο μυθιστόρημα της συγγραφέως Μαίρης Κόντζογλου, με τίτλο ''Από ήλιο σε ήλιο: Αποσπερίτης", το οποίο ''ανοίγει'' την διλογία της δημιουργού με κεντρικό θέμα την ιστορική «ματωμένη απεργία της Σερίφου». Ένα γεγονός, που οφείλω να ομολογήσω πως δεν γνώριζα, μέχρι την στιγμή που ξεκίνησα την ανάγνωση του παρόντος έργου.
Όσοι/ες έχετε επισκεφθεί έστω καί ένα νησί των Κυκλάδων, σίγουρα θα σας έχει μείνει χαραγμένη η εικόνα της φαινομενικά άγονης, μα ακαταμάχητα σαγηνευτικής γης, οι μυρωδιές από θυμάρι καί ρίγανη, καθώς καί ο αλλιώτικος αιγαιοπελαγίτικος αέρας που σε παρασέρνει σε έναν χορό των αισθήσεων... Με όλα αυτά θα μπορούσα να παρομοιάσω την πένα της συγγραφέως καί το πως αποτυπώνονται οι σκέψεις της στο παρόν μυθιστόρημα. Ένα έργο αρκετά ώριμο καί σφιχτοδεμένο που δεν υπερβάλλει, ούτε χρήζει λοιπών φιοριτούρων. Μιλάμε για ένα κείμενο, με λόγο ρέοντα καί αφοπλιστικό, που σε κάνει να θέλεις να διαβάσεις το βιβλίο με μία ανάσα...
''Σέριφος, τέλη 19ου αιώνα. Ο Περσέας Κονόμος σκοτώνεται δουλεύοντας σε μια γαλαρία και ο φιλόδοξος Δρακούλης, δεξί χέρι του Εμίλ Γκρόμαν, αφεντικού των μεταλλείων αλλά και του νησιού, με απειλές, τιμωρίες και βία, απομακρύνει από πάνω τους όλες τις κατηγορίες για ελλιπή μέτρα ασφαλείας. Η χήρα του Κονόμου, φοβούμενη μήπως ο γιος της κάποτε ζητήσει εκδίκηση, δεν θα του αποκαλύψει ποιον θεωρεί υπεύθυνο και έτσι δεν θα μπορέσει να τον αποτρέψει, μεγαλώνοντας, να πιάσει δουλειά στα μεταλλεία. Εκεί, εμπνευσμένος από τον φλογερό επαναστάτη Κώνσταντη Σπέρα, θα προσπαθήσει να αφυπνίσει τους συμπατριώτες και συναδέρφους του να απαιτήσουν επιτέλους τα δικαιώματά τους. Την ίδια εποχή θα γνωριστεί με το μοναδικό κορίτσι του νησιού που ούτε τα μάτια του δεν θα ’πρεπε να σηκώσει πάνω της. Ένας δυνατός έρωτας, ενάντια σε όλες τις συμβάσεις της κοινωνίας, του τόπου και της εποχής, θα προκύψει στο σιδερένιο νησί." (Περίληψη οπισθοφύλλου)
Το παρόν έργο λειτουργεί ως ένας ''προάγγελος'' του δεύτερου βιβλίου της διλογίας, συστήνοντάς μας τα βασικά πρόσωπα, τα οποία θα μας ''συντροφεύσουν'' με τις όποιες πράξεις καί σκέψεις τους. Η συγγραφέας με μπόλικη μαεστρία -πλην των πραγματικών προσώπων- ''γεννά'' με την φαντασία της πρόσωπα πράγματι αληθοφανή, που κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι ο καθένας καί η καθεμία από εμάς. Αυτό μας βοηθά να ταυτιστούμε, ή καί όχι μαζί τους, να αναπτύξουμε ποικίλα συναισθήματα καί να νιώσουμε σαν να είμαστε κι εμείς με την σειρά μας αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας...
Ιστορία καί μυθολογία... Μυθολογία καί ιστορία... Τα όρια μεταξύ τους τόσο εμφανή, μα τόσο αλληλένδετες μεταξύ τους που η συγγραφέας μοιάζει σαν να έχει καταφέρει να κάνει το απόλυτο πάντρεμα καί να ''γεννάται'' η αλήθεια μέσα από τον μύθο, ακολουθώντας μία φαινομενικά παράλληλη πορεία με ένα τέλος ( ; ) αβέβαιο, μέχρι την στιγμή που θα φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να δώσει τις όποιες οριστικές απαντήσεις καί λύσεις... Ξέρω η αναμονή φαντάζει μακρά μέχρι την έκδοση του επόμενου έργου, αλλά θεωρώ πως αξίζει... Αναζητήστε το! Καλή ανάγνωση.
Να σας μαρτυρήσω κάτι; Είμαι από τα ελάχιστα ελληνικά ερπετά που τις Κυκλάδες, τις έχω δει μέσα από τον χάρτη. Οπότε, το μόνο που ξέρω από τη Σέριφο, είναι πως ανήκει στις Κυκλάδες. Τόσο καλή πατριδογνωσία. Το πρώτο βιβλίο της διλογίας της Κόντζογλου διαδραματίζεται στη Σέριφο των αρχών του 20ου αιώνα. Τόπος μικρός, σκληρός και φτωχός. Πολύ φτωχός… τόσο φτωχός που δεν είχες κανέναν λόγο να τον επισκεφτείς, καθώς τότε ούτε οι γαλάζιες παραλίες ήταν της μοδός, ούτε τα rooms to let, πόσω δε τα υπόσκαφα πεντάστερα. Η ευχή και κατάρα του τόπου όμως ήταν πως έμοιαζε με τις γεροντοκόρες της εποχής. Πρόσωπο που δεν βλέπεται (άγονα χωράφια) αλλά καρδιά μάλαμα (πλούσιο υπέδαφος)… κι έτσι ο Γερμανός Εμίλ Γκρόμαν ρίχνει τη ζαριά του κι αναλαμβάνει τα μεταλλεία… Είναι φιλόδοξος, θέλει να γίνει πλούσιος, να την «πει» στον πεθερό του και να δείξει στη γυναίκα του πως είναι αντάξιος της… Και δίπλα στον Γκρόμαν και την οικογένειά του, ο απαραίτητος Έλληνας – σπιούνος συνεργάτης, ο Δρακούλης (όνομα και πράμα)… και η Κατερινέτα, μια όμορφη κοπέλα που άκουσον – άκουσον, τόλμησε να ερωτευτεί τον μικρό γιο του «άρχοντα του νησιού» και τούμπαλιν. Σφάλμα μεγάλον… και από τον έρωτα αυτό, θα γεννηθεί ο Περσέας… όχι ο μυθολογικός, αυτή είναι άλλη ιστορία… Ο Εμίλ Γκρόμαν και η οικογένειά του είναι πρόσωπα αληθινά, με σάρκα και οστά που πέρασαν από την τούτη μάταιη γη… οι συνθήκες των μεταλλωρύχων επίσης… Το βιβλίο με κέρδισε γιατί με έβγαλε από ένα περίεργο readers block που με κατέτρεχε… έφυγε σαν νερό… και ήταν ένα ωραίο σκηνικό της Σερίφου εκείνης της εποχής… και σε προετοίμαζε γι’αυτό που θα γινόταν στο δεύτερο βιβλίο… Πεντάρι λοιπόν γιατί νίκησε το readers block μου και μια υπόσχεση πως ίσως επισκεφτώ τη Σέριφο…
Πολύ καλή γραφή, νιώθεις πολλές φορές ότι είσαι στη Σέριφο και πετάς από χωριό σε χωριό για να δεις τι κάνουν οι ήρωες. Οι χαρακτήρες ωραία πλασμένοι, οι ιστορίες τους πλέκονται περίτεχνα. Θεωρώ όμως ότι η συγγραφέας μακρηγορεί πολλές φορές χωρίς αυτό να προσθέτει κάτι ιδιαίτερο στο κείμενο. Προς το τέλος και ενώ όλοι αδημονούμε να δούμε τι θα γίνει επιτέλους μετά από 600 σελίδες, η ιστορία κόβεται απότομα και συνεχίζεται στο δεύτερο μέρος. Δεν θα αγοράσω το δεύτερο βιβλίο, θεωρώ ότι ήδη όλες οι ιστορίες τραβήχτηκαν από τα μαλλιά. Ο λόγος για 4 αστέρια και όχι 3 είναι επειδή διαβάζεται εύκολα, η γραφή σε παγιδεύει, και η συγγραφέας αποδίδει με ευφάνταστη γραφή τους τρόπους σκέψης και την καθημερινή ζωή των Ελλήνων και των Ευρωπαίων του προηγούμενου αιώνα.
Βαρια ιστορικά βιβλία με πολλά ονόματα ήμερομηνιες κτλ δεν διαβάζω,αλλά όταν ένα βιβλίο πλέκει ιστορικά γεγονότα με αισθηματικές ιστορίες μου αρέσει γιατί έτσι μαθαίνω γεγονότα τόπων που δεν τα ήξερα μέχρι πριν . Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και αυτό της κ.Κοντζογλου το οποίο μιλάει για την ιστορική ματωμένη απεργία της Σερίφου. Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της διλογιας στο οποίο μας εξιστορεί πως ήρθε και εγκαταστάθηκε ο Γερμανός Εμίλ Γκρομαν και ανέλαβε τα μεταλλεία του νησιού. Μας μιλάει και μας γνωριζει τους κατοίκους του νησιού, τον τρόπο ζωής τους και το πως οδηγήθηκαν στην ματωμένη απεργία που κύρηξαν οι μεταλλωρύχοι. Κάποιοι απ τους ηρωες κ τα ονόματα ήταν υπαρκτά πρόσωπα αλλα και αυτά που έπλασε με την φαντασία της η συγγραφεας μοιάζουν τοσο αληθοφανή που δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις απ τα πραγματικά. Οι περιγράφες γενικώς δεν είναι υπερβολικές και μας δίνει όσα στοιχεία χρειάζεται για να δημιουργήσουμε μια εικόνα των περιοχών, των ήθη και εθίμων. Μου άρεσε πολύ το πάντρεμα που δημιούργησε,της αλήθειας με τον μύθο του Περσέα και της Ανδρομεδας. Είναι αρκετά μεγαλο βιβλίο κοντά,στις 600σελ,αλλά εγώ που το άκουσα μέσω jukebook δεν με κουρασε καθόλου και θέλω να βρω το δεύτερο βιβλίο για να μαθω-διαβάσω όσα έγιναν οταν ξέσπασε η απεργεία.
Μυθιστόρημα βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος του νησιού της Σερίφου. Ήθη, έθιμα και μία γραφή που σε κρατάει σε εγρήγορση. Πολλές φορές νιώθεις σαν να βρίσκεσαι και εσύ κάπου κοντά στο νησί και αυτό είναι κάτι που το "κέρδισε" η συγγραφέας με την γραφή της. Καλογραμμένοι χαρακτήρες, ωραία πλοκή αλλά σε γενικές γραμμές ένιωσα πως κάτι έλειπε για να δώσει το κάτι παραπάνω. Ίσως να με κούρασε το γεγονός πως σαν όγκος το βιβλίο είναι μεγάλο, ίσως πάλι να μου δημιούργησε μία αρνητική προδιάθεση η σκέψη πως το βιβλίο στην ουσία είναι μόνο το πρώτο μέρος της ιστορίας, μιας και δεν μου αρέσουν βιβλία τέτοιου είδους (τριλογίες, σειρές βιβλίων κτλ). Πάντως είναι σίγουρα ένα αξιόλογο βιβλίο!