Η Μαργαρίτα Ιορδανίδη είναι υπάλληλος σε διαφημιστικό γραφείο, σύζυγος λογιστή και μητέρα δύο παιδιών στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90, πριν από την οικονομική κρίση και με τους οικονομικούς μετανάστες να έχουν μόλις έλθει από την Αλβανία.
Ένα όνομα δεν είναι ωστόσο παρά ένα προσωπείο. Ποια είναι στ’ αλήθεια η Μαργαρίτα;
Αυτή είναι η παράδοξη ιστορία της. Μια ιστορία για το αίνιγμα της ταυτότητας πίσω από το πρόσωπο.
«Σήκωσε τότε το κεφάλι της, που το ’χε χαμηλωμένο πάνω απ’ το φαΐ της. Η όψη της είχε κάτι το παράξενα ανέκφραστο, σαν να ’ταν το πρόσωπό της πλασμένο από κερί και δεν είχε τ’ ασταμάτητα αναδέματα, τις ανεπαίσθητες συσπάσεις, το παιχνίδισμα των ματιών, όλα εκείνα που δίνουν ζωή σε μιαν ανθρώπινη μορφή. Τους κοίταξε και είπε: “Τ’ όνομά μου δεν είναι Μαργαρίτα. Δεν είμαι η μητέρα σας”».
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννέα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Πλέον κατοικεί στη Λευκάδα με τη σύζυγό του και με τα δυο τους παιδιά, και περνά μεγάλα διαστήματα στο Δελβινάκι Πωγωνίου στην Ήπειρο. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας από τα αγγλικά και τα γαλλικά.
Έχει εκδώσει βιβλία για ενήλικες καθώς και βιβλία για παιδιά.
Από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία του Μακρόπουλου, παρότι με μιζέριασαν απίστευτα τα σκηνικά καθημερινής έλλειψης αυτοπραγμάτωσης που περιγράφει. Βρήκα την εαυτή μου να αναρωτιέται γιατί συνεχίζω να διαβάζω κάτι που χτυπάει μεδούλι όσον αφορά και δικές μου φοβίες; Θα μεγαλώσω και θα κάνω παιδιά και μετά τι ; Αυτή είναι η μόνη ιδιότητα της Νάσιας και της κάθε Νάσιας; Τι άλλες προσδοκίες έχει ο κόσμος από την κάθε γυναίκα; Την δεκαετία του '90 αλλά ακόμα πιο υπόκωφα το σήμερα; Και αν η κατάθλιψη σου χτυπίσει την πόρτα, την αγνοείς; Λες πως είσαι κοινωνικά "απροσάρμοστη" και οι άνθρωποι σταματούν πια να ασχολούνται μαζί σου; Στο μυαλό μου το βιβλίο αυτό έχει ήδη γίνει ταινία /σειρά, μιας και είναι γραμμένο απίστευτα κινηματογραφικά. Αλλά δεν θα ήθελα να μπει στα μικροαστικά πλαίσια που συνήθως μαστίζουν τις ελληνικές σειρές, οπότε ίσως καλύτερα και να παραμείνει μόνο βιβλίο. Υ.Γ. Ο παραλληρισμός με την Άννα Καρένινα και την Μαρίνα της Μεγάλης Χίμαιρας ήταν πραγματικά 100% on point.
Τι να πω για αυτό το βιβλίο; Ότι είναι για μένα το καλύτερό του μέχρι τώρα; Οτι για τέσσερις ώρες δεν άλλαξα θέση; Μετά τη "Θάλασσα" νόμιζσ ότι τον είχα χάσει, όμως να που με αυτό τον ξαναβρήκα. Ανθρώπινο, διεισδυτικό, πλούσιο μέσα στη φαινομενική του απλότητα. Μελέτη πάνω στην κατάθλιψη, την ανηδονία, την ανούσια καθημερινότητα, τις μικρές ταπεινές ζωές της διπλανής πόρτας. Στον αντίποδα του Βέντερς, με ισάξια αριστουργηματικό τρόπο.
Τι να γράψεις για τον Μακρόπουλο που να μην έχει γραφτεί; Και πώς να είσαι αντικειμενική όταν είναι ένας από τους αγαπημένους σου συγγραφείς (της μεσαίας φόρμας, αλλά και γενικά);
Ας γράψεις απλά πως αν ξεχωρίζεις εδώ είναι πώς, με μικρές, σχεδόν κινηματογραφικές λεπτομέρειες, ο συγγραφέας καταφέρνει να σε ξαφνιάσει, ενώ η ιστορία, που εκτυλίσσεται σε ένα γνώριμο μικροαστικό περιβάλλον, είναι μάλλον τρομαχτικά κοινότυπη.
Ρισπέκτ στον Μακρόπουλο (για άλλη μια φορά) είπαμε;
Έχω ανάμικτα συναισθήματα για αυτό το βιβλίο. Από τη μια το βρήκα γραμμένο πολύ αριστοτεχνικά, η ιστορία παρουσιαζόταν τόσο όσο για να καταλάβεις. Από την άλλη μου έβγαλε μια τεράστια μιζέρια, μια Ελλάδα του 90, γάμοι και παιδιά επειδή έτσι πρέπει, χωρίς αγάπη, χωρίς φίλους, τραπεζωματα για να φαινόμαστε, κομοδίνα και σερβάν και λογιστικά γραφεία. Την οποία ατμόσφαιρα φυσικά ήταν αυτή που ήθελε να δείξει ο συγγραφέας. Μπρρρ, καλύτερα τα βουνά της Ηπείρου από αυτό το σκηνικό.
Θα μπορούσε άνετα να είναι ταινία του Λάνθιμου από τις παλιές του, με αυτό το στυλ παιξίματος των ηθοποιών. Φανταζομουν ένα στυλ Κυνόδοντα σκηνικό. Όχι ότι έχει τίποτα περίεργα το βιβλίο, σε αντίθεση με τα άλλα του βιβλία που έχω διαβάσει, είναι μια καθημερινή ιστορία της δεκαετίας του 90. Σχεδόν.
Ε τελοσπαντων διαβάστε το, 130 σελίδες είναι και ωραιότατο.
Τι είμαι αν όχι το όνομά μου; Αν όχι η ηλικία μου; Τι με δημιουργεί πέρα απ' το περιβάλλον μου και τους ανθρώπους γύρω μου; Αν δεν είμαι τα βιώματά μου, τι είμαι; Αν όχι όσα διαβάζω, γράφω, βλέπω, ακούω. Τι είμαι αν όχι οι σκέψεις μου; Τα συναισθήματά μου; Οι πράξεις μου; Ποιος είμαι;
Το μόνο σίγουρο είναι πως ο Μακρόπουλος έχει το δικό του ξεχωριστό τρόπο γραφής που δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις. Να μην τον αναγνωρίσεις... Κι αν σ' αρέσει ένα βιβλίο του, τότε θα σου αρέσουν και τα υπόλοιπα. Είτε οι ιστορίες τους είναι πιο δυστοπικές και ιδιαίτερες, είτε πιο απλές κρύβοντας την ιδιαιτερότητά τους για τους ήδη "μυημένους".
Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός με τον Μιχάλη Μακρόπουλο.
Όχι γιατί τον γνωρίζω προσωπικά, αλλά γιατί από την πρώτη επαφή με το έργο του (με το Μαύρο Νερό) θαυμάζω ανελλιπώς κι όλο και περισσότερο τον τρόπο που εμπνέεται από ετερόκλητες κι εν δυνάμει «ιερόσυλες» (στα χέρια κάποιου λιγότερο ικανού συγγραφέα) κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές για να τις μετατρέψει σε διαμάντια αφαίρεσης, ατμόσφαιρας και υπαινικτικότητας.
Στη Μαργαρίτα Ιορδανίδη, το πρώτο του έργο χωρίς δυστοπικό context που διαβάζω, η φωτογραφία στο εξώφυλλο της πρωταγωνίστριας του Femme Douce, μιας λιγότερο γνωστής ταινίας του Ρομπερ Μπρεσόν, που αποτελεί με τη σειρά της μεταφορά ενός διηγήματος του Ντοστογιέφσκι, προϊδεάζει για μια ακόμα λογοτεχνική άσκηση σ’ αυτή την ιδιότυπη και τόσο ξεχωριστή διακειμενικότητα.
Κι αυτό που ακολουθεί είναι αυτό που περίμενα, αλλά και κάτι που το ξεπέρασε, μια αριστοτεχνική και υποδειγματική σε αφηγηματική οικονομία νουβέλα, η οποία μού θύμισε προσωπικά το Vertigo όπως θα το γύριζε ο ίδιος ο Μπρεσόν, αυτός ο τεράστιος σκηνοθέτης της αποδραματοποίησης.
Μία γυναίκα αντικαθιστά (ή υποκαθιστά;) μια άλλη στη ζωή ενός μονόχνωτου λογιστή κι οι ιστορίες τους ξεδιπλώνονται παράλληλα ως ένας διαρκής αντικατοπτρισμός, μια αντιμετάθεση προσδοκιών και ματαιώσεων.
Διάφανες γυναίκες, χωρίς σκιά, εγκλωβίζονται στην οικογενειακή ζωή και γίνονται εν τέλει αναλώσιμες σε μια κενή νοήματος και συναισθήματος συμβίωση, μέσα σε διαμορφωμένους από τη νεοελληνική μιζέρια κοινωνικούς ρόλους, από τους οποίους πασχίζουν, αλλά δεν μπορούν να δραπετεύσουν ούτε καν νοερά και μέσω της λογοτεχνίας.
Ανοιχτή σε ερμηνείες και προσεγγίσεις και με τη γνωστή πλέον και πανέμορφη γλώσσα που κρύβει πίσω από τη δωρικότητα σιωπές και πολλαπλότητες, η Μαργαρίτα Ιορδανίδη επιβεβαιώνει ότι ο Μακρόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς των τελευταίων χρόνων.
Αθήνα, δεκαετία του '90. Η Μαργαρίτα είναι υπάλληλος σε διαφημιστική εταιρεία, όταν γνωρίζει τον Κώστα που κρατά τα λογιστικά της εταιρείας. Κι οι δυο τους είναι ήσυχοι άνθρωποι, εκείνη με τα βιβλία της κι εκείνος με τους αριθμούς του, με λίγους έως καθόλου φίλους, βρίσκουν αποκουμπι ο ένας τον άλλον, παντρεύονται, γίνονται γονείς. Ποια είναι όμως η Μαργαρίτα? Την γνώρισε άραγε ποτέ ο Κώστας?
Η γραφή του Μακρόπουλου μου αρέσει, γιατί αν και λιτή, σε βάζει μες στον κόσμο που χτίζει και που ακόμη κι η κάθε λεπτομέρεια μετράει. Σε αυτό το βιβλίο, θίγει το θέμα των ρόλων που καθένας από μας έχει στη ζωή του, είτε σε επαγγελματικό είτε σε κοινωνικό ή οικογενειακό επίπεδο.
Σε βάζει να αναρωτηθείς, ποιο ρόλο επέλεξες εσύ για τον εαυτό σου και ποιον σου επέβαλε η κοινωνία, και πως επιλέγεις να πορευεσαι με αυτό.
Ποιά είναι η Μαργαρίτα Ιορδανίδη; Είναι μια ή δυο γυναίκες; Είναι η υιοθετημένη κοπέλα, υπάλληλος γραφείου, που παντρεύτηκε ο λογιστής Κώστας και απέκτησαν δυο κοριτσάκια; Είναι η Αλβανίδα καθαρίστρια που ακούει τη μια στο όνομα Ελευθερία την άλλη στο όνομα Μαργαρίτα; Και ποιά από αυτές είναι εκείνη που μια μέρα σηκώθηκε από το τραπέζι και είπε στις δυο μικρές πως δεν είναι η μητέρα τους και το όνομά της δεν είναι Μαργαρίτα; Πώς μια γυναίκα υποκαθιστά μια άλλη; Αντέχεται αυτό το βάρος; Κι ακόμη κι αν αντέχεται ποιός ο λόγος; Η ήσυχη, λακωνική, υπαινικτική, θεσπέσια γραφή του Μακρόπουλου θα παρασύρει και δεν καταλαβαίνεις πότε έφτασες κιόλας στην τελευταία σελίδα της νουβέλας. Οι περιγραφές του φωτίζουν θύμησες της καθημερινότητας άλλων δεκαετιών απίστευτα οικείες. Το μοτίβο των δυστυχισμένων οικογενειών που δυστυχούν η καθεμιά με διαφορετικό τρόπο, εναρκτήρια φράση της Άννας Καρένινας του Τολστόι κ��ι το ανικανοποίητο της Μαρίνας της Μεγάλης Χίμαιρας του λατρεμένου μου Καραγάτση που διαβάζει/ουν η/οι Μαργαρίτα/ες υπογραμμίζουν τη θεματική του έργου που δεν είναι άλλη από την κατάδυση στις σκοτεινότερες πτυχές της γυναικείας ψυχοσύνθεσης.
Αν ψάχνετε να βρείτε μια ακόμη από τις ιστορίες δυστοπίας του Μακρόπουλου, στο Μαργαρίτα Ιορδανίδη θα βρείτε κάτι τελείως διαφορετικό. Στην νουβέλα αυτή βασικοί μας ήρωες είναι: ο Κώστας, ένας νέος άνθρωπος που σπούδασε λογιστής και παράτησε μια για πάντα το χωριό του για να ζήσει στην Αθήνα. Είναι η Ελευθερία, καθαρίστρια αλβανικής καταγωγής και η Μαργαρίτα, μια γραμματέας χωρίς παρελθόν γεννημένη όπως λέει και η ίδια από τα 3 και μετά. Κάπως μπλέκονται λοιπόν τα νήματα αυτών των ανθρώπων, αλλά το κουβάρι που φτιάχνει η ιστορία μας είναι αρκετά σκοτεινό, και ιδιαιτέρως βαρύ άμα αναλογιστείς. Δεν απογοητεύτηκα σε καμία περίπτωση γιατί η γραφή αυτού του ανθρώπου είναι εξαιρετική και η ιστορία είναι τόσο εξαιρετικά γραμμένη που σε κρατάει μέχρι το τέλος. Ίσως πάλι να φταίει που έχω πάθει κάτι με τον συγγραφέα και ό,τι δικό του διαβάζω μου αρέσει.
Αυτή τη φορά δε με κέρδισε ο Μακρόπουλος. Παρότι βρήκα την ιστορία του ενδιαφέρουσα και σε αρκετά σημεία έως και κλειστοφοβική με ένα τρόπο, οι χαρακτήρες του δεν είχαν δουλευτεί αρκετά, ήταν μάλλον μονοδιάστατοι και αυτό σε μια τόσο μικρή φόρμα είναι μοιραίο λάθος...
Πρώτη μου επαφή με τον Μακρόπουλο και δηλώνω ενθουσιασμένη. Αρχικά να πω ότι συνειδητοποίησα τον λόγο που απέφευγα την ελληνική λογοτεχνία. Είναι γιατί αποτυπώνει την ελληνική πραγματικότητα και νοοτροπία ατόφια και ρεαλιστικά κι αυτό είναι κάτι που με πνίγει γιατί ψάχνω να βρω μια διέξοδο από αυτή και μου την στερεί. Στην προκειμένη περίπτωση όμως με άγγιξε και με παρέσυρε, ανοίγοντας ίσως ένα νέο κεφάλαιο στα αναγνωστικά μου ενδιαφέροντα. Τρεις είναι οι κύριοι χαρακτήρες του βιβλίου κι έχουν πολλά να σου πουν μέσα από την σκοπιά που τους βάζει ο συγγραφέας να δουν την ζωή. Μπορεί να αφορά την δεκαετία του 90 αλλά τα περισσότερα παραμένουν ίδια. Έχουμε έναν άνθρωπο εργασιομανή που δεν ενδιαφέρεται για την σύντροφό του ουσιαστικά, απλώς υπάρχει ακολουθώντας τα πατριαρχικά στερεότυπα. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η παρουσίαση της συμπεριφοράς του πριν την ρήξη στον γάμο του και μετά. Ακόμα κι αν ο ίδιος θεωρεί πως υπάρχει αλλαγή στην ουσία η συμπεριφορά του είναι ίδια και απαράλλαχτη. Χαοτικά απόμακρη. Και δεν είναι τυχαία η έλλειψη αναφοράς στο σύνολο του οικογενειακού βίου. Έχουμε μια γυναίκα που δεν ένιωσε ποτέ πραγματικά ολοκληρωμένη και ότι ανήκει κάπου εξαιτίας παιδικών συναισθηματικών ελλείψεων και μια ακόμα γυναίκα που ήρθε στην Ελλάδα πριν χρόνια και στην προσπάθειά της να εναρμονιστεί έχασε τον εαυτό της. Ο τρόπος που συνδέονται τα πρόσωπα μέσα από τον φαύλο κύκλο επιλογών που επιλέγει για αυτά ο συγγραφέας αγγίζει ευαίσθητες χορδές, γιατί μέσα από την ιστορία τους θίγονται θέματα όπως το εργασιακό κατεστημένο,οι οικογενειακοί δεσμοί και διαχωρισμοί ρόλων,η μετανάστευση,η αποστασιοποίηση απέναντι στις ψυχικές ασθένειες. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη αυτό το βιβλίο.
Ο Μακρόπουλος είναι από τους πιο ευφυείς λογοτέχνες και αποδεικνύεται περίτρανα σε αυτήν τη νουβέλα. Η σύγχυση που δημιουργεί στον αναγνώστη όσων αφορά τις δύο πρωταγωνίστριες είναι χτισμένη αριστοτεχνικά. Εξαιρετικό βιβλίο με τόσα πολλά να συζητήσει κανείς για τόσες λίγες σελίδες.
(...)Τώρα που και η μάνα του δεν ζούσε πια, είχε ολότελα χάσει εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που υπήρχε μέσ' απ'τους άλλους - τόσο αυθυπαρκτος που έφτανε να 'ναι ανύπαρκτος (...)
"Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν η μία με την άλλη, η κάθε δυστυχισμένη όμως είναι δυστυχισμένη κατά τον δικό της τρόπο". Λέων Τολστόι, Άννα Καρένινα
Υπάρχουν βιβλία που είναι γραμμένα σεμνά, αθόρυβα, με συνετή χρήση σημείων στίξης, που μοιάζουν συνηθισμένα, στρωτά και ξεκούραστα, απαλλαγμένα από παράλογα συναισθηματικά φορτία και εντάσεις, θαρρείς και φτιάχτηκαν για να παρακολουθούν και να καταγράφουν. Βιβλία που ενίοτε, σε κάποια παράγραφό τους, αναπάντεχα αποκαλύπτουν μικρές εκρήξεις, στην αρχή φαινομενικά ασήμαντες, παράταιρες ή και αδικαιολόγητες και κάποτε μαεστρικά εκτινάσσονται ολόκληρα, το ίδιο απρόσμενα, με οικονομία χώρου και εμφατικών μέσων, διασπείρονται σε θραύσματα αόριστων αναμνήσεων και βραδυφλεγών συναισθημάτων και ψάχνουν την ταυτότητά τους στο άπειρο σύμπαν των γραπτών. Έτσι και κάποιες ζωές...
«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν η μια με την άλλη, η κάθε δυστυχισμένη όμως είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο», λέει κάπου στην ‘Άννα Καρένινα’ ο Τολστόι. H ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ (Εκδόσεις Κίχλη, 2024) του Μιχάλη Μακρόπουλου, είναι η σπαραχτική κατάδυση στη ‘μοναξιά’ ενός γάμου και στο (βασανιστικό) ανικανοποίητο της ανθρώπινης κατάστασης. Αινιγματική, ευφυής, ελλειπτική και αμφίσημη. Όπως και η ηρωΐδα της νουβέλας, που διαπνέεται απ’ την ανάγκη (αλλά και αδυναμία) υπέρβασης της επιφανειακής, επίπλαστης πραγματικότητας που κατασκευάζουμε για τους εαυτούς μας. Ο ζωτικός της χώρος κείται μακράν του αυτάρεσκου κομφορμισμού που την περιβάλλει, οδηγώντας την στον αναπόδραστο εγκλωβισμό, την σταδιακή εξουθένωση και την ασφυξία. Δυο μοναχικά όντα, ένας άντρας και μια γυναίκα: εκείνος κλεισμένος στην εκούσια, αυτοσχέδια ‘φυλακή’ του, εκείνη παγιδευμένη στο ‘χρυσό κλουβί’ της. Η επεξεργασμένη λεπτομέρεια-στιγμιότυπο εξωφύλλου απ’ το ‘Une femme douce’ (Μια γλυκιά γυναίκα, 1969) του Ρομπέρ Μπρεσόν (βασισμένου στην σύντομη ιστορία του Ντοστογιέφσκι) είναι κομβική: όποιος γνωρίζει το φιλμ, αντιλαμβάνεται πλήρως την συνάφεια. Ωστόσο, ο Μακρόπουλος επιφυλάσσει ακόμη μεγαλύτερες εκπλήξεις στον αναγνώστη, αφού αποφασίζει να πάθει… «Vertigo», όχι όμως σαν τον Χίτσκοκ αλλά όπως θα το χειριζόταν ένας Τρυφφώ, ένας Σαμπρόλ ή -γιατί όχι;- ένας Πολάνσκι! Σκηνικό δράσης είναι η πατρογονική γειτονιά του συγγραφέα, τα Ιλίσια-Παγκράτι των ‘90s, εποχή (προ κρίσης και) αθρόας προσέλευσης των οικονομικών (εντός κι εκτός εισαγωγικών) μεταναστών από την Αλβανία. Ένας τέτοιος αλλά «εσωτερικού» (γι’ αυτό και στην αρχή δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς, εσκεμμένα ίσως, πως το χωριό του βρίσκεται στην…δώθε πλευρά της ελληνοαλβανικής μεθορίου) είναι κι ο βασικός ανδρικός χαρακτήρας του βιβλίου, που καταφτάνει στην πρωτεύουσα για να ασκήσει το επάγγελμα της μοδός -του λογιστή. Εκεί θα γνωρίσει την ηρωΐδα του τίτλου, ξετυλίγοντας την παράδοξη ιστορία του αινίγματος της ταυτότητας που καραδοκεί πίσω από το όνομα και το πρόσωπο.
Η «Μαργαρίτα Ιορδανίδη» επιχειρεί μια παράτολμη βουτιά στην άβυσσο της ανθρώπινης συνείδησης, μια παράξενη διείσδυση στην ασίγαστη μάχη μιας γυναίκας με τους δαίμονές της -όπως εκείνη της Μαρίνας, στην «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση (βασικό ανάγνωσμα της ηρωίδας του Μακρόπουλου). Αμφότ��ρες μπορούν εύκολα να γυρνούν την πλάτη σ’ ένα παρελθόν που νιώθουν πως ποτέ δεν τους ανήκε, σαν να εγκαταλείπουν ξανά και ξανά τον εαυτό τους και ολοένα να προχωρούν, γυναίκες διάφανες -χωρίς σκιά. Κι είναι τέτοια η επινοητικότητα-ετοιμότητα του συγγραφέα που στις σελίδες του η ‘αβάσταχτη ελαφρότητα’ παραφράζεται σε «αβάσταχτη σοβαρότητα του είναι», η Μεγάλη Χίμαιρα σε…Μεγάλη Χειμάρρα κι η σιωπηλή οροσειρά της Μουργκάνας σε (Φάτα) Μοργκάνα, η «αχνογάλαζη, ξαπλωτή πέτρινη μάγισσα, με τους πεσμένους στα πόδια της υποταχτικούς λόφους, ικέτες στη λίθινη σκληράδα της». Η λαχτάρα μιας γυναίκας να κληροδοτήσει (απουσία δικών της) ‘μνήμες’ ενός ανοίκειου παρελθόντος στους καρπούς της, προσκρούει στην αδήριτη ανάγκη ενός άντρα να φυγαδεύσει τον εαυτό του απ’ αυτό το ίδιο παρελθόν. Η γραφή του Μακρόπουλου, λυρική και υπερβατική συγχρόνως, βυθίζει τον αναγνώστη σ’ ένα υποβλητικό σύμπαν που μουδιάζει (νεκρώνει σχεδόν) τις αισθήσεις, μέχρι την αναπάντεχη σκηνή (λίγο πριν το τέλος) στο παιδικό πάρκο του άλσους, που σηματοδοτεί το ‘τέλος του λήθαργου’ και το ‘ξύπνημα στον εφιάλτη’. Μπορεί η συμπάθειά μας να κλείνει, σαφώς, προς το Θηλυκό, εντούτοις δεν είναι αμελητέα όσα υφίσταται και το Αρσενικό: ειδικά απ’ τη στιγμή που το πρώτο -ενστικτωδώς ίσως- ανακαλύπτει τρόπους να…βασανίζει το δεύτερο, υπονομεύοντας την (πατριαρχική) κυριαρχική του ανάγκη και επιτιθέμενο (σχεδόν απροκάλυπτα) στο -αποκρουστικό- σύστημα αξιών του. Στην ταινία του Μπρεσόν υπάρχει αυτή η (διαρκής) αίσθηση κυνηγημένου αγριμιού-παγιδευμένου θηρίου στο βλέμμα της Ντομινίκ Σαντά, της ‘ανώνυμης’ πρωταγωνίστριάς του. Η ίδια αίσθηση απλώνεται και στις σελίδες του Μακρόπουλου, αναδεικνύοντάς τον σε επιδέξιο μάστορα της μικρής-μεσαίας φόρμας…
"Τώρα πού και η μάνα του δεν ζούσε πιά, είχε ολότελα χάσει εκείνο τοκομμάτι του εαυτού του που υπήρχε μέσ' απ' τους άλλους - τόσο αυθύπαρκτος, που έφτανε να 'ναι ανύπαρκτος". (σελ. 43)
Το απόσπασμα αυτό θεωρώ ότι βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της απροσδόκητης -αλλά τελικά γοητευτικής και, κάπως, γλυκόπικρης- νουβέλας του Μακρόπουλου. Όλο το βιβλίο είναι ένα σχόλιο επάνω στη σύγχρονη εμμονή για "αυτοπραγμάτωση", για την περίφημη φιλελεύθερη αποδέσμευση από τα αόρατα δεσμά των κοινωνικών θεσμών που -υποτίθεται ότι- "καταπιέζουν" τον σύγχρονο άνθρωπο μέσα από 3 εμβληματικές εκδοχές: τον Κώστα που επιδιώκει και εν πολλοίς νοιώθει άνετα μέσα στην αλλοτρίωση και αποπροσωποίηση (με τη γιανναρική έννοια του προσώπου) της μεγαλούπολης, τη Μαργαρίτη -την άχρωμη νεαρή γυναίκα, μια σύγχρονη εκδοχή του "Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες", με άγνωστες ρίζες που αναζητά μάταια κάποια σημεία αναφοράς για να βυθιστεί τελικά στην ανυπαρξία και την Ελευθερία, η οποία έρχεται να πάρει τη θέση της, υπενθυμίζοντας ότι μέσα στο πολυανθρώπινο χάος των μεγαλουπόλεων όσοι επιλέγουν να υπάρξουν ως αερόφυτα, καταλήγουν τελικά να αποτελούν εύκολα αντικαταστάσιμες μονάδες.
Η ¨Ανάγκη για ρίζες" της Σιμόν Βέιλ προκύπτει εύλογα ως αναγκαίο ανάγνωσμα μετά τη νουβέλα αυτή.
ΥΓ Δηλώνω απερίφραστα "μακροπουλιστής" καθώς τον θεωρώ μεγάλο μάστορα της νουβέλας. Ιδού πως με "ευτελή" (έως βαρετά) υλικά φτιάχνει μια πολύ ανθρώπινη ιστορία, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στην εξέλιξη της, χωρίς διδακτισμούς και "προαπαιτούμενα".
Θαυμάσιο βιβλίο. Αποτυπώνει άριστα τις σχέσεις στα nineties, τους συμβιβασμούς που γίνονται μέσα στο γάμο, την ασφυκτική πίεση που νιώθει η ηρωίδα. Κι όλα αυτά χωρίς μεγαλοστομίες. Με ύφος απλό, λιτό μα τόσο ουσιαστικό. Μου αρέσει επίσης το παιχνίδι των ταυτοτήτων που παίζει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη. Στο εξώφυλλο της άρτιας καλαίσθητης έκδοσης από την Κίχλη βρίσκεται η φωτογραφία της Dominique Sanda από στιγμιότυπο της ταινίας ''une femme douce'' του Robert Bresson. Άνετα θα μπορούσε να είναι η Μαργαρίτα Ιορδανίδη, η ηρωίδα αυτής της εξαίσιας νουβέλας. Ο Μακρόπουλος περιγράφει σκηνές της καθημερινότητας των ηρώων, όλο αυτό το κλίμα της δεκαετίας του '90 με συγκρατημένο λυρισμό και πραγματικά υπάρχουν κάποιες πολύ όμορφες φράσεις ποιητικού τύπου στο βιβλίο χωρίς να ξεφεύγει από αυτό που θέλει να πει. Πολύ όμορφο βιβλίο, αφάνταστα μελαγχολικό. Θα μπορούσε να γίνει ταινία από τον Χάνεκε. Στα συν η φροντισμένη επιμέλεια. Σχολαστικότητα στο έπακρο. Ούτε ένα τυπογραφικό λάθος. Συνεισφέρει κι αυτό στην αναγνωστική απόλαυση.
λιγες ωρες στην παραλια , δεν εκανα ουτε μια βουτια , μεχρι να φτασω στο τελος.Στην νουβελα ειναι ζωγραφος ο Μακροπουλος !!!!μας εχει πια πεισει μετα απο μια σειρα εξαιρετικων εκδοσεων .Η Μαργαριτα δεν ειναι Μαυρο Νερο ουτε Ιουδας η Θαλασσα . Ειναι μια καθημερινη ιστορια της διπλανης πορτας , απλη και ταπεινης , πλην ομως υποδορια πλουσιας σε μιζερες πραγματικες καταστασεις ,οπως στην ζωη του καθενος. Και μας θετει το ερωτημα "ποια ειναι στ'αληθεια η Μαργαριτα?"
Σοφα δανειζεται απο την Καρενινα στην εισαγωγη το αποσπασμα "Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν η μία με την άλλη, η κάθε δυστυχισμένη όμως είναι δυστυχισμένη κατά τον δικό της τρόπο".
Στη Μαργαρίτα ο Μακρόπουλος δεν εγκαταλείπει το αναπάντεχο, το φανταστικό στοιχείο, που χαρακτήριζε τις προηγούμενες δουλειές του. Στη Μαργαρίτα εμπλουτίζει το στοιχείο του φανταστικού, γειωνοντας το σε μια πεζη, μικροαστική, οικογενειακή καθημερινότητα, που δομείται δωρικά, σαν σενάριο για το θέατρο η' τον κινηματογράφο. Η αλλοτρίωση της γυναίκας, η αποξένωση της από την ίδια της την ύπαρξη, τα τραύματα του παρελθόντος, που δεν επουλωνονται μέσα στη μίζερη καθημερινότητα ενός στεγνού, χωρίς χυμούς, γάμου. Ζωές σπαταλημενες μέσα στην υποκρισία και την κατάθλιψη. Διαβάζεται απνευστι.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Πρώτη επαφή με τον συγγραφέα και είχα πολύ μεγαλύτερες προσδοκίες από αυτό το βιβλίο. Λίγο τα επαινετικά σχόλια γνωστών, λίγο το εξώφυλλο -στιγμιότυπο από ταινία του Bresson- πίστευα ότι θα διάβαζα κάτι πιο καλοδουλεμένο. Μου φάνηκε κάπως διεκπεραιωτική η γραφή του, απλές περιγραφές που δεν με συγκίνησαν. Μπορεί και να τον αδικώ. Πάντως διαβάζεται γρήγορα.
Με τέτοιες δημιουργίες χαίρεσαι να διαβάζεις ελληνική λογοτεχνία! Η γυναίκα στο επίκεντρο με όλους τους ρόλους που της αποδίδονται, σε σημείο που αυτοί οι ρόλοι γίνονται δυσδιάκριτοι και τελικά μας παραδίδονται σαν μια σπουδή σε υπαρξιακά ερωτήματα για την ταυτότητα και το φύλο με έναν μεταμοντέρνο τρόπο, σίγουρα κινηματογραφικό.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Ένα ευφυές βιβλίο για την υποδόρια συζυγική κακοποίηση με τρεις ιδιαίτερους και ολοκληρωμένους κεντρικούς χαρακτήρες. Αν ήταν λίγο περισσότερο υπαινικτικό και δεν χαράμιζε τόσο χώρο για να λέει τα πάντα- ειδικά στους κουραστικούς διαλόγους του- θα έφτανε στα επίπεδα ενός Κουμανταρέα, Συμπάρδη ή Νόλλα.
Κατάλαβα την αλληγορία περί Μαργαρίτας Ιορδανίδη, αλλά δε με εντυπωσίασε.
Μου άρεσε ότι ο ασφυκτικός χώρος του βιβλίου (κέντρο Αθήνας, μικροαστικοί τόποι, απαράλλαχτοι στο χρόνο) όχι μόνο ντύνει, αλλά τελικά είναι αυτό που κινεί την ιστορία.