«Για σένα μπορώ να σκοτώσω, μπορώ και να πεθάνω. Εσύ είσαι το φως της ζωής μου. Τώρα πια έχω έναν σκοπό. Να σε κάνω περήφανο. Να μ’ αγαπήσεις. Εγώ σ’ αγαπώ. Από τώρα και για πάντα. Μέχρι να πεθάνω…»
Η αστυνόμος Αλεξάνδρα Παναγιώτου έκλεισε το ημερολόγιο του θύματος μ’ ένα πνιγηρό αίσθημα στο στήθος που τη βάραινε σαν ταφόπλακα. Το θύμα είχε προαναγγείλει το τέλος του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια για να το σώσει. Ένας από τους υπόπτους ήταν ένα οικείο της πρόσωπο, και η ίδια ήταν αντιμέτωπη με σκιές που είχε θάψει στο παρελθόν, αλλά με την υπόθεση αυτή ζωντάνεψαν και πάλι.
Αλεξάνδρα, Μυρτώ, Ελπίδα, Σοφία. Τέσσερις γυναίκες με κοινά βιώματα που τις χωρίζουν πολλά και τις συνδέει ένας φόνος. Ένα παρελθόν που επιστρέφει για να καθορίσει ίσως για τελευταία φορά τη ζωή τους. Γιατί το παρελθόν σε κυνηγά όσο δεν καταφέρνεις να το αφήσεις ολοκληρωτικά πίσω σου. Είσαι παγιδευμένος στις σκιές του και σε σκοτώνει κάθε μέρα κι από λίγο. Και τότε, μπορεί να υπάρχεις, αλλά δεν ζεις…
"Η ευθεία απειλή τον ξύπνησε. Ένιωθε την οροφή του αυτοκινήτου να τον πλακώνει. Ξαφνικά ξέμεινα από αέρα. Άνοιξε το παράθυρο. Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Για αρκετή ώρα κλωθογύριζε το κινητό πάνω στο πόδι του με τεντωμένα νεύρα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να πάρει τηλέφωνο και να τη βρίσει ή ν' αδιαφορήσει; Τι μέλλον μπορεί να έχουν οι δυο τους; Με τι θράσος τον απειλεί; "Πρέπει να είναι τρελή η γυναίκα" σκέφτηκε. Αυτή του η διαπίστωση τον τρόμαξε περισσότερο. Τελικά αποφάσισε ν' αδιαφορήσει κι έκλεισε το κινητό του, για να αποφύγει ένα ακόμα μεταμεσονύκτιο παραλήρημά της."
Ο Άρης βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για δουλειές σε μια κατασκευαστική εταιρία. Πίσω στην Αθήνα έχει αφήσει την εξάχρονη κόρη του που μένει με την πρώην γυναίκα του. Όμορφος, επιτυχημένος, έχει τον τρόπο του με τις γυναίκες και είναι αποφασισμένος να περνάει καλά, χωρίς δεσμεύσεις και υποσχέσεις που δεν έχει καμιά διάθεση να τηρήσει. Η "σχέση" του με τη Μυρτώ, δικηγόρο στην Αθήνα, είναι ακριβώς αυτό, δίχως παρανοήσεις. Στη συμπρωτεύουσα γνωρίζει την Αλεξάνδρα, την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, που είναι αστυνομικός και μοιράζονται το ίδιο πάθος για τον αθλητισμό. Ταυτόχρονα γνωρίζει τη Σοφία και την Ελπίδα, αδερφές που εργάζονται στην ίδια κατασκευαστική. Η Σοφία, άτολμη, υποταγμένη, βαριά τραυματισμένη στα παιδικά της χρόνια, γοητεύεται από τον συνεργάτη της αλλά ξέρει πως δεν έχει καμιά πιθανότητα να τον κερδίσει. Η Ελπίδα από την άλλη, τολμηρή, αδίστακτη και αποφασισμένη να αρπάζει τα πάντα από τη μεγαλύτερη αδερφή της είτε αυτό είναι ένας άντρας είτε η πολυπόθητη προαγωγή είτε η αγάπη της μητέρας τους έχει μετατρέψει τα ίδια τραύματα σε μίσος που διοχετεύει σε προς πάσα κατεύθυνση. Μετά από μερικές βραδιές πάθους μένει έγκυος από τον Άρη και παρότι του υπόσχεται ότι δεν θα το κρατήσει γιατί δεν έχουν κανένα μέλλον τον εξαπατά και δεν προχωρά στην έκτρωση. Παράλληλα ψάχνει τρόπο να εκδικηθεί έναν άλλο πρώην εραστή της που τερμάτισε τον δεσμό τους και έμεινε με τη σύζυγο και τα παιδιά τους. Ώσπου ξαφνικά βρίσκεται νεκρή και ο εφιάλτης για όλους αρχίζει.
Το πρώτο μυθιστόρημα της Αντιγόνης Τσίτσιλα το διάβασα σχεδόν μονορούφι. Μου άρεσε πάααααρα πολύ το ότι ως Θεσσαλονικιά αναγνώριζα σχεδόν κάθε γωνία του κέντρου ή των Ανατολικών προαστίων που περιέγραφε, αλλά κυρίως ο τρόπος που τα περιέγραφε. Η υπόθεση είναι ενδιαφέρουσα και, ως γυναικοκτονία, επίκαιρη, ο ρυθμός της καταιγιστικός, όπως ταιριάζει σε μια ιστορία μυστηρίου. Η Τσίτσιλα πλάθει αληθοφανείς χαρακτήρες που όλοι μας έχουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας συναντήσει και αγγίζει με ευαισθησία το ζήτημα των τραυμάτων της παιδικής ηλικίας, την ενδοοικογενειακή βία, τις σχέσεις παιδιών και γονιών και κυρίως τις σχέσεις μεταξύ αδερφών που είτε μεγάλωσαν κάτω από την ίδια στέγη είτε όχι. Όπως η Άγκαθα Κρίστι σε αρκετά έργα της, έχει πλάσει με μαεστρία τον χαρακτήρα του θύματος έτσι που αδυνατείς να βρεις έστω και έναν, εκτός από τη μητέρας της, χαρακτήρα που να μην είχε ευχηθεί τον θάνατό της. Σχεδόν μέχρι τέλους δεν κατάφερα να βρω ποιος ήταν ο δολοφόνος για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι θα είχαν κίνητρο και τρόπο να την ξεφορτωθούν για να γλιτώσουν από τα κακά που τους προξενούσε. Το μόνο που ένιωσα να λείπει είναι η περαιτέρω ανάπτυξη του χαρακτήρα της Μυρτούς και της σχέσης της με την Αλεξάνδρα, ενώ μου άφησε την αίσθηση πως η Αλεξάνδρα ήταν λίγο παραπάνω αποστασιοποιημένη απ' όσο θα περίμενα από την εμπλοκή του Άρη στην υπόθεση, δεδομένου ότι είχαν αρχίσει να βγαίνουν και ήταν έτοιμη να τον ερωτευτεί. Σε κάθε περίπτωση είναι πρωτόλειο που σε καμιά περίπτωση δεν θυμίζει πρωτόλειο και αν σας αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα πιστεύω πως θα σας κρατήσει πολύ καλή παρέα ένα δυο ήσυχα βράδια με κρασάκι ή δυο πρωινά στην παραλία.
Ευκολοδιάβαστο και ανατρεπτικό. Σε κρατάει σε εγρήγορση από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Πολύ κοντά στην ελληνική πραγματικότητα, στις παθογένειες που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία και στα ένοχα μυστικά που κρύβονται πίσω από καλά σφραγισμένες πόρτες και στόματα.
Ένα εξαιρετικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με καλοχτισμένη πλοκή και έντονο ρυθμό. Η αφήγηση είναι τόσο καθηλωτική που δεν μπόρεσα να το αφήσω από τα χέρια μου και μέσα σε 24 ώρες το είχα ολοκληρώσει. Από τα βιβλία που σε τραβούν στον κόσμο τους και σε κάνουν να χάνεις την αίσθηση του χρόνου.
Ένα όμορφο μυθιστόρημα που μας μεταφερει πολλές σκηνές από την πραγματική ζωή. Διαβάζεται πολύ εύκολα και η συγγραφέας χρησιμοποίησε πολύ ωραίο λεξιλόγιο
Ένα πάρα πολύ ωραία βιβλίο. Θα σας ταξιδέψει σε πολλά μέρη της Θεσσαλονίκης και θα σας αρέσει η ιστορία που έγγραψε η Αντιγόνη. Ήμουν και στην παρουσίαση του βιβλίου και το λάτρεψα
Όχι μη νομίζετε ότι μου έστριψε ή ότι μου ξύπνησε ξαφνικά στα πενήν… εχμμμ... σαραντακάτι μου (😅 😅) το μητρικό ένστικτο. Κάθε άλλο μάλιστα! Απλά τον τελευταίο καιρό διαπιστώνω ότι ανάμεσα στους συγγραφείς παιδικών βιβλίων στην χώρα μας, κρύβονται μερικοί πάρα πολύ καλοί συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας! Και βιάζομαι να τους γνωρίσω πάραυτα βεβαίως βεβαίως!
Μια από αυτούς λοιπόν τους συγγραφείς είναι και η Αντιγόνη Τσίτσιλα, η οποία έκανε πρόσφατα το συγγραφικό της ντεμπούτο στο χώρο της αστυνομικής, με το μυθιστόρημα «Παγιδευμένοι στις σκιές», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή. Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί φυσικά κάτω από την «ομπρέλα» της αστυνομικής αλλά όπως κάθε σύγχρονο μυθιστόρημα του είδους που σέβεται τον εαυτό του αλλά και τους αναγνώστες του, είναι άρρηκτα δεμένο με την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας του σήμερα.
«Για σένα μπορώ να σκοτώσω, μπορώ και να πεθάνω. Εσύ είσαι το φως της ζωής μου. Τώρα πια έχω έναν σκοπό. Να σε κάνω περήφανο. Να μ’ αγαπήσεις. Εγώ σ’ αγαπώ. Από τώρα και για πάντα. Μέχρι να πεθάνω…»
Η ιστορία έχει να κάνει με τέσσερις γυναίκες οι οποίες έχουν πολλά να τις συνδέουν κι άλλα τόσα να τις χωρίζουν. Ο στυγερός φόνος της μίας από αυτές, ένας μοιραίος άντρας, μια προδομένη αδελφή, μια κατεστραμμένη οικογένεια, μυστικά και τα ψέματα, ο ένοχος που κρύβεται πίσω από το έγκλημα… Όλα αυτά ρίχνουν πυκνές σκιές πάνω από τις υπόλοιπες τρεις και τις αποπροσανατολίζουν. Και το παρελθόν τους επιστρέφει αποφασισμένο από τα σκοτάδια, για να διεκδικήσει τη θέση του στο Φως.
Αν και χωρίς πρότερη εμπειρία στο είδος η Αντιγόνη, κατόρθωσε κάτι που δεν έχουν καταφέρει συγγραφείς με βαρύ βιογραφικό στην πλάτη τους. Το βιβλίο της είναι γραμμένο με στρωτή, λιτή κι απέριττη γλώσσα, άμεσο και γρήγορο και με κράτησε στις σελίδες, χωρίς να μειωθεί το ενδιαφέρον μου στο ελάχιστο, μέχρι το τέλος του. Βρήκα πάρα πολύ ενδιαφέροντες τους θηλυκούς χαρακτήρες της, ιδιαιτέρως εκείνον της Ελπίδας Φωκά, ο οποίος είναι ένας χαρακτήρας άψογα ψυχογραφημένος, με βαθιά ψυχολογικά προβλήματα, νάρκισσος και εγωκεντρικός. Προβλήματα τα οποία όμως βλέπουμε ότι τα έσερνε πίσω της –βυθισμένη άγκυρα στην άμμο– από όταν ήταν ακόμα παιδί. Επίσης πολύ όμορφα σκιαγραφημένες είναι οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων, οι ομοιότητες και οι αντιθέσεις τους. Κάποιοι γίνονται απείρως αντιπαθητικοί (βλ. τον πάτερ φαμίλια), κάποιοι αρκετά συμπαθητικοί. Δε μπορώ να πω ότι ταυτίστηκα με κάποιον από αυτούς, παρ’ όλα αυτά τους βρή��α πολυδιάστατους και ρεαλιστικούς.
Με φόντο την αγαπημένη Θεσσαλονίκη την περίοδο της πανδημίας, η Αντιγόνη στήνει μια καλοδουλεμένη πλοκή, χωρίς κενά ή κοιλιές. Παρ’ όλα αυτά θα είμαι ειλικρινής και θα πω ότι προσωπικά δε με ικανοποίησε στο 100%. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα το μυθιστόρημα είτε περισσότερο εγκεφαλικό, να κάψει μερικά από τα –ήδη– καμένα εγκεφαλικά μου κύτταρα ή περισσότερο περιπετειώδες, να μου κόψει την ανάσα. Δεν ήταν ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Στεκόταν δειλά κι αναποφάσιστα ανάμεσα στις δυο καταστάσεις –σαν νεοφερμένο μαθητούδι στο σχολειό ☺️. Πιστεύω πως αυτό οφείλεται στην απειρία της συγγραφέα και είμαι σίγουρη ότι μελλοντικά –που θα αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση– θα την δούμε να «βουτάει στα βαθιά» με μεγαλύτερο σθένος.
Ωστόσο, αυτό που πρέπει να τονίσω είναι ότι ΕΒΛΕΠΑ ΤΟΝ ΕΝΟΧΟ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΠΡΟΣΩΠΟ! Δεν ξέρω πως το κατάφερε αυτό. Δε μου τυχαίνει καθόλου συχνά και ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη.
Επίσης, κάτι ακόμη που με ταλαιπώρησε λιγάκι ήταν το θέμα του κίνητρου. Υπήρχαν διάφοροι υποψήφιοι ένοχοι και όλοι είχαν μια χαρά κίνητρο. Έλα όμως που ο ένας μετά τον άλλο έμπαιναν στο απυρόβλητο! Ποιος στα κομμάτια και κυρίως ΓΙΑΤΙ, το «έφαγε» το κορίτσι; Και τελικά… Έκπληξηηηηη! Καλή; Κακή; Δεν ξέρω. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Πάντως ηχηρή ήταν σίγουρα!
Εν κατακλείδι λοιπόν, το «Παγιδευμένοι στις σκιές» ήταν ένα μυθιστόρημα καλοδουλεμένο και ευκολοδιάβαστο. Κι αν μου έλειψε λίγο η σπαζοκεφαλιά και η αγωνία με αντάμειψε με όλα τα υπόλοιπα. Αν σας αρέσει λοιπόν η αστυνομική λογοτεχνία και πιστεύετε στους Έλληνες συγγραφείς, πρέπει να του δώσετε όπως και δήποτε την ευκαιρία που του αξίζει!!!