Κύλησαν οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια. Κύλησαν οι δεκαετίες. Η ποίηση, παρούσα πάντα. Έγραψα/συνέθεσα/τραγούδησα ποιήματα στην Αθήνα. Σε κατοικίες (Δεληγιώργη, Καλομοίρη, Νάξου, Μαρωνείας, Τσαμαδού, Κοσμά Μελωδού, Καλλισπέρη, Στουρνάρη, Αγίου Μελετίου, Ουίλλιαμ Κινγκ, Κονδυλάκη). Σε μπαρ (Ράτκα, Ίντριγκα, Au revoir, Galaxy, Ένοικος). Σε ταβέρνες και μεζεδοπωλεία (Πειναλέων, Άμα λάχει, Κρητικός, Καφενές, Καπετάν Μιχάλης). Και στο Βερολίνο, το Λονδίνο, το Παρίσι. Αγάπησα και με αγάπησαν. Διάβασα πολύ. Δεν είπα όχι στην απερισκεψία. Πολλά πρωινά με βρήκαν μεθυσμένο. Αγαπημένη μου ώρα παρέμεινε το σούρουπο. Έκανα παρέα με τον Νίκο Καρούζο.
Υγρός, ρευστός λυρισμός που εγκαταβιώνει σε πολλαπλά παράδοξα, αυτός είναι ο κατ’ Ίκαρον κόσμος της ποίησης. Ένας κόσμος όπου συγχωνεύονται χώρα-χάρτης-πίνακας: Μια μουσική αφήγηση ζωγραφισμένη από έναν ποιητή. Μία συμπύκνωση πραγμάτων, μορφών και ονομάτων, που κάνει τα Συμβάντα, Μύθο και Λόγο. Μια Μεθυσμένη Οδύσσεια ―ενός Rimbaud που λέγεται Ίκαρος. Ένα ξενοδοχείο, όπου διασταυρώνονται τροχιές περαστικών προσώπων και συμβάντων, με όνομα Hegel: εκείνος που βαθύτατα διαλογίστηκε πάνω στο πότε προβαίνει στον κόσμο η γλαύκα της σοφίας.