Κάποια στιγμή, πρόσφατα, συνειδητοποίησα πόσο συχνά, πόσο επίμονα, πόσο εύκολα και, τελικά, πόσο στερεότυπα επαναλαμβάνεται παντού –εκπομπές, περιοδικά, εφημερίδες, συζητήσεις στο σπίτι ή αλλού, ακόμη και σε μερικές από τις δικές μου τις παρέες– μια κουβέντα. Ότι, δηλαδή, οι έφηβοι δε μιλάνε, γιατί δεν έχουν τίποτε να πουν.
Η κουβέντα αυτή εμφανίζεται στη συζήτηση, όπως πρόσεξα, σαν να είναι, τάχα, αυταπόδεικτη, αν όχι και αυτονόητη. Καθώς συνειδητοποιούσα αυτή τη διάσταση του λόγου, της κουβέντας και –γιατί όχι– των φαντασιώσεων και των ιδεολογιών της παρούσας στιγμής, κάτι κλότσησε μέσα μου.
Έτσι ξεκίκησε η δημιουργία αυτού του βιβλίου που παρουσιάζει τον έφηβο λόγο -κείμενα και σχέδια μαθητών λυκείου- ακαλλώπιστο, όπως αναβλύζει αληθινός με τις πιο ποικίλες αφορμές: ποιήματα, ειδήσεις, ταινίες, επισκέψεις, κείμενα... Σκέψεις και αισθήματα των παιδιών αυτών, που "δε μιλάνε, γιατί δεν έχουν τίποτε να πουν". "Και όμως μιλάνε" -αρκεί να βρεθούν σε συνθήκες κατάλληλες.
Ο Νίκος Σιδέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952 και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές (ειδικότητα Ψυχιατρικής, Ιστορία και Νευροψυχολογία-Νευρογλωσσολογία). Είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάσκων ψυχαναλυτής, μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Στρασβούργου (E.P.S.) και της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ψυχανάλυσης (FEDEPSY). Εργάζεται στην Αθήνα ως ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και οικογενειακός θεραπευτής. Έχει διδάξει στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στο Κολλέγιο Αθηνών και στο Deree College, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το μάθημα «Εικαστική Δημιουργία και Φαντασίωση του Καλλιτέχνη: Η περίπτωση του Ερωτισμού», στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. το μάθημα «Αρχιτεκτονική και Ψυχανάλυση», καθώς και στο ΠΜΣ «Εφαρμοσμένη Ψυχολογία στην Εκπαίδευση» του Ε.Κ.Π.Α. το μάθημα «Ψυχολογία του Εκπαιδευτικού: Βιωματικό Εργαστήριο».
Ο συγγραφέας Νίκος Σιδέρης προσπαθεί να ανατρέψει την προκατάληψη που ισχύει στη σύγχρονη κοινωνία ότι οι νέοι δε μιλάνε, γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν.Για τους μεγάλους αυτή η παραδοχή είναι αναγκαία αφού ο λόγος των νέων είναι ανατρεπτικός και απειλεί την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Οι νέοι σιωπούν ως άμυνα όμως προς έναν κόσμο γεμάτο ψέμα που απειλεί να τους αφομοιώσει. Η σιωπή τους είναι η αντίδραση, η κοροϊδία κατά κάποιο τρόπο και τελικά η σωτηρία τους. Οι νέοι μπορούν να αρθρώσουν έγκυρο λόγο αρκεί να βρεθούν σε κατάλληλες συνθήκες. Ενδιαφέροντα τα κείμενα των μαθητών Λυκείου που συγκέντρωσε ο Σιδέρης κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του σε κολέγια της Αθήνας. Η δική του ανάλυση στο τέλος αρκετά δύσκολη και με πολύ ειδικούς όρους, μάλλον δυσνόητη για το μέσο αναγνώστη.