Περιγράφοντας τη βαθύτερη «υγεία» του ερωτικού συναισθήματος, δηλαδή τη θορυβώδη παθολογία του, αυτό το βιβλίο προσηλώνεται στα συμπτώματα της ζηλοτυπίας, θέλοντας να είναι εύληπτο εγκόλπιο ερωτικών τραυμάτων και μυκτηρισμών.
Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (πραγματικό ονοματεπώνυμο του Kωστή Παπαγιώργη) ήταν Έλληνας δοκιμιογράφος, αρθρογράφος και μεταφραστής φιλοσοφικών έργων.
Γεννήθηκε το 1947 στο Νεοχώρι Υπάτης Φθιώτιδας, όπου εργαζόταν ως δάσκαλος ο πατέρας του. Στη συνέχεια έζησε στην Παραλία της Kύμης (1951-1960), στο Χαλάνδρι, και εν τέλει στα Εξάρχεια, όπου και διέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Το 1966 πήγε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές νομικής και παρέμεινε εκεί για ένα χρόνο. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για σπουδές φιλοσοφίας και παρέμεινε εκεί ώς το 1975. Παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της¨ Βανσέν¨ με καθηγητές, τους Ντελέζ, Λιοτάρ και Σατελέ. Δεν ολοκλήρωσε ούτε τις σπουδές νομικής ούτε αυτές της φιλοσοφίας.
Το 1975 επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα και επιδόθηκε στη μετάφραση φιλοσοφικών έργων, αλλά και τη συγγραφή δοκιμιακών κειμένων και βιβλίων. Εξέδωσε και το θεωρητικό περιοδικό «Χώρα». Υπήρξε στενός φίλος του Χρήστου Βακαλόπουλου, για τον οποίο έγραψε και το βιβλίο "Γειά σου Ασημάκη".
Είχε επίσης συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά, διατηρώντας κατά καιρούς στήλες στην εφημερίδα Επενδυτής, στο περιοδικό Αθηνόραμα, και στην εφημερίδα Lifo.
Το 2002 τιμήθηκε με το κρατικό λογοτεχνικό βραβείο μαρτυρίας - χρονικού για τον Κανέλλο Δεληγιάννη.
Ζούσε με τη γυναίκα του, Ράνια Σταθοπούλου. Πέθανε στις 21 Μαρτίου 2014.
Ποια είναι η εξέταση η πιο εξονυχιστική που δείχνει τι κρύβεται στις κοιλότητες του σώματος τις πιο απόκρυφες; Η αξονική, η μαγνητική τομογραφία; Αυτό είναι το τόλμημα του Κωστή Παπαγιώργη εδώ, για το πρόσωπο του έρωτα και των συμπαρομαρτούντων του, για ό,τι αυτός σέρνει μαζί του, ως αναπόσπαστο κομμάτι που τον συνθέτει ως όλον. Μια συμφωνική ορχήστρα με όργανα το πάθος, τον πόνο, τη ζήλεια, την ομορφιά, με τη γυναίκα ως πρώτη ύλη.
Ο Παπαγιώργης μας ανεβάζει πάνω στο ικρίωμα, συναρμολογώντας και σκαλίζοντας την τοπογραφία του Ίμερου και της Κλινοπάλης, και μας δίνει με την εξαίσια γλώσσα του ένα κείμενο γεμάτο παρρησία, πυκνό σε νοήματα, κατεξοχήν όμορφο, απαρασάλευτα συμπαγές και σφιχτό, τόσο ώστε να σε οδηγεί σε περισσότερες από μία αναγνώσεις• όχι μόνο για την καλύτερη αφομοίωση των σκέψεών του -που δε θα σε βρουν πάντα σύμφωνο αλλά δεν έχει τελικά και σημασία- αλλά και γιατί η χόβολη που έχει φτιάξει με τις λέξεις και πάνω στην οποία σιγοψήνεται ο αναγνώστης είναι απολύτως ερωτεύσιμη. Σε βαθμό που λες, πάμε άλλη μία.
"...Ταυτόχρονα, ο πιο στέρεος δοξασμός του γήινου έρωτα μπορούμε να πούμε ότι είναι η φράση του Προυστ που τον ορίζει ως "χώρο και χρόνο αισθητούς στην καρδιά". Το πρόσωπο που αγαπάμε είναι πάντα διασπαρμένο μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Τα στοιχεία του έρωτα είναι σποράδες. Δρόμοι, σπίτια, φωνές, ξενύχτια, μεθύσια, συναντήσεις, συμπλοκές, βιαιότητες και θηριωδίες. Αυτή είναι η αγάπη, όχι η υπέρβασή της στο ιδεατό, αλλά μια έκσταση προς τα κάτω. Κάθε έρωτας μαζεύει τα κομμάτια του για να υπάρξει. Πάει σκυφτός. Σκουντουφλάει σαν τον Ρασκόλνικοφ λίγο πριν και λίγο μετά τον φόνο. Κι αν υποφέρει τα πάντα, το μόνο που αδυνατεί να δεχτεί είναι η αντικατάσταση του προσώπου (που γι αυτόν είναι το άπαν) με το άσαρκο και απρόσωπο ιδεώδες. Όσο κι αν τον βεβαιώνουν ότι η ψυχή είδε πάντα τα αληθινά προτού ενσωματωθεί στο ανθρώπινο ζώο, ο εραστής απαντάει σκαιά: "Δεν είδε τίποτα". Μια ομορφιά χωρίς πρόσωπο, ένα καλόν κενωμένο από την γυναίκα, τον κάνει έξω φρενών. Αν παρακολουθήσουμε τα ήθη του, θα δούμε πως δεν ξέρει τι εστί ιδεώδες, ενώ αντίθετα, είναι αφιονισμένος με τα επιμέρους. Κατατυφλωμένος καλλιεργεί δουλείες που -για τον Πλάτωνα- είναι ανάξιες γιατί ανήκουν στο αισθητό.
Πριν απ' όλα αισθάνεται μια μυστηριώδη έλξη για την φωνή της γυναίκας. Αφού κάθετί δικό της το αντιλαμβάνεται ως αισθητοποίηση μιάς εσωτερικότητας, τα λόγια της αποτελούν γι αυτόν έναν ψυχισμό εν ήχω. Μια φωνητική ψυχή. Περισσότερο κι από τα μάτια, τις εκφράσεις και το σωματικό σχήμα, η φωνή της γυναίκας μοιάζει οικεία αμφίεση της ψυχής. Ανάμεσα στην φυσιογνωμία και την φωνή, κάθε εραστής ξέρει να ανακαλύπτει κρυφούς συσχετισμούς. Συχνά το πρόσωπο τού φαίνεται φωνητική ενσάρκωση και ο κυματισμός της φωνής φυσιογνωμική έκφραση. Επίσης, αν η όραση πληγώνεται, η ακοή, ως βαθύτερη ακουστική όραση της ψυχής, πληγώνεται ακόμα πιο βαθιά. Γι αυτό, όταν πιστεύουμε μια γυναίκα, δεν πιστεύουμε τα λόγια της αλλά, πολύ βαθύτερα, την ίδια την φωνή της.
Και για να σπρώξουμε μακρύτερα τα αντιπλατωνικά γνωρίσματα της ομορφιάς, μπορούμε να μιλήσουμε για τα πάθη της όσφρησης και της αφής. Η λέξη Fascinum που δηλώνει την γοητεία (fascination), κατάγεται από το άρωμα. Γενικά στον έρωτα οι αισθήσεις που δεν προσφέρονται για εξιδανίκευση (αφή, όραση)είναι κατάλληλες για παρατεταμένες καταστάσεις βασκανίας. Το βλέπουμε αυτό στην αραβική άποψη για τον έρωτα, όπου τα αρώματα και οι μουσικές καλύπτουν τα πάντα υπό τύπον μυστηριώδους θωπείας. Στον αγρό των αρωμάτων, των θωπειών, των ακουσμάτων και των επιδερμικών τέρψεων, η ψυχή αιχμαλωτίζεται όπως το άνθος στο φως, ή όπως τα ιπτάμενα άνθη, οι πεταλούδες, στην ατμόσφαιρα. Αν η ψυχή, όπως διαβάζουμε στον Φαίδωνα, είναι προσηλωμένη με καρφιά στο σώμα, το σώμα με την σειρά του είναι καρφωμένο με αόρατους ήλους σε αυτές τις αισθήσεις. Και πώς να αποκαθηλώσεις πλατωνικά τον άνθρωπο από το αισθητό, όταν η καρδιά θητεύει στο ορατό και αψηφά τα μαθήματα;"
Ο Κάφκα σε ένα από τα γράμματά του στη Μίλενα της έγραφε " Στην ουσία δεν αγαπάω εσένα, αλλά κάτι περισσότερο, το νόημα που δίνει στη ζωή μου η ύπαρξή σου". Έτσι λοιπόν και ο Παπαγιώργης μέσα από αυτό το μικρό βιβλίο προσπαθεί να ερμηνεύσει ποιό είναι αυτό το νόημα που δίνει στην ζωή μας ο έρωτας και πως μετουσιώνεται σε ίμερο φτάνοντας μας στα άκρα, σε μια σχεδόν παθολογική κατάσταση. Ο ερωτευμένος μπορεί να γίνει αίρεση με το πάθος του, κι όμως πραγματικά αυτό αναζητεί. Πιστεύει στην μοναδικότητα του και αρνείται να αντιμετωπίσει το όλο θέμα με λογική. Η λογική δεν χωράει στο πάθος. Ο Παπαγιώργης με παραδείγματα πάντα από την κλασική λογοτεχνία (Ραγκόζιν, Καστέλ, Οθέλλος) και βασισμένος σε σκέψεις μεγάλων συγγραφέων όπως ο Μπροχ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι δίνει την δική του ερμηνεία και βάζει τις δικές του κόκκινες γραμμές σε ένα θέμα που απασχολεί και βασανίζει τον άνθρωπο από την γέννηση του μέχρι τον θάνατο του. Το βιβλίο είναι δοκιμιακού ύφους και ιδιαίτερα απαιτητικό. Απαιτεί την πλήρη προσήλωση του αναγνώστη έτσι ώστε να μπορέσει να βρει κάποιους δρόμους που θα τον οδηγήσουν στα δικά του συμπεράσματα ή στα δικά του αδιέξοδα. Το σίγουρο είναι πως ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με κυνικότητα πολλά θέματα τα οποία πολλοί από εμάς δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε. Όμως η γραφή του είναι τόσο άμεση, τόσο συμπαγής που στο τέλος ακόμα κι δεν συμφωνήσουμε με όλα τα γραφόμενα του.σίγουρα θα παραδεχθούμε έναν συγγραφέα-φιλόσοφο που έβαλε στο μικροσκόπιο του ένα τόσο δύσκολο θέμα και το ανέλυσε με σεβασμό αλλά και με απόλυτη συνέπεια. 4/5
ένα βιβλίο σάρκινο, στο στυλ των «αποσπασμάτων του ερωτικού λόγου» του Ρολάν Μπαρτ, όμως λιγότερο εγκεφαλικό και με εντονότερο παλμό. ένα βιβλίο μέσα από το οποίο έμαθα πολλά για μένα και στο οποίο θα επανέρχομαι ξανά και ξανά –όσο ερωτεύομαι, ή μάλλον, όσο ζω.
Η λαγνεία είναι η κοινή μας πατρίδα, ο μοναδικός τόπος που μπορεί κανείς να είναι ο εαυτός του και να παραδίνεται στη φύση του. Γι’αυτό, όταν απομακρυνόμαστε από το πλευρό του εραστή κάνει τόσο κρύο. Γι’ αυτό φαίνονται όλα τόσο μαύρακαι ζοφερά. Τον πόνο τον γεννάει η γνώση ότι υπάρχει μια πατρίδα στην οποία δεν μπορούμε να κατοικήσουμε μόνιμα, μια αλήθεια, που μόλις την αντικρίσουμε, πρέπει αμέσως να την ξεχάσουμε.
Ένα πολύ πυκνό και δύσβατο κείμενο που κινείται σε μπαρτικές γραμμές, χωρίς όμως κατά τη γνώμη μου να διέπεται από τον παιγνιώδη, ενσώματο και οπωσδήποτε πιο εξωστρεφή ερωτισμό του Μπαρτ. Μάλιστα ο Παπαγιώργης, με δεδομένο ότι δεν πρόκειται για ένα κείμενο και τόσο παλιό (εκδόθηκε το 1988) δείχνει αδικαιολόγητα κοντόφθαλμος στη σύλληψη και στην εννοιολόγηση της ερωτικής παθολογίας εντός της σφαίρας των πατριαρχικών δομών, έτσι που κάποιες φορές -ατυχώς- ηρωοποιεί τις εκφράσεις βίας των ζηλότυπων εραστών ή ακουμπάει τις παρυφές του μισογυνισμού.
Η αλήθεια είναι πως στο τελευταίο και ίσως σημαντικότερο δοκίμιο του βιβλίου με τίτλο Πού κατοικεί η ομορφιά, όπου αναπόφευκτα αναλύει τις πλατωνικές αντιλήψεις, σε ένα βαθμό αναπληρώνει για τις προηγούμενες αστοχίες του. Σίγουρα δεν αρκεί μια ανάγνωση. Σίγουρα το βιβλίο απελευθερώνει κύματα αναγνωστικής απόλαυσης στο μεγαλύτερο μέρος του. Σίγουρα οι εραστές διαβάστε το μαζί.
Η διαφορά μας με τα ζώα στην ερωτική μας επαφή, λέει ο Παπαγιώργης, είναι ότι για μας δεν είναι απλά μια γενετήσια πράξη, τα ζώα δεν έχουν εαυτό να δώσουν, εμείς έχουμε. Δίνουμε κάθε φορά ένα κομμάτι του εαυτού μας στον ερωτικό μας σύντροφο, που όταν αυτός μας προδωσει, σέρνει αυτό μας το κομμάτι στην νέα του περιπέτεια. Δεν είναι μόνο ο εγωισμός μας που πονάει και οδηγουμαστε στην ζήλια, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ο εαυτός που παραχωρήσαμε στον έρωτα μας.
Δε�� είναι μυστικό ότι αν είναι να διαβάσεις τέτοιου είδους βιβλία, θα πρέπει να αδειάζεις το όμορφο κεφαλάκι σου και να είσαι εκεί που σε θέλει και απαιτεί να είσαι ο συγγραφέας του. Ο Παπαγιώργης όταν καταφέρνεις να μπεις στ αλήθεια στον κόσμο του το βιβλίο θα καταλήξει κατάστικτο από σημειώσεις και υπογραμμίσεις. Μετά απ'αυτό χρειάζεσαι λίγο χρόνο ή κάτι " ελαφρύ".
Απαιτητικο βιβλίο όπως όλα του Παπαγιώργη, με πυκνά νοήματα, μεστό λόγο και πολλές αναφορές σε κλασσικούς. Ολα αυτά με το γνωστό δοκιμιακο του γράψιμο. Εκεί που εσύ βλέπεις έναν δρόμο μιας κατευθυνσης ο Παπαγιώργης σου φανερώνει ένα σταυροδρόμι. Η αρρωστημενη ζήλια, το πάθος, η αποκαθήλωση του ερωτα. Η μήπως όχι;
Κείμενο που βρίσκει τον τροπο να μιλήσει για όλα εκείνα που περνάνε από το μυαλό μας, αλλά τα προσπερνάμε σιωπηλά. Κουβέντες για ένα θέμα που μας αγγίζει καθημερινά, ακόμα και αν δεν μας αφορά άμεσα. Λίγα λόγια και καλά για όλα εκείνα που βιώνουμε σαν άτομα, αλλά και σαν σύντροφοι, κάθε φορά που τολμάμε να αφήνουμε μια χαραμάδα εκτεθειμένη.
Περισκεψη περι ερωτος και του παραγωγου της ζηλειας. Με το γνωστο αφαιρετικο του τροπο ο ΚΠ συλλογιεται πανω στις αλληγοριες της ΠΔθ και του Συμποσιου του Πλατωνα ,περι της σχασης για το ανθρωπινο ειδος στα δυο γενη , το οποιο προσφερει ο εβραικος λαος με την σφραγιδα της δυστυχους του συνειδησης ,και ο ελληνικος με το στομα του Αριστοφανη μεσω του παιγνιωδους τροπου του. Η ουσια της διατριβης, η εννοια της ελλειψης που στοιχειωνει την ψυχη και των δυο φυλων και ο ρολος και των δυο στην τραγωδια της ζωης. Κατα τον ΚΠ , ενω το ανθρωπινο ειναι συστοιχισμενο με τον φυσικο τροπο -και το εχειν και απολαμβανειν ειναι τα ακορεστα συστατικα που τον συνοδευουν- επιλεγει συναμα τον τροπο του να εκπτυχθει ως αλλος του εαυτου του (καθαρα ανθρωπινο ,μια και η πολυγαμια ειναι χαρακτηριστικο των ειδων με ελαχιστες εξαιρεσεις ) και να ενσωματωθει στην τραγωδικη ζωη του. Μια πολυ καλη αναλυση και για το σωμα ως το οργανο το οποιο λαμβανει για να κανει την επεξεργασια η ψυχη η οποια θα μεταφρασει το αισθημα σε συναισθημα. Ητοι ο συγγραφεας δεν δεχεται οποια παρεκτροπη ή παραλλαγη στην κλινοπαλη ως εν γενει διαστροφη , αν σ'αυτη μετεχει η ψυχη και καρπωνεται αυτη εν τελει κ οχι το σωμα ως καταληξη. Στο κομματι της ζηλειας ο ΚΠ διαγνωνει πολυ ευστοχα οτι η πηγη της ειναι η ιστορια της σχεσεως. Το πως δηλαδη ενας ξεφευγει απο την κατηγορια του ειδους και γινεται μια novelty οπως ειναι ο καθενας μας στο κοσμο , η πιστη δηλαδη οτι η απεναντι του ειναι η μοναδικη , η προσκολληση του και η ασθενεια του ερωτα που τον κανει να αντανακλαται σ'αυτη την απενανι. Γι' αυτο και ο πονος ειναι τοσο εντονος , γιατι εγινε η ζωη της ,ζωη του , γιατι ο ιδιος βιαζεται οταν εκεινη οχευει. To τελευταιο κομματι αναλωνεται στην διαλεκτικη της ομορφιαας και την διαπιστωση ατι αυτη 'ξενοδοχειται ,δεν στεγαζεται' και ειναι εννοια φευγαλεα και ανακυκλουμενη. Αυτο δημιουργει το αιωνιο διλημμα στους εραστες : Ολα ειναι προσκαιρα και πρεπει να τα εγκολπωθουμε οσο ειναι ωρα ή το καλλος ειναι απιαστο και μονο ανταυγειες του κυκλικα εμφανιζονται στην ιστορια σαν εναυσματα;
Δοκιμιακά διαπραγματευόμενος τα μυστήρια που διέπουν τους μηχανισμούς της φυσικής έλξης, του "πλατωνικού" έρωτα, της φθοράς των συναισθημάτων, της άγρας του ιδεατού, της ζήλιας και του παράφορου πάθους, ο συγγραφέας μαεστρικά ανατέμνει την Πλατωνική διδαχή την εξυμνεί και την δοκιμάζει στα γήινα μοντέλα της ηδονής και της ψυχικής ανάτασης και εμείς ως αναγνώστες λυτρωνόμαστε σε μια σπάνια απόλαυση.